Την ώρα που η Τουρκία φτιάχνει δάση μελιού η Ελλάδα διώκει τη μελισσοκομία !

Η Ελλάδα και η Τουρκία είναι οι μόνες χώρες που παράγουν πευκόμελο. Για την Ελλάδα μάλιστα η παραγωγή πευκόμελου αποτελεί το 60% της παραγωγής. Την ώρα όμως που η Τουρκία προοδεύει, στηρίζοντας έμπρακτα την παραγωγή και δημιουργώντας δάση, η Ελλάδα καίει, καταστρέφει τα ήδη υπάρχοντα και διώκει τη μελισσοκομία.

Τα τελευταία δεπέντε χρόνια στην Τουρκία, τέθηκε σε εφαρμογή από τη Γενική Διεύθυνση Δασών το πρόγραμμα «Σχέδιο Δράσης για Δάση Μελιού» με το οποίο δημιουργήθηκαν συνολικά 700 δάση μελιού! Μελισσοκομικά δάση ονομάζονται οι δασικές εκτάσεις που είτε προϋπήρχαν είτε δημιουργήθηκαν με τη φύτευση των κατάλληλων, ανάλογα την περιοχή, μελισσοκομικών φυτών, στις οποίες πραγματοποιήθηκαν έργα που διευκολύνουν την πρόσβαση (διάνοιξη δασικών δρόμων) και εγκατάσταση μελισσοσμηνών.

Οι Τούρκοι κατάφεραν με μελετημένες δενδροφυτεύσεις, από το Υπουργείο Γεωργίας και τη Δασική Υπηρεσία, να εμπλουτίσουν, ακόμα και υποβαθμισμένα δάση, όπως για παράδειγμα αυτό της Αδριανούπολης στο οποίο φύτευσαν 130.000 δέντρα, με αποτέλεσμα να αναγεννηθεί.

Κατασκεύασαν από θέσεις για μελισσοκομεία με ξύλινες βάσεις, μέχρι και ποτίστρες με νερό για τις μέλισσες, ειδικά φτιαγμένες ώστε να μην πνίγονται.

Με αυτό τον τρόπο και μέσα σε μια δεκαπενταετία η Τουρκία κατάφερε να ανέβει στη δεύτερη θέση παγκοσμίως στην παραγωγή μελιού. Από 81.000 τόνους το 2010, έφτασε τους 110.000 το 2019, με τις κυψέλες να παρουσιάζουν επίσης άνοδο από τα 5,6εκ στα 8εκ.

Την ίδια στιγμή στην Ελλάδα οι κυψέλες εντάσσονται στο νόμο περί αυθαιρέτων, η μελισσοκομία διώκεται και η Εύβοια αφέθηκε να καεί. Οι Δασικές Υπηρεσίες, η Πολιτική Προστασία, η Αστυνομία και η Πυροσβεστική αντί να διευκολήνουν τους παραγωγικούς κλάδους, όπως γίνεται στη γείτονα χώρα, εκδίδουν απαγορευτικές διατάξεις, αυθαίρετα, παραβιάζοντας ισχύοντες νόμους.

Οι Δασικές Υπηρεσίες στην Ελλάδα αντί να δημιουργήσουν χώρους για τα μελίσσια, δεδομένου ότι και η παρουσία των μελισσών στα δάση είναι επιτακτική, καθώς το 86% των δασικών ειδών επικονιάζεται από αυτές, θεωρούν την κυψέλη ως αυθαίρετο και εφαρμόζουν το νόμο για τους καταπατητές (998/1979), στέλνοντας «προσκλήσεις κατεδάφισης των μελισσιών» ακόμα και σε ερευνητικά μελισσοκομία όπως αυτό του Ινστιτούτου Μεσογειακών και Δασικών Οικοσυστημάτων.

Παράλληλα είδαμε την Εύβοια, όπου βρίσκονταν το ένα απ’ τα τρία μεγάλα πευκοδάση της χώρας, να αφήνεται στην τύχη του να καεί απ’ άκρη σ’ άκρη και την ασύλληπτη καταστροφή απ’ τις πυρκαγιές στη Ρόδο αλλά και στον Έβρο. Η παρακμή είναι διάχυτη. 

Ο Άνθρωπος που Φύτευε Δέντρα

Η αλληγορική ιστορία του Γάλλου συγγραφέα Ζαν Ζιονό που γράφτηκε το 1953 είναι μία εμβληματική νουβέλα του οικολογικού κινήματος. Το 1987 μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη, από τον Φρεντερίκ Μπακ, ο οποίος δημιούργησε ένα Animation ύμνο στην αρμονική συμβίωση ανθρώπου και φύσης.

Περιγράφει την ιστορία ενός βοσκού, του Ελζεάρ Μπουφιέ, που επί 30 χρόνια φύτευε δένδρα σε μια ερημωμένη και άνυδρη κοιλάδα στους πρόποδες των Άλπεων στη Προβηγκία, με αποτέλεσμα να τη μεταμορφώσει σε πραγματικό δάσος με πλούσια βλάστηση, ρυάκια και λίμνες, πουλιά και ζώα.

Στις αρχές του 20ου αιώνα, ένας περιηγητής επισκέπτεται μια απομονωμένη ορεινή περιοχή της Γαλλίας. Ανακαλύπτει ένα τόπο παρατημένο, με τους λιγοστούς κατοίκους του να οδηγούνται από τις κακουχίες, στο μίσος και την τρέλα. Εκτός από τον Ελζεάρ Μπουφιέ, έναν μεσήλικα βοσκό που γαλήνια ξεδιαλέγει σπόρους βελανιδιάς και τους φυτεύει στις άγονες πλαγιές. Μαγεμένος από τη μοναχική αλλά γαλήνια ζωή του, ο νεαρός περιηγητής αποφασίζει να μείνει για λίγο μαζί του.

Αργότερα όμως αφήνει το βοσκό και επιστρέφει στο σπίτι του, ενώ όταν ξεσπά ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος θα αναγκαστεί να πάρει μέρος σ’ αυτόν. Το 1920 με ψυχοσωματικά από τον πόλεμο και καταθλιπτικός αποφασίζει να επισκεφτεί ξανά το βοσκό για να αναπνεύσει καθαρό αέρα όπως έλεγε. Με έκπληξη διαπιστώνει ότι ο Ελζεάρ έχει καλλιεργήσει, σπόρο-σπόρο, ένα ατελείωτο δάσος, μετατρέποντας την περιοχή σε έναν φυσικό παράδεισο.

«Οι βελανιδιές του 1910 ήταν τώρα δέκα χρονών, πιο ψηλές από μένα κι από κείνον. Το θέαμα ήταν εντυπωσιακό. Είχα μείνει κυριολεκτικά άναυδος και, καθώς ήταν κι εκείνος λιγομίλητος, περάσαμε όλη τη μέρα σιωπηλοί, περπατώντας μέσα στο δάσος του. Είχε μόνο 4 πρόβατα τώρα, αλλά είχε πάνω από 100 μελίσσια. Είχε παρατήσει τα πρόβατα γιατί απειλούσαν τα νεαρά δεντράκια. Ο πόλεμος δεν τον είχε επηρεάσει και είχε συνεχίσει ατάραχος την σπορά του.»

Δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι ο Ελζεάρ Μπουφιέ ήταν όντως υπαρκτό πρόσωπο, παρότι η κόρη του συγγραφέα είχε χαρακτηρίσει τη νουβέλα ως «μια οικογενειακή ιστορία». Σε κάθε περίπτωση, ο Ζιονό αποτίνει φόρο τιμής στον ανώνυμο όσο και άγνωστο βοσκό που ίσως κάπου να υπάρχει αληθινά και στο πρόσωπό του τιμώνται όλοι εκείνοι που νιώθουν πως με κάποιο τρόπο πρέπει να δράσουν και να σώσουν ό,τι σώζεται. Ο Φρεντερίκ Μπακ τιμήθηκε με το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας Κινουμένων Σχεδίων μικρού μήκους το 1988.

Ο Άνθρωπος που Φύτευε Δέντρα aka The Man Who Planted Trees / L’ Homme qui Plantait des Arbres
1987 | Έγχρ. | Διάρκεια: 30′ | Καναδάς | Σκηνοθεσία: Φρεντερίκ Μπακ | Βασισμένο στη νουβέλα του Ζαν Ζιονό

20.000 Είδη Μελισσών της Εστιμπαλίθ Ουρεσόλα Σολαγκουρέν

Μπορεί το καλοκαίρι να βρίσκεται προ των πυλών, όμως ένα οκτάχρονο αγόρι που νοιώθει κορίτσι προσπαθεί να κατανοήσει τις σεισμικές αλλαγές που συντελούνται στον εύθραυστο εσωτερικό του κόσμο. Η μητέρα του στέκει ενθαρρυντικά στο πλευρό του, ο περίγυρος του όμως αντιμετωπίζει την όλη συμπεριφορά του ως ένα παιδικό καπρίτσιο. Το παιδί με γενναιότητα θα προσπαθήσει να βρει τον εαυτό του και να τον συστήσει από την αρχή στους άλλους. Η ταινία της Εστιμπαλίθ Ουρεσόλα Σολαγκουρέν είναι ένα τρυφερό ταξίδι αυτογνωσίας και αποδοχής.

«Πως γίνεται εσείς να ξέρετε ποιοι είστε κι εγώ όχι», ρωτά σε μια στιγμή ο οχτάχρονος Αϊτόρ τον αδελφό και την μητέρα του, η οποία επιμένει να τον φωνάζει με το όνομα που του έδωσαν, ακόμη κι αν εκείνος προτιμά το δίχως συγκεκριμένο γένος «Κοκό» και ψάχνει στην πραγματικότητα ένα όνομα στο οποίο να ακούει το κορίτσι που είναι σίγουρος ότι είναι ο αληθινός εαυτός του, και το οποίο μπορεί να είναι Λουσία.

Στην διάρκεια ενός καλοκαιριού στην βάσκικη εξοχή, ο Αϊτόρ, ή Κοκό, ή Λουσία θα κάνουν ένα απόλυτα φυσικό αλλά και γεμάτο εμπόδια ταξίδι προς τον αληθινό τους εαυτό. Φυσικό όταν η διαδρομή τους είναι εσωτερική, όταν οι ίδιοι κοιτάζουν προς το κέντρο του ψυχισμού, προς το μυαλό και την καρδιά τους, γεμάτο εμπόδια, όταν βλέπουν την εικόνα τους, τα θέλω τους, να αντανακλώνται στα μάτια των άλλων, όταν τα ονόματά τους προφέρονται από τα χείλη των γύρω τους. Ακόμη κι αν οι γονείς της μοιάζουν ανοιχτόμυαλοι («δεν υπαρχουν αγορίστικα και κοριτσίστικα πράγματα» λέει η μητέρα της), ακόμη κι αν η ευρύτερη οικογενειά της είναι γεμάτη αγάπη, υπάρχουν πράγματα που δεν μπορούν να καταλάβουν πράγματα που δυσκολεύονται να αποδεχτούν.

Η Εστιμπαλίθ Ουρεσόλα Σολαγκουρέν απεικονίζει αυτό το χάσμα ανάμεσα στα όσα η μικρή ηρωίδα της νιώθει και ξέρει και όσα οι γύρω της προσπαθούν να μάθουν, σε μια ταινία που είναι γεμάτη αγάπη και κατανόηση για όλους τους χαρακτήρες της. Ενα φιλμ που παίρνει τον χρόνο του για να εισάγει τον θεατή του στον πλούσιο, σύνθετο, τρισδιάστατο κόσμο του και που δεν προσπαθεί να εξηγήσει αλλά να σε οδηγήσει να καταλάβεις με γνώμονα το συναισθημα και την αθωότητα με την την οποία βλέπει τον κόσμο ένα παιδί.

Με μια αληθινά αξιοθαύμαστη ερμηνεία από την μικρή Σοφία Οτέρο που ξεχειλίζει ωριμότητα, βάθος και αλήθεια κι όλους τους υπόλοιπους ηθοποιούς γύρω της να την στηρίζουν με τρόπο εξαιρετικό, το «20,000 Species of Bees», συνθέτει έναν συναρπαστικό μικρόκοσμο ανθρώπων και ιδεών στον οποίο σε εισάγει σιγα σιγά, μα σε κάνει γρήγορα κομμάτι του, σε εμπλέκει με έναν αδιόρατο μα αδιάρρηκτο τρόπο.

Δίχως υπερβολικές κορυφώσεις, χωρίς να ανεβάζει ποτέ τους τόνους σε συναισθηματικά ή αφηγηματικά κρεσέντο, με τον ρυθμό να πάλλεται όπως οι ανάσες των ηρώων του, το φιλμ είναι ηθελημένα χαμηλότονο στο ύφος του, προκειμένου να αφήσει χώρο στην ιστορία του να ξεδιπλώσει τις πτυχές της και να σε συνεπάρει στην τρυφερή διαδρομή του.

20.000 Είδη Μελισσών aka 20,000 Species of Bees / 20.000 Especies de Abejas
2023 | Έγχρ. | Διάρκεια: 128′ | Ισπανία | Σκηνοθεσία: Εστιμπαλίθ Ουρεσόλα Σολαγκουρέν Πρωταγωνιστούν: Σοφία Οτέρο, Πατρίτσια Λόπεζ Αρναϊθ.

Πηγές από: Flix.gr, filmy.gr

Η απεργία πείνας των μελισσοκόμων

Το 1975 έξω από τα σκαλιά του Υπουργείου Γεωργίας, μελισσοκόμοι πραγματοποιούν την πρώτη απεργία πείνας στην αγροτική ιστορία της χώρας. Κυριότερη αιτία είναι η αλόγιστη χρήση μελισσοτοξικών φυτοφαρμάκων.

Της απεργίας πρωτοστατεί ο μελισσοκόμος Κώστας Μανιάς με πολυήμερη απεργία πείνας, έπειτα από ολοκληρωτική καταστροφή που υπέστη το μελισσοκομείο του στις πορτοκαλιές του Άργους. Παρότι οι γραμματικές γνώσεις του Μανιά περιορίστηκαν στο απολυτήριο ενός κατοχικού Δημοτικού Σχολείου, έγραψε κοντά στα 10 βιβλία και 30 δοκίμια, σε ένα εκ των οποίων περιγράφει την οργάνωση του αγώνα των μελισσοκόμων του Άργους. Είναι αυτός που έγραψε το εμβληματικό «Πέτρο αγόρι μου!», ένα ατελείωτο μοιρολόι στον γιο του τον Πέτρο, εθελοντή πυροσβέστη, που έχασε τη ζωή του, στις φωτιές της Βαρυμπόμπης τον Αύγουστο του 2021.

Έπειτα από αυτές τις απεργιακές κινητοποιήσεις, δόθηκαν για πρώτη φορά άδειες για μελισσοκομικά φορτηγά στους κατ’ επάγγελμα μελισσοκόμους, ενώ ορίστηκαν (Ν 721/1977) οι όροι και οι προϋποθέσεις χρήσης μελισσοτοξικών φαρμάκων από τους καλλιεργητές. Για αρκετά χρόνια επαναλαμβάνονταν συστάσεις προς τους αγρότες με εγκυκλίους, ανακοινώσεις και δημοσιεύματα από τις κατά τόπους γεωργικές υπηρεσίες και σταδιακά, χρόνο με το χρόνο η κατάσταση βελτιώθηκε.

Σημαντικό ρόλο έπαιξε και το περίφημο πείραμα της Λαμίας (Σεπ. 1973) που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Η Μέλισσα” και αποδείκνυε ότι όταν δεν υπάρχουν μέλισσες λόγω της χρήσης εντομοκτόνων, δεν καρποφορεί η μηδική.

Πράσινο μέλι από ακτινίδιο

Πριν από 10 χρόνια ο μελισσοκόμος Αλέκος Σαμαράς από τη Νάουσα παρατήρησε ότι κάποια μελίσσια του συνέλεξαν και αποθήκευσαν πράσινο μέλι. Αφού έστειλε δείγμα στο εργαστήριο του ΑΠΘ βρέθηκε ότι το μέλι προέρχονταν από ακτινιδιές. Όμως το ακτινίδιο δίνει μόνο γύρη και καθόλου μέλι.

Η χαλαζόπτωση της προηγούμενης χρονιάς είχε καταστρέψει τη σοδειά με αποτέλεσμα οι αγρότες να αφήσουν τους τραυματισμένους καρπούς στα δέντρα. Οι μέλισσες συνέλεξαν τον χυμό από τους καρπούς και τον μετέτρεψαν σε μέλι. Πράσινο μέλι είχε αναφερθεί και το 2007 στις Φιλιππίνες όταν μέλισσες μάζευαν χλωροφύλλη από πράσινα φύκια, αλλά και το 2012 στη Γαλλία από χρωστικές ουσίες που συνέλεγαν μέλισσες κοντά στο εργοστάσιο παραγωγής καραμελών m&m.

Το «ακτινιδόμελο» αφού αναλύθηκε βρέθηκε να περιέχει παρόμοια συγκέντρωση σακχάρων με ένα συνηθισμένο μέλι, αγωγιμότητα και υγρασία εντός νομοθετημένων ορίων, αλλά με ιδιαίτερα υψηλή HMF, οξύτητα και καθόλου δραστηριότητα του ενζύμου διαστάση.

Η γυρεοσκοπική ανάλυση έδειξε μεγάλο αριθμό γυρεοκόκκων από κισσό (70%) αλλά και άλλα φυτά που ήταν ανθισμένα εκείνη την εποχή, δείχνοντας ότι η ανάλυση αυτή από μόνη της σε μερικές περιπτώσεις είναι δυνατόν να οδηγήσει σε λανθασμένα αποτελέσματα και ότι για να προσδιοριστεί μια αμιγή κατηγορία μελιού θα πρέπει να συνοδεύεται και από εκτίμηση φυσικοχημικών και οργανοληπτικών χαρακτηριστικών.

Μια εβδομάδα μετά τη συλλογή το «ακτινιδόμελο» κρυστάλλωσε με πολύ λεπτούς κρυστάλλους δημιουργώντας κάτι σαν μέλι κρέμα. Τα οργανοληπτικά του χαρακτηριστικά ήταν ευχάριστα σύμφωνα με όσους το δοκίμασαν. Όμως τα μελίσσια που μπήκαν στο χειμώνα με αποθέματα πράσινου μελιού δεν επιβίωσαν παρότι ήταν αρκετά δυνατά. Τα αίτια αποδόθηκαν στην ιδιαίτερα αυξημένη HMF που είναι τοξική για τις μέλισσες. Ο χυμός του ακτινιδίου από πληγωμένα φρούτα δεν εμπίπτει στον ορισμό του μελιού και από αυτή την έννοια δε μπορεί να θεωρηθεί μέλι.

πηγή: Μελισσοκομική Επιθεώρηση

Το να είσαι με το δάσος είναι πολιτική θέση

Ο Νικήτας ζει μόνος του, αποτραβηγμένος σε ένα ορεινό δάσος, το οποίο απειλείται από την επιθετική επέκταση μιας βιομηχανικής μονάδας, στην οποία ο ίδιος αντιστέκεται σθεναρά. Οι τόνοι θα ανέβουν ακόμα περισσότερο με την ξαφνική άφιξη του αποξενωμένου γιου του, ο οποίος διεκδικεί το μερίδιο του απ’ την κληρονομιά.

Το πανέμορφο δάσος που περιβάλλει την απομονωμένη, λιτή, ορεινή αγροικία του Νικήτα, απειλείται από την επιθετική επέκταση μιας κοντινής βιομηχανικής μονάδας η οποία αρχίζει να κατατρώει δέντρα, να αλλοιώνει το περιβάλλον και με την παρουσία της διχάζει έντονα τους κατοίκους της περιοχής. Δύο κόσμοι συγκρούονται με φόντο μια επαρχιακή Ελλάδα βυθισμένη στη σύγχυση και την αμηχανία. Ο  Νικήτας δεμένος με τη φύση τους ρυθμούς και τους νόμους της έρχεται αντιμέτωπος με το γιο του, ο οποίος επιστρέφει για να διεκδικήσει το μερίδιο του και αντιπροσωπεύει την αστική ζωή, την τεχνολογία και τον κυνισμό.

Το πολυβραβευμένο φιλμ του Τζώρτζη Γρηγοράκη καταφέρνει να κοιτάξει με μια διαφορετική, μεστή κινηματογραφική ματιά και σκληρό ρεαλισμό την ελληνική επαρχία. Με γουέστερν ατμόσφαιρα και απόηχους τραγωδίας εστιάζει στη σχέση πατέρα-γιου και μπορεί να μην έχει άμεσα μελισσοκομικό ενδιαφέρον, έχει όμως ένα ξεκάθαρο οικολογικό και ουμανιστικό μήνυμα, ενώ αποτελεί έναν ύμνο για τη φύση και το δάσος.

Το περιβαλλοντικό σκέλος της ταινίας δημιουργεί σαφείς συνειρμούς με τον πολυετή αγώνα στις Σκουριές ενάντια στην εξόρυξη χρυσού, αλλά και του κοινωνικού διχασμού που ακολούθησε. Ο Βαγγέλης Μουρίκης με μια εξαιρετική ερμηνεία παίζει το Νικήτα έναν άνθρωπο καθαρό που πρεσβεύει μια ηθική. Όπως λέει και ο σκηνοθέτης το να πει κάποιος «δεν πουλάω, έχω κάτι ιερό», είναι πολιτική στάση και ο Νικήτας αρνείται να εγκαταλείψει το σπίτι του στο δάσος παρά τα πολλά χρήματα που του προσφέρουν.

Στο Digger παρακολουθούμε το αδιέξοδο ενός ανθρώπου που έχει κάνει την επιλογή να ζει μια μοναχική ζωή στη φύση, όταν καταφτάνει ένα απειλητικό βιομηχανικό τέρας. Δεν θέλει να φύγει, γιατί θα είναι σαν να πεθαίνει μιας και η ζωή του είναι ταυτισμένη με το δάσος. Αλλά ούτε και μπορεί να μείνει, ξέρει καλά ότι θα χάσει. Μια ιστορία Δαυίδ και Γολιάθ, όπου ο Δαυίδ δεν θα βγει νικητής.

Digger
2020 | Έγχρ. | Διάρκεια: 101΄ | Ελλάδα | Σκηνοθεσία: Τζώρτζης Γρηγοράκης Πρωταγωνιστούν:
Βαγγέλης Μουρίκης, Αργύρης Πανταζάρας, Σοφία Κόκκαλη

Ο πόλεμος και η κλιματική αλλαγή αναγκάζουν τις μέλισσες της Συρίας να φύγουν μακριά

Η μελισσοκομία στη βορειοδυτική Συρία, η οποία κάποτε γνώρισε σπουδαίες μέρες, αντιμετωπίζει προκλήσεις λόγω του πολέμου και των συνεπειών του, εν μέσω έλλειψης υποστήριξης.

Σύρος μελισσοκόμος στην επαρχία Ιντλίμπ φωτογραφημένος το Μάιο του 2022 από τον Omar haj kadour.

Ο Συριακός εμφύλιος πόλεμος που ξεκίνησε το 2011, έπειτα από την εξέγερση στα πλαίσια της Αραβικής Άνοιξης, είχε σαφή αντίκτυπο στη μελισσοκομία, τόσο στην παραγωγή όσο και στην εμπορία του μελιού, κυρίως στη βορειοδυτική Συρία, καθώς οι μελισσοκόμοι έχασαν σημαντικά βοσκοτόπια με την πάροδο των ετών.

Η σχετική ηρεμία που επικρατεί στην περιοχή σήμερα δίνει την ελπίδα στους μελισσοκόμους ότι θα αντισταθμίσουν τις απώλειες. Αν και η ύπαιθρος του Ιντλίμπ, του Χαλεπίου και του Αφρίν, που ελέγχεται πια από τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης έπειτα από την Τουρκική στρατιωτική εισβολή, είναι πλούσια σε λουλούδια και νέκταρ και οι κλιματικές συνθήκες είναι κατάλληλες για μελισσοκομία και παραγωγή μελιού, οι μελισσοκόμοι εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν προκλήσεις.

Μαχητές του Ελεύθερου Συριακού Στρατού που υποστηρίζονται από την Τουρκία ξεκουράζονται σε ένα χωράφι στο ανατολικό Αφρίν (Μάρτιος 2018)

Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών που εκδόθηκαν το 2019, η μελισσοκομία ήταν μια παραδοσιακή βιομηχανία στη Συρία πριν από τον πόλεμο του 2011 και υπήρχαν πάνω από 700.000 κυψέλες οι οποίες παρήγαγαν μέλι, βασιλικό πολτό και κερί. Η έκθεση ανέφερε επίσης ότι ένας μελισσοκόμος μπορούσε να ζήσει από την παραγωγή του εάν είχε τουλάχιστον 100 κυψέλες, οι οποίες ήταν σε θέση να παράγουν κατά μέσο όρο 20 έως 25 κιλά μέλι ετησίως ανά κυψέλη.

Ο Μοχάμεντ αλ-Χουσεΐν, επικεφαλής της Ένωσης Ελεύθερων Μελισσοκόμων στην ύπαιθρο του Χαλεπίου, έχασε πολλές κυψέλες και τεράστια χρηματικά ποσά. Αναγκάστηκε να συνενώσει πολλά απ’ τα 140 μελίσσια του ώστε να γίνουν παραγωγικά με αποτέλεσμα να μείνουν 40. «Οι μελισσοκόμοι έχουν υποστεί τεράστιες απώλειες τα τελευταία δύο χρόνια λόγω των κλιματικών συνθηκών και των καιρικών διακυμάνσεων που επηρέασαν τα βοσκοτόπια και την ανθοφορία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγής, τη μείωση του αριθμού των κυψελών και την ανάγκη για τάισμα των μελισσών, αυξάνοντας το κόστος. Πολλοί μελισσοκόμοι έχουν επίσης εκτοπιστεί και οι τοπικές αρχές δεν προσφέρουν καμία υποστήριξη».

Σύμφωνα με τον Χουσεΐν πολλοί μελισσοκόμοι εγκατέλειψαν το επάγγελμα λόγω των μεγάλων απωλειών ή ως απόρροια του εκτοπισμού, ενώ πρόσθεσε «Ένα από τα σημαντικότερα εμπόδια που αντιμετωπίζουμε είναι οι υψηλές τιμές. Για παράδειγμα, η τιμή μιας ξύλινης κυψέλης στο παρελθόν ήταν 24 δολάρια και σήμερα είναι 42 δολάρια. Αυτό προστίθεται στη μείωση των βοσκοτόπων. Παλαιότερα μπορούσαμε να περιπλανηθούμε ελεύθερα από την Νταράα στα νότια, προς την ακτή και τα βουνά στη δυτική Συρία για να βρούμε το νέκταρ των εσπεριδοειδών και δυτικά στην ύπαιθρο της Δαμασκού για να βρούμε γλυκάνισο, καθώς και κατά μήκος του ποταμού Ευφράτη στη βορειοανατολική Συρία όπου ανθίζει το βαμβάκι». Η τιμή του μελιού μπορεί να έχει ανέβει από τα 8 δολάρια στα 10 στη λιανική, όμως η ζήτηση έχει μειωθεί πολύ.

Μελισσοκόμοι του Ιντλίμπ ταξιδεύουν όπου μπορούν για να βρουν το κατάλληλο περιβάλλον για τις μέλισσες τους. [Ali Haj Suleiman/Al Jazeera]

Η μελισσοκομία είναι η μόνη δουλειά που γνώρισε ποτέ ο 29χρονος Αχμάν αλ-Χασάν από το Ιντλίμπ. «Δεν υπάρχει πια αρκετή γη για τις μέλισσες», εξηγεί απογοητευμένος «Πριν από την τρέχουσα κατάσταση, είχαμε εκτάσεις γης να δουλέψουμε». Στο Ιντλίμπ εκτιμάται ότι το 97% των κατοίκων ζει σε συνθήκες ακραίας φτώχειας και οι περισσότεροι είναι εσωτερικά εκτοπισμένοι.

Ο Χασάν παίρνει τα ρίσκα του. Συχνά μετακινεί τα μελίσσια του κοντά στα τουρκικά σύνορα ή ακόμα και κοντά στις γραμμές του μετώπου ώστε να εξασφαλίσει ότι οι μέλισσές του θα έχουν πρόσβαση σε φυτά. «Ανησυχούμε όταν τοποθετούμε τις κυψέλες κοντά στην πρώτη γραμμή του πολέμου, αλλά είναι καλύτερο από το να αφήσουμε τις μέλισσες να πεθάνουν απ’ την πείνα» λέει.

Ο μελισσοκόμος Αχμάν αλ-Χασάν με ένα πλαίσιο μελιού. [Ali Haj Suleiman/Al Jazeera]

«Δεν εξάγουμε τίποτα» συνεχίζει ο Χασάν «βασιζόμαστε αποκλειστικά στην τοπική αγορά». Όμως η τοπική αγορά στη βορειοδυτική Συρία έχει καταρρεύσει οικονομικά. Η τουρκική λίρα, το κύριο νόμισμα που χρησιμοποιείται στην περιοχή, έχει χάσει απότομα την αξία της, ενώ τα πράγματα επιδεινώθηκαν ακόμα περισσότερο μετά τη Ρωσο-Ουκρανική σύγκρουση. Εκτός αυτού η άνοδος της θερμοκρασίας και η μείωση των βροχοπτώσεων έχουν πλήξει τη βόρεια Συρία τα τελευταία χρόνια. Οι βροχοπτώσεις είναι σποραδικές και συμβαίνουν τις πιο απροσδόκητες στιγμές.

Προς το παρόν οι μελισσοκόμοι της Συρίας θα συνεχίσουν να ρισκάρουν μετακινώντας τις μέλισσες τους προς τα τουρκικά σύνορα ελπίζοντας ότι αυτές θα βρουν πιο πράσινα βοσκοτόπια.

πηγές: Aljazeera, Al-Monitor

 

 

 

 

Τα δάση μελιού της Τουρκίας

Το 2008 στην Τουρκία, τέθηκε σε εφαρμογή από τη Γενική Διεύθυνση Δασών το πρόγραμμα «Σχέδιο Δράσης για Δάση Μελιού». Έως σήμερα έχουν δημιουργηθεί 600 μελισσοκομικά δάση με σκοπό να γίνουν 720 ως το 2023, με την Τουρκία να ανεβαίνει στη δεύτερη θέση παγκοσμίως στην παραγωγή μελιού, πίσω μόνο από την Κίνα.

Μελισσοκομικά δάση ονομάζονται οι δασικές εκτάσεις που είτε προϋπήρχαν είτε δημιουργήθηκαν με τη φύτευση των κατάλληλων, ανάλογα την περιοχή, μελισσοκομικών φυτών, στις οποίες πραγματοποιούνται έργα που διευκολύνουν την πρόσβαση και εγκατάσταση μελισσοσμηνών. Η μεγάλη μείωση των επικονιαστών παγκοσμίως λόγω της αλόγιστης χρήσης φυτοφαρμάκων, της κλιματικής αλλαγής της αστικοποίησης κ.α. έχει κάνει την ανάγκη ύπαρξης τέτοιων δασών επιτακτική.

Το 2017 ρυθμίστηκαν από Γενική Διεύθυνση Δασών της Τουρκίας, όλες οι λεπτομέρειες σχετικά με τους μόνιμους αλλά και τους νομάδες μελισσοκόμους, δίνοντας τους τη δυνατότητα να επωφεληθούν από αυτούς τους τομείς πιο αποτελεσματικά. Όπως δήλωσε ο μελισσουργός Hüseyin Baş «Αντιμετωπίζαμε δυσκολίες για να φτάσουμε εδώ. Από τη στιγμή που δημιουργήθηκε το δάσος μελιού, η πρόσβαση έγινε πιο εύκολη. Εκμεταλλευτήκαμε αυτή την ευκολία που μας παρέχει το κράτος».

Η Τουρκία ανέβηκε στη δεύτερη θέση παγκοσμίως στην παραγωγή μελιού. Από 81.000 τόνους το 2010, έφτασε τους 110.000 το 2019, με τις κυψέλες να παρουσιάζουν επίσης άνοδο από τα 5,6εκ στα 8εκ.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα το δάσος μελιού της Αδριανούπολης, το οποίο είχε υποβαθμιστεί. Εκεί από το 2016 φυτεύτηκαν 130.000 δέντρα και αρωματικά φυτά σε μια έκταση περίπου 3.000 στρεμμάτων. Η περιοχή εμπλουτίστηκε με φυτά όπως η ακακία, η καστανιά, η φλαμουριά, η λεβάντα και το θυμάρι. Έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε να μπορεί φιλοξενήσει περίπου 1500 κυψέλες.

Ένα βιβλίο για κάθε μελισσοκόμο

Πρόσφατα έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο με τον τίτλο «Μελισσοκομία – Σηροτροφία» που δίνεται στην τρίτη τάξη του επαγγελματικού λυκείου, στον τομέα Γεωπονίας. Είναι ένα αρκετά καλό βιβλίο για κάποιον που εισέρχεται για πρώτη φορά στον κόσμο της μέλισσας, καθώς περιλαμβάνει τόσο θεωρητικά όσο και πρακτικά θέματα.

Δεδομένου λοιπόν ότι δεν παρέχεται κάποιου είδους εκπαίδευση από την πολιτεία προς τους νέους μελισσοκόμους, σκέφτηκα να έρθω σε επαφή, ως μέλος του Μελισσοκομικού Συλλόγου Άρτας, με το Ινστιτούτο Τεχνολογίας Υπολογιστών και Εκδόσεων «ΔΙΟΦΑΝΤΟΣ», το οποίο έχει αναλάβει την έκδοση όλων των διδακτικών βιβλίων της Πρωτοβάθμιας και της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της χώρας, από το 2012, όταν και καταργήθηκε ο Οργανισμός Εκδόσεων Σχολικών Βιβλίων.

Αυτό που ρώτησα ουσιαστικά ήταν αν υπάρχει η δυνατότητα να προμηθευτούμε 300-400 τεμάχια (αν όχι δωρεάν τότε επί πληρωμή), ώστε να τα δίνουμε στους νέους μελισσοκόμους ως βοήθημα για το ξεκίνημα τους. Η απάντηση ήταν ότι δυστυχώς δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα καθώς τα βιβλία αυτά διατίθενται μόνο δωρεάν, μόνο στις σχολικές μονάδες και δεν υπάρχει δυνατότητα αγοράς τους. Μάλιστα γι αυτό το λόγο μου πρότειναν να κατεβάσουμε το βιβλίο ηλεκτρονικά από ένα link που μου υπέδειξαν.

Τέτοιου είδους βιβλία όμως είναι δύσκολο να διαβαστούν ηλεκτρονικά. Θεωρώ ότι δεν είναι δύσκολο να λυθεί αυτό το γραφειοκρατικό πρόβλημα και να γίνει μια εξαίρεση για τους Συλλόγους ώστε να παρέχεται αυτό το βιβλίο από την πολιτεία, σε κάθε νέο που θέλει να γίνει μελισσοκόμος. Οι παθογένειες της ελληνικής μελισσοκομίας είναι τεράστιες και μπορεί οι παλιοί να αλλάζουν δύσκολα μυαλά, μπορούμε όμως να εκπαιδεύσουμε σωστά μια νέα γενιά μελισσοκόμων, που θα έχει καλύτερες βάσεις και βαθύτερη γνώση του αντικειμένου. Θα πρέπει και η Ομοσπονδία (ΟΜΣΕ) να πιέσει το Υπουργείο και να γίνει σύνθημα το «Ένα βιβλίο για κάθε μελισσοκόμο».

Σε κάθε περίπτωση στο Μελισσοκομικό Σύλλογο Άρτας οργανώσαμε μια ηλεκτρονική βιβλιοθήκη με μελισσοκομικά βιβλία, επιστημονικά συγγράμματα, μελέτες και διδακτορικές διατριβές, τα οποία διατίθενται δωρεάν για όλους. Επίσης θα προβάλλουμε ανά περιόδους εκπαιδευτικά ντοκιμαντέρ και για αρχάριους αλλά και για πιο προχωρημένους και θα ακολουθούν συζητήσεις. Όμως σε κάθε περίπτωση το βιβλίο θα πρέπει να δίνεται από την πολιτεία ως ελάχιστο βοήθημα.

Στράτος Σαραντουλάκης

Η βασίλισσα της κυψέλης της Μπλέρτα Μπασόλι

Ο σύζυγος της αγνοείται από τον πόλεμο στο Κοσσυφοπέδιο. Αυτή παλεύει να τα βγάλει πέρα φροντίζοντας τα δύο ανήλικα παιδιά της αλλά και τον πεθερό της, πουλώντας μέλι, ενώ κάθε τόσο καλείται να αναγνωρίσει τον άντρα της ανάμεσα σε άλλες σορούς. Ώσπου ενάντια σε μια εχθρική πατριαρχική κοινωνία αποφασίζει να πάρει τη ζωή της στα χέρια της στρατολογώντας και άλλες γυναίκες, δημιουργώντας έναν γυναικείο συνεταιρισμό παραγωγής μιας ντόπιας σάλτσας.

Η ταινία της Μπλέρτα Μπασόλι που εξελίσσεται στο μεταπολεμικό επαρχιακό Κόσοβο και βασίζεται στην αληθινή ιστορία της Φαρίγε Κότι, κατέκτησε και τα τρία μεγάλα βραβεία του World Cinema του Σάντανς, ήτοι Μεγάλο Βραβείο Επιτροπής, σκηνοθεσίας και κοινού, κάτι που συνέβη για πρώτη φορά στην ιστορία του θεσμού!

Η Φαρίγε είναι μια νέα γυναίκα από το μικρό χωριό Κρούσα του Κοσόβου, της οποίας ο σύζυγος βρίσκεται μεταξύ των εκατοντάδων αγνοουμένων του πολέμου στο Κοσσυφοπέδιο. Παρά τις ελπίδες της, γνωρίζει πως οι πιθανότητες να είναι ζωντανός είναι ελάχιστες. Έχει μείνει μόνη να φροντίζει τα δυο παιδιά τους και τον ηλικιωμένο και με κινητικά προβλήματα πεθερό της με μοναδικό έσοδο τα λίγα χρήματα που βγάζει πουλώντας το μέλι που τρυγάει η ίδια από τα μελίσσια τους.

Η τοπική ένωση γυναικών της δίνει την ευκαιρία να πάρει τη ζωή της στα χέρια της. Η Φαρίγε μαθαίνει να οδηγεί αυτοκίνητο και με χίλια ζόρια, στη αρχή σχεδόν μόνη της, στη συνέχεια πείθοντας όλο και περισσότερες γυναίκες του χωριού της να συμμετάσχουν στήνει έναν γυναικείο συνεταιρισμό παραγωγής Άιβαρ, μιας παραδοσιακής τοπικής σάλτσας πιπεριάς, την οποία προωθούν στα καταστήματα της πόλης.

Οι βαθιά ριζωμένες πατριαρχικές νοοτροπίες του χωριού όμως δεν μπορούν να δεχτούν κάτι τέτοιο και τις χτυπούν ανελέητα. Της σπάνε το αυτοκίνητο, επιχειρούν να τη βιάσουν, την κακολογούν ακόμα και τα παιδιά της, τη στιγμή που αυτή καλείται να αναγνωρίσει τον άντρα της ανάμεσα στα πτώματα που ανακαλύπτονται κάθε τόσο.

Σιγά σιγά όμως οι γυναίκες αντιλαμβάνονται το μέγεθος του εγχειρήματος και τις πραγματικές προθέσεις της Φαρίγε. Βοηθούν η καθεμία όπως μπορεί. Ένα κύμα αλληλεγγύης υψώνεται απέναντι στα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις. Η Φαρίγε καταφέρνει όχι μόνο να κρατήσει την ισορροπία στο σπίτι της, αλλά θα λέγαμε πως βάζει σε τάξη ολόκληρη την περιοχή της δημιουργώντας τον συνεταιρισμό.

Δίχως υπερβολή συνολικά η τοπική κοινωνία ωριμάζει στο πλευρό της. Δίνει το παράδειγμα του ανιδιοτελούς αγώνα που σε συνδυασμό με την μόρφωση που θα έχουν οι επόμενες γενιές θα τους ορίσει μία καλύτερη μοίρα. Παράλληλα όμως δε ξεχνάει το επώδυνο παρελθόν. Η ηθική της δεν της το επιτρέπει. Γίνεται πραγματικά η “Βασίλισσα της Κυψέλης”. Αυτού του μικρού τόπου και τον εκσυγχρονίζει.

Η πραγματική Φαρίγε Κότι με την περίφημη σάλτσα Άιβαρ.

Η ταινία είναι ίσως η σημαντικότερη, έως τώρα, στιγμή του «γυναικείου κύματος» από το Κόσοβο, όπως το βάπτισαν ήδη οι ξένοι. Η ερμηνεία της Ιλκα Γκάσι είναι συγκλονιστική. Μας αποκαλύπτει με έναν αδυσώπητο ρεαλισμό, τη δύσκολη ζωή μιας γενιάς γυναικών στο μεταπολεμικό επαρχιακό Κόσοβο που βρέθηκαν να ζουν δίπλα σε παλαιολιθικούς μεσήλικες άνδρες, με τη φτώχεια, τις πατριαρχικές πεποιθήσεις και το θρήνο, να τους πνίγουν σαν τριπλή μέγγενη.

Οι σκηνές όπου η Φαρίγε μαζί με τον πεθερό της αναζητούν τον αγνοούμενο άνδρα της χωρίς κανένας τους να είναι σίγουρος πως θέλει να μάθει την αναπόφευκτη τραγική αλήθεια, είναι συγκλονιστικές.

Η Βασίλισσα της Κυψέλης aka Hive / Zgjoi
2021 | Έγχρ. | Διάρκεια: 84′ | Κόσοβο | Σκηνοθεσία: Μπλέρτα Μπασόλι
Πρωταγωνιστούν: Ιλκα Γκάσι, Αντριάνα Ματόσι, Κουμρίε Χότζα

πηγές: Filmboy.gr / Flix.gr / Wikipedia / Imdb / alterthess.gr