Οι Αυστραλοί μελισσοκόμοι θα πρέπει να μάθουν πλέον να ζουν με το θανατηφόρο άκαρι βαρρόα, όπως και όλος ο υπόλοιπος κόσμος, μετά από μια ιστορική εθνική απόφαση, να στραφούν από την εκρίζωση σε μια διαχειριστική προσέγγιση.
Η βαρρόα είναι ένα άκαρι με καταγωγή από την Νοτιοδυτική Ασία, όπου ενδημούσε ως μόνιμο παράσιτο στην Ινδική μέλισσα Apis cerana. Η φυσική επιλογή οδήγησε έπειτα από την πάροδο εκατομμυρίων ετών τον ξενιστή και το παράσιτο σε μια κατάσταση ισορροπίας. Από το 1940 και μετά όμως άρχισε να εξαπλώνεται και στον υπόλοιπο κόσμο με αποτέλεσμα να μεταδοθεί και στην Ευρωπαϊκή μέλισσα Apis mellifera, με καταστροφικές όπως αποδείχτηκε συνέπειες.
Η Αυστραλία μέχρι πρότινος παρέμενε η μοναδική ήπειρος χωρίς βαρρόα. Οι Αυστραλιανές αρχές είχαν καταφέρει 3 φορές στο παρελθόν να εξαφανίσουν το παράσιτο, όταν αυτό εντοπίστηκε εκεί (2016, 2019 και 2020), χρησιμοποιώντας ακραία μέτρα όπως κάψιμο χιλιάδων μελισσιών, καραντίνες και απαγόρευση μετακινήσεων. Του προγράμματος εξάλειψης και επιτήρησης ηγούνταν το Υπουργείο Πρωτογενούς Βιομηχανίας .
Αυτή τη φορά το άκαρι εντοπίστηκε στο λιμάνι του Νιούκαστλ, στη Νέα Νότια Ουαλία, στις 22 Ιουνίου του 2022. Πάνω από 14.000 κυψέλες υποβλήθηκαν σε ευθανασία τους επόμενους τέσσερις μήνες σε μια προσπάθεια των αρχών να σταματήσουν την εξάπλωση, η οποία κόστισε συνολικά 100 εκατομμύρια δολάρια.
Παρά τις προσπάθειες για την εξάλειψη του παρασίτου τους τελευταίους 14 μήνες , τα επιστημονικά δεδομένα δείχνουν πλέον ότι αυτό δεν είναι δυνατό. Η Εθνική Ομάδα Διαχείρισης (NMG) που είναι το όργανο λήψης αποφάσεων για εθνικά προγράμματα εξάλειψης εξωτικών παρασίτων και ζωικών ασθενειών, έλαβε ομόφωνα απόφαση να περάσουν πλέον από την εκρίζωση στη διαχείριση.
Ξεκίνησαν τα έργα για το μελισσοκομικό εργαστήρι στο Κορφοβούνι Άρτας. Το εγχείρημα είναι αρκετά απαιτητικό καθώς παρουσιάζει δυσκολίες στην πρόσβαση βαρέων οχημάτων, ενώ προβλήματα υπάρχουν και στην παροχή νερού για την οποία έχει καταστρωθεί ολόκληρο σχέδιο.
Εδώ και τρία χρόνια γίνονταν χωματουργικές εργασίες στην πλαγιά που θα γίνει το εργαστήρι, ενώ δημιουργήθηκε δρόμος ώστε να είναι προσβάσιμη οδικώς.
Το μελισσοκομικό εργαστήρι θα χτιστεί δίπλα στο παλιό πέτρινο σπίτι του 1935 και θα περιλαμβάνει μία αίθουσα εξαγωγής και μία αίθουσα αποθήκευσης μελιού, αποθήκη μελισσοκομικού υλικού, αλλά και ένα εργαστήριο αναλύσεων μελιού.
Στις πλαγιές γύρω από το εργαστήριο γίνονται εργασίες για το μελισσοκομικό πάρκο. Έχει ήδη ξεκινήσει η φύτευση μελισοκομικών φυτών, ενώ μετά το τέλος των εργασιών ο επισκέπτης θα μπορεί να περιηγηθεί στο μελισσοκομείο, να γνωρίσει τα φυτά της περιοχής και να γευτεί τα μελισσοκομικά προϊόντα που παράγουμε.
Πρόσφατα εκδόθηκαν από τα Δασαρχεία Πολυγύρου, Θεσσαλονίκης, κ.λπ., Δασικές Απαγορευτικές Διατάξεις (Περί Μελισσοσμηνών) οι οποίες υποτίθεται ότι ρυθμίζουν θέματα για την τοποθέτηση γενικά των μελισσοσμηνών. Θεωρώ το θέμα πολύ σοβαρό και γι αυτό διατυπώνω τις κατωτέρω απόψεις.
Μελίσσι δείκτης με ζυγαριά σε ελατοδάσος στο Γάβροβο Άρτας, άνοιξη του 2018.
Για την τοποθέτηση των μελισσοσμηνών γενικά και εντός δασών και δασικών εκτάσεων στη παράγραφο 13 του άρθρου 19 του ν. 3208/2003 αναφέρονται «Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας κλπ καθορίζονται οι περιοχές τοποθέτησης μελισσοσμηνών, οι αποστάσεις από Εθνικούς και επαρχιακούς δρόμους, κατοικημένες περιοχές και κατοικημένες οικίες καθώς και οι κυρώσεις για τις παραβάσεις των εν λόγω διατάξεων, τα όργανα επιβολής και η σχετική διαδικασία. Με την έναρξη ισχύος της παραπάνω απόφασης καταργούνται οι διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 6238/1934 (ΦΕΚ 25Α) και ν. 4856/1930 (ΦΕΚ 316 Α).»
Μέχρι σήμερα δεν έχει εκδοθεί η εν λόγω απόφαση με συνέπεια για την τοποθέτηση των μελισσοσμηνών να ισχύουν οι διατάξεις των Νόμων της 10ετίας του 1930. Προφανώς ο Νομοθέτης είχε αντιληφθεί, εδώ και 20 χρόνια, την ανάγκη άλλης πιο σύγχρονης ρύθμισης της τοποθέτησης των μελισσοσμηνών και εξουσιοδότησε τους ανωτέρω Υπουργούς για την έκδοση οικείας απόφασης.
Σαφώς δεν εξουσιοδότησε τους Δασάρχες κάθε περιοχής για την ρύθμιση του θέματος και να εκδίδουν Δασικές Απαγορευτικές Διατάξεις. Και από όσα γνωρίζω δεν υπάρχει άλλη μεταγενέστερη εξουσιοδότηση.
Είναι γνωστό ότι η Δασική Απαγορευτική Διάταξη εκδίδεται πάντα μετά από εξουσιοδοτική διάταξη Νόμου και ρυθμίζει ειδικά δασικά θέματα, π.χ. καυσοξύλευσης, θήρας κ.λπ. Στους παραβάτες επιβάλλονται διοικητικές και ποινικές κυρώσεις. Οι διοικητικές κυρώσεις είναι συνήθως χρηματικά πρόστιμα που επιβάλλονται όπως ο νέος Νόμος ορίζει και οι αντιρρήσεις του κατηγορουμένου πρέπει να εκδικαστούν στα Διοικητικά Δικαστήρια και όχι στο Πταισματοδικείο όπως γινόταν παλαιότερα. Για τους λόγους αυτούς η έκδοση Δασικών Απαγορευτικών Διατάξεων πρέπει να αντιμετωπίζεται με πολύ σοβαρότητα και να είναι απόλυτα τεκμηριωμένες.
Το Ορεινό Μέλι στα βελανιδόδαση του Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας, το καλοκαίρι του 2019.
Κατά την άποψή μου η έκδοση, χωρίς σαφή εξουσιοδότηση Νόμου, από τον Δασάρχη Δασικής Απαγορευτικής Διάταξης για την τοποθέτηση των μελισσοσμηνών, ένα θέμα που ρυθμίζεται από Νόμο, είναι πράξη άκυρη, παράνομη, και καταχρηστική και μπορεί για τους υπογράφοντες Δασάρχες να αγγίζει τα όρια της παράβασης καθήκοντος. Για αυτό δεν ασχολούμαι με τα ανεδαφικά επί μέρους θέματα που υποτίθεται ότι ρυθμίζουν οι διατάξεις που έχουν εκδοθεί.
Καλό θα ήταν οι Δασάρχες και η Δασική Υπηρεσία να ασχοληθούν και να μελετήσουν πως παράγονται τα δασικά προϊόντα το μέλι, η γύρη και η πρόπολη από τους μελισσοκομικούς πόρους των δασικών οικοσυστημάτων. Δυστυχώς το αντικείμενο αυτό δεν διδάσκεται στις Δασολογικές σχολές με συνέπεια να υπάρχει άγνοια και εχθρική αντιμετώπιση της άσκησης της μελισσοκομίας στα δάση και δασικές εκτάσεις. Και αυτό αποδεικνύεται από το περιεχόμενο των Δασικών Απαγορευτικών Διατάξεων που έχουν εκδοθεί από τα Δασαρχεία.
Είναι γνωστό ότι η μελισσοκομία ασκείται σχεδόν αποκλειστικά εντός των δασών και δασικών εκτάσεων αφού το 80% του μελιού που παράγεται στη χώρα, περίπου 15.000 τόνοι, είναι δασόμελα και είναι το αποτέλεσμα της αξιοποίησης από την μέλισσα των μελισσοκομικών πόρων των δασικών οικοσυστημάτων.
Αφού οι μελισσοκόμοι αξιοποιούν τους μελισσοκομικούς πόρους των δασικών οικοσυστημάτων κάλλιστα μπορεί να χαρακτηρισθούν δασεργάτες και προστάτες των δασών αφού εκεί εργάζονται και τρόπο τινά το δάσος είναι το «σπίτι» τους. Αρκεί κατάλληλα να οργανωθούν και ενημερωθούν από την Δασική και Πυροσβεστική Υπηρεσία. Οι πυρκαγιές των πευκοδασών (χαλεπίου, τραχείας) είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της μελισσοκομίας γιατί έχουμε καταστροφή κυψελών – ζωικού κεφαλαίου αφενός και αφετέρου των δασών όπου εργάζεται και παράγει η μέλισσα. Και δυστυχώς κάθε χρόνο έχουμε τεράστιες και αδικαιολόγητες σε έκταση πυρκαγιές (Εύβοια, Ρόδος, κ.λπ.). Για το μέγεθος της ζημιάς αρκεί να αναφερθεί μόνο ένα παράδειγμα αυτό της Βορείου Ευβοίας όπου με την καταστροφή των δασών καταστράφηκαν περίπου 4.000 τόνοι πευκόμελου που συλλεγόταν ετησίως.
Η μελισσοκομία ασκείται στα δασικά οικοσυστήματα χωρίς επέμβαση δηλαδή για την παραγωγή μελιού δεν χρειάζεται να υλοτομηθούν δένδρα και το αντίθετο γίνεται για την παραγωγή καυσόξυλων. Απεναντίας η μέλισσα ως επικονιαστής συμβάλλει θετικά στην βελτίωση της βιοποικιλότητας των δασικών οικοσυστημάτων.
Χρειάζεται λοιπόν οι Δασολόγοι και η Δασική Υπηρεσία να ασχοληθούν εντατικά με την προστασία, βελτίωση και διαχείριση των μελισσοκομικών πόρων των δασικών οικοσυστημάτων. Ταυτόχρονα με έργα υποδομής (δρόμοι, χώροι μελισσοκομείων, ποτίστρες εντόμων και αγρίων ζώων, φυτεύσεις μελισσοκομικών δένδρων, κ.λπ.) να βελτιώσουν τις συνθήκες άσκησης της μελισσοκομίας και διευκόλυνσης των μελισσοκόμων. Παράλληλα με τις άλλες πολλαπλές χρήσεις των δασών (υλοτομία, βοσκή, νερό, προστασία εδαφών, ψυχαγωγία, μελισσοκομία, κ.λπ.) πρέπει να εφαρμόζεται το δόγμα της Δασοπονίας δηλαδή της κατά χώρο και χρόνο τάξης κάθε δραστηριότητας που πιθανώς ασκείται εντός των δασών και δασικών εκτάσεων.
Ενδεχομένως σε κάποια δάση να τεθεί ως κυρίαρχος δασοπονικός σκοπός η άσκηση της μελισσοκομίας, π.χ. το πευκοδάσος της Θάσου για παραγωγή πευκόμελου ή τμήμα του ελατοδάσους του Μαινάλου όπου παράγεται το μέλι ΠΟΠ τύπου βανίλιας ελάτης.
Τουλάχιστον ας μιμηθούμε τους γείτονες μας Τούρκους που έχουν οριοθετήσει τουλάχιστον 500 μελισσοκομικά δάση προς εξυπηρέτηση της μελισσοκομίας.
Χρειάζεται λοιπόν να συνταχθούν ειδικές δασοτεχνικές μελέτες για την προστασία, διαχείριση και βελτίωση των μελισσοκομικών πόρων των δασικών οικοσυστημάτων με παράλληλη βελτίωση των συνθηκών άσκησης της μελισσοκομίας με στόχο την αύξηση παραγωγής των μοναδικών Ελληνικών μελισσοκομικών προϊόντων προς όφελος της Εθνικής οικονομίας και να σταματήσει η εισαγωγή μελιού αμφιβόλου ποιότητας να «βαφτίζεται» ως εγχώριο με τις γνωστές δυσάρεστες συνέπειες για των παραγωγό μελισσοκόμο και καταναλωτή. Και αυτό σίγουρα δεν επιτυγχάνεται με την έκδοση Δασικών Απαγορευτικών Διατάξεων με το απαράδεκτο περιεχόμενό τους.
Επιτακτική συνεπώς προβάλλει η ανάγκη για αλλαγή Δασικής Πολιτικής για την άσκηση της μελισσοκομίας από την Δασική Υπηρεσία με στόχο την προστασία και βελτίωση των μελισσοκομικών πόρων των δασικών οικοσυστημάτων με παράλληλη βελτίωση των συνθηκών άσκησης της μελισσοκομίας με στόχο την αύξηση παραγωγής μελισσοκομικών προϊόντων και προστασία των μελισσοκομικών πόρων.
Δυστυχώς αυτά είναι όνειρα θερινής νυκτός γιατί η Δασική Υπηρεσία είναι πλέον υπό διάλυση.
Εχθές (24 Ιουλίου 2023) καταγράφηκε η υψηλότερη θερμοκρασία που έχει καταγραφεί ποτέ στην επιφάνεια της θάλασσας της Μεσογείου, καθώς η θερμοκρασία έφτασε τους 28,4°C, την υψηλότερη τιμή στην ιστορία, σπάζοντας το προηγούμενο ρεκόρ των 28,25ºC που σημειώθηκε κατά τον ευρωπαϊκό καύσωνα του Αυγούστου του 2003.
Δεν έχουμε μετρήσει ποτέ τόσο υψηλή θερμοκρασία σε οποιαδήποτε εποχή του χρόνου και είναι ακόμη Ιούλιος. Αξίζει να σημειωθεί ότι συνήθως βλέπουμε το ετήσιο μέγιστο τον Αύγουστο. Ταυτόχρονα θερμοκρασία ρεκόρ σημειώθηκε και στο Καϊμάκτσαλαν στα 2050μ υψόμετρο καθώς ο υδράργυρος άγγιξε τους 25,4°C. Η θερμοκρασία αυτή αποτελεί ρεκόρ για το σταθμό, σπάζοντας το προηγούμενο ρεκόρ των 24,6°C που καταγράφηκε στις 5 Αυγούστου του 2021.
Τα τελευταία 5 χρόνια καταγράφουμε μέσω των ζυγαριών, τη θερμοκρασία καθημερινά και ανά ώρα σε όλα τα μελισσοκομεία και σε βουνό και σε κάμπο. Εχθές καταρρίφθηκε κάθε ρεκόρ καθώς καταγράφηκε θερμοκρασία 47°C σε μελισσοκομείο στα 450μ υψόμετρο!
Ποτέ ξανά στο παρελθόν δεν έχουμε καταγράψει τέτοιες θερμοκρασίες, παρότι κάθε Αύγουστο ένα κοπάδι βρισκόταν στον κάμπο της Άρτας, σε χέρσο κτήμα. Πριν από δύο εβδομάδες, την Τρίτη 4η Ιουλίου, η Αμερικανική Υπηρεσία Παρατήρησης των Ωκεανών και της Ατμόσφαιρας (NOAA), κατέγραψε την υψηλότερη μέση θερμοκρασία αέρα και επιφάνειας του πλανήτη που έχει καταγραφεί ποτέ. 17,18°C.
Η θερμοκρασία αυτή ξεπέρασε κατά πολύ το προηγούμενο ρεκόρ, τους 17,01°C που είχαν μετρηθεί την προηγούμενη μέρα στις 3 Ιουλίου. Το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι τα ρεκόρ αυτά κινδυνεύουν να καταρριφθούν σύντομα.
Οι μέλισσες σε αυτές τις συνθήκες έχουν ανάγκη από νερό ώστε να ρυθμίζουν τη θερμοκρασία στο εσωτερικό της κυψέλης τους. Κάτι που επίσης θα πρέπει να προσέξει ο μελισσοκόμος είναι να βάψει λευκά τα καπάκια ώστε να αντανακλούν το φως του ήλιου.
Το 1975 έξω από τα σκαλιά του Υπουργείου Γεωργίας, μελισσοκόμοι πραγματοποιούν την πρώτη απεργία πείνας στην αγροτική ιστορία της χώρας. Κυριότερη αιτία είναι η αλόγιστη χρήση μελισσοτοξικών φυτοφαρμάκων.
Της απεργίας πρωτοστατεί ο μελισσοκόμος Κώστας Μανιάς με πολυήμερη απεργία πείνας, έπειτα από ολοκληρωτική καταστροφή που υπέστη το μελισσοκομείο του στις πορτοκαλιές του Άργους. Παρότι οι γραμματικές γνώσεις του Μανιά περιορίστηκαν στο απολυτήριο ενός κατοχικού Δημοτικού Σχολείου, έγραψε κοντά στα 10 βιβλία και 30 δοκίμια, σε ένα εκ των οποίων περιγράφει την οργάνωση του αγώνα των μελισσοκόμων του Άργους. Είναι αυτός που έγραψε το εμβληματικό «Πέτρο αγόρι μου!», ένα ατελείωτο μοιρολόι στον γιο του τον Πέτρο, εθελοντή πυροσβέστη, που έχασε τη ζωή του, στις φωτιές της Βαρυμπόμπης τον Αύγουστο του 2021.
Έπειτα από αυτές τις απεργιακές κινητοποιήσεις, δόθηκαν για πρώτη φορά άδειες για μελισσοκομικά φορτηγά στους κατ’ επάγγελμα μελισσοκόμους, ενώ ορίστηκαν (Ν 721/1977) οι όροι και οι προϋποθέσεις χρήσης μελισσοτοξικών φαρμάκων από τους καλλιεργητές. Για αρκετά χρόνια επαναλαμβάνονταν συστάσεις προς τους αγρότες με εγκυκλίους, ανακοινώσεις και δημοσιεύματα από τις κατά τόπους γεωργικές υπηρεσίες και σταδιακά, χρόνο με το χρόνο η κατάσταση βελτιώθηκε.
Σημαντικό ρόλο έπαιξε και το περίφημο πείραμα της Λαμίας (Σεπ. 1973) που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Η Μέλισσα” και αποδείκνυε ότι όταν δεν υπάρχουν μέλισσες λόγω της χρήσης εντομοκτόνων, δεν καρποφορεί η μηδική.
Όπως είχαμε γράψει και παλαιότερα πράσινο μέλι είχε αναφερθεί το 2007 στις Φιλιππίνες όταν μέλισσες μάζευαν χλωροφύλλη από πράσινα φύκια, το 2012 στη Γαλλία από χρωστικές ουσίες που συνέλεγαν μέλισσες κοντά στο εργοστάσιο παραγωγής καραμελών m&m, αλλά και πριν μερικά χρόνια στη Νάουσα όταν μέλισσες συνέλεξαν χυμό από τους τραυματισμένους καρπούς της ακτινιδιάς.
Πράσινο μέλι παράγεται όμως και από το φυτό Μαλούσα (Staehelina uniflosculosa) στον Όλυμπο και μάλιστα από το άνθος. Το φυτό είναι γνωστό επίσης και ως Σταεχελίνα η μονανθής και είναι ένας μικρός θάμνος, πολύφυλλος με πολλούς λεπτούς βλαστούς και χνουδωτά φαιοπράσινα φύλλα.
Χαρακτηριστικό φυτό της ορεινής ζώνης του Ολύμπου από τα 400-1500 μ., σύμφωνα με τον Arne Strid και το βιβλίο του “Wild Flowers of Mount Olympus”. Η ανθοφορία του ξεκινά στα μέσα Ιουλίου και διαρκεί μέχρι και τον Οκτώβριο.
Θεωρείται ένα από τα πιο διαδεδομένα και χαρακτηριστικά φυτά των ανώτερων δασωμένων ζωνών του Ολύμπου, πιθανόν πιο κοινή εκεί, παρά οπουδήποτε αλλού και συχνά κυρίαρχη σε δάση μαύρης πεύκης, αλλά και σε βραχώδεις θέσεις μέσα σε δάση ελάτης. Σύμφωνα με τον καθηγητή του τμήματος Μελισσοκομίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ανδρέα Θρασυβούλου από το φυτό αυτό μπορεί να παραχθεί μέλι με πράσινο χρώμα.
Απορρίφθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση το αίτημα των Ελλήνων μελισσοκόμων για αύξηση του ορίου πώλησης από τα 1200 κιλά ανά έτος που ισχύει σήμερα στους 2,5 τόνους ή 15 κιλά ανά κυψέλη, με την αιτιολογία ότι θεωρείται υπερβολικά μεγάλη ποσότητα για να είναι προϊόν της δραστηριότητας ενός μεμονωμένου παραγωγού και, ως εκ τούτου, είναι υπερβολικά μεγάλη για να θεωρηθεί «μικρή ποσότητα» για τους σκοπούς των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 852/2004 και (ΕΚ) αριθ. 853/2004.
Επίσης απορρίφθηκε και το αίτημα για επέκταση της περιοχής διάθεσης του μελιού σε όλη την επικράτεια, με την αιτιολογία ότι έτσι καθίσταται αδύνατη η διατήρηση της στενής σχέσης μεταξύ παραγωγού και καταναλωτή. Έτσι παραμένει ο περιορισμός πώλησης μόνο εντός της περιφερειακής ενότητας, διατηρώντας μία κατάφωρη αδικία για τους μελισσοκόμους πχ της Ευρυτανίας ή των Γρεβενών έναντι αυτών της Αττικής.
Στο επόμενο διάστημα αναμένεται να δούμε ποια θα είναι από εδώ και μπρος η στάση των Ελλήνων μελισσοκόμω, καθώς τον περασμένο χειμώνα είχαν κατέβει σε Πανελλαδικές κινητοποιήσεις με τα ζητήματα αυτά να συμπεριλαμβάνονται στα αιτήματά τους.
Το Εργαστήριο Μελισσοκομίας και Σηροτροφίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, πραγματοποίησε μια έρευνα για τη βιολογική δράση των Ελληνικών μελιών και της Ελληνικής πρόπολης.
Στα πλαίσια αυτής της εργασίας, της οποίας ηγήθηκαν οι Τανανάκη Χ., Δήμου Μ., Θρασυβούλου Α., συλλέχθηκε μεγάλος αριθμός δειγμάτων ελληνικών μελιών και έπειτα από την αποτίμηση των μικροσκοπικών και φυσικοχημικών χαρακτηριστικών επιλέχθηκαν 48 δείγματα αμιγών κατηγοριών μελιού: πευκόμελο, πορτοκαλιάς, βελανιδιάς, ελάτης, βαμβακιού, ερείκης, καστανιάς, θυμαριού και παλιουριού. Στη συλλογή αυτή προστέθηκαν και 6 δείγματα Manuka που κυκλοφορούν στην Ευρωπαϊκή αγορά.
Σε όλα τα δείγματα πραγματοποιήθηκαν οι ακόλουθες αναλύσεις: αντιοξειδοτική δράση (μέθοδος FRAP), ολικές φαινόλες (μέθοδος Folin-Ciocalteu), χρώμα (χρωματικές παράμετροι L*, a*, b*), αγωγιμότητα (αγωγιμομετρικά) και πλήρης γυρεοσκοπική ανάλυση (μέθοδος Louveaux).
Όπως φαίνεται κι απ’ τα διαγράμματα διαπιστώθηκε ότι το μέλι με την υψηλότερη αντιοξειδωτική δράση ήταν αυτό που παράχθηκε από μελιτώματα βελανιδιάς. Μάλιστα είναι χαρακτηριστικό ότι η αντιοξειδωτική δράση του μελιού βελανιδιάς βρέθηκε τρεις φορές μεγαλύτερη απ’ αυτή του θυμαρίσιου μελιού και εννέα φορές απ’ αυτή του μελιού πορτοκαλιάς, που είναι ιδιαίτερα αγαπητά στους καταναλωτές λόγω του ευχάριστου αρώματος τους.
Αντίστοιχα ήταν τα πράγματα και στις ολικές φαινόλες με υψηλότερο να είναι το περιεχόμενο για το μέλι βελανιδιάς. Αρνητική συσχέτιση βρέθηκε μεταξύ της χρωματικής παραμέτρου L* και των μελετώμενων βιολογικών δράσεων, γεγονός που συνεπάγεται ότι τα σκουρόχρωμα μέλια έχουν υψηλότερη αντιοξειδωτική δράση και φαινολικό περιεχόμενο. Θετική ήταν η συσχέτιση της ηλεκτρικής αγωγιμότητας και των βιολογικών δράσεων με τα μέλια με την υψηλότερη αγωγιμότητα να παρουσιάζουν και πιο έντονη δράση.
Όλη η έρευνα αναλυτικά παρουσιάστηκε στο 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο Επαγγελματικής Μελισσοκομίας που έλαβε χώρα στην Αλεξανδρούπολη.
Συνηθίζουμε να λέμε ότι η κρυστάλλωση, γνωστή και ως ζαχάρωμα ή πάγωμα του μελιού, είναι μια φυσική ιδιότητα του αγνού μελιού και δεν έχει καμία σχέση με την νοθεία. Το μέλι σχηματίζεται από τη συμπύκνωση του νέκταρος που κάνουν οι μέλισσες. Κατά τη διαδικασία προκαλείται συμπύκνωση στα σάκχαρα που φτάνει στο βαθμό του υπερκορεσμού. Γι αυτό χαρακτηρίζουμε το μέλι ως υπέρκορο διάλυμα ζαχάρων σε νερό.
Ως υπέρκορο διάλυμα, λοιπόν, είναι ασταθές, έχοντας την τάση να σταθεροποιηθεί με την καταβύθιση της περίσσειας ποσότητας ζαχάρων που βρίσκεται σε αυτό. Ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που επηρεάζουν την κρυστάλλωση είναι η συγκέντρωση γλυκόζης στο μέλι, ειδικότερα όταν αυτή ξεπεράσει το 30%. Κατά τη διαδικασία της κρυστάλλωσης η γλυκόζη αφυδατώνεται και παίρνει τη μορφή κρυστάλλου, η συνεχής αύξηση των οποίων δύναται να προκαλέσει την πλήρη κρυστάλλωση του μελιού.
Δεν κρυσταλλώνουν όλα τα μέλια με τον ίδιο τρόπο, αλλά ούτε και στον ίδιο χρόνο. Η κρυστάλλωση μπορεί να είναι ανομοιόμορφη, όπου χοντροί κρύσταλλοι καθιζάνουν, δημιουργώντας στο σώμα του μελιού δύο στρώματα, το κρυσταλλωμένο μέλι στον πυθμένα και την υδαρή φάση του μελιού στην επιφάνεια. Σε αυτή την περίπτωση υπάρχει πιθανότητα το μέλι να υποστεί ζύμωση και να ξινίσει. Αλλά και η ομοιόμορφη κρυστάλλωση όπου μικροί κρύσταλλοι κατανέμονται σε όλη την μάζα του μελιού, δίνοντας την εμφάνιση του «πηγμένου», που δεν κινδυνεύει να ξινίσει.
Εκτός της γλυκόζης, σημαντικοί παράγοντες που επηρεάζουν την κρυστάλλωση είναι το ποσοστό υγρασίας του μελιού, διάφορες ξένες ύλες, όπως γύρη, κερί, κρύσταλλοι γλυκόζης, λειτουργούν ως πυρήνες, πάνω στους οποίους κολλούν και άλλοι κρύσταλλοι γλυκόζης, με αποτέλεσμα να επιταχύνεται η κρυστάλλωση και φυσικά η θερμοκρασία διατήρησης του μελιού. Η θερμοκρασία των 14°C επιταχύνει την κρυστάλλωση.
Δυστυχώς ορισμένοι καταναλωτές θεωρούν ότι το μέλι που κρυσταλλώνει είναι νοθευμένο. Γι αυτό και αποκαλούν το φαινόμενο ζαχάρωμα. Είναι όμως έτσι; Η τροφοδότηση των μελισσών πάνω στην ανθοφορία, με σιρόπι ζάχαρης, με σκοπό τη αύξηση της παραγόμενης ποσότητας, κάτι που αποτελεί νοθεία, θα δώσει ένα προϊόν που έχει αποδειχτεί πειραματικά από τη δεκαετία του 1960 ότι θα κρυσταλλώσει αργότερα, απ’ ό,τι θα κρυστάλλωνε κανονικά.
Στη Διδακτορική Διατριβή του Μιχαήλ Κωδούνη με τίτλο «Η Κρυστάλλωσις του Μέλιτος» που δημοσιεύτηκε το 1962, αποδείχτηκε πειραματικά ότι η τροφοδότηση με σιρόπι σακχαρόζης επιβραδύνει την κρυστάλλωση καθώς επιφέρει μείωση του ποσοστού γλυκόζης στο μέλι. Και μάλιστα όσο μεγαλύτερη είναι η νοθεία με σιρόπι ζάχαρης τόσο επιβραδύνεται η κρυστάλλωση. Αντίθετα η τροφοδότηση με σιρόπι γλυκόζης επιταχύνει την κρυστάλλωση, κάτι που είναι απόλυτα λογικό καθώς η συγκέντρωση γλυκόζης είναι απ’ τους σημαντικότερους παράγοντες που επηρεάζουν την κρυστάλλωση. Όμως το σιρόπι γλυκόζης περιέχει δεξτρίνες άπεπτες για τις μέλισσες και γι αυτό αποφεύγεται στη μελισσοκομία.
Η κρυστάλλωση λοιπόν είναι μια απόλυτα φυσική ιδιότητα του μελιού και μάλιστα η ταχύτατη κρυστάλλωση (κάτι βέβαια που εξαρτάται σημαντικά και από τη βοτανική προέλευση του μελιού), είναι δείγμα αγνότητας. Ο καλύτερος και ασφαλέστερος τρόπος για να επανέλθει ένα μέλι στην αρχική του ρευστή κατάσταση είναι η ήπια θέρμανση με τη χρήση μπεν-μαρί. Σε θερμοκρασίες που δεν θα ξεπεράσουν τους 45-50°C ώστε να μη χαθεί η θρεπτική αξία του μελιού.