Ένας ανέλπιστα καλός τρύγος στον δέντρο!

Έχοντας περάσει άλλη μια πολύ δύσκολη άνοιξη, με παρατεταμένη ανομβρία και πολύ υψηλές θερμοκρασίες, που οδήγησαν σε μικρής διάρκειας και φτωχές ανθοφορίες, αλλά και προβλήματα στην ομαλή ανάπτυξη των μελισσιών, οι προσδοκίες για τη συνέχεια ήταν μειωμένες.

Η απογοήτευση ήταν διάχυτη στους μελισσοκομικούς κύκλους. Ο ήπιος και χωρίς χιόνια χειμώνας δεν έδινε πολλές ελπίδες στον έλατο, τουλάχιστον θεωρητικά. Ενώ με τα μελίσσια να παραμένουν στάσιμα στο μελισσοκομικό κενό του Μαΐου, οι προσδοκίες για τη βελανιδιά, η μελιτοφορία της οποίας αναμένονταν πρώημη, δεν ήταν μεγάλες.

Όλα αυτά βέβαια στη θεωρία, γιατί στην πράξη τα δάση τελικά έκαναν το θαύμα τους, επιβεβαιώνοντας τη ρήση των παλιών μελισσοκόμων που έλεγαν «αν δεν βρέξει, θα μελώσει». Ειδικά ο τρύγος στον δέντρο ήταν ανέλπιστα καλός.

Τα μελίσσια μεταφέρθηκαν στις βελανιδιές της Αιτωλοακαρνανίας στις αρχές Ιουνίου, όταν ξεκίνησε η μελιτοέκκριση. Από τις μελιτώδεις εκκρίσεις της βελανιδιάς προκύπτει ένα πολύ σκοτεινό, σχεδόν μαύρο και αρκετά παχύρρευστο μέλι, το οποίο σύμφωνα με έρευνα του ΑΠΘ η οποία παρουσιάστηκε στο 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο Επαγγελματικής Μελισσοκομίας που έλαβε χώρα στην Αλεξανδρούπολη, θεωρείται ένα απ’ τα θρεπτικότερα στον κόσμο.

Ίσως το πιο πλούσιο σε ιχνοστοιχεία, παρουσιάζει τη μεγαλύτερη αντιοξειδωτική δράση σε σχέση με τα υπόλοιπα μέλια. Εκτός όμως από σπουδαίο μελισσοκομικό φυτό, η βελανιδιά είναι σημαντική γιατί είναι βραδυφλεγές δέντρο, δεν έχει μεγάλες απαιτήσεις και φύεται σχεδόν παντού. Χάρη στο τεράστιο ριζικό σύστημα που αναπτύσσει, η βελανιδιά λειτουργεί σαν μια μεγάλη αποθήκη νερού. Με την διαπνοή των φύλλων αυξάνει την υγρασία στο περιβάλλον και ταυτόχρονα ψύχει την ατμόσφαιρα.

Μεγάλες εκτάσεις με Δρυοδάση φέρνουν βροχή. Μπορούν, έτσι, να παίξουν σημαντικό ρόλο στον κύκλο του νερού αυξάνοντας τις βροχοπτώσεις και εμπλουτίζοντας τον υδροφόρο ορίζοντα. Εκτός αυτού ευνοεί την βιοποικιλότητα καθώς δημιουργεί πολύ πλούσια οικοσυστήματα. Τα πεσμένα φύλλα του φθινοπώρου δημιουργούν ένα πλούσιο χούμους που ακόμη και σε πετρώδεις περιοχές ευνοούν την εγκατάσταση και άλλων φυτών.

Ενώ ακόμα και σε περίπτωση πυρκαγιάς, η βελανιδιά μπορεί χάρη στο βαθύ της ριζικό σύστημα να βγάλει νέους βλαστούς χωρίς να έχει ανάγκη από τεχνητή αναδάσωση.

Το υπέροχο μέλι της βελανιδιάς μπορείτε να το γευτείτε από εδώ.

Η άνοιξη προχωρά, μαζί και το εργαστήριο.

Έπειτα από τον θερμότερο χειμώνα που έχει καταγραφεί ποτέ στα ελληνικά χρονικά, είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε τι θα συμβεί την άνοιξη.

Τα μελίσσια όπως ήταν φυσικό, ξεχειμώνιασαν χωρίς απώλειες και ξεκίνησαν με μεγάλους πληθυσμούς. Έχοντας στο μυαλό τα περσινά, όπου ο χειμώνας ήρθε αργά, μέσα στην άνοιξη, με έντονες βροχές και κρύα μέχρι τα τέλη Μαΐου, καταστρέφοντας τις πιθανότητες μιας ανοιξιάτικης σοδιάς, ξεκινήσαμε αρκετά συντηρητικά.

Ο Μάρτης όμως όχι μόνο δεν αποδείχτηκε γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης, αλλά σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Copernicus ήταν ο θερμότερος Μάρτιος όλων των εποχών. Κάτι ιδιαίτερα ανησυχητικό αν σκεφτεί κανείς ότι είναι ο δέκατος μήνας στη σειρά που καταγράφει ρεκόρ.

Όπως ήταν φυσικό, οι ανθοφορίες ήταν πρώιμες. Τα ρείκια ξεκίνησαν αλλά και τελείωσαν νωρίς, συνεισφέροντας ουσιαστικά μόνο στην ανάπτυξη. Αντιθέτως η κουτσουπιά έδωσε και λίγο μέλι.

Παράλληλα με τις δουλειές στα μελίσσια, προχωρά και το μελισσοκομικό εργαστήρι. Απομένουν οι πόρτες και τα παράθυρα, που θα μπουν λίγο μετά το Πάσχα, αλλά και οι χωματουργικές εργασίες του περιβάλλοντα χώρου, ώστε να αρχίσουμε να βάζουμε μια τάξη.

Μακάρι να πάνε όλα καλά στο τέλος και να γεμίσουν τα βαρέλια, γιατί η περσινή χρονιά ήταν πολύ δύσκολη για όλους.

Στη λίμνη Πουρναρίου για την κουμαριά

Κάθε φθινόπωρο γίνεται ένας μικρός απολογισμός της χρονιάς που πέρασε. Δυστυχώς η φετινή χρονιά ήταν για τη μελισσοκομία, μακράν η χειρότερη, τουλάχιστον όσων χρόνων έχω ζήσει εγώ.


Ο περσινός χειμώνας ήταν ήπιος με αποτέλεσμα τα μελίσσια να μην καταπονηθούν ιδιαίτερα και να βγουν δυνατά, νωρίς την άνοιξη, γεμίζοντας αισιοδοξία τους μελισσοκόμους για τη συνέχεια. Η άνοιξη όμως δεν ήρθε ποτέ. Παρατεταμένες αλλά και άκαιρες βροχοπτώσεις, κρύο μέχρι και στις αρχές του καλοκαιριού, δημιούργησαν πολλά προβλήματα στην ανάπτυξη των σμηνών.

Δεν θυμάμαι άλλη χρονιά να ξεκινάω την εκτροφή βασιλισσών τόσο αργά, ουσιαστικά στις αρχές του καλοκαιριού και να βάζω τις βασίλισσες στις παραφυάδες, δέκα μέρες μετά στα μέσα του Ιούνη, υπό βροχή.

Ανοιξιάτικα μέλια δεν είδαμε καθόλου, αλλά και μετά στα δάση (έλατα και βελανιδιές) με το σταγονόμετρο. Την κρύα και βροχερή άνοιξη ακολούθησε ένα μακρύ και ξηρό καλοκαίρι. Φωτιές στον Έβρο και καταστροφές. Ελάχιστα μελίσσια κατέβηκαν στον κάμπο τον Αύγουστο υπό το φόβο των ψεκασμών, με αποτέλεσμα όσα έμειναν στο βουνό να πεινάσουν.

Το πεύκο κι αυτό με διακυμάνσεις. Δεν είναι πια η σταθερή νομή στην οποία βασιζόμασταν για να βγουν τα σπασμένα της χρονιάς. Αρχές φθινοπώρου και οι πλημμύρες της Θεσσαλίας δίνουν το τελειωτικό χτύπημα σε πολλούς. Το μόνο φως μέσα σ’ αυτό το σκοτάδι ο κισσός και ο αρκουδόβατος.

Κισσός και αρκουδόβατος

Εκείνες οι βροχές στα τέλη του Αυγούστου ήταν ό,τι χρειάζονταν. Όπου υπήρχε κισσός βούιζε ο τόπος απ’ τις μέλισσες. Η κίτρινη γύρη του τις έκανε να πάρουν τα πάνω τους. Μαζί και ο αρκουδόβατος, έδωσε λίγο μελάκι. Το φθινοπωρινό ρείκι, τουλάχιστον εδώ στην περιοχή της Πίνδου, δεν ευνοήθηκε απ’ τις υψηλές θερμοκρασίες και «κάηκε» γρήγορα, προσφέροντας λίγα.

Τελευταία ανθοφορία της χρονιάς, η κουμαριά. Μέλι για λίγους, αλλά εκλεκτούς. Έχει τις προϋποθέσεις να πάει καλά και να δώσει στα μελίσσια τις προμήθειες του χειμώνα. Βροχές προηγήθηκαν. Όχι πολλές, αλλά καλές. Αν και οι θερμοκρασίες είναι κοντά στα φυσιολογικά για την εποχή επίπεδα θα πάει καλά.

Χωρίς κουμαριά το φετινό φθινόπωρο

Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος οι παραφυάδες και ένα μεγάλο μέρος του κοπαδιού μεταφέρθηκε στα ημιορεινά της Πίνδου για τις φθινοπωρινές ανθοφορίες. Κισσός, ακονιζιά, αρκουδόβατος απ’ τα τέλη Σεπτεμβρίου, ρείκι τον Οκτώβριο και κουμαριά το Νοέμβριο εξασφαλίζουν στα μελίσσια τις προμήθειες του χειμώνα και αν ο καιρός είναι ευνοϊκός δίνουν και τρύγο.

Φθινόπωρο και άνοιξη στη λίμνη Πουρναρίου.

Τελευταία όμως, όλο και πιο συχνά το φθινόπωρο είναι φτωχό. Οι υψηλές θερμοκρασίες και η παρατεταμένη ανομβρία των δύο πρώτων μηνών, που τείνουν να γίνουν καθεστώς, δε δίνουν τη δυνατότητα στα φυτά να ευδοκιμήσουν. Η ανθοφορία της ερείκης διαρκεί ελάχιστα πια, με αποτέλεσμα οι μέλισσες να μη μπορούν να την εκμεταλλευτούν και να χάνουν την πολύτιμη για την εποχή ανάπτυξη που προσφέρει.

Και ενώ η κουμαριά θεωρείται πιο ανθεκτική στις καιρικές μεταβολές, τελευταία δείχνει ότι επηρεάζεται καθοριστικά και αυτή από την κλιματική αλλαγή. Η κουμαριά για να αποδώσει χρειάζεται βροχές στις αρχές του φθινοπώρου και κρύο κατά την άνθιση, ή πιο σωστά τις συνηθισμένες για την εποχή του Νοεμβρίου θερμοκρασίες. Όμως φέτος ούτε βροχές είχαμε κατά την περίοδο Σεπτεμβρίου- Οκτωβρίου, ενώ οι θερμοκρασίες μέχρι και τα μέσα Νοεμβρίου ήταν αρκετά υψηλές με αποτέλεσμα να «στεγνώσει» το άνθος.

Από τότε και μετά ο καιρός χάλασε απότομα και οι μέλισσες κλείστηκαν στις κυψέλες τους με αποτέλεσμα να μη συλλέξουν μέλι. Φαίνεται ότι πλέον έχουν χαθεί οριστικά οι εποχές του φθινοπώρου και της άνοιξης και έχουμε μόνο δύο εποχές με μια απότομη και εξαιρετικά σύντομη μεταβατική περίοδο, ένα φαινόμενο αρκετά αρνητικό για την παραγωγή μελιού.

 

 

Τρύγοι στα ορεινά

Έπειτα από έναν παρατεταμένο χειμώνα, εξαιτίας του οποίου χάθηκε ένας ανοιξιάτικος μήνας ανάπτυξης, ο Μάρτιος, τα μελίσσια που ξεχειμώνιασαν στο βουνό, άργησαν να αναπτυχθούν και κατά συνέπεια να γίνουν παραγωγικά, με αποτέλεσμα να χαθούν οι ελπίδες για ανοιξιάτικα μέλια, ενώ οδήγησαν σε μια αργοπορημένη είσοδο στα έλατα.

Παρ’ όλα αυτά και παρά τα σκαμπανεβάσματα, τα έλατα δούλεψαν μετά από χρόνια και μάλιστα αρκετά ικανοποιητικά, ακόμα και για εμάς τους αργοπορημένους, δίνοντάς μας έναν καλό, τηρουμένων των αναλογιών, τρύγο. Το μεγαλύτερο μέρος των μελισσιών όμως προετοιμαζόταν για τη βελανιδιά καθώς δεν προλάβαιναν να είναι έτοιμα πιο πριν.

Και πράγματι όσοι επιχείρησαν να μπουν νωρίς στη βελανιδιά τρύγησαν αρκετό μέλι. Δυστυχώς για μια ακόμη χρονιά μια βροχή αρκούσε για να χαλάσει τη μελιτοφορία στις αρχές Ιουλίου, με αποτέλεσμα τα μελίσσια που έφυγαν απ’ τα έλατα για να πάνε στη βελανιδιά να μην προλάβουν πολλά πράγματα.

Παρά τις δυσκολίες πάντως το βουνό φέτος έδωσε εξαιρετικής ποιότητας μέλι. Αμέσως μετά τον τρύγο τα μελίσσια μεταφέρθηκαν στα πεδινά ώστε να βρουν γύρες και να γίνουν οι απαραίτητες θεραπείες για τη βαρρόα, η οποία φέτος ταλαιπωρεί αρκετά τα μελίσσια. Οι βροχές του Αυγούστου ήταν πολύτιμες και ευπρόσδεκτες, γεμίζοντας μας ελπίδες για ένα ολάνθιστο φθινόπωρο.

 

 

 

Άνοιξη στα ρείκια

Έπειτα από ένα μακρύ χειμώνα ήρθε επιτέλους η άνοιξη. Άργησε αλλά ήρθε. Και μπορεί ο χειμώνας να είχε μεγάλη διάρκεια. αλλά ευτυχώς δεν είχε ακραίες θερμοκρασίες. Αυτό οδήγησε σε μια όψιμη χρονιά, με έντονες ανθοφορίες και ασυγκράτητα μελίσσια…

Άνοιξη στις πλαγιές της λίμνης Πουρναρίου, στην Πίνδο.

Έτσι θα έπρεπε να είναι. Τα φυτά συμπλήρωσαν τις απαιτούμενες κρύες μέρες κατά την κρίσιμη περίοδο του Φεβρουαρίου. Βρήκαν την απαραίτητη περίοδο για ξεκούραση και ξεκίνησαν με έντονες ανθοφορίες. Αντίστοιχα τα μελίσσια παρέμειναν για αρκετό διάστημα χωρίς την υποχρέωση της εκτροφής του γόνου, με αποτέλεσμα να ξεκινήσουν πιο ξεκούραστα, με μεγάλους πληθυσμούς και με ελάχιστες απώλειες.

Βέβαια όλο αυτό δε σημαίνει ότι θα πάρουμε απαραίτητα και μέλι (χρειαζόμαστε που και που και καμιά βροχή), αλλά είναι μια καλή αρχή. Δυστυχώς η αφρικανική σκόνη μας δυσκολεύει. Τα μελίσσια πάντως παρουσιάζουν έντονες τάσεις σμηνουργίας, πράγμα που σημαίνει πολύ τρέξιμο για τον μελισσοκόμο, ο οποίος από ένα σημείο και μετά κάνει όσα προλαβαίνει.

Το ανοιξιάτικο ρείκι σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια.

Οι ανθοφορίες εδώ στους πρόποδες της Πίνδου ξεκίνησαν όπως κάθε χρόνο απ’ τις γκορτσιές (αγριοαχλαδιές) που έδωσαν τη σειρά τους στο ανοιξιάτικο ρείκι. Το ρείκι παρουσίασε αρκετά όψιμη ανθοφορία, ουσιαστικά ταυτόχρονα με την κουτσουπιά. Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στην καρδιά της άνοιξης, γεγονός που σημαίνει ότι έχουμε ακόμα δρόμο, μέχρι έναν πιθανό τρύγο. Το ενθαρρυντικό όμως είναι ότι τα μελίσσια δείχνουν υγιή και δυνατά!

Αν δε βρέξει, θα μελώσει

Έπειτα από περιόδους παρατεταμένης ανομβρίας, τα φυτά δεν είναι σε θέση να δώσουν νέκταρ και γι αυτό οι μέλισσες πρέπει να στραφούν στα μελιτώματα. Αυτός είναι ο λόγος που οι παλιοί έλεγαν «Αν δε βρέξει, θα μελώσει».

Βγαίνοντας από τη χειρότερη άνοιξη της τελευταίας δεκαετίας, με σημαντικές ανθοφορίες όπως το ρείκι και η πορτοκαλιά να μην αποδίδουν απολύτως τίποτα, η προσοχή των περισσοτέρων έπεσε στον έλατο, ο οποίος ξεκίνησε μεν ενθαρρυντικά αλλά κι αυτός έπεσε πριν καν βγει ο Μάης, αποδεικνύοντας ότι όχι μόνο έχει μικρύνει το χρονικό παράθυρο των ανθοφοριών – μελιτοφοριών, αλλά κυρίως ότι έχει μετακινηθεί ο χρόνος έναρξης τους. Μπορούμε να πούμε πια ότι ο έλατος είναι μια ανοιξιάτικη μελιτοφορία και αυτό είναι ένα νέο δεδομένο το οποίο οφείλουμε να διαχειριστούμε.

Με αυτά κατά νου πήρα την απόφαση να μπω στη βελανιδιά νωρίτερα από ποτέ. Είχα ήδη μεταφέρει από τα τέλη Μαΐου μελίσσια ως δείκτες και τα δεδομένα που έστελναν ήταν αρκετά ικανοποιητικά. Το δάσος πάντως ήταν ακόμα άδειο από μελισσάδες. Η βελανιδιά αρχικά κατά την περίοδο του Ιουνίου δίνει μελίτωμα από το φύλλο και αργότερα τον Ιούλιο δίνει από το βελανίδι. Το μέλι που παράγεται απ’ το βελανίδι είναι πιο βαρύ σε γεύση.

Δυστυχώς οι έρευνες στην Ελλάδα για την αναγνώριση και ταυτοποίηση των εντόμων που θεωρούνται υπεύθυνα για την παραγωγή μελιτώματος, το οποίο στη συνέχεια συλλέγουν οι μέλισσες και το μετατρέπουν σε αυτό που ονομάζουμε μέλι βελανιδιάς, είναι ελάχιστες. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι υπάρχουν 6 μελιτογόνα είδη που παρασιτούν στη βελανιδιά εκ των οποίων το πιο διαδεδομένο είναι το Parthenolecanium rufulum, το οποίο θεωρείται ως η κύρια πηγή μελιτώματος. Ακολουθούν τα Eulecanium tiliae και Eriococcus sp.

Η βελανιδιά έδωσε αρκετό μέλι το πρώτο εικοσαήμερο του Ιουνίου. Στη συνέχεια ο έντονος καύσωνας έκανε την εμφάνισή του ακόμα και σε αυτά τα υψόμετρα, καταστρέφοντας ουσιαστικά το μελίτωμα το οποίο ξίνισε και δεν το συνέλεγαν οι μέλισσες. Έτσι το ρίσκο της έγκαιρης εισόδου στο δάσος βγήκε σε καλό, δεδομένου ότι οι μέλισσες δε μπορούν να παραμείνουν για μεγάλο χρονικό διάστημα στα δάση λόγω έλλειψης γύρης. Ο τρύγος πραγματοποιήθηκε στα μέσα Ιουλίου και αμέσως έγινε μεταφορά στον κάμπο ώστε τα μελίσσια να ανασυγκροτηθούν. Δυστυχώς οι συνεχιζόμενες υψηλές θερμοκρασίες σε συνδυασμό με την παρατεταμένη ανομβρία δεν έχει βοηθήσει τα μελίσσια και αυτό στο οποίο ελπίζουμε πλέον είναι τα πρωτοβρόχια.

Στο δρόμο

Παρά τον απρόσμενα καλό καιρό του Μαΐου δεν έτρεφα μεγάλες προσδοκίες για τον έλατο της Πίνδου, μιας και φέτος δεν είχαμε χειμώνα, η χιονοκάλυψη στα βουνά δεν είχε διάρκεια και τα δέντρα δεν ποτίστηκαν όσο έπρεπε. Παρ’ όλα αυτά και εν μέσω βασιλοτροφίας μετέφερα ένα μικρό κοπάδι στα έλατα.

Τα ενθαρρυντικά δεδομένα των πρώτων ημερών έδωσαν τη θέση τους σε μια απογοητευτική στασιμότητα κατά το τελευταίο δεκαήμερο του Μαΐου, η οποία εξελίχθηκε σε μια ακόμη πανωλεθρία για τον έλατο, έπειτα από τις καθημερινές βροχές του Ιουνίου. Έτσι τα μελίσσια μεταφέρθηκαν και πάλι σε χαμηλότερο υψόμετρο για τη μελιτοφορία της βελανιδιάς.

Την ίδια στιγμή στο Γενικό Στρατηγείο (έτσι ονομάζω το βασικό μελισσοκομείο), τα μελίσσια δούλευαν στα φρύγανα, όπως το αλογοθύμαρο και το χαμοθρούμπι σε συνδυασμό με τις μελιτώδεις εκκρίσεις της αριάς και της κουτσουπιάς αλλά κυρίως στην άφθονη αυτή την εποχή γύρη της λαδανιάς. Ιδανική στιγμή για τη δημιουργία παραφυάδων ώστε να αναπληρωθούν οι απώλειες του χειμώνα.

Έτσι είχαμε ταυτόχρονα μεταφορές, κόψιμο παραφυάδων αλλά και έναν μίνι τρύγο ανοιξιάτικου ανθόμελου. Ενός ανθόμελου ανοιχτόχρωμου με με τα χαρακτηριστικά αρώματα των φρυγάνων. Όλα αυτά πήγαν πίσω τα έργα του μελισσοκομικού εργαστηρίου, τα οποία ευελπιστώ ότι θα ξεκινήσουν και πάλι εντός του μήνα. Εκκρεμεί και η μεταφορά των υπόλοιπων μελισσιών στις βελανιδιές της νότιας Πίνδου.

Το ρείκι έπεσε, η κουτσουπιά άνθισε

Η φετινή άνοιξη είναι ίσως η χειρότερη της τελευταίας δεκαετίας. Στο βουνό η ανθοφορία της ερείκης τελείωσε πριν προλάβουν τα μελίσσια να αναπτυχθούν ώστε να την εκμεταλλευτούν, ενώ στον κάμπο η πορτοκαλιά δεν άνθισε καν.

Είναι πλέον γεγονός ότι μέλισσες και φυτά δεν “συγχρονίζονται”. Δηλαδή η ανάπτυξη των μελισσών δεν συμπίπτει με τις εκάστοτε ανθοφορίες. Μια σχέση εκατομμυρίων ετών έχει διαταραχθεί σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και αυτό τείνει να γίνει κανονικότητα.

Το ρείκι λόγω του ήπιου χειμώνα ξεκίνησε πρώιμα όμως η κακοκαιρία του Φεβρουαρίου το βρήκε πάνω στο μπουμπούκι με αποτέλεσμα το φυτό να μην αποδώσει στη συνέχεια. Αυτή τη στιγμή στην περιοχή γύρω απ’ τη λίμνη Πουρναρίου, η ανθοφορία του έχει ουσιαστικά τελειώσει, ενώ οι μέλισσες βρίσκονται μόλις στο μέσο της ανάπτυξής τους.

Απ’ την άλλη στον κάμπο και την πορτοκαλιά τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα. Τα δέντρα υπέστησαν μεγάλη ζημιά, απ’ τις απότομες διακυμάνσεις τους καιρού. Όχι μόνο καταστράφηκαν τα μπουμπούκια αλλά επειδή το κρύο ακολούθησαν άνεμοι μεγάλης εντάσεως προκλήθηκε φυλλόπτωση και μείωση της βλάστησης. Αρκετοί αγρότες μπήκαν ήδη σε διαδικασία γενναίου κλαδέματος.

Πλέον ελπίζουμε ο Μάιος να μας αποζημιώσει. Οι μέλισσες παραμένουν στο βουνό και πλέον δουλεύουν στις κουτσουπιές και τις αχλαδιές ενώ ακολουθούν ο φράξος, το αλογοθύμαρο, η λαδανιά κ.α.

Τρύγος στην κουμαριά

Όταν μπήκε το φθινόπωρο τα μισά μελίσσια βρίσκονταν στην Παραμυθιά Θεσπρωτίας για το δεύτερο βάρεμα του πεύκου και τα υπόλοιπα στα ημιορεινά της Πίνδου για το ρείκι και την κουμαριά. Με το πεύκο όμως να μην αποδίδει και υπό τον φόβο ενός πιθανού δεύτερου lockdown, αποφάσισα στα μέσα Οκτωβρίου να μεταφέρω όλα τα μελίσσια στην κουμαριά.

Οι βροχές του Σεπτέμβρη και του Οκτώβρη ήταν αρκετά ικανοποιητικές και όλα έδειχναν ότι μόνο το κρύο θα μπορούσε να σταματήσει την κουμαριά, κάτι που τελικά δεν έγινε. Ο καιρός ήταν εξαιρετικός καθ’ όλη τη διάρκεια της ανθοφορίας, ενώ ακόμα και οι παραφυάδες είχαν προλάβει να αναπτύξουν πληθυσμούς ικανούς να την εκμεταλλευτούν. Ακόμα και τα μικρά μελίσσια έδωσαν μέλι.

Οι σχετικά υψηλές θερμοκρασίες κράτησαν ανθισμένα φυτά μέχρι αργά το φθινόπωρο, όπως την ακονιζιά, τον κισσό και τον αρκουδόβατο, δίνοντας μια ξεχωριστή πινελιά στο μέλι. Το κουμαρόμελο έχει χρώμα καφέ (σκουροχάλκινο) με γκριζωπές αποχρώσεις και χαρακτηριστική υπόπικρη γεύση.

Η υπόπικρη γεύση του οφείλεται στην ουσία αρβουτίνη και όχι στην χαμηλή συγκέντρωση σακχάρων όπως λανθασμένα πιστεύεται γι αυτό άτομα με υψηλό σάκχαρο αίματος (υπεργλυκαιμία) θα πρέπει να συμβουλεύονται τον γιατρό τους πριν την κατανάλωση μελιού. Το μέλι κουμαριάς εμφανίζει υψηλή περιεκτικότητα σε φαινόλες και έντονη αντιοξειδωτική δράση η οποία έχει αποδοθεί στις υψηλές συγκεντρώσεις 2,5-υδροξυφαινυλαοξικό οξύ (homogentisic acid).

Δοκιμάστε το με παλαιωμένα κίτρινα τυριά αλλά και με νωπή γύρη σε γιαούρτι ώστε να αναδειχτεί η δυναμική της αντίθεσης των γεύσεων.