Στα ελεύθερα σάκχαρα κατατάσσεται η λευκή και η καστανή ζάχαρη, η γλυκόζη, η ισογλυκόζη (HFCS), τα ιμβερτοποιημένα σιρόπια, η μελάσσα και άλλες γλυκαντικές ουσίες οι οποίες προστίθενται κατά το μαγείρεμα ή την προετοιμασία των φαγητών, των αναψυκτικών, των αλκοολούχων ποτών και άλλων εμπορικών προϊόντων.
Τα ελεύθερα σάκχαρα δεν έχουν ιδιαίτερα θρεπτικά συστατικά και η αυξημένη κατανάλωση τους προκαλεί καρδιαγγειακά νοσήματα, λιπώδη διήθηση στο ήπαρ, διαβήτη τύπου 2, παχυσαρκία, υπέρταση και χρόνια φλεγμονή. Γι αυτό το λόγο και οι ειδικοί διατροφής προτείνουν να αποφεύγεται η κατανάλωση τους όσο γίνεται περισσότερο. Ανήκουν τα σάκχαρα του μελιού σ’ αυτή την κατηγορία;
Τα σάκχαρα του μελιού είναι κυρίως απλά. Στις αμιγής κατηγορίες ελληνικού μελιού η γλυκόζη κυμαίνεται κατά μέσο όρο από 21% έως 36% και η φρουκτόζη από 24% έως 40%, ανάλογα με τη βοτανική προέλευση, δηλαδή περίπου σε αναλογία 1:1. Η σχέση αυτή ισχύει και για την κοινή ζάχαρη (σουκρόζη) η οποία διασπάται στον εντερικό σωλήνα σε ίση αναλογία γλυκόζης και φρουκτόζης (50:50) και στο αμυλοσιρόπιο υψηλής συγκέντρωσης φρουκτόζης (HFCS 55%), στο οποίο η σχέση φρουκτόζη και γλυκόζη είναι 55:45%. Η ομοιότητα αυτή του μελιού με τη σουκρόζη και τα αμυλοσιρόπια, ερμηνεύεται από μερικούς λανθασμένα, με αποτέλεσμα να κατατάσσουν το μέλι στα ελεύθερα σάκχαρα και να προτείνουν στους καταναλωτές να το αποφεύγουν.
Το μέλι είναι ένα φυσικό προϊόν, το οποίο δεν δέχεται καμιά χημική ή άλλη επεξεργασία και η βιολογική του δράση στον οργανισμό διαφέρει σημαντικά από εκείνη των ελεύθερων σακχάρων. Τα σάκχαρα του μελιού μπορούν να προσομοιάσουν με τα σάκχαρα που βρίσκονται στα φρούτα και τα λαχανικά, όχι όμως με τη κοινή ζάχαρη, τα αμυλοσιρόπια και τις υπόλοιπες γλυκαντικές ουσίες. Στο μέλι εκτός από τα απλά και σύνθετα σάκχαρα, συνυπάρχουν στη σύνθεσή του, μεταλλικά στοιχεία, ιχνοστοιχεία, λιπαρά και οργανικά οξέα, αμινοξέα, αρωματικές ουσίες, φυσικά αντιβιοτικά, βιταμίνες, ένζυμα, φαινολικά οξέα, φλαβονοειδή και τα άλλα συστατικά.
Η οργανική διασύνδεση και η συνεργιστική δράση των περισσότερων από 200 διαφορετικών ουσιών του μελιού, του προσδίδουν μοναδικές ιδιότητες εντελώς διαφορετικές από εκείνες της κοινής ζάχαρης και των διαφόρων σιροπιών που είναι προϊόντα βιομηχανικής επεξεργασίας.
Η διαφορετική επίδραση του μελιού στον οργανισμό από εκείνη των ελεύθερων σακχάρων έχει τεκμηριωθεί από κλινικές μελέτες που έχουν δημοσιευτεί σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά1 . Στις μελέτες αυτές αποδεικνύεται ότι η καθημερινή διατροφή με μέλι, δημιουργεί αποθέματα γλυκογόνου στο ήπαρ, ρυθμίζει και σταθεροποιεί τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα ώστε να μην απαιτείται περαιτέρω έγκρισης ινσουλίνης, μειώνει τη γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HA1c) και το ενδοκυτταρικό οξειδωτικό στρες, ανεβάζει την καλή χοληστερόλη (ΗDL), μειώνει τη κακή χοληστερόλη (LDL) και τα τριγλυκερίδια, βελτιώνει τον μεταβολισμό και τη διάθεση, δεν οδηγεί σε αντίσταση ινσουλίνης, διαβήτη τύπου 2 και παχυσαρκία και μειώνει το σωματικό βάρος.
Φυσικά Σάκχαρα
Σε αντίθεση με τα επεξεργασμένα σάκχαρα λοιπόν, η φυσική σύνθεση των σακχάρων στο μέλι συμβάλει σε χαμηλότερη γλυκαιμική απόκριση. Η φρουκτόζη με γλυκαιμικό δείκτη (GI) 19 σε σύγκριση με το GI της γλυκόζης που είναι 100 και τη σουκρόζη που είναι 61, προκαλεί βραδύτερη αύξηση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα. Η αναλογία φρουκτόζης προς γλυκόζης στο μέλι βοηθά στη μέτρια αύξηση της γλυκόζης στο αίμα σε σύγκριση με την κατανάλωση καθαρής γλυκόζης ή σακχαρόζης.
Αντιοξειδωτικά
Το μέλι είναι πλούσιο σε αντιοξειδωτικά όπως φλαβονοειδή και φαινολικά οξέα τα οποία βελτιώνουν την ευαισθησία στην ινσουλίνη και μειώνουν το οξειδωτικό στρες, το οποίο είναι συχνά αυξημένο σε άτομα με διαβήτη ή με αντίσταση στην ινσουλίνη. Η βελτιωμένη ευαισθησία στην ινσουλίνη βοηθά το σώμα να χρησιμοποιεί τη γλυκόζη πιο αποτελεσματικά, οδηγώντας σε καλύτερο έλεγχο του σακχάρου στο αίμα.
Πρεβιοτικές Ιδιότητες
Το μέλι περιέχει ολιγοσακχαρίτες, οι οποίοι έχουν πρεβιωτικά αποτελέσματα. Τα πρεβιωτικά προάγουν την ανάπτυξη ωφέλιμων βακτηρίων του εντέρου και επηρεάζουν το μεταβολισμό της γλυκόζης και την ευαισθησία στην ινσουλίνη.
Αντιφλεγμονώδεις Επιδράσεις
Η χρόνια φλεγμονή είναι ένας παράγοντας που συμβάλει στην αντίσταση στην ινσουλίνη και στον διαβήτη τύπου 2. Οι αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες του μελιού λόγω των φαινολικών του ενώσεων και άλλων βιοενεργών μορίων, βοηθούν στη μείωση της φλεγμονής και στη βελτίωση της λειτουργίας της ινσουλίνης.
Ενζυματική Δραστηριότητα
Τα ένζυμα που υπάρχουν στο μέλι όπως η οξείδωση της γλυκόζης, παίζουν σημαντικό ρόλο στις αντιμικροβιακές του ιδιότητες και επηρεάζουν τις μεταβολικές διεργασίες.
Διαμόρφωση Ορμονικής Δραστηριότητας
Το μέλι επηρεάζει την έκκριση και τη δραστηριότητα των ορμονών που εμπλέκονται στο μεταβολισμό της γλυκόζης, όπως η ινσουλίνη και οι ινκρετίνες. Οι ινκρετίνες είναι ορμόνες που εμπλέκονται στη φυσιολογική ρύθμιση της ομοιόστασης της γλυκόζης, ασκούν ανασταλτική επίδραση στην κινητικότητα του στομάχου, επιβραδύνουν τη κένωση και μειώνουν τις μεταγευματικές αιχμές της γλυκόζης στο πλάσμα. Ενισχύοντας την απελευθέρωση ή τη δραστηριότητα των ορμονών αυτών το μέλι βοηθά στη ρύθμιση των επιπέδων σακχάρου στο σώμα πιο αποτελεσματικά.
Συμπέρασμα
Το μέλι προκαλεί μια πιο αργή, πιο σταδιακή αύξηση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα, σε σχέση με αυτόν της καθαρής γλυκόζης ή της ραφιναρισμένης ζάχαρης. Η συνεργατική δράση των συστατικών του μελιού στον έλεγχο της γλυκόζης του αίματος περιλαμβάνει έναν συνδυασμό χαμηλότερης γλυκαιμικής επίδρασης λόγω της φυσικής σύνθεσης του σακχάρου, ενίσχυσης της ευαισθησίας στην ινσουλίνη μέσω αντιοξειδωτικών και αντιφλεγμονωδών ενώσεων, πρεβιωτικών επιδράσεων στην υγεία του εντέρου.
Το μέλι είναι μια πιο υγιεινή εναλλακτική λύση στα επεξεργασμένα σάκχαρα και η κατανάλωση του δεν δημιουργεί τα προβλήματα με τα οποία συνδέονται τα ελεύθερα σάκχαρα.
Ο θερμότερος στα καταγεγραμμένα ελληνικά χρονικά ήταν ο φετινός χειμώνας, σύμφωνα με τα δεδομένα του Ευρωπαϊκού προγράμματος Copernicus τα οποία ανέλυσε η επιστημονική ομάδα του Εθνικού Αστεροσκοπείο Αθηνών.
Η μέση μέγιστη θερμοκρασία στην Ελλάδα από το 1960 μέχρι και το 2024 για την περίοδο του χειμώνα παρουσιάζει άνοδο κατά 1.8 °C.
Τα βασικά χαρακτηριστικά του φετινού χειμώνα ήταν τα μεγάλα διαστήματα με υψηλές τιμές θερμοκρασίας, οι οποίες ξεπέρασαν κατά πολύ τις κανονικές για την εποχή θερμοκρασίες. Μάλιστα τα τελευταία 10 χρόνια έχουν καταγραφεί οι 6 θερμότεροι χειμώνες όλων των εποχών.
Όπως ήταν φυσικό αυτό είχε επίπτωση και στα μελίσσια, τα οποία διατήρησαν γόνο σχεδόν για όλη τη διάρκεια του χειμώνα, γεγονός που έκανε πολύ δύσκολη την αντιμετώπιση του παρασίτου βαρρόα. Απ’ την άλλη λόγω των υψηλών θερμοκρασιών βγήκαν απ’ το χειμώνα με μεγάλους πληθυσμούς.
Η κλιματική αλλαγή έχει επηρεάσει πολύ τη μελισσοκομία. H Δρ. Φανή Χατζήνα, ερευνήτρια του ΕΛΓΟ Δήμητρα επιβεβαιώνει σε συνέντευξή της στην τηλεόραση CRETA τις παρατηρήσεις αρκετών μελισσοκόμων σχετικά με τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στις μέλισσες.
«Η διάρκεια των ανθοφοριών έχει μικρύνει, το νέκταρ έχει γίνει πιο πυκνό και οι μέλισσες δυσκολεύονται να το συλλέξουν, ενώ τα φυτά παράγουν λιγότερη ποσότητα γύρης προκαλώντας προβλήματα στην ανάπτυξη των μελισσοσμηνών. Η ανάπτυξη των μελισσών και οι ανθοφορίες των φυτών δεν συγχρονίζονται πλέον».
«Η αύξηση της θερμοκρασίας έχει επηρεάσει το βιολογικό κύκλο των μελισσών που πλέον εκτρέφουν γόνο ακόμα και μέσα στο χειμώνα, καθιστώντας την αντιμετώπιση του παρασίτου βαρρόα εξαιρετικά δύσκολη, προκαλώντας έξαρση ασθενειών. Η μέλισσα είναι υπεύθυνη για την επικονίαση και από τη στιγμή που ένας κρίκος της αλυσίδας σπάσει ή διαταραχθεί είναι φυσικό επηρεαστούν και οι υπόλοιποι».
Παραδοσιακά, η αναγνώριση των φυλών της A.mellifera βασίζονταν στα μορφομετρικά χαρακτηριστικά τους (Charistos et.al 2014). Μετά το 1980 αναπτύχθηκαν και βιοχημικές μέθοδοι, καθώς και μέθοδοι βασισμένες σε μοριακούς γενετικούς δείκτες, οι οποίες επέτρεψαν την διερεύνηση των διαφοροποιήσεων μεταξύ πληθυσμών σε μοριακό επίπεδο, συμβάλλοντας έτσι στην καλύτερη κατανόηση της πληθυσμιακής δομής της A.mellifera, σε συνδυασμό με τις προϋπάρχουσες μεθόδους.
Όλες οι φυλές που απαντώνται στον ευρύτερο Ελληνικό χώρο ανήκουν στην γενεαλογική γραμμή C (De la Rúa et.al 2009), και διακρίνονται σαφώς τόσο από την Μ (Κεντρική Ευρώπη, A.m.mellifera), όσο και από την Α (Βόρεια Αφρική, Σικελία, Μάλτα). Πρέπει να σημειωθεί ότι η παρουσίαση των φυλών και των χαρακτηριστικών τους εν πολλοίς βασίζεται σε μελέτες και καταγραφές προηγούμενων δεκαετιών. Σταδιακά όμως χρόνο με τον χρόνο παρατηρείται όλο και εκτενέστερος υβριδισμός σχεδόν σε όλο τον Ελλαδικό χώρο, κάτι που ενδεχομένως μεταβάλλει την καθαρή εικόνα των γεωγραφικά διακριτών φυλών, και πρέπει πάντα να λαμβάνεται υπόψη. Οι κυριότερες αυτόχθονες φυλές μελισσών στον Ελλαδικό χώρο είναι:
Κεκρόπια μέλισσα (Apis mellifera cecropia)
Πρόκειται για την κυριότερη ίσως αυτόχθονη Ελληνική φυλή. Γεωγραφικά καταλαμβάνει την περιοχή της ηπειρωτικής Ελλάδος νοτίως της Μακεδονίας, και της Πελοποννήσου συμπεριλαμβανομένης. Το όνομα “Κεκρόπια μέλισσα” αναφέρεται πρώτη φορά από τον Βιργίλιο στα “Γεωργικά” ποιήματά του. Ο μοναχός Adam αναφέρεται σε αυτή ως “η Ελληνική μέλισσα”. Ο Maa (Maa T.C. 1953) την αναφέρει και ως A.m.hymettea (προφανώς από το όρος Υμηττός).
Ανήκει στην ομάδα φυλών της Κεντρικής Μεσογείου, και οι συγγενέστερες φυλές της είναι η carnica, η sicula (Σικελική φυλή) και η macedonica. Λόγω του χρώματός της παλαιότερα πιστεύονταν λανθασμένα ότι συνιστά υβρίδιο μεταξύ της ligustica και της σκουρόχρωμης A.m.mellifera της Βορείου Ευρώπης, ενώ ο Maa T.-C. την αποκαθιστά ως αυτούσια φυλή το 1953. (Ruttner 1988), (Maa T.C. 1953).
Είναι σχετικά μεγαλόσωμη μέλισσα. Ξεχωρίζει χαρακτηριστικά από τις υπολοιπες φυλές για την μακριά της προβοσκίδα (~6.6mm), κάτι που θεωρείται μεγάλο προσόν, καθώς δύναται να εκμεταλλευτεί καλύτερα κάποιες ανθοφορίες (Γούναρη- www.melinet.gr). Επίσης χαρακτηρίζεται από τον ασυνήθιστα μεγάλο ωλενικό της δείκτη (μέση τιμή 3.13, που σε κάποιους πληθυσμούς φτάνει και το 3.6), ο οποίος είναι μακράν ο μεγαλύτερος από όλες τις φυλές της A.mellifera, πλησιάζοντας αυτόν της A.m.cerana. Άλλο ένα χαρακτηριστικό που την διακρίνει είναι το σχετικά μεγάλο μήκος των πίσω ποδιών. (Ruttner 1988).
Η Κεκρόπια θεωρείται από τους μελισσοκόμους ως μια μάλλον μέτρια έως αρκετά επιθετική φυλή, σε σημείο που πολλές φορές δυσχεραίνει την εργασία στις κυψέλες. Σημαντικό χαρακτηριστικό της είναι η απροθυμία της για σμηνουργία. Επίσης της πιστώνεται και η καλή αντοχή στις ασθένειες (Υφαντίδης 1995). Δημιουργεί μεγάλους πληθυσμούς αρκετά νωρίς την Άνοιξη, κι έτσι εκμεταλλεύεται αποδοτικά τις πρώτες ανθοφορίες. Θεωρείται πολύ καλή συλλέκτρια μελιού, και καλά προσαρμοσμένη στο κλίμα και τις νομές της Κεντρικής και Νοτίου Ελλάδος. (Υφαντίδης 1995). Επίσης την χαρακτηρίζει και ο μεγάλος βαθμός χρήσης πρόπολης, κάτι που ίσως εξηγεί την αντοχή της σε ασθένειες. (Ruttner 1988).
Μακεδονική μέλισσα (Apis mellifera macedonica)
Είναι η πιο διαδεδομένη φυλή στον Ελλαδικό χώρο με σχεδόν τα δυο τρίτα των παραγωγών να την χρησιμοποιούν. Η Μακεδονική φυλή εκτείνεται πολύ πέραν του Ελληνικού χώρου καταλαμβάνοντας σχεδόν όλη την ανατολική πλευρά της Βαλκανικής, ξεκινώντας από την Θεσσαλία και την Ήπειρο από νότο, και εκτεινόμενη μέχρι την νότιο Ουκρανία έως και την Ταυρίδα προς βορρά.
Σύμφωνα με έρευνα που έγινε σε πληθυσμούς μελισσών στην Στερεά Ελλάδα, νησιά του Αιγαίου, Κύπρο και Μακεδονία (Μπουγά 2002) (Bouga et.al 2005b), γενετικά η Μακεδονική φυλή είναι η πιο απομακρυσμένη σε σχέση με τις υπόλοιπες που απαντώνται στον Ελληνικό χώρο. Πιο συγκεκριμένα η A.m.macedonica παρουσιάζει διακριτό απλότυπο στο mDNA από τις άλλες φυλές της έρευνας, οι οποίες μοιράζονται τον ίδιο απλότυπο (Muñoz et.al 2020). Αυτό αντανακλά φαινοτυπικά και στα μορφολογικά, συμπεριφορικά αλλά και στα παραγωγικά χαρακτηριστικά της.
Η Μακεδονική φυλή είναι πιο μικρόσωμη, και με μικρότερα φτερά, αλλά με λίγο μεγαλύτερα πόδια και με μεγαλύτερη προβοσκίδα. Επίσης εμφανίζει πλατύ μετατάρσιο, κάτι που παραπέμπει σε επιρροή εξ ανατολών. Είναι πιο λεπτοκαμωμένη από τις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές φυλές, με πιο κοντό τρίχωμα. (Χατζήνα κ.α, περιοδικό “Δήμητρα” 2019) Ο ωλενικός δείκτης είναι μεγαλύτερος από την A.m.carnica, και υπάρχουν διαφορές στην νεύρωση των φτερών.
Ο χρωματισμός είναι γενικά σκουρόχρωμος, όμως με λίγο κιτρινωπό χρώμα στους τεργίτες και στον θώρακα. (Ruttner 1988). Γενικά θεωρείται πολύ ήρεμη φυλή, κάτι που σημειώνει και ο μοναχός Άνταμ (1952), σε βαθμό που, όπως αναφέρει, πολλοί μελισσοκόμοι αντί για καπνιστήρι, επιθεωρούσαν τις κυψέλες απλά με ένα κομμάτι καπνίζοντος αναμμένου μύκητα (μάλλον αναφέρεται στην γνωστή ίσκα) που τοποθετούσαν επάνω στους κηρηθροφορείς. Την παρατήρηση αυτή επιβεβαιώνουν και μαρτυρίες παλαιών μελισσοκόμων, ειδικά της περιοχής της Χαλκιδικής, που εξαίρουν την ήρεμη αυτή συμπεριφορά, αναφέροντας μάλιστα ότι πολύ σπάνια θα συνέβαινε να δεχτούν τσίμπημα. (Υφαντίδης 1995).
Σμηνουργεί εύκολα, ακόμα και μετά από τους σχετικούς προληπτικούς χειρισμούς. Σε συζητήσεις με μελισσοκόμους της Μακεδονίας προτάθηκε η άποψη ότι αυτό συμβαίνει επειδή τις τελευταίες δεκαετίες χρησιμοποιήθηκαν πολύ οι αφεσμοί για τον πολλαπλασιασμό των μελισσοσμηνών, και άρα τα γονίδια που ενθαρρύνουν την σμηνουργία πλήθυναν μέσα στην γενετική δεξαμενή της macedonica. Αυτό όμως είναι θέμα για περαιτέρω διερεύνηση.
Λοιπά συμπεριφορικά χαρακτηριστικά είναι η αυξημένη χρήση πρόπολης, η μεσοπρώιμη ανάπτυξη πληθυσμών κατά την Άνοιξη η σημαντική μείωση του γόνου στο τέλος του Θέρους, η διατήρηση ισχυρών πληθυσμών κατά τον Χειμώνα και συνεπώς η καλή διαχείμαση (ακόμα και σε χώρες της Βορείου Ευρώπης, όπου δοκιμάστηκε), καθώς και η καλή συλλογή μελιού σε διαφορετικές νομές. (Ruttner 1988). Τέλος, αναφέρεται η χαμηλή τάση για λεηλασία, η εκμετάλλευση νομών σε μεγάλες αποστάσεις, ο καλός προσανατολισμός και η χαμηλή παραπλάνηση, γνωρίσματα που συνδέονται μεταξύ τους. (Υφαντίδης 1995).
Πρόσφατα πειράματα έχουν δείξει ενθαρρυντική αντοχή στην βαρροϊκή ακαρίαση, με σημαντικό ποσοστό μελισσιών να επιβιώνει και να παραμένει παραγωγικό, χωρίς σχετική θεραπεία, επί 2 και πλέον έτη (Hatjina et al 2018). Ωστόσο δείχνει να παρουσιάζει ευαισθησία στην Νοζεμίαση. (Br.Adam 1954).
Κρητική μέλισσα (Apis mellifera adami)
Πρόκειται για την ενδημική φυλή της Κρήτης, και ονομάστηκε έτσι προς τιμή του μοναχού Άνταμ (πατέρα της buckfast. A.m.), ο οποίος την μελέτησε εκτενώς και την ανέδειξε. Ταξινομήθηκε ως ξεχωριστό υποείδος από τον Ruttner το 1975, μόλις λίγα χρόνια προτού δεχτεί μεγάλη δημογραφική πίεση, σε βαθμό σχεδόν εξαφάνισης, την δεκαετία του 1980 από την βαρροϊκή ακαρίαση, που εκείνα τα χρόνια εισέβαλε στον Ελλαδικό χώρο, και στην οποία απεδείχθη αρκετά ευάλωτη. Στο πλήγμα αυτό ήρθε να προστεθεί και η ανεξέλεγκτη εισαγωγή μελισσοσμηνών άλλων φυλών από την ηπειρωτική Ελλάδα (κυρίως macedonica και ligustica) και η αναπόφευκτη επιμειξία με αυτές, σε βαθμό που πολλοί να υποστηρίζουν ότι η φυλή αυτή έχει πια εκλείψει.
Παρόλα αυτά οι Μπουγά, Χαριζάνης και άλλοι ερευνητές (Bouga et.al 2005b), μελετώντας φυλογενετικές σχέσεις μεταξύ πληθυσμών μελισσών από διάφορα μέρη της Ελλάδας το 2005 κάνουν αναφορά για ύπαρξη της A.m.adami στην Κάσο, τα Κύθηρα και την Ικαρία. Επίσης υπάρχει σχετική μελέτη (BADINO et al., 1988) όπου με αλλοενζυμική ανάλυση έδειξε καθαρή φυλή στην Κρήτη (Harizanis et.al 2003).
Την εποχή που ταυτοποιήθηκε ως φυλή (δεκαετία του 1970) η A.m.adami ενδημούσε στην Κρήτη. Ωστόσο και σε νησιά του Ανατολικού Αιγαίου (Κάρπαθος, Κάσος, Ρόδος, Κως, Χίος, Λέσβος) οι οικείοι πληθυσμοί των μελισσών παρουσίαζαν μεγάλη ομοιότητα με την A.m.adami, χωρίς επισήμως να έχουν ταξινομηθεί σε αυτή. Αυτό παρέμεινε ένα ανοιχτό ζήτημα, καθώς οι πληθυσμοί των προαναφερθεισών νήσων διακρίνονται σαφώς από την A.m.anatoliaca των γειτονικών Μικρασιατικών ακτών. (Ruttner 1988).
Σήμερα οι περισσότεροι συμφωνούν ότι η αυτόχθονη καθαρόαιμη φυλή A.m.adami έχει εξαφανιστεί, ή έστω σχεδόν εξαφανιστεί. Ωστόσο μελετώνται τα διάφορα υβρίδιά της με πληθυσμούς που έχουν εισαχθεί στο νησί κατά τα τελευταία χρόνια (Harizanis et.al 2003).
Πρόκειται για μεγαλόσωμη και σκουρόχρωμη μέλισσα, αν και ο χρωματισμός των τεργιτών παρουσιάζει μεγάλη παραλλακτικότητα, ακόμα και σε άτομα της ίδιας κυψέλης. Ωστόσο ο θώρακας είναι σκουρόχρωμος σε όλα τα άτομα. Το τρίχωμά της έχει μεσαίο μήκος. Έχει σχετικά μικρά φτερά για το σώμα της, και πλατιά κοιλιά, σε αντιθεση με τις υπόλοιπες φυλές της περιοχής. Χαρακτηριστική είναι η μεγάλη απόσταση μεταξύ των δυο κηροφόρων πλακών στον 3ο στερνίτη της κοιλίας. Ο Ωλενικός δείκτης είναι πολύ μικρός, και το σχήμα των νευρώσεων στα φτερά διαφέρει χαρακτηριστικά από όλες τις άλλες γειτονικές φυλές. (Ruttner 1988).
Πρόκειται για μια φυλή με έντονη αμυντική συμπεριφορά, όπως προκύπτει τόσο από την βιβλιογραφία, όσο και από τις διηγήσεις των παλαιότερων Κρητικών μελισσοκόμων. Ο δε μοναχός Άνταμ (Br.Adam 1954) αναφέρει ότι η συμπεριφορά αυτή γινόταν ακραία σε μελίσσια που είχαν μεταφερθεί σε ψυχρό περιβάλλον (είχε μεταφέρει ένα αριθμό κυψελών στην Αγγλία, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως πηγή γενετικού υλικού για την δημιουργία της buckfast). Ωστόσο υπό ευνοϊκές συνθήκες παρουσιάζει σχετικά ήρεμη συμπεριφορά κατά τους μελισσοκομικούς χειρισμούς.
Τα ιδιαίτερα συμπεριφορικά χαρακτηριστικά της φυλής σχετίζονται με το ιδιαίτερο αβιοτικό (ξηροθερμικές συνθήκες, ισχυροί άνεμοι) και βιοτικό (σοβαροί εχθροί, π.χ. σφήκες, τοπική άγρια βλάστηση) περιβάλλον του νησιού. (Ruttner 1988). Οι παλιοί Κρήτες μελισσοκόμοι την ενθυμούνται ως ιδιαίτερα παραγωγική μέλισσα.
Η αρχική Κρητική μέλισσα A.m.adami, όπως ταξινομήθηκε από τον Ruttner αποδείχτηκε ευπαθής στην βαρροϊκή ακαρίαση, προσβολή που χρεώνεται με την δημογραφική της έκλειψη. Έκτοτε στα υβρίδιά της που δημιουργήθηκαν με εισαγωγές βασιλισσών ligustica και macedonica προέκυψε πρόβλημα από προσβολή με την τραχειακή ακαρίαση (Acarapis woodi) περί τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Οι υβριδικοί αυτοί πληθυσμοί εμφάνισαν σημαντική διαφοροποίηση ως προς την αντοχή τους στην συγκεκριμένη προσβολή, με τα υβρίδια της A.m.macedonica να παρουσιάζουν αξιοσημείωτα μεγαλύτερη αντοχή από τα άλλα (Λιάκος 2018).
Καρνιολική μέλισσα (Apis mellifera carnica)
Πήρε το όνομά της από την περιοχή Καρνιόλα της Σλοβενίας, από όπου και θεωρείται ότι κατάγεται, καθώς εκεί βρίσκονται οι πιο αμιγείς πληθυσμοί. Αν και υπάρχει ως εισηγμένη φυλή στον Ελλαδικό χώρο, μπορεί να θεωρηθεί και εντόπια, καθώς υποπληθυσμός της A.m.carnica ενδημεί στα νησιά του Ιονίου.
Η A.m.carnica απαντάται στα Δυτικά Βαλκάνια, από την περιοχή του Δούναβη και προς νότο, κατά μήκος των Δαλματικών ακτών, με βόρειο όριο τις Άλπεις και τα Καρπάθια, και νότιο όριο τον Ελληνικό χώρο. Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, η παρουσία της εκτείνεται μέχρι την νότιο Αλβανία, και στα νησιά του Ιονίου. Η φυλή που ενδημεί στα νησιά του Ιονίου είναι αυτόχθων υποπληθυσμός της A.m.carnica, παρόλο που στις απέναντι ηπειρωτικές ακτές κυριαρχεί η Κεκρόπια. (Ruttner 1988) (Br.Adam 1954).
Αυτό που είναι χαρακτηριστικό στην Καρνιολική μέλισσα είναι οι πολλές γενετικές γραμμές της, οι ιδιαίτεροι τοπικοί πληθυσμοί και οι οικότυποί της. Αυτό εξηγείται από τους πολλούς διαφορετικούς τύπους περιβάλλοντος όπου έχει προσαρμοστεί ο κάθε πληθυσμός. Άρα πρόκειται για μια φυλή που παρουσιάζει σημαντική εσωτερική ανομοιομορφία, (χωρίς ωστόσο να καταργείται η ενιαία ταυτότητά της). Αυτό εμφανίζεται τόσο στην μορφολογία, όσο και στην συμπεριφορά της. (Υφαντίδης 1995).
Θεωρείται γενικά μεγαλόσωμη μέλισσα. Ο χρωματισμός της ποικίλλει, ακόμα και εντός των τοπικών πληθυσμών, ωστόσο είναι γενικά σκουρόχρωμος. Χαρακτηρίζεται από φαρδιά κοιλιά, κοντό τρίχωμα και υψηλό ωλενικό δείκτη. Επίσης έχει και χαρακτηριστικό σχήμα νευρώσεων στα φτερά. Συγγενεύει μορφολογικά (αλλά και γενετικά) με την cecropia και την macedonica, με την πρώτη όμως να διαθέτει σημαντικά μεγαλύτερη προβοσκίδα, και την δεύτερη να έχει λεπτότερο σώμα και χαμηλότερο ωλενικό δείκτη. (Ruttner 1988).
Η A.m.carnica «κόβει» τον γόνο νωρίς το Φθινόπωρο, και αρχίζει πάλι στις αρχές της Ανοίξεως, οπότε και η ανάπτυξη του σμήνους γίνεται με ταχείς ρυθμούς. Κατά την θερινή περίοδο η ποσότητα του γόνου εξαρτάται από την διαθέσιμη τροφή. Γενικά είναι πολύ καλή στην διαχείμαση.
Είναι γενικά ήρεμη μέλισσα, και δεν δημιουργεί πρόβλημα στους χειρισμούς. Χρησιμοποιεί πολύ μικρή ποσότητα πρόπολης. Γενικά έχει έντονη τάση για σμηνουργία, η οποία όμως είναι μικρότερη στους νότιους οικότυπους της φυλής.
Έχει καλή αντίληψη προσανατολισμού και πολύ χαμηλή τάση για παραπλάνηση, ακόμα και όταν πρέπει να βρει την κυψέλη της ανάμεσα σε πολλές κοντινές. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιεί σχήματα, σχετικές θέσεις και ορόσημα, ενώ δείχνει να μην βασίζεται στο χρώμα. (Υφαντίδης 1995).
Συλλέγει σε μεγάλες αποστάσεις, και αναλόγως έχει προσαρμόσει και τον δονούμενο χορό της εργάτριας. Με αυτό σχετίζεται και η απροθυμία της για λεηλασία. Χωρίς να θεωρείται ιδιαίτερα παραγωγική σε σχέση με τις περισσότερες φυλές του Ελλαδικού χώρου, ωστόσο είναι πιο παραγωγική από την A.m.mellifera της Κεντρικής Ευρώπης (Γούναρη- www.melinet.gr), (Ruttner 1988). Δείχνει να έχει εντυπωσιακή ανθεκτικότητα σε ασθένειες του γόνου (Br.Adam 1954).
Υβριδισμός πληθυσμών, βιοποικιλότητα, και προβλήματα
Ίσως το πιο χαρακτηριστικό φαινόμενο, αναφορικά με τις φυλές των μελισσών κατά τις τελευταίες δεκαετίες, είναι ο έντονος υβριδισμός που παρατηρείται. Αυτός οφείλεται, ειδικά για την περίπτωση της Ελλάδας, σε δυο κύριους λόγους, α) την νομαδική μελισσοκομία, με μετακινήσεις και επαφές μελισσιών διαφορετικών φυλών μεταξύ των και β) στην εισαγωγή ξένου γενετικού υλικού, δηλ. βασιλισσών, ή και σπανιότερα ολόκληρων μελισσοσμηνών.
Ενώ αφ’εαυτού ο υβριδισμός είναι είναι φυσικό φαινόμενο, σύμφυτο του χαρακτήρα της A.mellifera, που συμβαίνει ανέκαθεν μεταξύ τοπικών πληθυσμών μελισσών στις μεταξύ τους συνορεύουσες ζώνες υβριδισμού, εμπλεκομένου του ανθρωπίνου παράγοντα αυτός καταλήγει σε επιθετικό υβριδισμό, που λαμβάνει χώρα και στο εσωτερικό των περιοχών της κάθε φυλής. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε ήπια και ομαλή ροή γονιδίων μεταξύ των πληθυσμών, απαραίτητων για την διατήρηση μιας ελάχιστης γενετικής ποικιλομορφίας, ώστε υπό την επίδραση του περιβαλλοντος ομαλά να καταλήγουμε σε προσαρμοσμένους πληθυσμούς. Στην δεύτερη περίπτωση έχουμε μια απότομη μεταβολή της γενετικής σύνθεσης ενός τοπικού πληθυσμού, με βλάβη ή και απώλεια της γενετικής του ταυτότητας.
Ο υβριδισμός έχει πολλαπλές επιδράσεις στην φυλογενετική συνθεση των πληθυσμών. Από την μια αλλοιώνει την αμιγή γενετική ταυτότητα των φυλών, καμιά φορά μέχρι και εξαφανίσεως, εισάγοντας νέο γενετικό υλικό που καταλήγει να είναι εμφανές και στον φαινότυπο. Έτσι δημιουργούνται καινοφανείς πληθυσμοί με διαφορετικά μελισσοκομικά χαρακτηριστικά, όχι πάντα επιθυμητά, συνήθως με έντονη φαινοτυπική παραλλακτικότητα, αλλά και ενδεχομένως με μειωμένη ικανότητα προσαρμογής και επιβίωσης στο τοπικό περιβάλλον (Meixner et.al 2015).
Από την άλλη ο υβριδισμός μπορεί να προσδώσει και πλεονεκτήματα σε ένα πληθυσμό σε βάθος χρόνου, καθώς επιφέρει υψηλό βαθμό γενετικής παραλλακτικότητας και νέους συνδυασμούς αλληλομόρφων, τα οποία μπορεί να φανούν πολύτιμα σε ενδεχόμενες νέες εξελικτικές πιέσεις, όπως στην περίπτωση της μέλισσας buckfast.
Βιβλιογραφία – πηγές:
Οι φυλές των μελισσών στον Ελλαδικό και ευρύτερο χώρο : Πτυχιακή εργασία Γεώργιου Χατζή, Τμήμα Τεχνολόγων Γεωπόνων Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας
Οι φωτογραφίες προέρχονται από το Ινστιτούτο Μελισσοκομίας του Hohen Neuendorf e.V.
Νέα έρευνα διαπιστώνει στα αγριογούρουνα ασυνήθιστα υψηλά επίπεδα ραδιενέργειας, τα οποία προκύπτουν από δοκιμές πυρηνικών που διενεργήθηκαν πολύ πριν από το δυστύχημα του Τσερνόμπιλ.
Παρότι η χλωρίδα και η πανίδα της Κεντρικής Ευρώπης είναι γνωστό πως ακόμη φέρει ίχνη ραδιενέργειας εξαιτίας της καταστροφής στο Τσερνόμπιλ το 1986, μια νέα έρευνα στα αγριογούρουνα των βαυαρικών δασών παρέχει απροσδόκητα ευρήματα για το ποσοστό ραδιενέργειας στον κυτταρικό ιστό τους.
Η έρευνα, που δημοσιεύτηκε την περασμένη εβδομάδα στην επιστημονική επιθεώρηση Environmental Science & Technology, εμφανίζει στα αγριογούρουνα ασυνήθιστα υψηλά επίπεδα ραδιενέργειας, τα οποία σύμφωνα με τους ερευνητές προκύπτουν από τις δοκιμές πυρηνικών που διενεργήθηκαν πολύ πριν από το δυστύχημα του Τσερνόμπιλ.
Επιπλέον, η έρευνα απαντά στο ερώτημα που εδώ και καιρό προκαλεί σύγχυση και προβληματισμό σε επιστήμονες και κυνηγούς: Γιατί η ραδιενέργεια είναι υπαρκτή και υψηλή στα αγριογούρουνα, τη στιγμή που τα περισσότερα είδη άγριας ζωής εμφανίζονται «καθαρά» γενιές μετά το δυστύχημα;
Καθώς η ραδιενέργεια από το δυστύχημα του Τσερνόμπιλ μόλυνε τεράστιες ζώνες της Ουκρανίας, της Λευκορωσίας, της Ρωσίας και της Κεντρικής Ευρώπης, οι αρμόδιες Αρχές διενεργούσαν τακτικά ελέγχους σε φυτά και ζώα των πληγεισών περιοχών ώστε να διασφαλίζεται πως είναι ασφαλή για ανθρώπινη κατανάλωση. Ωστόσο, όπως σημειώνει ο Μάρτιν Στάινερ από το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Γραφείο Προστασίας από την Ακτινοβολία (που δεν συμμετείχε στη μελέτη), ήταν γνωστό στην επιστημονική κοινότητα πως υπήρχε σημαντική ραδιενέργεια στην περιοχή από τα μέσα του 20ού αιώνα λόγω των δοκιμών πυρηνικών όπλων στο περιβάλλον.
Στη νέα έρευνα γίνεται χρήση μίας μεθόδου που περιλαμβάνει αναλογία δύο ισοτόπων καισίου, για να αναλύσει τα κουφάρια αγριόχοιρων που θανατώθηκαν από κυνηγούς σε όλη τη Βαυαρία από το 2019 έως το 2021. Η σχετικά νέα μέθοδος ανάλυσης επέτρεψε στους επιστήμονες να κατανοήσουν καλύτερα τους λόγους για τα υψηλότερα επίπεδα ραδιενέργειας στα αγριογούρουνα της Κεντρικής Ευρώπης.
Ραδιενέργεια στα αγριογούρουνα
Στη Βαυαρία, τα αγριογούρουνα σε συγκεκριμένες περιοχές πρέπει να ελέγχονται για ραδιενέργεια. Σύμφωνα με τις οδηγίες των γερμανικών υγειονομικών Αρχών, η κατανάλωση αυτού του κρέατος επιτρέπεται όταν τα επίπεδα ακτινοβολίας είναι κάτω των 600 μπεκερέλ ανά κιλό. Ωστόσο, κάποια από τα αγριογούρουνα που ελέγχθηκαν στην έρευνα έφεραν υψηλότερα επίπεδα ραδιενέργειας, από 370-15.000 Bq/κιλό κρέατος.
Και δεδομένου του ότι οι πυρηνικοί αντιδραστήρες και τα πυρηνικά όπλα αφήνουν ελαφρώς διαφορετικό αποτύπωμα μόλυνσης, οι ερευνητές διαπίστωσαν πως η μεγάλη ποσότητα ραδιενέργειας που ανιχνεύθηκε στα αγριογούρουνα της συγκεκριμένης έρευνας προερχόταν από πυρηνικές δοκιμές που έγιναν τις δεκαετίες 1950-1960.
Συνολικά, οι πυρηνικές δυνάμεις του κόσμου έχουν πραγματοποιήσει πάνω από 500 δοκιμές στην ατμόσφαιρα, προτού τις μεταφέρουν στο υπέδαφος, σε μια προσπάθεια να περιορίσουν τη διασπορά ραδιενέργειας. Τα ευρήματα της νέας έρευνας δείχνουν ότι οι επιφανειακές εκρήξεις εξακολουθούν να έχουν επιπτώσεις στο περιβάλλον παρά τις δεκαετίες που μεσολάβησαν.
«Το γεγονός πως η ραδιενέργεια από αυτές τις πυρηνικές δοκιμές είναι ακόμη παρούσα, ακόμη και μετά το Τσερνόμπιλ, είναι κάτι αξιοσημείωτο», σχολιάζει ο Μίκαελ Φίντερλε, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ – που επίσης δεν συμμετείχε στην έρευνα.
Η λύση του «μυστηρίου»
Ως προς το άλλο «μυστήριο», το γιατί δηλαδή τα αγριογούρουνα της νότιας Γερμανίας φέρουν περισσότερη ραδιενέργεια σε σχέση με άλλα ζώα, ο Γκέοργκ Σταϊνχόιζερ, επικεφαλής της μελέτης, δίνει τη λύση: Μανιτάρια. Σύμφωνα με τον καθηγητή, τα αγριογούρουνα σκάβουν, βρίσκουν και τρώνε έναν μύκητα (elaphomyces ή τρούφα ελαφιού) που άλλα ζώα αγνοούν πώς και πού υπάρχει.
Παρότι πολλά από τα βρώσιμα φυτά των δασών δεν θεωρούνται πια μολυσμένα από ραδιενεργή ακτινοβολία, οι τρούφες, που μεγαλώνουν κάποια εκατοστά κάτω από την επιφάνεια του χώματος, αποθηκεύουν τη ραδιενέργεια.
Αναλόγως της σύνθεσης του έδαφος και του βάθους στο οποίο βρίσκονται οι τρούφες, οι μύκητες μπορούν να εκτεθούν σε νερό που περιέχει ραδιενέργεια δεκαετιών τόσο από τις πυρηνικές δοκιμές όσο και από την καταστροφή του Τσερνόμπιλ, γεγονός που τους καθιστά ιδιαίτερα πλούσια πηγή ραδιενέργειας.
Όπως σημειώνει ο Στάινερ, ανεξαρτήτως πηγής, η ραδιενέργεια σε υψηλά επίπεδα παραμένει επικίνδυνη για τους ανθρώπους.
«Όσον αφορά την έκθεση των ανθρώπων στην ακτινοβολία, δεν έχει σημασία αν το καίσιο προέρχεται από τις παλαιότερες πυρηνικές δοκιμές ή την καταστροφή του Τσερνόμπιλ», εξηγεί ο ίδιος, συμπληρώνοντας πως «αυτό που έχει σημασία είναι η συνολική πρόσληψη καισίου-137 που προσλαμβάνει ένας άνθρωπος απλώς τρώγοντας κάτι από το δάσος».
«Το φαινόμενο του θερμοκηπίου, καθιστά δυνατή τη ζωή στη Γη», λέει ο σπουδαίος αστρονόμος και αστροφυσικός, Καρλ Σαγκάν, στην ομιλία του στο Κογκρέσο των ΗΠΑ το 1985. «Χωρίς αυτό, η θερμοκρασία θα ήταν περίπου 30 βαθμούς Κελσίου χαμηλότερη και οι ωκεανοί θα ήταν συμπαγείς. Επομένως το φαινόμενο του θερμοκηπίου είναι απαραίτητο για τη ζωή. Όμως σήμερα ρίχνουμε τεράστιες ποσότητες CO2 και άλλων αερίων στην ατμόσφαιρα, επηρεάζοντας τη σύσταση της ατμόσφαιρας με σχεδόν καμία ανησυχία για τις συνέπειες».
Όπως είχαμε γράψει και παλαιότερα πράσινο μέλι είχε αναφερθεί το 2007 στις Φιλιππίνες όταν μέλισσες μάζευαν χλωροφύλλη από πράσινα φύκια, το 2012 στη Γαλλία από χρωστικές ουσίες που συνέλεγαν μέλισσες κοντά στο εργοστάσιο παραγωγής καραμελών m&m, αλλά και πριν μερικά χρόνια στη Νάουσα όταν μέλισσες συνέλεξαν χυμό από τους τραυματισμένους καρπούς της ακτινιδιάς.
Πράσινο μέλι παράγεται όμως και από το φυτό Μαλούσα (Staehelina uniflosculosa) στον Όλυμπο και μάλιστα από το άνθος. Το φυτό είναι γνωστό επίσης και ως Σταεχελίνα η μονανθής και είναι ένας μικρός θάμνος, πολύφυλλος με πολλούς λεπτούς βλαστούς και χνουδωτά φαιοπράσινα φύλλα.
Χαρακτηριστικό φυτό της ορεινής ζώνης του Ολύμπου από τα 400-1500 μ., σύμφωνα με τον Arne Strid και το βιβλίο του “Wild Flowers of Mount Olympus”. Η ανθοφορία του ξεκινά στα μέσα Ιουλίου και διαρκεί μέχρι και τον Οκτώβριο.
Θεωρείται ένα από τα πιο διαδεδομένα και χαρακτηριστικά φυτά των ανώτερων δασωμένων ζωνών του Ολύμπου, πιθανόν πιο κοινή εκεί, παρά οπουδήποτε αλλού και συχνά κυρίαρχη σε δάση μαύρης πεύκης, αλλά και σε βραχώδεις θέσεις μέσα σε δάση ελάτης. Σύμφωνα με τον καθηγητή του τμήματος Μελισσοκομίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ανδρέα Θρασυβούλου από το φυτό αυτό μπορεί να παραχθεί μέλι με πράσινο χρώμα.
Το Εργαστήριο Μελισσοκομίας και Σηροτροφίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, πραγματοποίησε μια έρευνα για τη βιολογική δράση των Ελληνικών μελιών και της Ελληνικής πρόπολης.
Στα πλαίσια αυτής της εργασίας, της οποίας ηγήθηκαν οι Τανανάκη Χ., Δήμου Μ., Θρασυβούλου Α., συλλέχθηκε μεγάλος αριθμός δειγμάτων ελληνικών μελιών και έπειτα από την αποτίμηση των μικροσκοπικών και φυσικοχημικών χαρακτηριστικών επιλέχθηκαν 48 δείγματα αμιγών κατηγοριών μελιού: πευκόμελο, πορτοκαλιάς, βελανιδιάς, ελάτης, βαμβακιού, ερείκης, καστανιάς, θυμαριού και παλιουριού. Στη συλλογή αυτή προστέθηκαν και 6 δείγματα Manuka που κυκλοφορούν στην Ευρωπαϊκή αγορά.
Σε όλα τα δείγματα πραγματοποιήθηκαν οι ακόλουθες αναλύσεις: αντιοξειδοτική δράση (μέθοδος FRAP), ολικές φαινόλες (μέθοδος Folin-Ciocalteu), χρώμα (χρωματικές παράμετροι L*, a*, b*), αγωγιμότητα (αγωγιμομετρικά) και πλήρης γυρεοσκοπική ανάλυση (μέθοδος Louveaux).
Όπως φαίνεται κι απ’ τα διαγράμματα διαπιστώθηκε ότι το μέλι με την υψηλότερη αντιοξειδωτική δράση ήταν αυτό που παράχθηκε από μελιτώματα βελανιδιάς. Μάλιστα είναι χαρακτηριστικό ότι η αντιοξειδωτική δράση του μελιού βελανιδιάς βρέθηκε τρεις φορές μεγαλύτερη απ’ αυτή του θυμαρίσιου μελιού και εννέα φορές απ’ αυτή του μελιού πορτοκαλιάς, που είναι ιδιαίτερα αγαπητά στους καταναλωτές λόγω του ευχάριστου αρώματος τους.
Αντίστοιχα ήταν τα πράγματα και στις ολικές φαινόλες με υψηλότερο να είναι το περιεχόμενο για το μέλι βελανιδιάς. Αρνητική συσχέτιση βρέθηκε μεταξύ της χρωματικής παραμέτρου L* και των μελετώμενων βιολογικών δράσεων, γεγονός που συνεπάγεται ότι τα σκουρόχρωμα μέλια έχουν υψηλότερη αντιοξειδωτική δράση και φαινολικό περιεχόμενο. Θετική ήταν η συσχέτιση της ηλεκτρικής αγωγιμότητας και των βιολογικών δράσεων με τα μέλια με την υψηλότερη αγωγιμότητα να παρουσιάζουν και πιο έντονη δράση.
Όλη η έρευνα αναλυτικά παρουσιάστηκε στο 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο Επαγγελματικής Μελισσοκομίας που έλαβε χώρα στην Αλεξανδρούπολη.
Δυστυχώς ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων αρνείται να πιστέψει στην ύπαρξη μιας ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής. Κάποιοι μάλιστα ισχυρίζονται ότι δεν υφίσταται καν κλιματική αλλαγή, κάποιοι άλλοι αποδέχονται ότι υπάρχει αλλά δεν δέχονται ότι οφείλεται στον άνθρωπο γιατί το κλίμα πάντα άλλαζε, άλλοι ότι όλα αυτά είναι υπερβολές, των κυβερνήσεων, των πολυεθνικών, των ακτιβιστών, ενώ κάποιοι άλλοι ότι ήταν επινόηση της Θάτσερ…
Αρνητές της κλιματικής αλλαγής.
Όταν όμως ακόμα και ο διευθυντής της ΕΜΥ και ένας από τους πιο γνωστούς Έλληνες μετεωρολόγους, ο Θοδωρής Κολυδάς, συνυπογράφει την ψευδοεπιστημονική διακήρυξη «Η Κλιματική Κρίση δεν υπάρχει» και υποστηρίζει ότι όλα αυτά είναι υπερβολές, ότι γίνονται για λόγους μάρκετινγκ, ότι υπάρχει μια δαιμονοποίηση του άνθρακα, ότι το κλίμα πάντα άλλαζε και ότι “εντάξει με βάση τους στεγνούς αριθμούς, μπορεί όντως να φαίνεται ότι έχουμε κάποια δέκατα του βαθμού διαφορά στη θερμοκρασία μας σε σχέση 1950 αλλά“… Τότε τα πράγματα είναι κωμικοτραγικά.
Και γίνονται ακόμα πιο γραφικά με το Σωτήρη Καμενόπουλο, κάτοχο διδακτορικού από τη Σχολή Μηχανικών Ορυκτών Πόρων του Πολυτεχνείου Κρήτης, ο οποίος σε άρθρο του στη Huffington Post ισχυρίζεται ότι η αλλαγή υφίσταται μεν αλλά δεν είναι ανθρωπογενής. Στο εν λόγω άρθρο αναφέρει ότι αλλαγές στο κλίμα πάντα συνέβαιναν και μάλιστα ένα τέτοιο ακραίο καιρικό φαινόμενο περιγράφεται στην Παλαιά Διαθήκη… επιχείρημα που ασφαλώς στερείται σοβαρότητας, ενώ σε άλλο σημείο του άρθρου θέτει το επιχείρημα ότι ο Φεβρουάριος του 2019 ήταν ο πιο κρύος Φεβρουάριος των τελευταίων 132 ετών, αποδεικνύοντας ουσιαστικά ότι δε γνωρίζει καν τη διαφορά μεταξύ “καιρού” και “κλίματος”19.
Παράλληλα ο καθηγητής Αντώνης Φώσκολος, επίσης από τη Σχολή Μηχανικών Ορυκτών Πόρων του Πολυτεχνείου Κρήτης (η συγκεκριμένη Σχολή έχει άμεσο συμφέρον να υποστηρίζει ότι η χρήση ορυκτών καυσίμων δεν αποτελεί παράγοντα αποσταθεροποίησης του κλίματος, καθώς ασχολείται με εντοπισμό, εξόρυξη, παραγωγή και αξιοποίηση ορυκτών), το πήγε ακόμα παραπέρα ισχυριζόμενος ότι “η κλιματική αλλαγή είναι ένα πελώριο παραμύθι, εφεύρεση της Θάτσερ προκειμένου να εξοντώσει το πανίσχυρο συνδικάτο των ανθρακωρύχων“20. Και ότι “τα αυτοκίνητα δε μολύνουν την ατμόσφαιρα” και πως “το λιώσιμο των πάγων είναι παραμύθι“. Αργότερα πάντως φαίνεται να αποδέχτηκε τελικά ότι υφίσταται κλιματική αλλαγή, αλλά την απέδωσε στη δραστηριότητα του Ήλιου επικαλούμενος μάλιστα τη NASA η οποία όπως θα δούμε παρακάτω τον διαψεύδει κατηγορηματικά21. Φυσικά αυτές οι απόψεις στερούνται κάθε σοβαρότητας και δεν έχουν καμία επιστημονική βάση. Παρακάτω θα αναλύσουμε γιατί.
Βρισκόμαστε όντως αυτή τη στιγμή μπροστά σε μια παγκόσμια κλιματική αλλαγή;Είναι αυτή η αλλαγή ανθρωπογενής;
Το κλίμα της Γης άλλαζε προτού εμφανιστεί ο άνθρωπος και θα αλλάζει ανεξάρτητα από την ύπαρξη του. Στην ιστορία του πλανήτη έχουν συμβεί μικρές αλλά και ραγδαίες αλλαγές που οδήγησαν σε μαζικούς αφανισμούς ειδών. Είναι απαραίτητο πριν ξεκινήσουμε να κάνουμε μια συνοπτική αναδρομή στην ιστορία του πλανήτη και κάποιων σημαντικών μεταβολών.
Η μέση παγκόσμια θερμοκρασία και η ηλιακή ακτινοβολία από το 1880. Όπως αποδεικνύεται από το γράφημα η τρέχουσα υπερθέρμανση του πλανήτη δε μπορεί να αποδοθεί στις ηλιακές κηλίδες όπως ισχυρίζονται οι Κολυδάς και Φώσκολος. Πηγή: NASA
Μια σύντομη ιστορία του πλανήτη.
Η Γη έχει ηλικία 4,6 δισεκατομμύρια έτη. Κατά τα πρώτα 400 με 600 εκατομμύρια χρόνια το περιβάλλον ήταν ιδιαίτερα αφιλόξενο. Με τη σταδιακή μείωση της θερμοκρασίας του πλανήτη, σχηματίστηκαν οι πρώτοι ωκεανοί από συμπύκνωση των υδρατμών της ατμόσφαιρας. Ωστόσο η θερμοκρασία του νερού ήταν ακόμα πολύ υψηλή (80-90°C). Η ατμόσφαιρα περιείχε ελάχιστο οξυγόνο (λιγότερο από 0,001%) σε σύγκριση με το 21% που υπάρχει σήμερα, ενώ αντίστοιχα το διοξείδιο του άνθρακα ήταν 5%, πολύ πάνω από το σημερινό 0,036%, προκαλώντας έτσι ένα τεράστιας κλίμακας φαινόμενο του θερμοκηπίου.
Η ζωή εμφανίστηκε στη Γη πριν από περίπου 3,7 δισεκατομμύρια έτη στη θάλασσα. Οι πρώτοι οργανισμοί ήταν αναγκαστικά αναερόβιοι, προσαρμοσμένοι στην έλλειψη οξυγόνου. Αργότερα εμφανίστηκαν τα κυανοβακτήρια οι πρώτοι οργανισμοί που παρήγαγαν οξυγόνο ως παραπροϊόν κατά τη φωτοσύνθεση, συμβάλλοντας σταδιακά ώστε να σπάσει το φράγμα του 0,1% στην συγκέντρωση του οξυγόνου στην ατμόσφαιρα πριν από 2,2 δισεκατομμύρια έτη. Με τη δημιουργία της αερόβιας φωτοσύνθεσης η ζωή έπαψε να περιορίζεται τοπικά γύρω από θερμές πηγές και για πρώτη φορά στην ιστορία παγκοσμιοποιήθηκε. Ωστόσο ακόμα μόνο μέσα στη θάλασσα.
Η πρώτη μορφή ζωής που βγαίνει από το νερό είναι τα φυτά πριν από μόλις 450 εκατομμύρια χρόνια. Ο αποικισμός δεν ήταν εύκολος αλλά το άγονο για 4 δισεκατομμύρια έτη σεληνιακό τοπίο της Γης δίνει τη θέση του σε έναν πράσινο κόσμο. Η ρύθμιση οξυγόνου και διοξειδίου του άνθρακα είναι πλέον αποκλειστική ευθύνη των χερσαίων φυτών, που αυξάνουν το μεν οξυγόνο στα επικίνδυνα επίπεδα του 25-30% και μειώνουν το διοξείδιο του άνθρακα στο 0,05% κατά τη Λιθανθρακοφόρο περίοδο9, των μεγάλων δασών. Οι υψηλές συγκεντρώσεις οξυγόνου προκαλούσαν αυτόματες πυρκαγιές, οι οποίες κατέστρεψαν σημαντικό μέρος της βλάστησης, οδηγώντας τελικά σε μια ισορροπία, σταθεροποιώντας το οξυγόνο σε τιμές κοντά στο 20-22% κατά τα τελευταία 170 εκατομμύρια χρόνια.
Η τεράστια ηφαιστειακή δραστηριότητα που συνόδευσε τη δημιουργία της Παγγαίας πριν από 250 εκατομμύρια χρόνια εξαπλασίασε τη συγκέντρωση διοξειδίου του άνθρακα μέσα σε μόλις 10.000 χρόνια, οδηγώντας στην πλέον εκτεταμένη μαζική εξαφάνιση ειδών. Αντίστοιχα η πτώση αστεροειδούς στο τέλος της Κρητιδικής περιόδου, πριν από 65 εκατομμύρια χρόνια, όταν και εξαφανίστηκαν οι δεινόσαυροι, αύξησε το διοξείδιο του άνθρακα στο 20%. Τα τελευταία εκατομμύρια χρόνια, για τα οποία υπάρχει σχετική βεβαιότητα, το CO2 βρίσκεται σε δυναμική ισορροπία, κυμαινόμενο από 0,018% κατά τις μακροχρόνιες παγετώδεις περιόδους, σε 0,028% κατά τις σύντομες μεσοπαγετώδεις. Σε αυτές τις συνθήκες διαμορφώθηκε η ζωή και η εξέλιξη όπως την ξέρουμε, αλλά και οι ανθρώπινες κοινωνίες.
Αλλαγές είχαμε όμως και κατά τα τελευταία μερικά χιλιάδες χρόνια. Η Νεώτερη Δρυάδα, αυτό το ψυχρό συμβάν που έπληξε το Βόρειο Ημισφαίριο πριν από 13.000-11.000 χρόνια, κατέβασε τη μέση θερμοκρασία κατά τουλάχιστον 5 βαθμούς10,11. Μικρότερα σε ένταση επεισόδια, όπως αυτά που παρεμβλήθηκαν πριν από 8.000-6.000 χρόνια, διάρκειας μόλις λίγων εκατοντάδων ετών, ήταν επίσης ψυχρά και ξηρά. Ακόμα πιο πρόσφατα μεταξύ 1550-1850 μ.Χ., η Ευρώπη δοκιμάστηκε από τη Μικρή Παγετώδη Περίοδο15, όταν η μέση θερμοκρασία έπεσε κατά 1 βαθμό, με σημαντικές συνέπειες στην παραγωγή σιτηρών.
Όλες αυτές οι αλλαγές ήταν αποτέλεσμα απειροελάχιστων διαταράξεων στην ηλιακή δραστηριότητα, αλλαγών στην απόσταση Γης – Ηλίου, ηφαιστειακών εκρήξεων, πτώσης μετεωριτών, αλλά και μεταβολών στη γωνία της τροχιάς της Γης με τον άξονα περιστροφής της. Η κλιματική αλλαγή που βιώνουμε σήμερα όμως δεν οφείλεται σε κανέναν απ’ αυτούς τους παράγοντες.
Η αύξηση των εκπομπών CO2 από το 1880 έως σήμερα ανά χρήση.
Πηγή: Global Carbon Project
Η κλιματική αλλαγή που βιώνουμε σήμερα ξεκίνησε πριν από 250 χρόνια και οφείλεται στην ανθρώπινη δραστηριότητα.
Η ισορροπία άρχισε να διαταράσσεται σταδιακά από τη βιομηχανική επανάσταση, πριν από περίπου 250 χρόνια, όταν ουσιαστικά ο άνθρωπος επανέφερε στην ατμόσφαιρα με τη μορφή θερμοκηπιακών αερίων, τον καθηλωμένο εδώ και εκατομμύρια χρόνια στο υπέδαφος άνθρακα (κάρβουνο, πετρέλαιο κτλ), διαταράσσοντας την ισορροπία της συγκέντρωσης του CO2 στην ατμόσφαιρα4. Οι σημερινές συγκεντρώσεις του CO2 αγγίζουν πλέον το 0,040%. Την ανώτερη τιμή εδώ και εκατομμύρια χρόνια3! Θα πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι η αύξηση αυτή θεωρείται ταχύτερη από εκείνη που προκλήθηκε από τα ηφαίστεια κατά τη δημιουργία της Παγγαίας και ότι τότε οι κλιματικές αλλαγές οδήγησαν στην εξαφάνιση του 90% των ζωικών ειδών13. Τι επίδραση είχε αυτό στη θερμοκρασία; Από το 1850 η μέση θερμοκρασία της Γης έχει αυξηθεί κατά 1,1°C σε σχέση με την προβιομηχανική εποχή και μάλιστα τα δύο τρίτα αυτής της ανόδου έχουν συντελεστεί μετά το 1980! Δηλαδή με ολοένα επιταχυνόμενο ρυθμό5,6,16.
Τα τελευταία 8 χρόνια ήταν τα θερμότερα που έχουν καταγραφεί ποτέ.
Πηγή: Copernicus.
Πόσο σημαντική είναι η ατμόσφαιρα και πόσο επηρεάζουν οι αλλαγές στη σύστασή της;
Η ατμόσφαιρα βοηθάει τον πλανήτη να διατηρήσει τη θερμοκρασία του, παγιδεύοντας την εσωτερική του θερμότητα. Χωρίς τα αέρια του θερμοκηπίου, η μέση θερμοκρασία της επιφάνειας της Γης θα ήταν περίπου -18 Κελσίου7. Δεν είναι όμως όλα τα αέρια εξίσου αποτελεσματικά. Το άζωτο και το οξυγόνο για παράδειγμα δε συμβάλουν σημαντικά στη θερμομόνωση, παρότι αποτελούν το 99% της ατμόσφαιρας κατ’ όγκο. Αντίθετα το νερό (H₂O, με τη μορφή υδρατμών), το διοξείδιο του άνθρακα (CO2), το μεθάνιο (CH₄) και το όζον (O₃) είναι αυτά που κάνουν τη διαφορά. Τα ονομάζουμε αέρια του θερμοκηπίου και πολύ σπάνια θα ξεπεράσουν το 1% (όγκο ενός λίτρου ανά κυβικό μέτρο). Από τη βιομηχανική επανάσταση και μετά τα CO2 και CH₄ παρουσιάζουν σαφείς τάσεις αύξησης, τα αίτια της οποίας είναι χωρίς καμία αμφιβολία ανθρωπογενή1,17. Μάλιστα αυτό που φαίνεται περισσότερο επικίνδυνο είναι το CO2.
Η Γη είχε πάντα στην ατμόσφαιρα της CO2. Πριν την εμφάνιση της ζωής η περιεκτικότητα της ατμόσφαιρας σε CO2 ήταν 50 φορές μεγαλύτερη απ’ τη σημερινή2. Εκείνη την εποχή η θερμοκρασία ήταν πολύ υψηλότερη παρότι η τάση για υπερθέρμανση αντισταθμιζόταν εν μέρει απ’ τη μικρότερη λαμπρότητα (70% της σημερινής) του νεαρότερου τότε ήλιου8. Η εμφάνιση και η εξέλιξη της ζωής πρόσθεσε έναν νέο γεωχημικό κύκλο του άνθρακα αλλάζοντας σταδιακά το κλίμα. Τα φυτά καθηλώνουν τον άνθρακα μέσω της φωτοσύνθεσης και τα ζώα καταναλώνοντας τα φυτά τον αποδίδουν και πάλι στην ατμόσφαιρα μέσω της αναπνοής τους. Με τη πάροδο του γεωλογικού χρόνου η ισορροπία κλίνει προς την καθήλωση του άνθρακα στη βιομάζα. Ταυτόχρονα η συνεχώς μειούμενη συχνότητα ηφαιστειακών εκρήξεων συνεισφέρει στη μείωση των συγκεντρώσεων διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα14.
Η παγκόσμια αύξηση της θερμοκρασίας από το 1850, από πέντε διαφορετικές πηγές12.
Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή υπηρεσία Copernicus τα τελευταία 8 χρόνια ήταν τα πιο ζεστά από το 1850 24. Το 2022 oι ωκεανοί του πλανήτη ήταν πιο θερμοί που έχουν καταγραφεί ποτέ, ενώ οι συγκεντρώσεις διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα έφθασαν κατά μέσο όρο τα 0,0417% 24 το υψηλότερο επίπεδο εδώ και πάνω από δύο εκατομμύρια χρόνια σύμφωνα με το C3S 24.
Το αν υφίσταται λοιπόν ή όχι κλιματική αλλαγή και αν αυτή είναι ανθρωπογενής δεν είναι θέμα προς διαπραγμάτευση. Ο William R. L. Anderegg το 2010, στην οποία ανέλυσε 1372 έρευνες σχετικά με την επιστήμη του κλίματος και βρήκε ότι το 97% συμφωνούσε με το γεγονός ότι η κλιματική αλλαγή υφίσταται και έχει ανθρωπογενή αίτια. έβγαλε και ο John Cook το 2013, ο οποίος εξέτασε 11.944 μελέτες καταλήγοντας στο ίδιο ποσοστό 97%. Όλα τα δεδομένα επανεξετάστηκαν το 2016 καταλήγοντας για μια ακόμα φορά στο ίδιο αποτέλεσμα18. Για τα δεδομένα της επιστημονικής κοινότητας τα ποσοστά αυτά είναι τεράστια. Υπάρχει δηλαδή καθολική ομοφωνία.
Τι θα συμβεί στο άμεσο μέλλον;
Η μέση θερμοκρασία του πλανήτη είναι 15°C. Αν δε ληφθεί κανένα απολύτως μέτρο και με τους τρέχοντες ρυθμούς εκπομπών αερίου του θερμοκηπίου, η αύξηση της θερμοκρασίας ενδεχομένως να φτάσει τους 8°C έως το 210014, ενώ με τους συμφωνημένους περιορισμούς εκπομπών που έθεσε η Διακυβερνητική Επιτροπή για την αλλαγή του κλίματος, τα κλιματικά μοντέλα προβλέπουν αύξηση έως και 5°C μέχρι το τέλος του αιώνα22. Θα πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι τέτοιες επιφανειακές θερμοκρασίες δεν έχουν υπάρξει στον πλανήτη εδώ και πολλά εκατομμύρια χρόνια και ότι η εξέλιξη των σημερινών οργανισμών συντελέστηκε σε θερμοκρασίες χαμηλότερες των 15°C.
Καπιταλισμός και οικολογική κρίση. Σκίτσο του ΚάρλοςΛατούφ.
Το άρθρο αυτό σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως καταστροφολογικό. Δεν είναι ο σκοπός του να τρομάξει. Από την κλιματική αλλαγή δεν κινδυνεύει ούτε ο πλανήτης, ο οποίος έχει επανέλθει από πολύ μεγαλύτερες καταστροφές και κατά πάσα πιθανότητα ούτε ο άνθρωπος ως είδος. Αυτό που κινδυνεύει είναι η ανθρωπότητα, δηλαδή οι κοινωνίες όπως τις έχουμε διαμορφώσει. Ο πολιτισμός, η τεχνολογία και κυρίως το πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό σύστημα. Αυτό θα καταρρεύσει.
Καπιταλισμός και οικολογική κρίση.
Σήμερα το 11% της χέρσου είναι καλλιεργούμενες εκτάσεις και το 26% βοσκότοποι. Δηλαδή το 37% χρησιμοποιείται για να θρέψει και να ντύσει ένα και μόνο είδος14,23. Για τις υπόλοιπες ανθρώπινες χρήσεις, αστικές, βιομηχανικές κτλ αφιερώνεται το 31% 23. Έτσι για τη λεγόμενη άγρια ζωή απομένει μόλις το 32%, παρότι ούτε αυτό μπορεί να θεωρηθεί εντελώς αδιατάραχτο. Η κλιματική κρίση που βιώνουμε λοιπόν, είναι υπαρκτή, είναι ανθρωπογενής και οφείλεται σε ένα σύστημα που σκοπό έχει την κυριαρχία πάνω στη φύση. Ένα σύστημα που αντιμετωπίζει τη βιόσφαιρα ως κάτι δίχως εγγενή αξία, ως έναν πόρο που πρέπει να αξιοποιηθεί από το κεφάλαιο, που βλέπει το περιβάλλον ως αντικείμενο της αγοραίας κερδοσκοπίας. Ένα οικονομικό σύστημα που θεωρεί ότι ο ανταγωνισμός είναι η μηχανή της κοινωνικής προόδου και βασίζει την ύπαρξη του στη ατέρμονη και με κάθε κόστος ανάπτυξη. Ένα σύστημα τελικά άπληστο, σε ένα πλανήτη με πεπερασμένους πόρους και εύθραυστες ισορροπίες.
Γι αυτό και η οικολογία σήμερα δε μπορεί να σταθεί ως μονοδιάστατο κίνημα, αγνοώντας τα ταξικά ζητήματα και χωρίς να αμφισβητεί τα θεμελιώδη αξιώματα του συστήματος της ελεύθερης αγοράς. Οικολογία και καπιταλισμός είναι έννοιες αντίθετες και κάθε προσπάθεια σταδιακής και εκ των έσω αναμόρφωσης του σημερινού συστήματος είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Οικολογική πολιτική δε μπορεί να σημαίνει βελτιωμένες μέθοδοι κυριαρχίας πάνω στο περιβάλλον. Η οικολογική δράση ή είναι επαναστατική δράση ή δεν είναι απολύτως τίποτα.
Είναι φυσικό λοιπόν το σύστημα αυτό που διψά ασυγκράτητα για κατανάλωση, να αντιλαμβάνεται κάθε είδους περιορισμό ως απειλή για την ύπαρξη του. Και φύσει τυχοδιωκτικό, από τη μία χρησιμοποιεί την κλιματική αλλαγή όπου μπορεί προς όφελός του, για παράδειγμα πουλώντας εναλλακτική πράσινη ανάπτυξη, αλλά και ως άλλοθι όπως είδαμε πρόσφατα, ώστε να αποφύγει αποζημιώσεις προς τους αγρότες που επλήγησαν από τον καιρό. Ταυτόχρονα όμως παραπληροφορεί, επιστρατεύει κάθε είδους ψευδοεπιστήμη και εκτρέφει μια στρατιά γραφικών και ηλίθιων αρνητών, που νομίζουν ότι αρνούμενοι την κλιματική αλλαγή αντιστέκονται στην ελίτ, ενώ ουσιαστικά, με το να μην πράττουν τίποτα εξυπηρετούν τα συμφέροντά της.
12 Τα δεδομένα μέσης θερμοκρασίας σε παγκόσμια κλίμακα από τη NASA, τη NOAA, το Berkeley Earth και τα μετεωρολογικά γραφεία του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιαπωνίας, τα οποία δείχνουν την επιστημονική συναίνεση σχετικά με την πρόοδο και την έκταση της υπερθέρμανσης του πλανήτη.
Αυτός ο κηφήνας έχει υποστεί μια γενετική μετάλλαξη, αποτέλεσμα ενδογαμίας, η οποία του έδωσε αυτά τα κίτρινα μάτια. Δεν είναι λειτουργικά. Στην ουσία είναι τυφλός. Θα ζήσει μια φυσιολογική ζωή μέχρι να βγει από την κυψέλη για να ζευγαρώσει. Τότε η δυσλειτουργία των ματιών του θα τον προδώσει.
Οι κηφήνες, σε αντίθεση με την κοινή πεποίθηση, είναι εκπληκτικά όντα. Αν παρομοιάζαμε το μελίσσι με ένα φυτό τότε οι εργάτριες θα ήταν οι ρίζες του, τα φύλλα του, ο κορμός του. Η βασίλισσα ο ύπερος και ο κηφήνας οι στήμονες του άνθους. Ο κηφήνας προκύπτει από αρρενοτόκο παρθενογένεση, δηλαδή από αγονιμοποίητο ωάριο και γι αυτό φέρει μόνο το γονιδίωμα της μητέρας του. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχει πατέρα, έχει όμως παππού, ενώ επίσης θα αποκτήσει αποκλειστικά κόρες.
Οι κηφήνες δεν διαθέτουν προβοσκίδα με αποτέλεσμα να μη μπορούν να συλλέξουν μέλι, αλλά ούτε και κεντρί και έτσι δε μπορούν να τσιμπήσουν. Δεδομένου ότι η φυσική επιλογή οδήγησε τις μέλισσες (apis mellifera) στο ζευγάρωμα έξω και μακριά από την κυψέλη, ώστε να αποφευχθούν οι αιμομιξίες (όλα τα μέλη μιας κυψέλης είναι παιδιά της βασίλισσας), οι κηφήνες εξελίχθηκαν να έχουν πολύ μεγαλύτερα μάτια και εξαιρετική όραση ώστε να εντοπίζουν βασίλισσες από μεγάλες αποστάσεις.
Τα αρσενικά από τα θηλυκά μέλη της κυψέλης παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές ως προς τα μορφολογικά τους χαρακτηριστικά. Όμως στις μέλισσες, όπως και σε άλλα έντομα, παρουσιάζονται κάποιες φορές άτομα με μορφολογικά χαρακτηριστικά και από τα δύο φύλα, ένα φαινόμενο που ονομάζεται γυνανδρομορφισμός. Δηλαδή άτομα με ιστούς εν μέρει κηφήνων και εν μέρει εργατριών. Στα γυνανδρόμορφα άτομα όμως ο συνδυασμός των χαρακτηριστικών των δύο φύλων δεν επεκτείνεται στον αναπαραγωγικό ιστό τους. Τα άτομα αυτά έχουν αμιγή αναπαραγωγικά όργανα του εκάστοτε φύλου και ως προς αυτό διαφέρουν από τα ερμαφρόδιτα άτομα.
Το πρόσωπο μιας μέλισσες (Megalopta amoena) της οποίας το μισό κεφάλι είναι θηλυκό και το μισό αρσενικό. Ένα φαινόμενο που ονομάζεται γυνανδρομορφισμός.
Οι επιστήμονες θεωρούν ότι τα κίτρινα μάτια στους κηφήνες (σε άλλες περιπτώσεις μπορούν να είναι και άσπρα) οφείλονται στο φαινόμενο του γυναδρομορφισμού. Οι κηφήνες προκύπτουν από παρθενογένεση, έτσι έχουν μόνο ένα χρωμόσωμα, με αποτέλεσμα όταν εμφανίζεται μια σπάνια γενετική μετάλλαξη να εκφράζεται πάντα. Έχουν παρατηρηθεί επίσης κηφήνες με πόδια εργάτριας, με ένα μάτι εργάτριας και ένα κηφήνα και άλλα περίεργα.
Συχνά αποδίδεται στον Άλμπερτ Αϊνστάιν μια ρήση σύμφωνα με την οποία «Αν κάποτε οι μέλισσες αφανιστούν από προσώπου γης, δεν θα απομείνουν στον άνθρωπο παραπάνω από τέσσερα χρόνια ζωής». Μάλιστα αναπαράγεται τόσο πολύ τα τελευταία χρόνια μέσω διαδικτύου που την υιοθέτησαν μέχρι και Υφυπουργοί του ΥπΑΑΤ όπως μπορείτε να δείτε εδώ. Το είπε όντως ο Αϊνστάιν; Και κατά πόσο ισχύει;
Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι ο Αϊνστάιν έχει κάνει αυτή τη δήλωση για τις μέλισσες. Το όνομά του πιθανότατα συνδέθηκε με αυτές και τα καταστροφολογικά αυτά σενάρια, από το Καναδικό περιοδικό Canadian Bee Journal και συγκεκριμένα, όπως αναφέρουν τα Ελληνικά Hoaxes, στο φύλλο 49 (σελίδα 13) του έτους 1941 όπου ο συντάκτης αναφέρει ότι «…αν θυμάμαι καλά ήταν ο Αϊνστάιν ο οποίος είπε ότι αν εκλείψουν οι μέλισσες από τη γη θα προκληθεί «εγκεφαλικό επεισόδιο» καθώς τουλάχιστον εκατό χιλιάδες φυτά δεν θα καταφέρουν να επιβιώσουν».
Αργότερα το 1951, ο Αϊνστάιν απαντά σε μια επιστολή μαθητών οι οποίοι τον ρωτούν αν θα ήταν δυνατό να υπάρξουν έμβια όντα στη γη, χωρίς το φως του ήλιου, γράφοντας ότι «Χωρίς το φως του ήλιου: δεν θα υπήρχε σιτάρι, ούτε ψωμί, ούτε γρασίδι, ούτε βοοειδή, ούτε κρέας, ούτε γάλα , κι όλα θα πάγωναν. Δεν θα υπήρχε ζωή.» Και ενώ ούτε αυτός ούτε οι μαθητές αναφέρουν κάπου τις μέλισσες, αυτή η επιστολή σε συνδυασμό με τη δημοσίευση του Καναδικού περιοδικού προκαλεί σύγχυση συνδέοντας το όνομά του με τις μέλισσες.
Το 1966 το περιοδικό The Irish Beekeeper πηγαίνει τα πράγματα ακόμα παραπέρα αναφέροντας ότι Αϊνστάιν υπολόγισε και τον χρόνο που απομένει στην ανθρωπότητα μετά την εξαφάνιση των μελισσών «Ο καθηγητής Αϊνστάιν, ο γνωστός επιστήμονας, υπολόγισε ότι εάν εξαφανιστούν όλες οι μέλισσες από τη γη, τέσσερα χρόνια αργότερα, όλοι οι άνθρωποι θα εξαφανιστούν».Η Alice Calaprice συντάκτρια της συλλογής με τα αποφθέγματα του Αϊνστάιν (The Ultimate Quotable Einstein, 2010) ανέφερε ότι το ρητό δεν είναι πιθανότατα του Αϊνστάιν.
Ο Αϊνστάιν δεν το είπε. Τουλάχιστον όχι έτσι ακριβώς.
Ας δούμε όμως κατά πόσο ισχύει και αν έχει επιστημονική βάση η ρήση ανεξάρτητα από το ποιος την είπε. Η σημασία των μελισσών για το περιβάλλον αλλά και τον πολιτισμό μας είναι αδιαμφισβήτητη. Επικονιάζουν το 85% των καλλιεργούμενων φυτών και το 75% της αυτοφυούς βλάστησης. Η παραγωγή φρούτων, λαχανικών, καρπών, σπόρων εξαρτάται απόλυτα απ’ αυτές και μια πιθανή εξαφάνιση θα οδηγούσε σε κατάρρευση της παραγωγής.
Για να συνειδητοποιήσουμε το μέγεθος της σημασίας τους αξίζει απλά να σημειωθεί ότι κάθε χρόνο το 70% όλων των μελισσιών των ΗΠΑ, δηλαδή 1,7 εκατομμύρια μελίσσια (!) μεταφέρονται στην Καλιφόρνια για να επικονιάσουν την αμυγδαλιά. Ο Μωρίς Μαίτερλινκ συγγραφέας του Η ζωή των μελισσών του 1901, έλεγε -προκλητικά- ότι ουσιαστικά οφείλουμε τον πολιτισμό μας στην μέλισσα.
Αν εξαφανιστούν λοιπόν οι μέλισσες δεν μας απομένουν παρά 4 χρόνια ζωής; Σύμφωνα με τον κ. Γιώργο Γκόρα, Επίκουρο Καθηγητή Μελισσοκομίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, αν οι μέλισσες εκλείψουν από τη γη, η ανθρωπότητα θα στραφεί στις ανεμόφιλες καλλιέργειες όπως το ρύζι, το σιτάρι και το καλαμπόκι που δεν χρειάζονται τα έντομα. Θα βιώσουμε μια μεγάλη επισιτιστική κρίση, η διατροφή μας θα γίνει μονότονη, φτωχότερη και κακής ποιότητας καθώς θα είναι κυρίως αμυλούχα όμως μην ξεχνάμε ότι οι μονοκαλλιέργειες όπως αυτή των δημητριακών έχουν μεγάλες αποδόσεις. Τα 4 χρόνια είναι πολύ μικρό διάστημα για να χαθεί η ανθρωπότητα.
Δε μπορούμε να πούμε με σιγουριά τι θα συμβεί αν χαθούν οι μέλισσες. Θα είναι μια τεράστια αλλαγή για το περιβάλλον και τον πολιτισμό μας. Πιθανότατα η ανθρωπότητα να επιβιώσει, παρά τις αντιξοότητες. Η σημασία των μελισσών είναι πολύ μεγάλη για τη ζωή όπως την ξέρουμε. Εξελίχθηκαν μαζί με τα ανθοφόρα φυτά πριν από 100εκ. χρόνια αλλάζοντας ριζικά τον πλανήτη, ο οποίος από τότε και έπειτα απέκτησε χρώματα, αρώματα και σχήματα. Μια πιθανή απώλειά τους θα σημάνει και το τέλος όλων αυτών. Οι μέλισσες και τα έντομα γενικότερα αντιμετωπίζουν πράγματι τον κίνδυνο της εξαφάνισης, όμως το να αποδίδουμε ακραία καταστροφολογικά σενάρια σε σημαίνοντα πρόσωπα δεν είναι η λύση για την ευαισθητοποίηση του κόσμου.
πηγές: Ελληνικά Hoaxes Γιατί χάνονται οι μέλισσες; (Podcast lifo)
Πρακτική μελισσοκομία – Ανδρέας Θρασυβούλου
Η ζωή σήμερα, άλλοτε, αλλού και στο μέλλον – Γιάννης Μανέτας