Πράσινο μέλι από Μαλούσα

Όπως είχαμε γράψει και παλαιότερα πράσινο μέλι είχε αναφερθεί το 2007 στις Φιλιππίνες όταν μέλισσες μάζευαν χλωροφύλλη από πράσινα φύκια, το 2012 στη Γαλλία από χρωστικές ουσίες που συνέλεγαν μέλισσες κοντά στο εργοστάσιο παραγωγής καραμελών m&m, αλλά και πριν μερικά χρόνια στη Νάουσα όταν μέλισσες συνέλεξαν χυμό από τους τραυματισμένους καρπούς της ακτινιδιάς.

Πράσινο μέλι παράγεται όμως και από το φυτό Μαλούσα (Staehelina uniflosculosa) στον Όλυμπο και μάλιστα από το άνθος. Το φυτό είναι γνωστό επίσης και ως Σταεχελίνα η μονανθής και είναι ένας μικρός θάμνος, πολύφυλλος με πολλούς λεπτούς βλαστούς και χνουδωτά φαιοπράσινα φύλλα.

Χαρακτηριστικό φυτό της ορεινής ζώνης του Ολύμπου από τα 400-1500 μ., σύμφωνα με τον Arne Strid και το βιβλίο του “Wild Flowers of Mount Olympus”. Η ανθοφορία του ξεκινά στα μέσα Ιουλίου και διαρκεί μέχρι και τον Οκτώβριο.

Θεωρείται ένα από τα πιο διαδεδομένα και χαρακτηριστικά φυτά των ανώτερων δασωμένων ζωνών του Ολύμπου, πιθανόν πιο κοινή εκεί, παρά οπουδήποτε αλλού και συχνά κυρίαρχη σε δάση μαύρης πεύκης, αλλά και σε βραχώδεις θέσεις μέσα σε δάση ελάτης. Σύμφωνα με τον καθηγητή του τμήματος Μελισσοκομίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ανδρέα Θρασυβούλου από το φυτό αυτό μπορεί να παραχθεί μέλι με πράσινο χρώμα.

Πηγές: Αγριλούλουδα της Ελλάδας, Wild flowers of Mount Olympus / Arne Strid, Ανδρέας Θρασυβούλου

Φράξος ή μελιά (Φράξινος ο όρνος)

Ο φράξος, γνωστός και ως μελιά ή μελιάδι (Fraxinus ornus), είναι δασικό είδος. Πρόκειται για φυλλοβόλο δέντρο που φτάνει τα 10 μέτρα ύψος και ζει σε δάση μέσου υψομέτρου. 

Είναι είδος ιθαγενές στη νότια Ευρώπη και τη νοτιοδυτική Ασία. Συναντάται σε Ισπανία, Ιταλία, Αυστρία, Τσεχία, Βαλκανική χερσόνησο, Τουρκία, Συρία, Λίβανο, Αρμενία και φυσικά στην Ελλάδα. Έχει γρήγορη ανάπτυξη και φλοιό με τεφρομελανό, ρογμώδη, ξύλο σκληρό και βαρύ. Πλούσιο φύλλωμα με φύλλα πτεροσχιδή περιττόληκτα, με μακρύ μίσχο, με 5-9 φυλλάρια ελλειπτικού σχήματος και μήκους 5-9 εκ. Τα άνθη του είναι μικρά λευκά με λεπτό χαρακτηριστικό άρωμα, τα οποία βγαίνουν σε μπουκέτα κατά πυκνές επάκριες φόβες, συγχρόνως με τα φύλλα. Είναι ερμαφρόδιτα και έχουν τετράλοβο κάλυκα, στεφάνη με 4 μικρά γραμμοειδή πέταλα και 2 στήμονες με βραχέα νήματα.

Ανθίζει Απρίλιο- Μάιο και δίνει στις μέλισσες γύρη χρώματος ανοιχτού μουσταρδί και άφθονο νέκταρ. Η νεκταροέκκριση του φράξου αν και σύντομη είναι αρκετά έντονη. Τις άσχημες χρονιές, όταν μπαίνει ο Μάιος και οι μέλισσες δεν έχουν καταφέρει να σφραγίσουν τα μέλια απ’ τα ρείκια, δεν είναι λίγες οι φορές που ο φράξος σώζει την κατάσταση.

Από τον κορμό του βγαίνει ένα ζαχαρούχο εκχύλισμα, το οποίο κατά το μεσαίωνα ταυτίστηκε με το βιβλικό μάννα. Από εκεί έχει πάρει και την ονομασία του σε κάποιες χώρες όπως στην Ισπανία (fresno del maná) ή την Ιταλία (frassino da manna). Επίσης η μαννόζη, ένα σάκχαρο φυσικής προέλευσης, αλλά και η μαννιτόλη ένας τύπος αλκοόλης σακχάρου που χρησιμοποιείται ως γλυκαντικό και φάρμακο, οφείλουν το όνομά τους σ’ αυτό το εκχύλισμα.

Χαμοθρούμπι, ψευτορίγανη

Το χαμοθρούμπι (Thymus longicaulis), γνωστό και ως ψευτορίγανη, είναι ένα εξαιρετικά αρωματικό φυτό που αυτοφύεται σε ορεινά λιβάδια και βοσκές της Ηπειρωτικής Ελλάδας. Πρόκειται για πολυετή πόα, έρπουσα, η οποία απολύει παραφυάδες.

Ανήκει στο ίδιο είδος με το θυμάρι γι αυτό και μοιάζουν αρκετά και στην όψη αλλά και στο άρωμα. Η διαφορά είναι ότι τα φύλλα του είναι πλατύτερα και ανθίζει νωρίτερα, κατά τους μήνες Απρίλιο – Μάιο. Τα φύλλα του είναι μικρά, ακέραια. Τα κατώτερα γραμμοειδή και τα ανώτερα λογχοειδή. Τα άνθη του είναι ρόδινα, μικρά σε πυκνές κεφαλιόμορφες ταξιανθίες.

Ευδοκιμεί ιδιαίτερα σε ξηρές και πετρώδεις περιοχές, όπως στις πλαγιές γύρω απ’ τη λίμνη Πουρναρίου, όπου βρίσκονται τα μελίσσια αυτή την περίοδο. Στην αρχαία Ελλάδα το έβαζαν στο κρασί (θρυμβίτης οίνος) και ακόμα και σήμερα χρησιμοποιούν αφέψημα θρουμπιού για να ξεπλένουν τα βαρέλια πριν βάλουν το κρασί ώστε να σκοτώσουν τους παραμύκητες.

Από μελισσοκομικής άποψης δίνει γύρη χρώματος κρεμ αλλά σε μικρές ποσότητες, όπως και όλα τα είδη Thymus. Δίνει όμως νέκταρ εξαιρετικής ποιότητας και αρώματος, εφάμιλλο του θυμαριού. Ο χειμώνας με βροχοπτώσεις καθώς και ο υγρός και ζεστός καιρός κατά την ανθοφορία του επιμηκύνουν την ανθοφορία και την μελιτοπαραγωγή. Ακόμη και τις κακές χρονιές όπως την φετινή το χαμοθρούμπι θα δώσει παραγωγή.

Μέλισσες στην ελιά, δύσκολη χρονιά.

Σήμερα παρατήρησα μέλισσες σε μία βρώσιμη ελιά που βρίσκεται κοντά στο μελισσοκομείο και αυτό σίγουρα δεν ήταν καλό. Η ελιά είναι ένα καρποφόρο που δεν έχει κανένα μελισσοκομικό ενδιαφέρον μιας και το νέκταρ της δεν είναι ελκυστικό για τις μέλισσες.

Ανθίζει κατά τα μέσα Απριλίου έως και τέλος Μαΐου ανάλογα με το υψόμετρο της περιοχής. Πλησιάζοντας για να δω τι ακριβώς κάνουν οι μέλισσες στα άνθη της, παρατήρησα ότι συνέλεγαν μια κίτρινη γύρη. Λένε πως για να πάνε μέλισσες στην ελιά πρέπει να είναι απελπισμένες. Να πεινάνε και να μην υπάρχουν άλλα γυρεογόνα φυτά ανθισμένα. Χωρίς άλλες επιλογές επισκέπτονται τις αγριελιές και ορισμένες βρώσιμες ποικιλίες, όπως στη φωτογραφία.

Οι παλιοί συνήθιζαν να λένε «μέλισσες στην ελιά, δύσκολη χρονιά». Και πράγματι η φετινή χρονιά είναι μια απ’ τις χειρότερες των τελευταίων ετών, τουλάχιστον για την Δυτική Ελλάδα. Απίστευτη ανομβρία που διήρκεσε σχεδόν δύο μήνες και μάλιστα μέσα στην άνοιξη σε συνδυασμό με σκόνη που στεγνώνει το νέκταρ. Με όλη τη χορτονομή ξερή και το άνθος της πορτοκαλιάς να έχει πέσει πλέον, είναι λογικό οι μέλισσες να καταφεύγουν όπου βρουν ώστε να συντηρηθούν.

Η μανταρινιά

Η σημαντικότερη ανθοφορία της άνοιξης είναι αυτή των εσπεριδοειδών. Είναι αυτή που θα διεγείρει περισσότερο τα μελίσσια ώστε να αναπτυχθούν και αρκετές φορές θα δώσει και ένα πολύ φίνο ανοιχτόχρωμο μέλι.

Είναι γνωστό ότι αν οι μέλισσες είχαν διαθέσιμες ταυτόχρονα όλες τις ανθοφορίες και μελιτοφορίες, εκεί που θα επέλεγαν να πάνε πρώτα θα ήταν τα εσπεριδοειδή. Στη χώρα μας καλλιεργούνταν κατά κύριο λόγο πορτοκαλιές, όμως τα τελευταία χρόνια και λόγω της πτώσης της τιμής του πορτοκαλιού, αρκετοί παραγωγοί στράφηκαν στις λεμονιές, στις μανταρινιές, αλλά και σε άλλα εσπεριδοειδή.

Η μανταρινιά είναι ένα δέντρο αρκετά ευαίσθητο στο ψύχος. Αναπτύσσεται σε ηλιόλουστες και προστατευμένες από τους δυνατούς ανέμους και τον παγετό θέσεις φύτευσης. Η ιστορία του φρούτου ανάγεται πριν από τρεις χιλιάδες χρόνια, στην Κίνα. Λέγεται ότι τα γευστικά φρούτα πήραν το όνομά τους από τους Μανδαρίνους, τους ανώτερους κρατικούς λειτουργούς της κινεζικής αυτοκρατορίας, εξαιτίας του χρώματος που είχαν οι στολές τους αλλά και γιατί αντάλλασσαν τα φρούτα αυτά ως δώρα.

Τα μανταρίνια Κλημεντίνες πήραν το όνομα τους από τον μοναχό Clement Rodier (1829 – 1904) που εντόπισε την συγκεκριμένη ποικιλία στην Αλγερία. Είναι συνήθως άσπορα, μικρού σχετικά μεγέθους. Είναι διαθέσιμα από τον Νοέμβριο έως τα τέλη Φεβρουαρίου με τις μεγαλύτερες ποσότητες τον Ιανουάριο. Είναι τα εσπεριδοειδή που προτιμούν τα παιδιά. Ο Ρώσος ναύαρχος Λογγίνος Χέιδεν φέρεται να έφερε πρώτος το μανταρίνι στη χώρα μας.

Το νέκταρ της μανταρινιάς, όπως και των υπόλοιπων εσπεριδοειδών, είναι ιδιαίτερα ελκυστικό για τις μέλισσες. Από αυτό το νέκταρ προκύπτει ένα ανοιχτόχρωμο κίτρινο, λεπτόρρευστο, εξαιρετικά αρωματικό μέλι, που κρυσταλλώνει σχετικά γρήγορα (1-3 μήνες). Φημίζεται για την αγχολυτική και καταπραϋντική του δράση. Είναι πλούσιο σε εσπερίνη, μία ιδιαίτερα αντιοξειδωτική ουσία, πολύ θρεπτικό και ιδιαίτερα πλούσιο σε ιχνοστοιχεία ενώ διαθέτει ιδιαίτερα καλά οργανοληπτικά συστατικά. Δίνει επίσης γύρη χρώματος καφεπορτοκαλί σε μικρές ποσότητες. Ανθίζει Απρίλιο – Μάιο.

Η μουσμουλιά

Η μουσμουλιά (επιστ. Εριοβοτρύα η ιαπωνική, Eriobotrya japonica) είναι δέντρο αειθαλές, ιθαγενές της Κίνας και Ιαπωνίας, που φτάνει τα 8 μέτρα. Γνωστή και ως μεσπιλέα (Πελοπόννησος), νεσπολιά ή νοσπολιά (Κέρκυρα), δεσπολιά (Κρήτη) και μεσπιλιά (Κύπρος) έχει μεγάλα δερματώδη, σκληρά πράσινα φύλλα.

Τα άνθη της είναι λευκοκίτρινα με χαρακτηριστική ευχάριστη οσμή πικραμύγδαλου. Η ανθοφορία της ξεκινάει το Νοέμβριο και διαρκεί μέχρι και τον Γενάρη ανάλογα με την περιοχή. Θεωρείται θαυμάσιο μελισσοκομικό φυτό, μιας και ανθίζει σε μια εποχή που δεν υπάρχουν πολλές επιλογές για τις μέλισσες. Οι τελευταίες έλκονται ιδιαίτερα απ’ τα άνθη της, όμως η εκμετάλλευση της εξαρτάται από τις θερμοκρασίες της εποχής.

Η μουσμουλιά δίνει και νέκταρ αλλά και γύρη, χρώματος ωχρόλευκου ή θαμπού μπεζ. Είναι πολύ ανθεκτική στη ζέστη αλλά και το κρύο, αντέχει μέχρι και – 12 βαθμούς. Πολλαπλασιάζεται εύκολα, ενώ έχει και γρήγορη ανάπτυξη. Στην Ελλάδα καλλιεργείται μαζί με άλλα δέντρα και σπανίως συστηματικά, όμως τα τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον για τη μουσμουλιά έχει αναζωπυρωθεί καθώς παράγει φρούτα (τα μούσμουλα) σε μια εποχή που υπάρχει έλλειμμα από φρέσκα φρούτα.

Τα μούσμουλα έχουν γλυκιά και πικάντικη γεύση. Τα καταναλώνουμε και ωμά και αποξηραμένα, ενώ μπορούμε να φτιάξουμε και νόστιμες μαρμελάδες αλλά και λικέρ. Η καρποφορία του δέντρου αρχίζει από τον 5ο – 6ο χρόνο. Πλήρη παραγωγή έχουμε μετά το 10ο και για περίπου 40 χρόνια.

Η ανθοφορία της κουμαριάς

Η κουμαριά (Arbutus Unedo) είναι ένας αειθαλής θάμνος που φύεται στην δυτική και νότια Ευρώπη και στη βόρειο Αφρική (εκτός από την Αίγυπτο και τη Λιβύη). Είναι απ’ τα ωραιότερα φυτά της ελληνικής χλωρίδας.

Ως σκληρόφυλλο φυτό μπορεί να επιβιώσει σε συνθήκες έντονης ηλιακής ακτινοβολίας και ξηρασίας και σε εδάφη μικρής γονιμότητας. Είναι ανθεκτική στις φωτιές και γι αυτό χρησιμοποιείται συχνά στην ανάπλαση δασικών εκτάσεων. Αναπτύσσεται σε όλη την Ελλάδα στην ζώνη των αείφυλλων – πλατύφυλλων, που εκτείνεται από υψόμετρο 100-200 μέχρι και 1.000 μέτρων.

Δεν ρίχνει ποτέ τα φύλλα της και μπορεί να φτάσει μέχρι τα 3 μέτρα. Ο καρπός της που είναι γνωστός ως κούμαρο, είναι δρύπη, σφαιρικός, σαρκώδης με μικρές κωνικές προεξοχές που τον κάνουν να μοιάζει σαν φράουλα. Το χρώμα του αρχικά είναι κίτρινο και όταν ωριμάσει γίνεται κόκκινο. Για την ωρίμανση του καρπού απαιτείται ένας περίπου χρόνος από την ανθοφορία, γι αυτό στα τέλη του φθινοπώρου συναντώνται επάνω στο φυτό συγχρόνως και άνθη και καρποί.

Τα κούμαρα αποτελούν καρπούς ιδιαίτερα σημαντικούς για την διατροφή των ζώων του δάσους, όπως των αρκούδων, των ελαφιών, των αγριόχοιρων και των πτηνών. Η κουμαριά είναι ένα απ’ τα φυτά στο οποίο θα δούμε ταυτόχρονα καρπούς και άνθη. Μάλιστα επειδή οι καρποί της ωριμάζουν για έναν χρόνο, θα δούμε συγχρόνως άνθη, άγουρους και ώριμους καρπούς.

Η ανθοφορία της κουμαριάς ξεκινάει στα μέσα Οκτωβρίου και διαρκεί συνήθως μέχρι τον Δεκέμβριο. Στις μέλισσες αρέσει να επισκέπτονται τα άνθη της κουμαριάς, Μάλιστα αυτά δεν επηρεάζονται από τις καιρικές μεταβολές, όπως είναι η βροχή και οι άνεμοι λόγω του σχήματος τους που είναι καμπανοειδές. Αυτό είναι πολύ σημαντικό για ένα φυτό που ανθίζει στο τέλος του φθινοπώρου.

Ο μόνος παράγοντας που μπορεί να αποτρέψει τις μέλισσες απ’ το να συλλέξουν το νέκταρ της κουμαριάς, είναι το κρύο… Αν η θερμοκρασία πέσει κάτω απ’ τους 13-14ºC δεν θα το συλλέξουν. Το μέλι που προκύπτει από την κουμαριά έχει σκουροχάλκινο χρώμα με γκριζωπές αποχρώσεις και άρωμα μέτριο έως δυνατό. Κρυσταλλώνει αμέσως, λόγω της εποχής. Ουσιαστικά λίγες μέρες μετά τη συλλογή. Είναι σύνηθες άλλωστε να κρυσταλλώνει και πάνω στα πλαίσια, γεγονός που κάνει αδύνατη τη συγκομιδή.

Αφού κρυσταλλώσει αποκτά μια βουτυρένια υφή. Έχει υπόπικρη, πολύ ιδιαίτερη γεύση που το κάνει να ξεχωρίζει απ’ όλα τα άλλα μέλια. Ότι άλλο μέλι (π.χ. ρείκι) κι αν έχουν συλλέξει οι μέλισσες πριν, αν μπει κουμαριά μέσα στην κυψέλη θα το καλύψει σε τέτοιο βαθμό που είναι αδύνατη η αναγνώρισή του με οργανοληπτικό έλεγχο.

Προσωπικά θεωρώ το μέλι της κουμαριάς γκουρμέ. Φυσικά δεν είναι για όλους. Υπάρχουν όμως κάποιοι συνδυασμοί στους οποίους η πικρή γεύση της κουμαριάς δε συγκρίνεται με άλλα μέλια. Για παράδειγμα αφού κρυσταλλώσει και πάρει αυτή τη βουτυρένια υφή, στο γιαούρτι μαζί με γύρη, σκέτο με βρώμη, αλλά και στο τσάι.

Παλαιότερα αρκετοί μελισσοκόμοι (θα τολμήσω να πω ακόμα και σήμερα…) δεν το συνέλεγαν γιατί ο κόσμος δεν το προτιμούσε. Επίσης παρουσιάζει μια επικινδυνότητα για τις μέλισσες και άλλοι πάλι μετέφεραν τα μελίσσια όταν άνθιζε η κουμαριά. Επειδή ανθίζει στο μεταίχμιο του ξεχειμωνιάσματος και σε περίπτωση που η θερμοκρασία πέσει απότομα, οι μέλισσες σταματούν τη συλλογή. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μείνει ασφράγιστο (ανώριμο) μέλι στις κηρήθρες. Υπάρχει λοιπόν πιθανότητα αυτό το νέκταρ ουσιαστικά να υποστεί ζύμωση και να ξινίσει, προκαλώντας προβλήματα στις μέλισσες μέσα στο χειμώνα.

Έτσι προτείνεται κατά την προετοιμασία του ξεχειμωνιάσματος να αφαιρούνται τα πλαίσια με το ανοιχτό μέλι και να παραμένουν μόνο τα σφραγισμένα. Τα σφραγισμένα με κουμαριά μέλια θα αποτελέσουν εξαιρετική τροφή για το χειμώνα και θα λειτουργήσουν διεγερτικά για την βασίλισσα στις αρχές τις άνοιξης. Τα ασφράγιστα μέλια μπορούν να τρυγηθούν, να αποθηκευτούν στην κατάψυξη και αφού αναμιχθούν με νερό να χρησιμοποιηθούν την άνοιξη ως διεγερτικό για τα μελίσσια.

Κουμαρόμελο πριν και αφού έχει κρυσταλλώσει.

Αντίστοιχα αν ο καιρός το επιτρέψει και επιτευχθεί τρύγος κουμαρόμελου, τα ανοιχτά μέλια πρέπει να τρυγηθούν ξεχωριστά ώστε να μην υπάρξει κίνδυνος να υποστεί ζύμωση το μέλι στο βαζάκι. Η υπόπικρη γεύση του, στην οποία οφείλει και την διεθνή ονομασία του ως “bitter honey” αποδίδεται στο γλυκοζίδιο αρβουτίνη. Το μέλι κουμαριάς εμφανίζει υψηλή περιεκτικότητα σε φαινόλες και έντονη αντιοξειδωτική δράση η οποία έχει αποδοθεί στις υψηλές συγκεντρώσεις 2,5-υδροξυφαινυλαοξικό οξύ (homogentisic acid).

Δενδρολίβανο: ένα σπουδαίο μελισσοκομικό φυτό.

Το δενδρολίβανο (αρχ. ελλ. ἀπόσπληνος), γνωστό και ως αρισμαρί, στην Κύπρο, αλλά και ροσμαρίνι, δυοσμαρίνι, αρισμαρές, λιβανόδενδρο, λασμάρι κ.α., είναι ένας αρωματικός, αειθαλής θάμνος ο οποίος ανήκει στο γένος Ροσμαρίνος και στην οικογένεια των Χειλανθών.

Η λατινική ονομασία του φυτού Rosmarinus σημαίνει δροσιά της θάλασσας και είναι σύνθετη από τις λέξεις ros (δροσιά) και marinus (θαλάσσιος), γιατί πιστευόταν ότι το φυτό μπορεί να αναπτυχθεί χωρίς πότισμα, αρκούμενο μόνο στην υγρασία που έρχεται από τη θάλασσα. Περιέχει τανίνη και αιθέριο έλαιο, το οποίο εξάγεται με απόσταξη κυρίως από τις κορυφές των ανθοφόρων βλαστών.

Είναι πυκνόφυλλος και πολύκλαδος θάμνος με ύψος που δε ξεπερνά τα 2 μέτρα. Τα φύλλα του είναι δερματώδη, μικρά , γραμμοειδή έχουν έντονο ευχάριστο άρωμα που θυμίζει αυτό του τσαγιού και μοιάζουν με πευκοβελόνες. Τα άνθη βρίσκονται κατά ομάδες και βγαίνουν στις μασχάλες των φύλλων. Το χρώμα τους είναι μοβ, κυανόλευκο ή και λευκό. Δεν έχει ιδιαίτερη ανάγκη από πότισμα και μπορεί να φυτρώσει και σε βραχώδεις ορεινές περιοχές. Οι τρυφεροί βλαστοί και τα φύλλα του δενδρολίβανου χρησιμοποιούνται ως αρωματικό σε πολλά φαγητά. Στα ψητά δίνει μία ιδιαίτερη γεύση η οποία είναι ελαφρώς πικρή και λίγο καυτερή.

Θεωρείται σπουδαίο μελισσοκομικό φυτό και οι λόγοι γι αυτό είναι αρκετοί. Έχει πολύ μεγάλης διάρκειας ανθοφορία, η οποία παρουσιάζει δύο μεγάλες κορυφώσεις, μία το φθινόπωρο, κατά τους μήνες Οκτώβρη και Νοέμβρη, αλλά και μία στην καρδιά της άνοιξης, τον Απρίλιο. Τα άνθη του προτιμώνται ιδιαίτερα από τις μέλισσες και γίνονται πηγή για την παραγωγή μελιού. Αυτό όμως που κάνει ακόμα πιο σπουδαία την ανθοφορία του είναι το γεγονός ότι παραμένει ανθισμένο καθ ‘όλη τη διάρκεια του χειμώνα, σε μια περίοδο που οι μέλισσες δεν έχουν άλλες επιλογές τροφής.

Το δενδρολίβανο παρουσιάζει μεγάλη ανθεκτικότητα στις δυσμενείς καιρικές συνθήκες του χειμώνα, ενώ τα άνθη του δεν επηρεάζονται από τους ανέμους ή τις χαμηλές θερμοκρασίες. Ακόμη και το χιόνι και οι βροχές αλλά και ο παγετός ελάχιστα το επηρεάζουν καθώς όταν βγει και πάλι ο ήλιος προσφέρει απλόχερα τη γύρη του. Γι αυτό που είναι γνωστό όμως είναι κυρίως για το πλούσιο νέκταρ του, το οποίο δίνει ένα χρυσοκίτρινο εκλεκτό μέλι με χαρακτηριστικό άρωμα.

Για τους μελισσοκόμους που διατηρούν σταθερά μελισσοκομεία αλλά και στα μελισσοκομεία που χρησιμοποιούνται για το ξεχειμώνιασμα, το δεντρολίβανο αποτελεί μια απ’ τις πρώτες επιλογές φύτευσης. Εκτός όλων των παραπάνω, είναι γενικά χαμηλός θάμνος, και αυτό δίνει τη δυνατότητα να δημιουργηθούν μελισσοκομεία με έντονη ηλιοφάνεια, παράγοντας πολύ σημαντικός στο ξεχειμώνιασμα.

με στοιχεία από Wikipedia

Η καστανιά

Η καστανιά (Castanea sativa) είναι ένα αιωνόβιο φυλλοβόλο δέντρο, ιθαγενές των εύκρατων περιοχών του βορείου ημισφαιρίου, που φτάνει μέχρι τα 30-35 μέτρα ενώ ζει έως και 500 χρόνια. Ο καρπός της, το κάστανο, βρίσκεται μέσα σε ένα ξυλώδες περίβλημα που έχει αγκάθια εξωτερικά και ανοίγει όταν οι καρποί ωριμάσουν. Κατά το μεσαίωνα αποτελούσε την τροφή των φτωχών.

Τα φύλλα της είναι χαρακτηριστικά, λογχοειδή, πριονωτά. Ευδοκιμεί στα ορεινά σε υψόμετρο πάνω από 250 και έως 800 μέτρα. Στην Ελλάδα καλλιεργείται σε αρκετές περιοχές ενώ θα την συναντήσει κανείς και σε άγρια μορφή. Η ανθοφορία της ξεκινά τον Ιούνιο και διαρκεί 15-20 μέρες αν ο καιρός το επιτρέψει καθώς είναι αρκετά ευαίσθητη στις βροχές. Τα άνθη της γονιμοποιούνται κυρίως απ’ τον άνεμο, αλλά τα έντομα επικονιαστές βοηθούν αρκετά.

Από μελισσοκομικής άποψης θεωρείται ένα απ’ τα σπουδαιότερα μελισσοκομικά φυτά. Κι αυτό γιατί η γύρη της, η οποία είναι κίτρινου χρώματος, είναι μια απ’ τις καλύτερες ποιοτικά. Οι μικρές παραφυάδες που θα βρεθούν σε καστανοδάση κατά την περίοδο της ανθοφορίας της, επωφελούνται απ’ την άφθονη και θρεπτικότατη αυτή γύρη και αναπτύσσονται ραγδαία, ενώ και οι βασίλισσες που παράγονται αυτή την περίοδο είναι πολύ παραγωγικές, μιας και ο βασιλικός πολτός με τον οποίο ταΐζονται είναι ανώτερος λόγω της παρουσίας των γυρεόκοκκων της καστανιάς.

Τα αποθέματα, σε γύρη, που συλλέγουν τα μελίσσια είναι τόσα πολλά που διαρκούν μέχρι και τον Σεπτέμβριο. Έτσι η ανθοφορία της καστανιάς είναι ιδανική για τους μελισσοκόμους που θα επιλέξουν να πάνε εκείνη την εποχή στο πεύκο, όπου οι γύρες είναι δυσεύρετες.

Εκτός από γύρη, η καστανιά δίνει και νέκταρ, ειδικά αν προηγηθούν οι απαραίτητες βροχές. Το μέλι που προκύπτει είναι σκουρόχρωμο, συχνά κοκκινωπό, με χαρακτηριστικό έντονο άρωμα και υπόπικρη γεύση λόγω της υψηλής περιεκτικότητας σε γυρεόκοκκους. Λένε πως το μέλι που συλλέγεται απ’ τις άγριες καστανιές έχει μια ελαφρώς πιο πικρή επίγευση σε σχέση με τις καλλιεργούμενες.

Συνήθως δίδει και μελίτωμα κατά την ανθοφορία ή αμέσως μετά, τον Ιούλιο, από την αφίδα Myzocallis castanicola, αλλά αυτό συμβαίνει μόνο σε δάση με άγριες καστανιές καθώς στις ήμερες τα ραντίσματα δεν αφήνουν τις αφίδες να επιβιώσουν. Έτσι το μέλι της καστανιάς παρουσιάζει διαφοροποιήσεις στο χρώμα, από καφετί μέχρι βαθύ σκούρο ανάλογα απ’ το αν προέρχεται από νέκταρ, μελίτωμα ή συνδυασμό αυτών.

πηγές από: Μελισσοκομικά Φυτά (Αθανάσιου Πλακούτση), melissomania.gr , wikipedia

Δορύκνιον το ποώδες (Αυγουστόχορτο, Μελιγγάρι)

Γνωστό και ως Μελιγγάρι, Μελικάρι, Αυγουστόχορτο, Τούφα, Γιδοτρίφυλλο, το φυτό αυτό είναι ένα αειθαλές πολυετές βότανο που φτάνει μέχρι τα 40 εκατοστά. Συναντάται σχεδόν σε όλη την Ελλάδα σε λιβάδια, δάση, όχθες ποταμών μέχρι και σε αρκετά μεγάλα υψόμετρα.

Τα φύλλα του είναι τρίφυλλα, χνουδωτά και άμισχα, ενώ έχουν ασαφείς θέσεις. Τα άνθη του είναι λευκά με ροζ αποχρώσεις, αρκετά μικρά (3-5 mm). Ενώ δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι τα φυτά του γένους αυτού είναι δηλητηριώδη, λέγεται ότι στις λόγχες που χρησιμοποιούνταν στη μάχη εφάρμοζαν ένα δηλητηριώδες επίχρισμα από αυτό το φυτό. Από εκεί έχει πάρει και το όνομά του άλλωστε «Δορύκνιον» που σημαίνει «δόρυ» και «κνείον» που σημαίνει επίχρισμα.

Η ανθοφορία του ξεκινάει τον Μάιο και κρατάει μέχρι τον Ιούνιο. Σε μεγάλα υψόμετρα μπορεί να φτάσει μέχρι και τον Αύγουστο. Δίνει άφθονο νέκταρ και λίγη γύρη χρώματος μπεζ. Είναι αρκετά ελκυστικό για τις μέλισσες και βοηθάει αρκετά τους μελισσοκόμους που έχουν μελίσσια στα ορεινά όταν διακόπτεται η μελιτοφορία του ελάτου. Εμείς το συναντήσαμε στην ορεινή Πίνδο, στα Τζουμέρκα σε υψόμετρο 800 περίπου μέτρων, τον Ιούνιο.

Έχει φαρμακευτικές ιδιότητες καθώς και αντιοξειδωτική δράση.