Η κουμαριά (Arbutus Unedo) είναι ένας αειθαλής θάμνος που φύεται στην δυτική και νότια Ευρώπη και στη βόρειο Αφρική (εκτός από την Αίγυπτο και τη Λιβύη). Είναι απ’ τα ωραιότερα φυτά της ελληνικής χλωρίδας.
Ως σκληρόφυλλο φυτό μπορεί να επιβιώσει σε συνθήκες έντονης ηλιακής ακτινοβολίας και ξηρασίας και σε εδάφη μικρής γονιμότητας. Είναι ανθεκτική στις φωτιές και γι αυτό χρησιμοποιείται συχνά στην ανάπλαση δασικών εκτάσεων. Αναπτύσσεται σε όλη την Ελλάδα στην ζώνη των αείφυλλων – πλατύφυλλων, που εκτείνεται από υψόμετρο 100-200 μέχρι και 1.000 μέτρων.
Δεν ρίχνει ποτέ τα φύλλα της και μπορεί να φτάσει μέχρι τα 3 μέτρα. Ο καρπός της που είναι γνωστός ως κούμαρο, είναι δρύπη, σφαιρικός, σαρκώδης με μικρές κωνικές προεξοχές που τον κάνουν να μοιάζει σαν φράουλα. Το χρώμα του αρχικά είναι κίτρινο και όταν ωριμάσει γίνεται κόκκινο. Για την ωρίμανση του καρπού απαιτείται ένας περίπου χρόνος από την ανθοφορία, γι αυτό στα τέλη του φθινοπώρου συναντώνται επάνω στο φυτό συγχρόνως και άνθη και καρποί.
Τα κούμαρα αποτελούν καρπούς ιδιαίτερα σημαντικούς για την διατροφή των ζώων του δάσους, όπως των αρκούδων, των ελαφιών, των αγριόχοιρων και των πτηνών. Η κουμαριά είναι ένα απ’ τα φυτά στο οποίο θα δούμε ταυτόχρονα καρπούς και άνθη. Μάλιστα επειδή οι καρποί της ωριμάζουν για έναν χρόνο, θα δούμε συγχρόνως άνθη, άγουρους και ώριμους καρπούς.
Η ανθοφορία της κουμαριάς ξεκινάει στα μέσα Οκτωβρίου και διαρκεί συνήθως μέχρι τον Δεκέμβριο. Στις μέλισσες αρέσει να επισκέπτονται τα άνθη της κουμαριάς, Μάλιστα αυτά δεν επηρεάζονται από τις καιρικές μεταβολές, όπως είναι η βροχή και οι άνεμοι λόγω του σχήματος τους που είναι καμπανοειδές. Αυτό είναι πολύ σημαντικό για ένα φυτό που ανθίζει στο τέλος του φθινοπώρου.
Ο μόνος παράγοντας που μπορεί να αποτρέψει τις μέλισσες απ’ το να συλλέξουν το νέκταρ της κουμαριάς, είναι το κρύο… Αν η θερμοκρασία πέσει κάτω απ’ τους 13-14ºC δεν θα το συλλέξουν. Το μέλι που προκύπτει από την κουμαριά έχει σκουροχάλκινο χρώμα με γκριζωπές αποχρώσεις και άρωμα μέτριο έως δυνατό. Κρυσταλλώνει αμέσως, λόγω της εποχής. Ουσιαστικά λίγες μέρες μετά τη συλλογή. Είναι σύνηθες άλλωστε να κρυσταλλώνει και πάνω στα πλαίσια, γεγονός που κάνει αδύνατη τη συγκομιδή.
Αφού κρυσταλλώσει αποκτά μια βουτυρένια υφή. Έχει υπόπικρη, πολύ ιδιαίτερη γεύση που το κάνει να ξεχωρίζει απ’ όλα τα άλλα μέλια. Ότι άλλο μέλι (π.χ. ρείκι) κι αν έχουν συλλέξει οι μέλισσες πριν, αν μπει κουμαριά μέσα στην κυψέλη θα το καλύψει σε τέτοιο βαθμό που είναι αδύνατη η αναγνώρισή του με οργανοληπτικό έλεγχο.
Προσωπικά θεωρώ το μέλι της κουμαριάς γκουρμέ. Φυσικά δεν είναι για όλους. Υπάρχουν όμως κάποιοι συνδυασμοί στους οποίους η πικρή γεύση της κουμαριάς δε συγκρίνεται με άλλα μέλια. Για παράδειγμα αφού κρυσταλλώσει και πάρει αυτή τη βουτυρένια υφή, στο γιαούρτι μαζί με γύρη, σκέτο με βρώμη, αλλά και στο τσάι.
Παλαιότερα αρκετοί μελισσοκόμοι (θα τολμήσω να πω ακόμα και σήμερα…) δεν το συνέλεγαν γιατί ο κόσμος δεν το προτιμούσε. Επίσης παρουσιάζει μια επικινδυνότητα για τις μέλισσες και άλλοι πάλι μετέφεραν τα μελίσσια όταν άνθιζε η κουμαριά. Επειδή ανθίζει στο μεταίχμιο του ξεχειμωνιάσματος και σε περίπτωση που η θερμοκρασία πέσει απότομα, οι μέλισσες σταματούν τη συλλογή. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μείνει ασφράγιστο (ανώριμο) μέλι στις κηρήθρες. Υπάρχει λοιπόν πιθανότητα αυτό το νέκταρ ουσιαστικά να υποστεί ζύμωση και να ξινίσει, προκαλώντας προβλήματα στις μέλισσες μέσα στο χειμώνα.
Έτσι προτείνεται κατά την προετοιμασία του ξεχειμωνιάσματος να αφαιρούνται τα πλαίσια με το ανοιχτό μέλι και να παραμένουν μόνο τα σφραγισμένα. Τα σφραγισμένα με κουμαριά μέλια θα αποτελέσουν εξαιρετική τροφή για το χειμώνα και θα λειτουργήσουν διεγερτικά για την βασίλισσα στις αρχές τις άνοιξης. Τα ασφράγιστα μέλια μπορούν να τρυγηθούν, να αποθηκευτούν στην κατάψυξη και αφού αναμιχθούν με νερό να χρησιμοποιηθούν την άνοιξη ως διεγερτικό για τα μελίσσια.
Κουμαρόμελο πριν και αφού έχει κρυσταλλώσει.
Αντίστοιχα αν ο καιρός το επιτρέψει και επιτευχθεί τρύγος κουμαρόμελου, τα ανοιχτά μέλια πρέπει να τρυγηθούν ξεχωριστά ώστε να μην υπάρξει κίνδυνος να υποστεί ζύμωση το μέλι στο βαζάκι. Η υπόπικρη γεύση του, στην οποία οφείλει και την διεθνή ονομασία του ως “bitter honey” αποδίδεται στο γλυκοζίδιο αρβουτίνη. Το μέλι κουμαριάς εμφανίζει υψηλή περιεκτικότητα σε φαινόλες και έντονη αντιοξειδωτική δράση η οποία έχει αποδοθεί στις υψηλές συγκεντρώσεις 2,5-υδροξυφαινυλαοξικό οξύ (homogentisic acid).