Η γυναίκα που δεν φορούσε μαύρο βέλο

Η γυναίκα που εξημέρωσε την αγριότερη φυλή μελισσών, την αντανσονάι της Ροδεσίας, σχεδόν ποτέ δεν φόρεσε την προστατευτική κεφαλοκαλύπτρα με το μαύρο βέλο.

Αθήνα 1926. «Ημουν 15 χρόνων όταν ο σοφέρ της θείας μου παρακάλεσε να βάλει δύο μελίσσια μέσα στο κτήμα της στα Λιόσια. Ο καθηγητής της Γεωπονικής Σχολής Σπύρος Βαλλιάνος, φίλος οικογενειακός, φέρνει τους 20 φοιτητές του επίσκεψη. Κανένα αγόρι δεν έβαζε το χέρι του μέσα στην κυψέλη από φόβο. «Εσύ φοβάσαι να ακουμπήσεις τις μέλισσες;», με ρωτά ο καθηγητής. Και έβαλα το χέρι μου από ντροπή. Αυτό ήταν. Οι μέλισσες άρχισαν να με ψάχνουν και να με χαϊδεύουν. Κατάλαβα πως θα γίνω μελισσουργός».

Η Πηνελόπη Παπαδοπούλου στην Κρήτη.
Η φωτογραφία έχει δημοσιευτεί με την άδεια του Ιδρύματος Eva Crane Trust
στο οποίο ανήκουν τα δικαιώματα. www.evacranetrust.org

Λίγο μετά η κυρία Πηνελόπη Παπαδοπούλου θα γίνει δεκτή στις παραδόσεις της Ανωτάτης Γεωπονικής. «Έτσι κι αλλιώς δεν πίστευαν ότι ένα κορίτσι θα ασχοληθεί σοβαρά με όλα τούτα». Και όμως. Αποφοιτώντας, να ‘την που διευθύνει τη μεγαλύτερη τότε μονάδα, στη Λοκρίδα, με 500 ευρωπαϊκές κυψέλες. Ζωή τραχιά, αγροτική. Η μικρούλα κοινωνία των εντόμων μεταφερόταν στον Μώλο και στις τσοπανολάτες για να τρυγήσουν θυμάρι οι μέλισσες.

Η Πόπη όμως ήταν ανήσυχο πνεύμα. Μοζαμβίκη, Ιράν, Ν. Αφρική, Ρουμανία, Μαυρίκιος. Χώρες που περιέτρεξε με τη ζαχαρί (και όχι μελί) Mercedes ειδικής κατασκευής με υψηλότερες ρόδες. Στο διαβατήριό της υπήρχε μια ειδική στάμπα: Queen Bee.

Στη Ροδεσία (στα εδάφη της σημερινής Ζιμπάμπουε) οι φονικές μέλισσες αντανσονάι (Apis mellifera adansonii) τρομοκρατούσαν τον πληθυσμό. Μέχρι το 1962 ελάχιστοι άνθρωποι διατηρούσαν μέλισσες κυρίως λόγω έλλειψης γνώσης και της επιθετικότητας των μελισσών αυτών. Αυτό εξήψε το ενδιαφέρον της Παπαδοπούλου και έτσι ταξίδεψε εκεί για να μελετήσει τις πιο άγριες μέλισσες του κόσμου. Χρειάστηκε μόλις δύο χρόνια για να μάθει τα χούγια των επικίνδυνων αυτών εντόμων. Δεν συμπαθούσαν την πούδρα Arden που χρησιμοποιούσε! Την άλλαξε. Θύμωναν με το μαύρο χρώμα. Το κατήργησε. Έλκονταν από το απαλό κίτρινο και το γαλάζιο. Τέτοια φουστάνια καθιέρωσε.

Η Apis Mellifera adansonii

«Οι μέλισσες εκείνες έχουν 2.000 μάτια, το καθένα με το νεύρο του, που απολήγει στον εγκέφαλο. Το κόκκινο δεν το βλέπουν καθόλου, το άσπρο το βλέπουν ιώδες, το πράσινο και το πορτοκαλί ίδια. Μόλις τις πλησίαζα έπρεπε να μείνω για λίγο ακίνητη. Να τους δώσω τον χρόνο να «συνειδητοποιήσουν» την παρουσία μου. Οι μέλισσες ερεθίζονται επειδή αισθάνονται απειλή. Τότε μονάχα σας τσιμπούν». Η κυρία Παπαδοπούλου θα δείξει στους Ροδεσιανούς πώς να σπρώχνουν με μαχαιράκι ή με το νύχι το κεντρί. «Ένα κεντρί ελικοειδές που διαχέει το δηλητήριο σε 20 λεπτά, άρα πρέπει να δράσουμε σύντομα».

Στη Ροδεσία βρήκε μια χώρα που υπέφερε από την φτώχεια. Εκεί, η τεχνητή κυψέλη ήταν πάντοτε κρεμασμένη σε ψηλά κλαδιά δέντρων και για αυτό κάπως δυσλειτουργική. Το 1966 η Παπαδοπούλου εισήγαγε για πρώτη φορά στην Αφρικανική ήπειρο το ανάστομο κοφίνι από την Σαλαμίνα, το οποίο έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από τους ντόπιους, καθώς δε μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά τις σύγχρονες κυψέλες με τα κινητά πλαίσια. Εμπνεόμενοι από την λογική του, δηλαδή τα ειδικής διαμόρφωσης κινητά ξυλάκια πάνω στα οποία χτίζουν ελεύθερα οι μέλισσες, ξεκινούν να πειραματίζονται με ό,τι υλικά βρίσκουν γύρω τους, μετατρέποντας αρχικά ξύλινα κιβώτια φρούτων σε ένα είδος μακρόστενης κυψέλης, που σταδιακά εξελίχθηκε σ’ αυτό που διεθνώς σήμερα ονομάζουμε τοπ μπαρ. Μια κυψέλη που χαίρει μεγάλης εκτίμησης λόγω του μηδαμινού κεφαλαίου έναρξης.

Αριστερά το ανάστομο κοφίνι και δεξιά η κυψέλη τοπ μπαρ.

Πειραματίστηκε ανεπιτυχώς με την ελεγχόμενη σύζευξη βασιλισσών. Δεκατρία χρόνια έζησε εκεί. Προφανώς η παρουσία μιας γυναίκας στην επιστημονική κοινότητα την εποχή εκείνη προκαλούσε αμηχανία.«Δεν πολυέδωσα σημασία. Δεν είχαν άδικο, τους χαλούσα τις συνήθειες. Έμπαινα στα γραφεία και κατέβαζαν τα πόδια τους από τα γραφεία, πρόσεχαν πώς μιλούσαν μεταξύ τους. Ε, είναι και η Πόπη μπροστά, λέγανε.»

Επιστρέφει στην Ελλάδα. Δύσκολη η προσαρμογή. Βρίσκει τη μεταπολεμική Αθήνα ριζικά αλλαγμένη. Στην πατρίδα μας ο κύκλος του μέλιτος την αναγνωρίζει ως αυθεντία. Κάποια στιγμή, την δεκαετία του 1980 επιχείρησε να μεταδώσει τις γνώσεις της στην Κρήτη, μαζί με την φίλη της Εύα Κρέιν, μια απ’ τις σημαντικότερες ερευνήτριες και συγγραφείς μελισσοκομίας του 20ου αιώνα. «Εκεί οι άντρες ήταν σκληροί. Δεν δέχτηκαν να διδαχτούν από μία γυναίκα οπότε άρχισα να διδάσκω τις γυναίκες τους. Όταν αυτές τα κατάφεραν καλύτερα απ’ τους άντρες τους, τότε ήρθαν κι αυτοί να παρακολουθήσουν τα μαθήματα.»

Κάποτε, τυπικά τουλάχιστον, ήρθε η σύνταξη. Σταμάτησε να οδηγεί. Μαζί με τα αντανακλαστικά, όπως έλεγε, αμβλύνεται και η οξύτης των αισθητηρίων. «Πριν από κάθε διεθνή έκθεση σταματούσα το κάπνισμα για μερικές εβδομάδες. Δοκιμάζοντας εκατοντάδες μέλια μπορούσα να διακρίνω ποιο είχε υποστεί θερμική «ταλαιπωρία» και σε πόσους βαθμούς. Οι συσκευαστές ζεσταίνουν τα μέλια για δύο λόγους, για να διευκολύνουν την ανάμειξη και να αποφύγουν την κρυστάλλωση, το ζαχάρωμα. Πλην, πέραν των 65 βαθμών τα βιολογικά στοιχεία του μελιού αλλοιούνται. Μα κι έτσι ακόμη το μέλι είναι προτιμότερο από τη ζάχαρη».

Η Μητέρα της Μελισσουργίας, ήταν μια ανεκτίμητη κιβωτός εμπειρίας, διέθετε τη φλόγα και το ταλέντο να μεταδίδει τις γνώσεις της με απλότητα. Οι μέλισσες ήταν η οικογένεια και ο κόσμος της. Μοναδική παράδοξη ρωγμή; Δεν έτρωγε μέλι!

πηγές – βιβλιογραφία:
Το Βήμα (12 Ιανουαρίου 1997) – Η Βασίλισσα Μητέρα της μελισσοκομίας
Μελισσοκομική Επιθεώρηση: Η γυναίκα που πέταξε (έρευνα – μελέτη του Θανάση Μπίκου 2008)
Beeconomy: What Women and Bees Can Teach Us about Local Trade and the Global Market
Beekeeping in the Mediterranean- From Antiquity to the present
The First Top Bar Hive with Fully Interchangeable Combs

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *