Το μέλι χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα στη θεραπεία τραυμάτων. Η φαρμακευτική αυτή επίδραση του μελιού οφείλεται στη αντιμικροβιακή του δράση η οποία εκδηλώνεται με τη βοήθεια του ενζύμου γλυκοζοξειδάση το οποίο διασπά τη γλυκόζη του μελιού σε υπεροξείδιο του υδρογόνου (Η2Ο2) και γλυκονικό οξύ.
Το ένζυμο γλυκοζοξειδάση παράγεται και προστίθεται στο μέλι από τις ίδιες τις μέλισσες. Το Η2Ο2 έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως ως αντισηπτικό αλλά λόγω της αστάθειάς του στο φως και στον αέρα, η αποθήκευση και χρησιμοποίησή του είναι ιδιαίτερα δύσκολη.
Το μέλι όμως δίνει λύση στη σταθερότητα του Η2Ο2 και τη συνεχή ελευθέρωση της μικρής εκείνης συγκέντρωσης που απαιτείται για να θανατώσει τους μικροοργανισμούς και να επούλωση το τραύμα. Το ένζυμο γλυκοζοξειδάση το οποίο είναι υπεύθυνο για την ελευθέρωση του Η2Ο2 απαιτεί pH 5,5 και υψηλή συγκέντρωση αλάτων νατρίου για να ενεργοποιηθεί.
Στο μέλι το pH κυμαίνεται από 3,5-4,5 και τα άλατα νατρίου είναι περιορισμένα. Άρα σε ένα αγνό, ανεπεξέργαστο μέλι το ένζυμο υπάρχει αλλά είναι αδρανές και δεν ελευθερώνεται Η2Ο2.
Όταν το μέλι τοποθετείται σε μια πληγή ή σε ένα έγκαυμα, o ορός του αίματος από τους τραυματισμένους ιστούς ο οποίος περιέχει άλατα νατρίου, αραιώνει το μέλι με αποτέλεσμα να ανεβάζει το pH σε επίπεδο που ενεργοποιείται το ένζυμο γλυκοζοξειδάση και ξεκινά μια συνεχή ελευθέρωση υπεροξειδίου του υδρογόνου κατευθείαν στην πληγή.
Η ιδιότητα αυτή του μελιού να «προστατεύει» το Η2Ο2 και να το ελευθερώνει σταδιακά σε μικρές συγκεντρώσεις στο τραυματισμένο ιστό ώστε να επιταχύνεται η επούλωση, είναι μοναδική και δεν υπάρχει σε κανένα άλλο προϊόν φυσικό η τεχνητό.
Του Ομότιμου καθηγητή του ΑΠΘ Ανδρέα Θρασυβούλου (M.Sc & Ph.D).
Στα ελεύθερα σάκχαρα κατατάσσεται η λευκή και η καστανή ζάχαρη, η γλυκόζη, η ισογλυκόζη (HFCS), τα ιμβερτοποιημένα σιρόπια, η μελάσσα και άλλες γλυκαντικές ουσίες οι οποίες προστίθενται κατά το μαγείρεμα ή την προετοιμασία των φαγητών, των αναψυκτικών, των αλκοολούχων ποτών και άλλων εμπορικών προϊόντων.
Τα ελεύθερα σάκχαρα δεν έχουν ιδιαίτερα θρεπτικά συστατικά και η αυξημένη κατανάλωση τους προκαλεί καρδιαγγειακά νοσήματα, λιπώδη διήθηση στο ήπαρ, διαβήτη τύπου 2, παχυσαρκία, υπέρταση και χρόνια φλεγμονή. Γι αυτό το λόγο και οι ειδικοί διατροφής προτείνουν να αποφεύγεται η κατανάλωση τους όσο γίνεται περισσότερο. Ανήκουν τα σάκχαρα του μελιού σ’ αυτή την κατηγορία;
Τα σάκχαρα του μελιού είναι κυρίως απλά. Στις αμιγής κατηγορίες ελληνικού μελιού η γλυκόζη κυμαίνεται κατά μέσο όρο από 21% έως 36% και η φρουκτόζη από 24% έως 40%, ανάλογα με τη βοτανική προέλευση, δηλαδή περίπου σε αναλογία 1:1. Η σχέση αυτή ισχύει και για την κοινή ζάχαρη (σουκρόζη) η οποία διασπάται στον εντερικό σωλήνα σε ίση αναλογία γλυκόζης και φρουκτόζης (50:50) και στο αμυλοσιρόπιο υψηλής συγκέντρωσης φρουκτόζης (HFCS 55%), στο οποίο η σχέση φρουκτόζη και γλυκόζη είναι 55:45%. Η ομοιότητα αυτή του μελιού με τη σουκρόζη και τα αμυλοσιρόπια, ερμηνεύεται από μερικούς λανθασμένα, με αποτέλεσμα να κατατάσσουν το μέλι στα ελεύθερα σάκχαρα και να προτείνουν στους καταναλωτές να το αποφεύγουν.
Το μέλι είναι ένα φυσικό προϊόν, το οποίο δεν δέχεται καμιά χημική ή άλλη επεξεργασία και η βιολογική του δράση στον οργανισμό διαφέρει σημαντικά από εκείνη των ελεύθερων σακχάρων. Τα σάκχαρα του μελιού μπορούν να προσομοιάσουν με τα σάκχαρα που βρίσκονται στα φρούτα και τα λαχανικά, όχι όμως με τη κοινή ζάχαρη, τα αμυλοσιρόπια και τις υπόλοιπες γλυκαντικές ουσίες. Στο μέλι εκτός από τα απλά και σύνθετα σάκχαρα, συνυπάρχουν στη σύνθεσή του, μεταλλικά στοιχεία, ιχνοστοιχεία, λιπαρά και οργανικά οξέα, αμινοξέα, αρωματικές ουσίες, φυσικά αντιβιοτικά, βιταμίνες, ένζυμα, φαινολικά οξέα, φλαβονοειδή και τα άλλα συστατικά.
Η οργανική διασύνδεση και η συνεργιστική δράση των περισσότερων από 200 διαφορετικών ουσιών του μελιού, του προσδίδουν μοναδικές ιδιότητες εντελώς διαφορετικές από εκείνες της κοινής ζάχαρης και των διαφόρων σιροπιών που είναι προϊόντα βιομηχανικής επεξεργασίας.
Η διαφορετική επίδραση του μελιού στον οργανισμό από εκείνη των ελεύθερων σακχάρων έχει τεκμηριωθεί από κλινικές μελέτες που έχουν δημοσιευτεί σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά1 . Στις μελέτες αυτές αποδεικνύεται ότι η καθημερινή διατροφή με μέλι, δημιουργεί αποθέματα γλυκογόνου στο ήπαρ, ρυθμίζει και σταθεροποιεί τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα ώστε να μην απαιτείται περαιτέρω έγκρισης ινσουλίνης, μειώνει τη γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HA1c) και το ενδοκυτταρικό οξειδωτικό στρες, ανεβάζει την καλή χοληστερόλη (ΗDL), μειώνει τη κακή χοληστερόλη (LDL) και τα τριγλυκερίδια, βελτιώνει τον μεταβολισμό και τη διάθεση, δεν οδηγεί σε αντίσταση ινσουλίνης, διαβήτη τύπου 2 και παχυσαρκία και μειώνει το σωματικό βάρος.
Φυσικά Σάκχαρα
Σε αντίθεση με τα επεξεργασμένα σάκχαρα λοιπόν, η φυσική σύνθεση των σακχάρων στο μέλι συμβάλει σε χαμηλότερη γλυκαιμική απόκριση. Η φρουκτόζη με γλυκαιμικό δείκτη (GI) 19 σε σύγκριση με το GI της γλυκόζης που είναι 100 και τη σουκρόζη που είναι 61, προκαλεί βραδύτερη αύξηση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα. Η αναλογία φρουκτόζης προς γλυκόζης στο μέλι βοηθά στη μέτρια αύξηση της γλυκόζης στο αίμα σε σύγκριση με την κατανάλωση καθαρής γλυκόζης ή σακχαρόζης.
Αντιοξειδωτικά
Το μέλι είναι πλούσιο σε αντιοξειδωτικά όπως φλαβονοειδή και φαινολικά οξέα τα οποία βελτιώνουν την ευαισθησία στην ινσουλίνη και μειώνουν το οξειδωτικό στρες, το οποίο είναι συχνά αυξημένο σε άτομα με διαβήτη ή με αντίσταση στην ινσουλίνη. Η βελτιωμένη ευαισθησία στην ινσουλίνη βοηθά το σώμα να χρησιμοποιεί τη γλυκόζη πιο αποτελεσματικά, οδηγώντας σε καλύτερο έλεγχο του σακχάρου στο αίμα.
Πρεβιοτικές Ιδιότητες
Το μέλι περιέχει ολιγοσακχαρίτες, οι οποίοι έχουν πρεβιωτικά αποτελέσματα. Τα πρεβιωτικά προάγουν την ανάπτυξη ωφέλιμων βακτηρίων του εντέρου και επηρεάζουν το μεταβολισμό της γλυκόζης και την ευαισθησία στην ινσουλίνη.
Αντιφλεγμονώδεις Επιδράσεις
Η χρόνια φλεγμονή είναι ένας παράγοντας που συμβάλει στην αντίσταση στην ινσουλίνη και στον διαβήτη τύπου 2. Οι αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες του μελιού λόγω των φαινολικών του ενώσεων και άλλων βιοενεργών μορίων, βοηθούν στη μείωση της φλεγμονής και στη βελτίωση της λειτουργίας της ινσουλίνης.
Ενζυματική Δραστηριότητα
Τα ένζυμα που υπάρχουν στο μέλι όπως η οξείδωση της γλυκόζης, παίζουν σημαντικό ρόλο στις αντιμικροβιακές του ιδιότητες και επηρεάζουν τις μεταβολικές διεργασίες.
Διαμόρφωση Ορμονικής Δραστηριότητας
Το μέλι επηρεάζει την έκκριση και τη δραστηριότητα των ορμονών που εμπλέκονται στο μεταβολισμό της γλυκόζης, όπως η ινσουλίνη και οι ινκρετίνες. Οι ινκρετίνες είναι ορμόνες που εμπλέκονται στη φυσιολογική ρύθμιση της ομοιόστασης της γλυκόζης, ασκούν ανασταλτική επίδραση στην κινητικότητα του στομάχου, επιβραδύνουν τη κένωση και μειώνουν τις μεταγευματικές αιχμές της γλυκόζης στο πλάσμα. Ενισχύοντας την απελευθέρωση ή τη δραστηριότητα των ορμονών αυτών το μέλι βοηθά στη ρύθμιση των επιπέδων σακχάρου στο σώμα πιο αποτελεσματικά.
Συμπέρασμα
Το μέλι προκαλεί μια πιο αργή, πιο σταδιακή αύξηση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα, σε σχέση με αυτόν της καθαρής γλυκόζης ή της ραφιναρισμένης ζάχαρης. Η συνεργατική δράση των συστατικών του μελιού στον έλεγχο της γλυκόζης του αίματος περιλαμβάνει έναν συνδυασμό χαμηλότερης γλυκαιμικής επίδρασης λόγω της φυσικής σύνθεσης του σακχάρου, ενίσχυσης της ευαισθησίας στην ινσουλίνη μέσω αντιοξειδωτικών και αντιφλεγμονωδών ενώσεων, πρεβιωτικών επιδράσεων στην υγεία του εντέρου.
Το μέλι είναι μια πιο υγιεινή εναλλακτική λύση στα επεξεργασμένα σάκχαρα και η κατανάλωση του δεν δημιουργεί τα προβλήματα με τα οποία συνδέονται τα ελεύθερα σάκχαρα.
Έχοντας περάσει άλλη μια πολύ δύσκολη άνοιξη, με παρατεταμένη ανομβρία και πολύ υψηλές θερμοκρασίες, που οδήγησαν σε μικρής διάρκειας και φτωχές ανθοφορίες, αλλά και προβλήματα στην ομαλή ανάπτυξη των μελισσιών, οι προσδοκίες για τη συνέχεια ήταν μειωμένες.
Η απογοήτευση ήταν διάχυτη στους μελισσοκομικούς κύκλους. Ο ήπιος και χωρίς χιόνια χειμώνας δεν έδινε πολλές ελπίδες στον έλατο, τουλάχιστον θεωρητικά. Ενώ με τα μελίσσια να παραμένουν στάσιμα στο μελισσοκομικό κενό του Μαΐου, οι προσδοκίες για τη βελανιδιά, η μελιτοφορία της οποίας αναμένονταν πρώημη, δεν ήταν μεγάλες.
Όλα αυτά βέβαια στη θεωρία, γιατί στην πράξη τα δάση τελικά έκαναν το θαύμα τους, επιβεβαιώνοντας τη ρήση των παλιών μελισσοκόμων που έλεγαν «αν δεν βρέξει, θα μελώσει». Ειδικά ο τρύγος στον δέντρο ήταν ανέλπιστα καλός.
Τα μελίσσια μεταφέρθηκαν στις βελανιδιές της Αιτωλοακαρνανίας στις αρχές Ιουνίου, όταν ξεκίνησε η μελιτοέκκριση. Από τις μελιτώδεις εκκρίσεις της βελανιδιάς προκύπτει ένα πολύ σκοτεινό, σχεδόν μαύρο και αρκετά παχύρρευστο μέλι, το οποίο σύμφωνα με έρευνα του ΑΠΘ η οποία παρουσιάστηκε στο 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο Επαγγελματικής Μελισσοκομίας που έλαβε χώρα στην Αλεξανδρούπολη, θεωρείται ένα απ’ τα θρεπτικότερα στον κόσμο.
Ίσως το πιο πλούσιο σε ιχνοστοιχεία, παρουσιάζει τη μεγαλύτερη αντιοξειδωτική δράση σε σχέση με τα υπόλοιπα μέλια. Εκτός όμως από σπουδαίο μελισσοκομικό φυτό, η βελανιδιά είναι σημαντική γιατί είναι βραδυφλεγές δέντρο, δεν έχει μεγάλες απαιτήσεις και φύεται σχεδόν παντού. Χάρη στο τεράστιο ριζικό σύστημα που αναπτύσσει, η βελανιδιά λειτουργεί σαν μια μεγάλη αποθήκη νερού. Με την διαπνοή των φύλλων αυξάνει την υγρασία στο περιβάλλον και ταυτόχρονα ψύχει την ατμόσφαιρα.
Μεγάλες εκτάσεις με Δρυοδάση φέρνουν βροχή. Μπορούν, έτσι, να παίξουν σημαντικό ρόλο στον κύκλο του νερού αυξάνοντας τις βροχοπτώσεις και εμπλουτίζοντας τον υδροφόρο ορίζοντα. Εκτός αυτού ευνοεί την βιοποικιλότητα καθώς δημιουργεί πολύ πλούσια οικοσυστήματα. Τα πεσμένα φύλλα του φθινοπώρου δημιουργούν ένα πλούσιο χούμους που ακόμη και σε πετρώδεις περιοχές ευνοούν την εγκατάσταση και άλλων φυτών.
Ενώ ακόμα και σε περίπτωση πυρκαγιάς, η βελανιδιά μπορεί χάρη στο βαθύ της ριζικό σύστημα να βγάλει νέους βλαστούς χωρίς να έχει ανάγκη από τεχνητή αναδάσωση.
Το υπέροχο μέλι της βελανιδιάς μπορείτε να το γευτείτε από εδώ.
Λεπτή, απίθανα νόστιμη και φίνα πίτα από την Κρήτη με γέμιση φρέσκιας μυζήθρας και επικάλυψη από μέλι.
Χρόνος Εκτέλεσης 40′ Λεπτά
Μερίδες 12-16
Δυσκολία Σχετικά εύκολο
Υλικά: 500 γρ. (4 κοφτές κούπες) αλεύρι για όλες τις χρήσεις 240 ml (περίπου 1 + 1/4 της κούπας) χλιαρό νερό 70 ml (1/3 της κούπας) ρακή 50 ml (1/4 της κούπας) ελαιόλαδο 1/2 κουτ. γλυκού αλάτι 500 γρ. μαλακό ανθότυρο ή φρέσκια μυζήθρα Κρήτης λίγο λάδι για το τηγάνισμα
Για το σερβίρισμα: μέλι (κατά προτίμηση θυμαρίσιο, ερείκης ή πορτοκαλιάς) σουσάμι καβουρδισμένο (προαιρετικά)
Εκτέλεση: 1. Για την πίτα σφακιανή στο τηγάνι, σε βαθύ μπολ ανακατεύουμε το νερό, τη ρακή, το ελαιόλαδο και το αλάτι. 2. Προσθέτουμε σταδιακά το αλεύρι και ζυμώνουμε μέχρι να σχηματιστεί μια ζύμη που δεν κολλάει στα χέρια. 3. Χωρίζουμε τη ζύμη σε 12-16 κομμάτια και τα πλάθουμε σε μικρές μπάλες. Το ίδιο κάνουμε και με το τυρί. 4. Σε λεία επιφάνεια ανοίγουμε με τον πλάστη κάθε ζυμαράκι σε λεπτό δίσκο διαμέτρου περίπου 10 εκ. Βάζουμε μια μπάλα τυριού στο κέντρο και κλείνουμε γύρω γύρω με τη ζύμη ώστε να καλύψουμε και να εγκλωβίσουμε το τυρί. Το ανοίγουμε ξανά με τον πλάστη, σε λεπτό δίσκο, προσέχοντας να μην ανοίξει το ζυμαράκι και βγει το τυρί. Επαναλαμβάνουμε την ίδια διαδικασία μέχρι να τελειώσουν τα υλικά. 5. Αλείφουμε με λίγο λάδι ένα αντικολλητικό τηγάνι και το ζεσταίνουμε σε δυνατή φωτιά. Τηγανίζουμε κάθε πιτάκι χωριστά για περίπου 2 λεπτά από κάθε πλευρά, μέχρι να ροδίσουν καλά. 6. Περιχύνουμε τις πίτες με μέλι, όσο είναι ακόμη ζεστές. Εάν θέλουμε, τις πασπαλίζουμε με λίγο καβουρδισμένο σουσάμι.
Η συνταγή πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ζάχαρη & Αλεύρι, τεύχος 44.
* Το Ορεινό Μέλι συνιστά να μη μαγειρεύετε θερμαίνοντας το μέλι σε θερμοκρασίες μεγαλύτερες των 45-50 °C γιατί έτσι χάνονται όλα του τα θρεπτικά συστατικά. *
Στη βορειοανατολική Κολομβία, στην περιοχή του Σανταντέρ, οι αποθήκες της αστυνομίας είναι γεμάτες με κατασχεμένη ξυλεία, η οποία μέσω μιας πρωτοβουλίας που ονομάζεται «Timber Returns Home» μετατρέπεται σε κυψέλες για τις μέλισσες.
Από το 2021 περίπου 200 κυβικά μέτρα παράνομα υλοτομημένου ξύλου έχουν μετατραπεί σε 1.000 κυψέλες για τους μικρούς αυτούς επικονιαστές που είναι τόσο κρίσιμοι για την ανθρώπινη επιβίωση, αλλά απειλούνται από τα φυτοφάρμακα και την κλιματική αλλαγή. Άλλα 10.000 κυβικά μέτρα έχουν προγραμματιστεί για την επόμενη φάση, σύμφωνα με την περιβαλλοντική αρχή του Σανταντέρ.
Παλαιότερα, η κατασχεμένη ξυλεία μετατρέπονταν σε πριονίδι και δωριζόταν σε δήμους για έργα ή μερικές φορές απλώς αφήνονταν να σαπίσει. Τώρα όμως μετατρέπεται σε κυψέλες ώστε να βοηθήσει στην αντιμετώπιση του εξαιρετικά σοβαρού προβλήματος της πιθανής εξαφάνισης των μελισσών, σύμφωνα με τον βιολόγο German Perilla, διευθυντή του Honey Bee Impact Foundation.
Περίπου τα τρία τέταρτα των καλλιεργειών που παράγουν καρπούς ή σπόρους για ανθρώπινη κατανάλωση εξαρτώνται από την επικονίαση. Ωστόσο, τα Ηνωμένα Έθνη έχουν προειδοποιήσει ότι το 40% των ασπόνδυλων επικονιαστών και ιδιαίτερα οι μέλισσες και οι πεταλούδες κινδυνεύουν με παγκόσμια εξαφάνιση.
«Η κύρια απειλή είναι ότι θα ξεμείνουμε από δέντρα και δεν θα υπάρχουν λουλούδια γιατί, χωρίς λουλούδια, δεν υπάρχουν μέλισσες. χωρίς μέλισσες, δεν υπάρχουν άνθρωποι και θα ξεμείνουμε από τροφή» λέει η μελισσοκόμος Maria Acevedo, μία από τις δικαιούχους του έργου, η οποία μόνο το 2023 έχασε περισσότερες από τις μισές κυψέλες της, από τα τα φυτοφάρμακα που χρησιμοποιούνται στις κοντινές καλλιέργειες όπως ο καφές.
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, περίπου 3.000 κυψέλες, η καθεμία εκ των οποίων φιλοξενεί έως και 50.000 μέλισσες, πεθαίνουν στην Κολομβία ετησίως. Οι εργαστηριακές εξετάσεις βρήκαν ίχνη του εντομοκτόνου fipronil στα περισσότερα νεκρά έντομα. Η Κολομβία έχει απαγορεύσει το fipronil, το οποίο είναι ήδη εκτός νόμου στην Ευρώπη και έχει περιοριστεί στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα από τον Φεβρουάριο του 2024.
Σύμφωνα με την Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ, οι υψηλότερες θερμοκρασίες, οι ξηρασίες, οι πλημμύρες και άλλα ακραία φαινόμενα που προκαλούνται από την κλιματική αλλαγή μειώνουν το νέκταρ στα άνθη από τα οποία τρέφονται οι μέλισσες. Μελέτες έχουν επίσης συνδέσει τη στειρότητα των μελισσών με το θερμικό στρες.
Επίσης η Κολομβία το 2022 έχασε από την παράνομη υλοτομία περισσότερα από 300.000 στρέμματα δέντρων, κυρίως στον Αμαζόνιο, το μεγαλύτερο τροπικό δάσος στον κόσμο. Σχεδόν το ήμισυ της ξυλείας που διακινείται στην Κολομβία είναι παράνομης προέλευσης, σύμφωνα με το Υπουργείο Περιβάλλοντος.
Έπειτα από τον θερμότερο χειμώνα που έχει καταγραφεί ποτέ στα ελληνικά χρονικά, είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε τι θα συμβεί την άνοιξη.
Τα μελίσσια όπως ήταν φυσικό, ξεχειμώνιασαν χωρίς απώλειες και ξεκίνησαν με μεγάλους πληθυσμούς. Έχοντας στο μυαλό τα περσινά, όπου ο χειμώνας ήρθε αργά, μέσα στην άνοιξη, με έντονες βροχές και κρύα μέχρι τα τέλη Μαΐου, καταστρέφοντας τις πιθανότητες μιας ανοιξιάτικης σοδιάς, ξεκινήσαμε αρκετά συντηρητικά.
Ο Μάρτης όμως όχι μόνο δεν αποδείχτηκε γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης, αλλά σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Copernicus ήταν ο θερμότερος Μάρτιος όλων των εποχών. Κάτι ιδιαίτερα ανησυχητικό αν σκεφτεί κανείς ότι είναι ο δέκατος μήνας στη σειρά που καταγράφει ρεκόρ.
Όπως ήταν φυσικό, οι ανθοφορίες ήταν πρώιμες. Τα ρείκια ξεκίνησαν αλλά και τελείωσαν νωρίς, συνεισφέροντας ουσιαστικά μόνο στην ανάπτυξη. Αντιθέτως η κουτσουπιά έδωσε και λίγο μέλι.
Παράλληλα με τις δουλειές στα μελίσσια, προχωρά και το μελισσοκομικό εργαστήρι. Απομένουν οι πόρτες και τα παράθυρα, που θα μπουν λίγο μετά το Πάσχα, αλλά και οι χωματουργικές εργασίες του περιβάλλοντα χώρου, ώστε να αρχίσουμε να βάζουμε μια τάξη.
Μακάρι να πάνε όλα καλά στο τέλος και να γεμίσουν τα βαρέλια, γιατί η περσινή χρονιά ήταν πολύ δύσκολη για όλους.
Ο θερμότερος στα καταγεγραμμένα ελληνικά χρονικά ήταν ο φετινός χειμώνας, σύμφωνα με τα δεδομένα του Ευρωπαϊκού προγράμματος Copernicus τα οποία ανέλυσε η επιστημονική ομάδα του Εθνικού Αστεροσκοπείο Αθηνών.
Η μέση μέγιστη θερμοκρασία στην Ελλάδα από το 1960 μέχρι και το 2024 για την περίοδο του χειμώνα παρουσιάζει άνοδο κατά 1.8 °C.
Τα βασικά χαρακτηριστικά του φετινού χειμώνα ήταν τα μεγάλα διαστήματα με υψηλές τιμές θερμοκρασίας, οι οποίες ξεπέρασαν κατά πολύ τις κανονικές για την εποχή θερμοκρασίες. Μάλιστα τα τελευταία 10 χρόνια έχουν καταγραφεί οι 6 θερμότεροι χειμώνες όλων των εποχών.
Όπως ήταν φυσικό αυτό είχε επίπτωση και στα μελίσσια, τα οποία διατήρησαν γόνο σχεδόν για όλη τη διάρκεια του χειμώνα, γεγονός που έκανε πολύ δύσκολη την αντιμετώπιση του παρασίτου βαρρόα. Απ’ την άλλη λόγω των υψηλών θερμοκρασιών βγήκαν απ’ το χειμώνα με μεγάλους πληθυσμούς.
Η κλιματική αλλαγή έχει επηρεάσει πολύ τη μελισσοκομία. H Δρ. Φανή Χατζήνα, ερευνήτρια του ΕΛΓΟ Δήμητρα επιβεβαιώνει σε συνέντευξή της στην τηλεόραση CRETA τις παρατηρήσεις αρκετών μελισσοκόμων σχετικά με τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στις μέλισσες.
«Η διάρκεια των ανθοφοριών έχει μικρύνει, το νέκταρ έχει γίνει πιο πυκνό και οι μέλισσες δυσκολεύονται να το συλλέξουν, ενώ τα φυτά παράγουν λιγότερη ποσότητα γύρης προκαλώντας προβλήματα στην ανάπτυξη των μελισσοσμηνών. Η ανάπτυξη των μελισσών και οι ανθοφορίες των φυτών δεν συγχρονίζονται πλέον».
«Η αύξηση της θερμοκρασίας έχει επηρεάσει το βιολογικό κύκλο των μελισσών που πλέον εκτρέφουν γόνο ακόμα και μέσα στο χειμώνα, καθιστώντας την αντιμετώπιση του παρασίτου βαρρόα εξαιρετικά δύσκολη, προκαλώντας έξαρση ασθενειών. Η μέλισσα είναι υπεύθυνη για την επικονίαση και από τη στιγμή που ένας κρίκος της αλυσίδας σπάσει ή διαταραχθεί είναι φυσικό επηρεαστούν και οι υπόλοιποι».
Οι μέλισσες είναι χημικοί. Χρησιμοποιώντας ένζυμα και αφυδάτωση, αυτοί οι επιστήμονες του φυσικού κόσμου μπορούν να μεταμορφώσουν το νέκταρ, δηλαδή έναν σακχαρούχο χυμό, σε μια πολύτιμη υπερτροφή.
Δεν είναι κι εύκολο: το μέλι αποτελείται από τουλάχιστον 181 συστατικά. Η μοναδική γεύση του είναι το αποτέλεσμα σύνθετων χημικών διεργασιών, που εξηγεί και το λόγο για τον οποίο κανένα υποκατάστατο σιροπιού δεν μπορεί να συγκριθεί με το μέλι.
Το μέλι αποτελείται κυρίως από γλυκόζη και φρουκτόζη. Είναι αυτό που οι επιστήμονες αποκαλούν επιστημονικά: υπέροκορο διάλυμα. Όταν ανακατεύουμε τη ζάχαρη μέσα σε ένα ποτήρι νερό, κάποια ποσότητα ζάχαρης συνήθως παραμένει στον πάτο. Αυτό γίνεται γιατί το νερό (διαλυτικό μέσο) μπορεί να διαλύσει μόνο συγκεκριμένη ποσότητα ζάχαρης. Ωστόσο, αν θερμανθεί το νερό, αυξάνεται η ποσότητα της ζάχαρης που μπορεί να διαλυθεί σε αυτό. Επομένως, στον υπερκορεσμό, η θέρμανση, τα ένζυμα και άλλοι χημικοί παράγοντες μπορούν να αυξήσουν την ποσότητα της ουσίας που διαλύεται.
Αυτά τα διαλύματα τείνουν να κρυσταλλώνουν εύκολα. Το σιρόπι και το μέλι θεωρούνται υπερκορεσμένα διαλύματα. Λόγω του υπερκορεσμού και του μικρού ποσοστού του νερού (15-18%), το μέλι είναι παχύρρεστο. Αυτό σημαίνει ότι μερικές φορές μπορεί να στερεοποιηθεί. Τα βασικά συστατικά του είναι οι υδατάνθρακες (σάκχαρα), αλλά περιέχει επίσης βιταμίνες, μεταλλικά στοιχεία, αμινοξέα, ένζυμα, οργανικά οξέα, γυρεόκοκκους, αρώματα και αρωματικά συστατικά.
Το μέλι ξεκινά από το νέκταρ. Ενώ το μέλι είναι παχύρρεστο με χαμηλή περιεκτικότητα σε νερό, το νέκταρ είναι περίπου 80% νερό. Είναι ένα πολύ ρευστό διάλυμα, άχρωμο και ούτε κατά διάνοια τόσο γλυκό όσο το μέλι. Επίσης, η χημική του σύσταση είναι διαφορετική. Με τη χρήση των ενζύμων, οι μέλισσες μπορούν να μετατρέψουν τα σύνθετα σάκχαρα του νέκταρος σε πιο απλά σάκχαρα. Γι’ αυτό και το μέλι είναι πιο εύπεπτο σε σχέση με την ζάχαρη.
Τα σάκχαρα μερικές φορές αποκαλούνται “γλυκοί υδατάνθρακες”. Οι υδατάνθρακες αποτελούν τη μία από τις τρεις βασικές κατηγορίες τροφών, μαζί με τις πρωτεΐνες και τα λίπη. Το μυστικό όπλο της μέλισσας είναι η ικανότητά της να μεταβάλλει τα σύνθετα σάκχαρα που συλλέγει από το νέκταρ των λουλουδιών σε απλά σάκχαρα. Αυτή η διαδικασία λέγεται υδρόλυση. Για να μετατρέψει το νέκταρ σε γλυκόζη και φρουκτόζη, χρειάζεται την παρουσία υψηλής θερμοκρασίας, οξέων ή ενζύμων. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα σύνθετη διαδικασία για ένα χημικό εργαστήριο. Αλλά όταν εμπλέκονται οι μέλισσες (και τα ένζυμά τους), τότε η αποτελέσματικότητα των πιο ικανών επιστημόνων είναι δεδομένη.
Επειδή το 95-99% των στερεών στο μέλι είναι σάκχαρα, για να κατανοήσουμε τι είναι το μέλι, πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε τα σάκχαρα. Η ζάχαρη από ζαχαροκάλαμο αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από σακχαρόζη. Η σακχαρόζη που βρίσκεται στο νέκταρ αποτελείται από απλά σάκχαρα: τη γλυκόζη και τη φρουκτόζη που παρότι έχουν την ίδια χημική φόρμουλα (C6H12O6), είναι δύο διαφορετικά είδη, διότι τα άτομά τους έχουν διαφορετικές θέσεις. Αυτή η διαφορά στην ατομική τους σύσταση καθιστά την φρουκτόζη πιο γλυκιά από τη γλυκόζη. Το μέλι είναι επίσης ελαφρώς πιο γλυκό από τη ζάχαρη, επειδή περιέχει περισσότερη φρουκτόζη.
Οι μέλισσες δεν συλλέγουν απλώς το νέκταρ, αλλά επιπλέον μεταβάλλουν τη χημική του σύσταση. Παράγουν ένα συγκεκριμένο ένζυμο με τους σιελογόνους αδένες τους (τα ένζυμα είναι οργανικά συστατικά που επιταχύνουν τις βιοχημικές αντιδράσεις) το οποίο δεν εξαντλείται ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί αρκετές φορές. Αφού η μέλισσα συλλέξει το νέκταρ, προσθέτει το ένζυμο ιμβερτάση το οποίο βοηθά στην μετατροπή της σακχαρόζης σε ίσα μέρη γλυκόζης και φρουκτόζης. Κάπως έτσι ξεκινάει το μέλι. Άλλα ένζυμα συμβάλλουν επίσης στην βελτίωση της γεύσης του μελιού. Η αμυλάση είναι ένα ένζυμο που διασπά την αμυλόζη σε γλυκόζη, που είναι πιο εύπεπτη και δίνει στο μέλι τη χαρακτηριστική γλυκιά γεύση του. Στη συνέχεια, ένα άλλο ένζυμο, η οξειδάση της γλυκόζης, διασπά την γλυκόζη και σταθεροποιεί το pH του μελιού. Η καταλάση μετατρέπει το υπεροξείδιο του υδρογόνου σε νερό και οξυγόνο. Έτσι διατηρείται η περιεκτικότητα σε υπεροξείδιο του υδρογόνου σε χαμηλό επίπεδο. Αν και κάποιοι θεωρούν ότι το υπεροξείδιο του υδρογόνου στο μέλι είναι ο λόγος που διατηρείται για τόσο μεγάλα διαστήματα, στην πραγματικότητα η αιτία μάλλον είναι το ελαφρώς όξινο pH του και η μικρή του περιεκτικότητα σε νερό.
Όπως κάθε καλός χημικός, οι μέλισσες ακολουθούν ένα πρωτόκολλο κατά την παραγωγή του μελιού. Οι περιπλανόμενες μέλισσες αντλούν το νέκταρ με τις προβοσκίδες τους (γλώσσες που μοιάζουν με καλαμάκια). Έπειτα προσθέτουν την ιμβερτάση ενώ το μεταφέρουν. Αυτό το ένζυμο αρχίσει να διασπά τη σακχαρόζη σε γλυκόζη και φρουκτόζη. Έπειτα οι μέλισσες αυτές μεταφέρουν το νέκταρ στις μέλισσες που παραμένουν στην κυψέλη, για να προστεθούν περισσότερα ένζυμα.
Η διαδικασία προσθήκης ενζύμων συνεχίζεται κάθε φορά που μια άλλη μέλισσα αναλαμβάνει το νέκταρ. Οι μέλισσες της κυψέλης μηρυκάζουν και ξανακαταπίνουν το νέκταρ για περίπου 20 λεπτά, διασπώντας ακόμη περαιτέρω τα σάκχαρα. Όταν το νέκταρ φτάσει να περιέχει περίπου 20% νερό, τοποθετείται στην κυψέλη, όπου οι μέλισσες το κρυώνουν κάνοντας αέρα με τα φτερά τους για να επιταχυνθεί η διαδικασία εξάτμισης και να γίνει το μέλι ακόμη πιο πυκνό. Οι μέλισσες σταματούν όταν η συγκέντρωση του νερού είναι μεταξύ 17-18% οπότε το μεταφέρουν στη θέση αποθήκευσής του. Επομένως μέσω της εξάτμισης και των ενζύμων, ένα υπέρκορο διάλυμα έχει δημιουργηθεί.
Όπως κάθε υπέρκορο διάλυμα, το μέλι τείνει να κρυσταλλώνει. Η κρυστάλλωση συμβαίνει όταν μακρές αλυσίδες γλυκόζης (πολυσακχαρίδια) διασπώνται. Τα μόρια της γλυκόζης αρχίζουν να κολλάνε μεταξύ τους, συνήθως πάνω σε κάποιο γυρεόκοκκο. Αυτοί οι κρύσταλλοι γλυκόζης έπειτα βυθίζονται στον πάτο του βάζου. Το πρόβλημα με την κρυστάλλωση είναι ότι όταν η γλυκόζη διαχωριστεί από το μέλι, το υπόλοιπο υγρό περιέχει μεγαλύτερο ποσοστό υγρασίας, γεγονός που προκαλεί τη ζύμωση του μελιού. Η θερμοκρασία διατήρησης είναι ένας παράγοντας που επηρεάζει την κρυστάλλωση. Το μέλι κρυσταλλώνει γρηγορότερα όταν οι θερμοκρασίες είναι κοντά στους 14°C. Οι ερευνητές επίσης έχουν διαπιστώσει ότι το μέλι που αφαιρείται από την κυψέλη και επιδέχεται μηχανική επεξεργασία είναι πιο πιθανό να κρυσταλλώσει σε σχέση με αυτό που παραμένει στην κυψέλη. Άλλοι παράγοντες που συμβάλλουν στην κρυστάλλωση είναι η σκόνη, οι φυσσαλίδες αέρα και οι γυρεόκοκκοι στο μέλι.
Η θέρμανση του μελιού μπορεί επίσης να προκαλέσει χημικές μεταβολές. Μερικές φορές το μέλι αποκτά πιο σκούρο χρώμα. Επειδή το μέλι είναι ελαφρώς όξινο με pH περίπου 4, το μέλι μπορεί να σκουρύνει με τον καιρό. Κι αυτό γιατί τα αμινοξέα στο μέλι αρχίζουν να αντιδρούν με τα σάκχαρα. Η καραμελοποίηση -το σκούρο μελί χρώμα των σακχάρων, προκαλείται όταν ξεκινά η θέρμανση να διασπά τους μοριακούς δεσμούς στο μέλι. Όταν αυτοί οι δεσμοί σπάσουν κι έπειτα αναδιαρθρωθούν, το αποτέλεσμα είναι καραμελωμένο σάκχαρο.
Η υψηλή θερμοκρασία και η κρυστάλλωση μπορούν να επηρεάσουν το χρώμα του μελιού. Οι κρύσταλλοι στο μέλι θα το κάνουν να φαίνεται πιο ανοιχτόχρωμο. Γι αυτό και τα κρεμώδη μέλια έχουν πιο ανοιχτό χρώμα. Στη φύση, το χρώμα του μελιού εξαρτάται συνήθως από το είδος του λουλουδιού από το οποίο προέρχεται το νέκταρ. Γι’ αυτό και το νέκταρ που τρυγούν οι μέλισσες σε κάθε εποχή διαφέρει στο χρώμα- αφού διαφορετικά λουλούδια ανθίζουν ανάλογα με την περίοδο του έτους.
Το μέλι είναι υδροσκοπικό -δηλαδή προσελκύει την υγρασία. Αν μείνει ανοιχτό, θα αρχίσει να μαζεύει υγρασία από την ατμόσφαιρα. Αυτή η επιπλέον υγρασία στο μέλι θα γίνει αιτία για να ξεκινήσει η διαδικασία της ζύμωσης. Κανονικά, το μέλι έχει μικρό ποσοστό υγρασίας, γεγονός που βοηθά στην καλύτερη συντήρησή του. Αν ωστόσο η υγρασία του ξεπεράσει το 25% θα προκαλέσει την έναρξη ζύμωσης. Κι αυτό και το μέλι είναι καλύτερα να τοποθετείται απευθείας σε βάζα με καπάκι μετά τη συλλογή του.
Ένας χρόνος πέρασε και από τις περσινές κινητοποιήσεις και τίποτα δεν άλλαξε. Η μελισσοκομία στην Ελλάδα συνεχίζει να είναι υπό διωγμό, με τις απαγορευτικές διατάξεις των Δασαρχείων και της Πυροσβεστικής και με μία νομοθεσία η οποία ευνοεί τη νοθεία και τις Ελληνοποιήσεις.
Οι μελισσοκόμοι της Ηπείρου πραγματοποιήσαμε εχθές μηχανοκίνητη πορεία προς τα Ιωάννινα, όπου και καταθέσαμε ψήφισμα στην Περιφέρεια, στα πλαίσια Πανελλαδικής κινητοποίησης μελισσοκόμων με επίκεντρο την Agrotica στη Θεσσαλονίκη. Ανάμεσα στους συναδέλφους επικρατεί απογοήτευση και ανασφάλεια, ενώ αρκετοί εγκαταλείπουν το επάγγελμα. Η μελισσοκομία από ένας ταχέως αναπτυσσόμενος κλάδος στις αρχές της δεκαετίας του 2010, οδηγείται σε συρρίκνωση δέκα χρόνια μετά.
Οι κυριότερες αιτίες είναι η νοθεία και οι Ελληνοποιήσεις, σε συνδυασμό με την αδιαφορία του κράτους. Το ότι δεν έχει θεσμοθετηθεί η γυρεοσκοπική ανάλυση ως εργαστηριακός έλεγχος και το γεγονός ότι δεν έχει καθοριστεί ελάχιστο όριο γυρεοκόκκων στο μέλι, ανοίγει διάπλατα τις πόρτες στους νοθευτές. Αυτή τη στιγμή χρειάζονται μόλις 2 κιλά Ελληνικού μελιού για να Ελληνοποιηθεί 1 τόνος Κινέζικου. Η εξευτελιστικά χαμηλή τιμή του μελιού στο ράφι των σούπερ μάρκετ (3€-4€), πολύ κάτω απ’ το κόστος παραγωγής, οδηγεί το μελισσοκόμο σε απόγνωση.
Εκτός αυτού τα Δασαρχεία αυθαιρετούν καθώς δεν έχουν εξουσιοδότηση να εκδίδουν ΔΑΔ με διοικητικές πράξεις για ζητήματα που αφορούν τη μελισσοκομία, διώχνοντας το μελισσοκόμο από το φυσικό του περιβάλλον. Το 80% του Ελληνικού μελιού προέρχεται από τα δάση. Έφτασαν στο σημείο να εντάξουν τις κυψέλες στο νόμο περί αυθαιρέτων και να στέλνουν «πρόσκληση κατεδάφισης των μελισσιών», παραβιάζοντας το νόμο 4856/1930 που λέει ότι οι Δασικές Υπηρεσίες ΔΕΝ δύνανται να απαγορεύσουν στους μελισσοκόμους την τοποθέτηση μελισσιών την εποχή της άνθισης.
Αλλά και η Πυροσβεστική διάταξη που απαγορεύει το Συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα στην εργασία. Την ώρα που η Τουρκία εγκαινιάζει όλο και περισσότερα μελισσοκομικά δάση (έχει ξεπεράσει τα 700), στην Ελλάδα ο μελισσοκόμος θεωρείται εν δυνάμει εμπρηστής! Ποιος; Αυτός που η ζωή του εξαρτάται από το δάσος. Που η περιουσία του, η επιχείρησή του βρίσκεται στο δάσος. Η δίωξη του μελισσοκόμου απ΄ τα δάση μόνο εκ του πονηρού μπορεί να εκληφθεί, καθώς η απουσία του ανοίγει διάπλατα το δρόμο στους εμπρηστές.
Και σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί και η εκτίναξη του κόστους παραγωγής, με το πετρέλαιο να αγγίζει τα 2€ ανά περιόδους, τις κυψέλες και τις κηρήθρες να αυξάνονται κατά 25%, αλλά και τα βάζα να διπλασιάζονται μέσα σε μία νύχτα μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Η μείωση της παραγωγής μελιού λόγω της κλιματικής αλλαγής ήταν γνωστή τα τελευταία χρόνια αλλά την περσινή χρονιά (2023) ξεπέρασε κάθε προηγούμενο καθώς άγγιξε το -60%.
Η μελισσοκομία στην Ελλάδα πνέει τα λοίσθια. Η πολιτεία καλείται να πάρει άμεσα πολύ σημαντικές αποφάσεις. Δεδομένου ότι το 86% των δασικών ειδών επικονιάζονται από τις μέλισσες (Γούναρη 2023) αλλά και ότι οι άγριοι επικονιαστές έχουν αποδεκατιστεί τις τελευταίες δεκαετίες η κατάσταση είναι αρκετά κρίσιμη.
Παραδοσιακά, η αναγνώριση των φυλών της A.mellifera βασίζονταν στα μορφομετρικά χαρακτηριστικά τους (Charistos et.al 2014). Μετά το 1980 αναπτύχθηκαν και βιοχημικές μέθοδοι, καθώς και μέθοδοι βασισμένες σε μοριακούς γενετικούς δείκτες, οι οποίες επέτρεψαν την διερεύνηση των διαφοροποιήσεων μεταξύ πληθυσμών σε μοριακό επίπεδο, συμβάλλοντας έτσι στην καλύτερη κατανόηση της πληθυσμιακής δομής της A.mellifera, σε συνδυασμό με τις προϋπάρχουσες μεθόδους.
Όλες οι φυλές που απαντώνται στον ευρύτερο Ελληνικό χώρο ανήκουν στην γενεαλογική γραμμή C (De la Rúa et.al 2009), και διακρίνονται σαφώς τόσο από την Μ (Κεντρική Ευρώπη, A.m.mellifera), όσο και από την Α (Βόρεια Αφρική, Σικελία, Μάλτα). Πρέπει να σημειωθεί ότι η παρουσίαση των φυλών και των χαρακτηριστικών τους εν πολλοίς βασίζεται σε μελέτες και καταγραφές προηγούμενων δεκαετιών. Σταδιακά όμως χρόνο με τον χρόνο παρατηρείται όλο και εκτενέστερος υβριδισμός σχεδόν σε όλο τον Ελλαδικό χώρο, κάτι που ενδεχομένως μεταβάλλει την καθαρή εικόνα των γεωγραφικά διακριτών φυλών, και πρέπει πάντα να λαμβάνεται υπόψη. Οι κυριότερες αυτόχθονες φυλές μελισσών στον Ελλαδικό χώρο είναι:
Κεκρόπια μέλισσα (Apis mellifera cecropia)
Πρόκειται για την κυριότερη ίσως αυτόχθονη Ελληνική φυλή. Γεωγραφικά καταλαμβάνει την περιοχή της ηπειρωτικής Ελλάδος νοτίως της Μακεδονίας, και της Πελοποννήσου συμπεριλαμβανομένης. Το όνομα “Κεκρόπια μέλισσα” αναφέρεται πρώτη φορά από τον Βιργίλιο στα “Γεωργικά” ποιήματά του. Ο μοναχός Adam αναφέρεται σε αυτή ως “η Ελληνική μέλισσα”. Ο Maa (Maa T.C. 1953) την αναφέρει και ως A.m.hymettea (προφανώς από το όρος Υμηττός).
Ανήκει στην ομάδα φυλών της Κεντρικής Μεσογείου, και οι συγγενέστερες φυλές της είναι η carnica, η sicula (Σικελική φυλή) και η macedonica. Λόγω του χρώματός της παλαιότερα πιστεύονταν λανθασμένα ότι συνιστά υβρίδιο μεταξύ της ligustica και της σκουρόχρωμης A.m.mellifera της Βορείου Ευρώπης, ενώ ο Maa T.-C. την αποκαθιστά ως αυτούσια φυλή το 1953. (Ruttner 1988), (Maa T.C. 1953).
Είναι σχετικά μεγαλόσωμη μέλισσα. Ξεχωρίζει χαρακτηριστικά από τις υπολοιπες φυλές για την μακριά της προβοσκίδα (~6.6mm), κάτι που θεωρείται μεγάλο προσόν, καθώς δύναται να εκμεταλλευτεί καλύτερα κάποιες ανθοφορίες (Γούναρη- www.melinet.gr). Επίσης χαρακτηρίζεται από τον ασυνήθιστα μεγάλο ωλενικό της δείκτη (μέση τιμή 3.13, που σε κάποιους πληθυσμούς φτάνει και το 3.6), ο οποίος είναι μακράν ο μεγαλύτερος από όλες τις φυλές της A.mellifera, πλησιάζοντας αυτόν της A.m.cerana. Άλλο ένα χαρακτηριστικό που την διακρίνει είναι το σχετικά μεγάλο μήκος των πίσω ποδιών. (Ruttner 1988).
Η Κεκρόπια θεωρείται από τους μελισσοκόμους ως μια μάλλον μέτρια έως αρκετά επιθετική φυλή, σε σημείο που πολλές φορές δυσχεραίνει την εργασία στις κυψέλες. Σημαντικό χαρακτηριστικό της είναι η απροθυμία της για σμηνουργία. Επίσης της πιστώνεται και η καλή αντοχή στις ασθένειες (Υφαντίδης 1995). Δημιουργεί μεγάλους πληθυσμούς αρκετά νωρίς την Άνοιξη, κι έτσι εκμεταλλεύεται αποδοτικά τις πρώτες ανθοφορίες. Θεωρείται πολύ καλή συλλέκτρια μελιού, και καλά προσαρμοσμένη στο κλίμα και τις νομές της Κεντρικής και Νοτίου Ελλάδος. (Υφαντίδης 1995). Επίσης την χαρακτηρίζει και ο μεγάλος βαθμός χρήσης πρόπολης, κάτι που ίσως εξηγεί την αντοχή της σε ασθένειες. (Ruttner 1988).
Μακεδονική μέλισσα (Apis mellifera macedonica)
Είναι η πιο διαδεδομένη φυλή στον Ελλαδικό χώρο με σχεδόν τα δυο τρίτα των παραγωγών να την χρησιμοποιούν. Η Μακεδονική φυλή εκτείνεται πολύ πέραν του Ελληνικού χώρου καταλαμβάνοντας σχεδόν όλη την ανατολική πλευρά της Βαλκανικής, ξεκινώντας από την Θεσσαλία και την Ήπειρο από νότο, και εκτεινόμενη μέχρι την νότιο Ουκρανία έως και την Ταυρίδα προς βορρά.
Σύμφωνα με έρευνα που έγινε σε πληθυσμούς μελισσών στην Στερεά Ελλάδα, νησιά του Αιγαίου, Κύπρο και Μακεδονία (Μπουγά 2002) (Bouga et.al 2005b), γενετικά η Μακεδονική φυλή είναι η πιο απομακρυσμένη σε σχέση με τις υπόλοιπες που απαντώνται στον Ελληνικό χώρο. Πιο συγκεκριμένα η A.m.macedonica παρουσιάζει διακριτό απλότυπο στο mDNA από τις άλλες φυλές της έρευνας, οι οποίες μοιράζονται τον ίδιο απλότυπο (Muñoz et.al 2020). Αυτό αντανακλά φαινοτυπικά και στα μορφολογικά, συμπεριφορικά αλλά και στα παραγωγικά χαρακτηριστικά της.
Η Μακεδονική φυλή είναι πιο μικρόσωμη, και με μικρότερα φτερά, αλλά με λίγο μεγαλύτερα πόδια και με μεγαλύτερη προβοσκίδα. Επίσης εμφανίζει πλατύ μετατάρσιο, κάτι που παραπέμπει σε επιρροή εξ ανατολών. Είναι πιο λεπτοκαμωμένη από τις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές φυλές, με πιο κοντό τρίχωμα. (Χατζήνα κ.α, περιοδικό “Δήμητρα” 2019) Ο ωλενικός δείκτης είναι μεγαλύτερος από την A.m.carnica, και υπάρχουν διαφορές στην νεύρωση των φτερών.
Ο χρωματισμός είναι γενικά σκουρόχρωμος, όμως με λίγο κιτρινωπό χρώμα στους τεργίτες και στον θώρακα. (Ruttner 1988). Γενικά θεωρείται πολύ ήρεμη φυλή, κάτι που σημειώνει και ο μοναχός Άνταμ (1952), σε βαθμό που, όπως αναφέρει, πολλοί μελισσοκόμοι αντί για καπνιστήρι, επιθεωρούσαν τις κυψέλες απλά με ένα κομμάτι καπνίζοντος αναμμένου μύκητα (μάλλον αναφέρεται στην γνωστή ίσκα) που τοποθετούσαν επάνω στους κηρηθροφορείς. Την παρατήρηση αυτή επιβεβαιώνουν και μαρτυρίες παλαιών μελισσοκόμων, ειδικά της περιοχής της Χαλκιδικής, που εξαίρουν την ήρεμη αυτή συμπεριφορά, αναφέροντας μάλιστα ότι πολύ σπάνια θα συνέβαινε να δεχτούν τσίμπημα. (Υφαντίδης 1995).
Σμηνουργεί εύκολα, ακόμα και μετά από τους σχετικούς προληπτικούς χειρισμούς. Σε συζητήσεις με μελισσοκόμους της Μακεδονίας προτάθηκε η άποψη ότι αυτό συμβαίνει επειδή τις τελευταίες δεκαετίες χρησιμοποιήθηκαν πολύ οι αφεσμοί για τον πολλαπλασιασμό των μελισσοσμηνών, και άρα τα γονίδια που ενθαρρύνουν την σμηνουργία πλήθυναν μέσα στην γενετική δεξαμενή της macedonica. Αυτό όμως είναι θέμα για περαιτέρω διερεύνηση.
Λοιπά συμπεριφορικά χαρακτηριστικά είναι η αυξημένη χρήση πρόπολης, η μεσοπρώιμη ανάπτυξη πληθυσμών κατά την Άνοιξη η σημαντική μείωση του γόνου στο τέλος του Θέρους, η διατήρηση ισχυρών πληθυσμών κατά τον Χειμώνα και συνεπώς η καλή διαχείμαση (ακόμα και σε χώρες της Βορείου Ευρώπης, όπου δοκιμάστηκε), καθώς και η καλή συλλογή μελιού σε διαφορετικές νομές. (Ruttner 1988). Τέλος, αναφέρεται η χαμηλή τάση για λεηλασία, η εκμετάλλευση νομών σε μεγάλες αποστάσεις, ο καλός προσανατολισμός και η χαμηλή παραπλάνηση, γνωρίσματα που συνδέονται μεταξύ τους. (Υφαντίδης 1995).
Πρόσφατα πειράματα έχουν δείξει ενθαρρυντική αντοχή στην βαρροϊκή ακαρίαση, με σημαντικό ποσοστό μελισσιών να επιβιώνει και να παραμένει παραγωγικό, χωρίς σχετική θεραπεία, επί 2 και πλέον έτη (Hatjina et al 2018). Ωστόσο δείχνει να παρουσιάζει ευαισθησία στην Νοζεμίαση. (Br.Adam 1954).
Κρητική μέλισσα (Apis mellifera adami)
Πρόκειται για την ενδημική φυλή της Κρήτης, και ονομάστηκε έτσι προς τιμή του μοναχού Άνταμ (πατέρα της buckfast. A.m.), ο οποίος την μελέτησε εκτενώς και την ανέδειξε. Ταξινομήθηκε ως ξεχωριστό υποείδος από τον Ruttner το 1975, μόλις λίγα χρόνια προτού δεχτεί μεγάλη δημογραφική πίεση, σε βαθμό σχεδόν εξαφάνισης, την δεκαετία του 1980 από την βαρροϊκή ακαρίαση, που εκείνα τα χρόνια εισέβαλε στον Ελλαδικό χώρο, και στην οποία απεδείχθη αρκετά ευάλωτη. Στο πλήγμα αυτό ήρθε να προστεθεί και η ανεξέλεγκτη εισαγωγή μελισσοσμηνών άλλων φυλών από την ηπειρωτική Ελλάδα (κυρίως macedonica και ligustica) και η αναπόφευκτη επιμειξία με αυτές, σε βαθμό που πολλοί να υποστηρίζουν ότι η φυλή αυτή έχει πια εκλείψει.
Παρόλα αυτά οι Μπουγά, Χαριζάνης και άλλοι ερευνητές (Bouga et.al 2005b), μελετώντας φυλογενετικές σχέσεις μεταξύ πληθυσμών μελισσών από διάφορα μέρη της Ελλάδας το 2005 κάνουν αναφορά για ύπαρξη της A.m.adami στην Κάσο, τα Κύθηρα και την Ικαρία. Επίσης υπάρχει σχετική μελέτη (BADINO et al., 1988) όπου με αλλοενζυμική ανάλυση έδειξε καθαρή φυλή στην Κρήτη (Harizanis et.al 2003).
Την εποχή που ταυτοποιήθηκε ως φυλή (δεκαετία του 1970) η A.m.adami ενδημούσε στην Κρήτη. Ωστόσο και σε νησιά του Ανατολικού Αιγαίου (Κάρπαθος, Κάσος, Ρόδος, Κως, Χίος, Λέσβος) οι οικείοι πληθυσμοί των μελισσών παρουσίαζαν μεγάλη ομοιότητα με την A.m.adami, χωρίς επισήμως να έχουν ταξινομηθεί σε αυτή. Αυτό παρέμεινε ένα ανοιχτό ζήτημα, καθώς οι πληθυσμοί των προαναφερθεισών νήσων διακρίνονται σαφώς από την A.m.anatoliaca των γειτονικών Μικρασιατικών ακτών. (Ruttner 1988).
Σήμερα οι περισσότεροι συμφωνούν ότι η αυτόχθονη καθαρόαιμη φυλή A.m.adami έχει εξαφανιστεί, ή έστω σχεδόν εξαφανιστεί. Ωστόσο μελετώνται τα διάφορα υβρίδιά της με πληθυσμούς που έχουν εισαχθεί στο νησί κατά τα τελευταία χρόνια (Harizanis et.al 2003).
Πρόκειται για μεγαλόσωμη και σκουρόχρωμη μέλισσα, αν και ο χρωματισμός των τεργιτών παρουσιάζει μεγάλη παραλλακτικότητα, ακόμα και σε άτομα της ίδιας κυψέλης. Ωστόσο ο θώρακας είναι σκουρόχρωμος σε όλα τα άτομα. Το τρίχωμά της έχει μεσαίο μήκος. Έχει σχετικά μικρά φτερά για το σώμα της, και πλατιά κοιλιά, σε αντιθεση με τις υπόλοιπες φυλές της περιοχής. Χαρακτηριστική είναι η μεγάλη απόσταση μεταξύ των δυο κηροφόρων πλακών στον 3ο στερνίτη της κοιλίας. Ο Ωλενικός δείκτης είναι πολύ μικρός, και το σχήμα των νευρώσεων στα φτερά διαφέρει χαρακτηριστικά από όλες τις άλλες γειτονικές φυλές. (Ruttner 1988).
Πρόκειται για μια φυλή με έντονη αμυντική συμπεριφορά, όπως προκύπτει τόσο από την βιβλιογραφία, όσο και από τις διηγήσεις των παλαιότερων Κρητικών μελισσοκόμων. Ο δε μοναχός Άνταμ (Br.Adam 1954) αναφέρει ότι η συμπεριφορά αυτή γινόταν ακραία σε μελίσσια που είχαν μεταφερθεί σε ψυχρό περιβάλλον (είχε μεταφέρει ένα αριθμό κυψελών στην Αγγλία, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως πηγή γενετικού υλικού για την δημιουργία της buckfast). Ωστόσο υπό ευνοϊκές συνθήκες παρουσιάζει σχετικά ήρεμη συμπεριφορά κατά τους μελισσοκομικούς χειρισμούς.
Τα ιδιαίτερα συμπεριφορικά χαρακτηριστικά της φυλής σχετίζονται με το ιδιαίτερο αβιοτικό (ξηροθερμικές συνθήκες, ισχυροί άνεμοι) και βιοτικό (σοβαροί εχθροί, π.χ. σφήκες, τοπική άγρια βλάστηση) περιβάλλον του νησιού. (Ruttner 1988). Οι παλιοί Κρήτες μελισσοκόμοι την ενθυμούνται ως ιδιαίτερα παραγωγική μέλισσα.
Η αρχική Κρητική μέλισσα A.m.adami, όπως ταξινομήθηκε από τον Ruttner αποδείχτηκε ευπαθής στην βαρροϊκή ακαρίαση, προσβολή που χρεώνεται με την δημογραφική της έκλειψη. Έκτοτε στα υβρίδιά της που δημιουργήθηκαν με εισαγωγές βασιλισσών ligustica και macedonica προέκυψε πρόβλημα από προσβολή με την τραχειακή ακαρίαση (Acarapis woodi) περί τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Οι υβριδικοί αυτοί πληθυσμοί εμφάνισαν σημαντική διαφοροποίηση ως προς την αντοχή τους στην συγκεκριμένη προσβολή, με τα υβρίδια της A.m.macedonica να παρουσιάζουν αξιοσημείωτα μεγαλύτερη αντοχή από τα άλλα (Λιάκος 2018).
Καρνιολική μέλισσα (Apis mellifera carnica)
Πήρε το όνομά της από την περιοχή Καρνιόλα της Σλοβενίας, από όπου και θεωρείται ότι κατάγεται, καθώς εκεί βρίσκονται οι πιο αμιγείς πληθυσμοί. Αν και υπάρχει ως εισηγμένη φυλή στον Ελλαδικό χώρο, μπορεί να θεωρηθεί και εντόπια, καθώς υποπληθυσμός της A.m.carnica ενδημεί στα νησιά του Ιονίου.
Η A.m.carnica απαντάται στα Δυτικά Βαλκάνια, από την περιοχή του Δούναβη και προς νότο, κατά μήκος των Δαλματικών ακτών, με βόρειο όριο τις Άλπεις και τα Καρπάθια, και νότιο όριο τον Ελληνικό χώρο. Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, η παρουσία της εκτείνεται μέχρι την νότιο Αλβανία, και στα νησιά του Ιονίου. Η φυλή που ενδημεί στα νησιά του Ιονίου είναι αυτόχθων υποπληθυσμός της A.m.carnica, παρόλο που στις απέναντι ηπειρωτικές ακτές κυριαρχεί η Κεκρόπια. (Ruttner 1988) (Br.Adam 1954).
Αυτό που είναι χαρακτηριστικό στην Καρνιολική μέλισσα είναι οι πολλές γενετικές γραμμές της, οι ιδιαίτεροι τοπικοί πληθυσμοί και οι οικότυποί της. Αυτό εξηγείται από τους πολλούς διαφορετικούς τύπους περιβάλλοντος όπου έχει προσαρμοστεί ο κάθε πληθυσμός. Άρα πρόκειται για μια φυλή που παρουσιάζει σημαντική εσωτερική ανομοιομορφία, (χωρίς ωστόσο να καταργείται η ενιαία ταυτότητά της). Αυτό εμφανίζεται τόσο στην μορφολογία, όσο και στην συμπεριφορά της. (Υφαντίδης 1995).
Θεωρείται γενικά μεγαλόσωμη μέλισσα. Ο χρωματισμός της ποικίλλει, ακόμα και εντός των τοπικών πληθυσμών, ωστόσο είναι γενικά σκουρόχρωμος. Χαρακτηρίζεται από φαρδιά κοιλιά, κοντό τρίχωμα και υψηλό ωλενικό δείκτη. Επίσης έχει και χαρακτηριστικό σχήμα νευρώσεων στα φτερά. Συγγενεύει μορφολογικά (αλλά και γενετικά) με την cecropia και την macedonica, με την πρώτη όμως να διαθέτει σημαντικά μεγαλύτερη προβοσκίδα, και την δεύτερη να έχει λεπτότερο σώμα και χαμηλότερο ωλενικό δείκτη. (Ruttner 1988).
Η A.m.carnica «κόβει» τον γόνο νωρίς το Φθινόπωρο, και αρχίζει πάλι στις αρχές της Ανοίξεως, οπότε και η ανάπτυξη του σμήνους γίνεται με ταχείς ρυθμούς. Κατά την θερινή περίοδο η ποσότητα του γόνου εξαρτάται από την διαθέσιμη τροφή. Γενικά είναι πολύ καλή στην διαχείμαση.
Είναι γενικά ήρεμη μέλισσα, και δεν δημιουργεί πρόβλημα στους χειρισμούς. Χρησιμοποιεί πολύ μικρή ποσότητα πρόπολης. Γενικά έχει έντονη τάση για σμηνουργία, η οποία όμως είναι μικρότερη στους νότιους οικότυπους της φυλής.
Έχει καλή αντίληψη προσανατολισμού και πολύ χαμηλή τάση για παραπλάνηση, ακόμα και όταν πρέπει να βρει την κυψέλη της ανάμεσα σε πολλές κοντινές. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιεί σχήματα, σχετικές θέσεις και ορόσημα, ενώ δείχνει να μην βασίζεται στο χρώμα. (Υφαντίδης 1995).
Συλλέγει σε μεγάλες αποστάσεις, και αναλόγως έχει προσαρμόσει και τον δονούμενο χορό της εργάτριας. Με αυτό σχετίζεται και η απροθυμία της για λεηλασία. Χωρίς να θεωρείται ιδιαίτερα παραγωγική σε σχέση με τις περισσότερες φυλές του Ελλαδικού χώρου, ωστόσο είναι πιο παραγωγική από την A.m.mellifera της Κεντρικής Ευρώπης (Γούναρη- www.melinet.gr), (Ruttner 1988). Δείχνει να έχει εντυπωσιακή ανθεκτικότητα σε ασθένειες του γόνου (Br.Adam 1954).
Υβριδισμός πληθυσμών, βιοποικιλότητα, και προβλήματα
Ίσως το πιο χαρακτηριστικό φαινόμενο, αναφορικά με τις φυλές των μελισσών κατά τις τελευταίες δεκαετίες, είναι ο έντονος υβριδισμός που παρατηρείται. Αυτός οφείλεται, ειδικά για την περίπτωση της Ελλάδας, σε δυο κύριους λόγους, α) την νομαδική μελισσοκομία, με μετακινήσεις και επαφές μελισσιών διαφορετικών φυλών μεταξύ των και β) στην εισαγωγή ξένου γενετικού υλικού, δηλ. βασιλισσών, ή και σπανιότερα ολόκληρων μελισσοσμηνών.
Ενώ αφ’εαυτού ο υβριδισμός είναι είναι φυσικό φαινόμενο, σύμφυτο του χαρακτήρα της A.mellifera, που συμβαίνει ανέκαθεν μεταξύ τοπικών πληθυσμών μελισσών στις μεταξύ τους συνορεύουσες ζώνες υβριδισμού, εμπλεκομένου του ανθρωπίνου παράγοντα αυτός καταλήγει σε επιθετικό υβριδισμό, που λαμβάνει χώρα και στο εσωτερικό των περιοχών της κάθε φυλής. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε ήπια και ομαλή ροή γονιδίων μεταξύ των πληθυσμών, απαραίτητων για την διατήρηση μιας ελάχιστης γενετικής ποικιλομορφίας, ώστε υπό την επίδραση του περιβαλλοντος ομαλά να καταλήγουμε σε προσαρμοσμένους πληθυσμούς. Στην δεύτερη περίπτωση έχουμε μια απότομη μεταβολή της γενετικής σύνθεσης ενός τοπικού πληθυσμού, με βλάβη ή και απώλεια της γενετικής του ταυτότητας.
Ο υβριδισμός έχει πολλαπλές επιδράσεις στην φυλογενετική συνθεση των πληθυσμών. Από την μια αλλοιώνει την αμιγή γενετική ταυτότητα των φυλών, καμιά φορά μέχρι και εξαφανίσεως, εισάγοντας νέο γενετικό υλικό που καταλήγει να είναι εμφανές και στον φαινότυπο. Έτσι δημιουργούνται καινοφανείς πληθυσμοί με διαφορετικά μελισσοκομικά χαρακτηριστικά, όχι πάντα επιθυμητά, συνήθως με έντονη φαινοτυπική παραλλακτικότητα, αλλά και ενδεχομένως με μειωμένη ικανότητα προσαρμογής και επιβίωσης στο τοπικό περιβάλλον (Meixner et.al 2015).
Από την άλλη ο υβριδισμός μπορεί να προσδώσει και πλεονεκτήματα σε ένα πληθυσμό σε βάθος χρόνου, καθώς επιφέρει υψηλό βαθμό γενετικής παραλλακτικότητας και νέους συνδυασμούς αλληλομόρφων, τα οποία μπορεί να φανούν πολύτιμα σε ενδεχόμενες νέες εξελικτικές πιέσεις, όπως στην περίπτωση της μέλισσας buckfast.
Βιβλιογραφία – πηγές:
Οι φυλές των μελισσών στον Ελλαδικό και ευρύτερο χώρο : Πτυχιακή εργασία Γεώργιου Χατζή, Τμήμα Τεχνολόγων Γεωπόνων Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας
Οι φωτογραφίες προέρχονται από το Ινστιτούτο Μελισσοκομίας του Hohen Neuendorf e.V.