Η μελισσοκομία στις φτωχές ορεινές περιοχές των Τζουμέρκων το 1960

Στο κλαδικό, μηνιαίο μελισσοκομικό περιοδικό “Μελισσοκομική Ελλάς” του εκδότη Νικόλαου Τοπαλίδη , στο τεύχος 109, που κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 1960, βρίσκεται ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο με τίτλο “Η μελισσοκομία σε φτωχές ορεινές περιφέρειες, Τζουμέρκα (Άρτης)” το οποίο σήμερα πια έχει ιστορική αξία.

Για πολλά χρόνια το συγκεκριμένο συνδρομητικό περιοδικό αποτελούσε τη μοναδική ενημέρωση για τα τρέχοντα θέματα της μελισσοκομίας. Διαβάζουμε λοιπόν στο συγκεκριμένο άρθρο, το οποίο υπογράφει ο Α. Τ. Ξυδιάς, ότι ο νομός Άρτης είναι ίσως ο πλουσιότερος μελισσοκομικά νομός, με άφθονα μελισσοτροφικά φυτά, γεγονός που δίνει τη δυνατότητα να επιτευχθούν, τις καλές χρονιές δύο και τρεις τρύγοι με μικρές σχετικά μετακινήσεις.

Η μελισσοκομία των προοδευτικών μελισσοκόμων της Άρτας.

Στην πεδιάδα της Άρτας βρίσκεται η κυριότερη νομή που είναι η πορτοκαλιά. Εκεί καλλιεργούνταν το 1960, 35.000 στρέμματα με εσπεριδοειδή. Η ανθοφορία της λαμβάνει χώρα το Απρίλιο και τις καλές χρονιές δίνει ικανοποιητικά αποτελέσματα. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι το 1958 ένας από τους πιο οργανωμένους μελισσοκόμους της Άρτας, σύμφωνα με τους συναδέλφους του, ο Γ, Δασκαλόπουλος πήρε 22 οκάδες (28 κιλά) μέλι πορτοκαλιάς ανά κυψέλη.

Τόσο εξαιρετικές χρονιές όμως είναι σπάνιες. Δε λείπουν όμως και οι πολύ κακές χρονιές, όπως η επόμενη, το 1959 που λόγω του έντονου κρύου κατά την ανθοφορία, διακόπηκε η νεκταροέκκριση με αποτέλεσμα να μην τρυγηθεί καθόλου μέλι. Στις συνηθισμένες χρονιές και χωρίς να εφαρμόζεται κάποια μέθοδος εντατικής εκμετάλλευσης η παραγωγή κυμαίνεται στις 10 οκάδες (12 κιλά) ανά κυψέλη.

Έπειτα από την ανθοφορία της πορτοκαλιάς οι προοδευτικότεροι μελισσοκόμοι της Άρτας μεταφέρουν τα μελίσσια τους στα ορεινά για τη μελιτοφορία της Ελάτης, όπου η παραγωγή όμως επηρεάζεται έντονα από τις καιρικές συνθήκες. Στις καλές χρονιές οι νέες κυψέλες δίνουν 10 έως και 20 οκάδες (12-25 κιλά), αλλά δε λείπουν και τα δίσεκτα έτη…

Τον Αύγουστο τα μελίσσια μεταφέρονται στο Ξεροβούνι σε ακόμα μεγαλύτερο υψόμετρο, άνω των 1000μ. όπου υπάρχει άφθονη ορεινή θρούμπα και περδικάκι. Ο μελισσοκόμος από την Άρτα κ. Παππάς βεβαιώνει ότι το 1957 από 85 μελίσσια πήρε 2000 οκάδες (2,5 τόνους) δηλαδή περίπου 23kg/κυψέλη, ενώ ο μέσος όρος κυμαίνεται στις 10 οκάδες (12 κιλά).

Τον Σεπτέμβριο γίνεται η τελευταία μεταφορά στους λόφους γύρω από την πεδιάδα της Άρτας για την ανθοφορία της ερείκης και της κουμαριάς. Ειδικά η περιοχή κοντά στα παράλια του Αμβρακικού, στις βουνοπλαγιές του Μακρυνόρους είναι κατάφυτη, ενώ εκεί διαχειμάζουν και μελίσσια από άλλες περιφέρειες της Ελλάδας.

Χαρακτηριστικές διαφημίσεις της εποχής για τις σύγχρονες κυψέλες

Κάποιοι από τους προοδευτικούς μελισσοκόμους της Άρτας όμως δεν αρκούνται σ’ αυτόν το θησαυρό μελισσοκομικής χλωρίδας, αλλά τα τελευταία χρόνια ξεκίνησαν να μεταφέρουν τα μελίσσια τους στη Λευκάδα για το θυμάρι. Όσοι μάλιστα το επιχείρησαν την τελευταία χρονιά πήραν 6 οκάδες (7,5 κιλά) ανά κυψέλη, το οποίο πούλησαν επί τόπου με 150 δραχμές, από τις οποίες ξόδεψαν 30 για τις μεταφορές.

Όλες αυτές οι ανθοφορίες βέβαια δεν είναι εξασφαλισμένες. Άλλες μπορεί να καταστραφούν από όψιμα κρύα, άλλες από ξηρασία ή άκαιρες βροχοπτώσεις. Είναι αδύνατον όμως να χαθούν όλες, ειδικά για τους προοδευτικούς μελισσοκόμους της Άρτας που ασκούν νομαδική μελισσοκομία.

Η μελισσοκομία στις φτωχές ορεινές περιοχές των Τζουμέρκων.

Στις φτωχές ορεινές περιοχές των Τζουμέρκων όμως η μελισσοκομία είναι ακόμα καθυστερημένη. Από τα 6800 μελίσσια μόλις τα 1300 είναι σε κυψέλες με πλαίσια. Τα υπόλοιπα παρέμεναν σε κοφίνια. Επίσης ενώ ο κάμπος της Άρτας κατά την άνοιξη γέμιζε από μελίσσια που μεταφέρονταν εκεί από την Ευρυτανία, τη Θεσσαλία και τα Ιωάννινα, οι ορεινοί μελισσοκόμοι των Τζουμέρκων δε μετακινούσαν τα μελίσσια τους.

«Στο δρόμο για τα χειμαδιά, Πίνδος», 1960 φωτογραφία Κώστας Μπαλάφας

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο αρθρογράφος κ. Ξυδιάς:
“Ατυχώς η φιλεργία και η ικανότης των ξένων μελισσοτρόφων, δεν χρησιμεύει ως παράδειγμα στους ορεινούς μελισσοκόμους των Τζουμέρκων, που αφήνουν ανεκμετάλλευτο τον πλούτο της μελισσοκομικής χλωρίδας του τόπου τους, μολονότι βρίσκεται κάτω από τα πόδια τους, Μάλιστα για την πρόοδο της μελισσοκομίας σ’ αυτήν την περιφέρεια το Υπουργείο Γεωργίας έδωσε κατά την περίοδο 1948-1950 αρκετές κυψέλες σε συμμοριόπληκτους (sic) μελισσοτρόφους. Η απελπιστική όμως κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι άνθρωποι αυτοί, ανάγκασε τους πιο πολλούς να πουλήσουν τις κυψέλες για να ικανοποιήσουν άλλες πιο επιτακτικές ανάγκες εκείνης της εποχής”.

Τις κυψέλες αυτές αγόρασαν νέοι, αρχάριοι τότε μελισσοκόμοι από το πεδινό τμήμα του νομού Άρτας, οι οποίοι εξελίχθησαν στους σημερινούς προοδευτικούς μελισσοκόμους. Πάντως τα πράγματα φαίνεται σιγά σιγά να αλλάζουν και στα ορεινά καθώς οι μελισσοκόμοι εκεί αρχίζουν να καταλαβαίνουν τα πλεονεκτήματα της νέας κυψέλης και της μεταφοράς σε άλλα μέρη για βοσκή.

Μεταφορά νεογέννητων αρνιών (Βουργαρέλι Άρτας, 1960) φωτογραφία Κώστας Μπαλάφας

Αλλά και οι συνθήκες πλέον είναι ευνοϊκότερες γιατί ανοίγονται δρόμοι. Και συνεχίζει ο κ. Ξυδιάς:
“Αν επιδοθούν στη μελισσοκομία μπορεί να καλυτερεύσουν τις συνθήκες της ζωής τους. Αρκετοί από τους κατοίκους των ορεινών προσπαθούν να ζήσουν με 5 γιδοπρόβατα και 5 στρέμματα γης από τα οποία τα 3 είναι άγονα. Τέτοια φτώχεια μαστίζει πολλούς από αυτούς ώστε το γάλα που παίρνουν από τα γιδοπρόβατα το κάνουν βούτυρο το οποίο πουλούν και κρατούν το ξινόγαλο για τροφή τους”.

“Για τη μελισσοκομική ανάπτυξη του νομού Άρτας η Βασιλική Πρόνοια έδωσε 200 κυψέλες. Όμως γι αυτό το σκοπό χρειάζονται πολύ περισσότερες. Και επειδή είναι αδύνατο να δοθούν δωρεάν πολλές κυψέλες, καλό είναι να δοθούν 1000 με πίστωση και με μειωμένη τιμή, όπως δόθηκαν από το Βασιλικό Εθνικό Ίδρυμα με τους ίδιους όρους σε άλλες φτωχές περιοχές (Ευρυτανία, Μάνη).”

«Ο βασιλικός πολτός» Μια σύντομη ιστορία τρόμου

«Ο βασιλικός πολτός» του Ρόαλντ Νταλ, είναι μια σύντομη ιστορία τρόμου, που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στη συλλογή διηγημάτων «Kiss Kiss» του Νορβηγού συγγραφέα. Το 1983 συμπεριλήφθηκε Περιοδικό Twilight Zone, ενώ η ιστορία προσαρμόστηκε για να γίνει και επεισόδιο της σειράς Tales of the Unexpected.

Ο Άλμπερτ και η Μέιμπελ Τέιλορ έχουν ένα νεογέννητο κοριτσάκι. Η Μέιμπελ φοβάται γιατί το παιδί δεν τρώει και χάνει συνεχώς βάρος από τη γέννησή του. Ο Άλμπερτ, που είναι μελισσοκόμος, αποφασίζει να προσθέσει κρυφά βασιλικό πολτό, ο οποίος χρησιμοποιείται για την ανάπτυξη των προνυμφών των μελισσών, στο γάλα του μωρού, καθώς είναι γνωστό ότι μεταξύ άλλων βελτιώνει την όρεξη.

Το μωρό αρχίζει πράγματι να τρώει και να παίρνει βάρος. Η Μέιμπελ εκπλήσσεται από την ξαφνική αλλαγή και γίνεται ιδιαίτερα καχύποπτη καθώς ο σύζυγός της ισχυρίζεται ότι θεράπευσε ο ίδιος το μωρό. Τελικά ο Άλμπερτ παραδέχεται ότι έβαζε κρυφά βασιλικό πολτό στο γάλα της μικρής και η Μέιμπελ του ζητά να σταματήσει. Εκείνος προσπαθεί να τη μεταπείσει εξηγώντας της, τη θρεπτική του αξία και παρά τις συνεχείς αντιρρήσεις της συζύγου του συνεχίζει να προσθέτει βασιλικό πολτό σε όλο και μεγαλύτερες ποσότητες στο γάλα της κόρης του.

Ο ίδιος ο Άλμπερτ έτρωγε κι αυτός βασιλικό πολτό σε πολύ μεγάλες ποσότητες, σε μια προσπάθεια να αυξήσει τη γονιμότητά του, κάτι που προφανώς λειτούργησε καθώς η κόρη τους συνελήφθη αμέσως μετά. Με τον καιρό όμως η Μέιμπελ συνειδητοποιεί ότι ο σύζυγός της αρχίζει να μετατρέπεται σε μέλισσα ενώ η κόρη τους σε προνύμφη…

Πρόκειται για μια από τις πιο τρομακτικές ιστορίες του Ρόαλντ Νταλ η οποία τελειώνει με τον Άλμπερτ να λέει «Γιατί δεν την σκεπάζεις, Μέιμπελ; Δεν θέλουμε η μικρή μας βασίλισσα να κρυώσει»…

Παράξενες ιστορίες: Ο βασιλικός πολτός (Season 2 ep. 1) aka Tales of the Unexpected: Royal Jelly
1980 | Έγχρ. | Διάρκεια: 26′ | Μεγάλη Βρετανία | Σκηνοθεσία: Χέρμπερτ Γουάις | Βασισμένο στο διήγημα του Ρόαλντ Νταλ.

Την ώρα που η Τουρκία φτιάχνει δάση μελιού η Ελλάδα διώκει τη μελισσοκομία !

Η Ελλάδα και η Τουρκία είναι οι μόνες χώρες που παράγουν πευκόμελο. Για την Ελλάδα μάλιστα η παραγωγή πευκόμελου αποτελεί το 60% της παραγωγής. Την ώρα όμως που η Τουρκία προοδεύει, στηρίζοντας έμπρακτα την παραγωγή και δημιουργώντας δάση, η Ελλάδα καίει, καταστρέφει τα ήδη υπάρχοντα και διώκει τη μελισσοκομία.

Τα τελευταία δεπέντε χρόνια στην Τουρκία, τέθηκε σε εφαρμογή από τη Γενική Διεύθυνση Δασών το πρόγραμμα «Σχέδιο Δράσης για Δάση Μελιού» με το οποίο δημιουργήθηκαν συνολικά 700 δάση μελιού! Μελισσοκομικά δάση ονομάζονται οι δασικές εκτάσεις που είτε προϋπήρχαν είτε δημιουργήθηκαν με τη φύτευση των κατάλληλων, ανάλογα την περιοχή, μελισσοκομικών φυτών, στις οποίες πραγματοποιήθηκαν έργα που διευκολύνουν την πρόσβαση (διάνοιξη δασικών δρόμων) και εγκατάσταση μελισσοσμηνών.

Οι Τούρκοι κατάφεραν με μελετημένες δενδροφυτεύσεις, από το Υπουργείο Γεωργίας και τη Δασική Υπηρεσία, να εμπλουτίσουν, ακόμα και υποβαθμισμένα δάση, όπως για παράδειγμα αυτό της Αδριανούπολης στο οποίο φύτευσαν 130.000 δέντρα, με αποτέλεσμα να αναγεννηθεί.

Κατασκεύασαν από θέσεις για μελισσοκομεία με ξύλινες βάσεις, μέχρι και ποτίστρες με νερό για τις μέλισσες, ειδικά φτιαγμένες ώστε να μην πνίγονται.

Με αυτό τον τρόπο και μέσα σε μια δεκαπενταετία η Τουρκία κατάφερε να ανέβει στη δεύτερη θέση παγκοσμίως στην παραγωγή μελιού. Από 81.000 τόνους το 2010, έφτασε τους 110.000 το 2019, με τις κυψέλες να παρουσιάζουν επίσης άνοδο από τα 5,6εκ στα 8εκ.

Την ίδια στιγμή στην Ελλάδα οι κυψέλες εντάσσονται στο νόμο περί αυθαιρέτων, η μελισσοκομία διώκεται και η Εύβοια αφέθηκε να καεί. Οι Δασικές Υπηρεσίες, η Πολιτική Προστασία, η Αστυνομία και η Πυροσβεστική αντί να διευκολήνουν τους παραγωγικούς κλάδους, όπως γίνεται στη γείτονα χώρα, εκδίδουν απαγορευτικές διατάξεις, αυθαίρετα, παραβιάζοντας ισχύοντες νόμους.

Οι Δασικές Υπηρεσίες στην Ελλάδα αντί να δημιουργήσουν χώρους για τα μελίσσια, δεδομένου ότι και η παρουσία των μελισσών στα δάση είναι επιτακτική, καθώς το 86% των δασικών ειδών επικονιάζεται από αυτές, θεωρούν την κυψέλη ως αυθαίρετο και εφαρμόζουν το νόμο για τους καταπατητές (998/1979), στέλνοντας «προσκλήσεις κατεδάφισης των μελισσιών» ακόμα και σε ερευνητικά μελισσοκομία όπως αυτό του Ινστιτούτου Μεσογειακών και Δασικών Οικοσυστημάτων.

Παράλληλα είδαμε την Εύβοια, όπου βρίσκονταν το ένα απ’ τα τρία μεγάλα πευκοδάση της χώρας, να αφήνεται στην τύχη του να καεί απ’ άκρη σ’ άκρη και την ασύλληπτη καταστροφή απ’ τις πυρκαγιές στη Ρόδο αλλά και στον Έβρο. Η παρακμή είναι διάχυτη. 

Ο Άνθρωπος που Φύτευε Δέντρα

Η αλληγορική ιστορία του Γάλλου συγγραφέα Ζαν Ζιονό που γράφτηκε το 1953 είναι μία εμβληματική νουβέλα του οικολογικού κινήματος. Το 1987 μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη, από τον Φρεντερίκ Μπακ, ο οποίος δημιούργησε ένα Animation ύμνο στην αρμονική συμβίωση ανθρώπου και φύσης.

Περιγράφει την ιστορία ενός βοσκού, του Ελζεάρ Μπουφιέ, που επί 30 χρόνια φύτευε δένδρα σε μια ερημωμένη και άνυδρη κοιλάδα στους πρόποδες των Άλπεων στη Προβηγκία, με αποτέλεσμα να τη μεταμορφώσει σε πραγματικό δάσος με πλούσια βλάστηση, ρυάκια και λίμνες, πουλιά και ζώα.

Στις αρχές του 20ου αιώνα, ένας περιηγητής επισκέπτεται μια απομονωμένη ορεινή περιοχή της Γαλλίας. Ανακαλύπτει ένα τόπο παρατημένο, με τους λιγοστούς κατοίκους του να οδηγούνται από τις κακουχίες, στο μίσος και την τρέλα. Εκτός από τον Ελζεάρ Μπουφιέ, έναν μεσήλικα βοσκό που γαλήνια ξεδιαλέγει σπόρους βελανιδιάς και τους φυτεύει στις άγονες πλαγιές. Μαγεμένος από τη μοναχική αλλά γαλήνια ζωή του, ο νεαρός περιηγητής αποφασίζει να μείνει για λίγο μαζί του.

Αργότερα όμως αφήνει το βοσκό και επιστρέφει στο σπίτι του, ενώ όταν ξεσπά ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος θα αναγκαστεί να πάρει μέρος σ’ αυτόν. Το 1920 με ψυχοσωματικά από τον πόλεμο και καταθλιπτικός αποφασίζει να επισκεφτεί ξανά το βοσκό για να αναπνεύσει καθαρό αέρα όπως έλεγε. Με έκπληξη διαπιστώνει ότι ο Ελζεάρ έχει καλλιεργήσει, σπόρο-σπόρο, ένα ατελείωτο δάσος, μετατρέποντας την περιοχή σε έναν φυσικό παράδεισο.

«Οι βελανιδιές του 1910 ήταν τώρα δέκα χρονών, πιο ψηλές από μένα κι από κείνον. Το θέαμα ήταν εντυπωσιακό. Είχα μείνει κυριολεκτικά άναυδος και, καθώς ήταν κι εκείνος λιγομίλητος, περάσαμε όλη τη μέρα σιωπηλοί, περπατώντας μέσα στο δάσος του. Είχε μόνο 4 πρόβατα τώρα, αλλά είχε πάνω από 100 μελίσσια. Είχε παρατήσει τα πρόβατα γιατί απειλούσαν τα νεαρά δεντράκια. Ο πόλεμος δεν τον είχε επηρεάσει και είχε συνεχίσει ατάραχος την σπορά του.»

Δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι ο Ελζεάρ Μπουφιέ ήταν όντως υπαρκτό πρόσωπο, παρότι η κόρη του συγγραφέα είχε χαρακτηρίσει τη νουβέλα ως «μια οικογενειακή ιστορία». Σε κάθε περίπτωση, ο Ζιονό αποτίνει φόρο τιμής στον ανώνυμο όσο και άγνωστο βοσκό που ίσως κάπου να υπάρχει αληθινά και στο πρόσωπό του τιμώνται όλοι εκείνοι που νιώθουν πως με κάποιο τρόπο πρέπει να δράσουν και να σώσουν ό,τι σώζεται. Ο Φρεντερίκ Μπακ τιμήθηκε με το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας Κινουμένων Σχεδίων μικρού μήκους το 1988.

Ο Άνθρωπος που Φύτευε Δέντρα aka The Man Who Planted Trees / L’ Homme qui Plantait des Arbres
1987 | Έγχρ. | Διάρκεια: 30′ | Καναδάς | Σκηνοθεσία: Φρεντερίκ Μπακ | Βασισμένο στη νουβέλα του Ζαν Ζιονό

20.000 Είδη Μελισσών της Εστιμπαλίθ Ουρεσόλα Σολαγκουρέν

Μπορεί το καλοκαίρι να βρίσκεται προ των πυλών, όμως ένα οκτάχρονο αγόρι που νοιώθει κορίτσι προσπαθεί να κατανοήσει τις σεισμικές αλλαγές που συντελούνται στον εύθραυστο εσωτερικό του κόσμο. Η μητέρα του στέκει ενθαρρυντικά στο πλευρό του, ο περίγυρος του όμως αντιμετωπίζει την όλη συμπεριφορά του ως ένα παιδικό καπρίτσιο. Το παιδί με γενναιότητα θα προσπαθήσει να βρει τον εαυτό του και να τον συστήσει από την αρχή στους άλλους. Η ταινία της Εστιμπαλίθ Ουρεσόλα Σολαγκουρέν είναι ένα τρυφερό ταξίδι αυτογνωσίας και αποδοχής.

«Πως γίνεται εσείς να ξέρετε ποιοι είστε κι εγώ όχι», ρωτά σε μια στιγμή ο οχτάχρονος Αϊτόρ τον αδελφό και την μητέρα του, η οποία επιμένει να τον φωνάζει με το όνομα που του έδωσαν, ακόμη κι αν εκείνος προτιμά το δίχως συγκεκριμένο γένος «Κοκό» και ψάχνει στην πραγματικότητα ένα όνομα στο οποίο να ακούει το κορίτσι που είναι σίγουρος ότι είναι ο αληθινός εαυτός του, και το οποίο μπορεί να είναι Λουσία.

Στην διάρκεια ενός καλοκαιριού στην βάσκικη εξοχή, ο Αϊτόρ, ή Κοκό, ή Λουσία θα κάνουν ένα απόλυτα φυσικό αλλά και γεμάτο εμπόδια ταξίδι προς τον αληθινό τους εαυτό. Φυσικό όταν η διαδρομή τους είναι εσωτερική, όταν οι ίδιοι κοιτάζουν προς το κέντρο του ψυχισμού, προς το μυαλό και την καρδιά τους, γεμάτο εμπόδια, όταν βλέπουν την εικόνα τους, τα θέλω τους, να αντανακλώνται στα μάτια των άλλων, όταν τα ονόματά τους προφέρονται από τα χείλη των γύρω τους. Ακόμη κι αν οι γονείς της μοιάζουν ανοιχτόμυαλοι («δεν υπαρχουν αγορίστικα και κοριτσίστικα πράγματα» λέει η μητέρα της), ακόμη κι αν η ευρύτερη οικογενειά της είναι γεμάτη αγάπη, υπάρχουν πράγματα που δεν μπορούν να καταλάβουν πράγματα που δυσκολεύονται να αποδεχτούν.

Η Εστιμπαλίθ Ουρεσόλα Σολαγκουρέν απεικονίζει αυτό το χάσμα ανάμεσα στα όσα η μικρή ηρωίδα της νιώθει και ξέρει και όσα οι γύρω της προσπαθούν να μάθουν, σε μια ταινία που είναι γεμάτη αγάπη και κατανόηση για όλους τους χαρακτήρες της. Ενα φιλμ που παίρνει τον χρόνο του για να εισάγει τον θεατή του στον πλούσιο, σύνθετο, τρισδιάστατο κόσμο του και που δεν προσπαθεί να εξηγήσει αλλά να σε οδηγήσει να καταλάβεις με γνώμονα το συναισθημα και την αθωότητα με την την οποία βλέπει τον κόσμο ένα παιδί.

Με μια αληθινά αξιοθαύμαστη ερμηνεία από την μικρή Σοφία Οτέρο που ξεχειλίζει ωριμότητα, βάθος και αλήθεια κι όλους τους υπόλοιπους ηθοποιούς γύρω της να την στηρίζουν με τρόπο εξαιρετικό, το «20,000 Species of Bees», συνθέτει έναν συναρπαστικό μικρόκοσμο ανθρώπων και ιδεών στον οποίο σε εισάγει σιγα σιγά, μα σε κάνει γρήγορα κομμάτι του, σε εμπλέκει με έναν αδιόρατο μα αδιάρρηκτο τρόπο.

Δίχως υπερβολικές κορυφώσεις, χωρίς να ανεβάζει ποτέ τους τόνους σε συναισθηματικά ή αφηγηματικά κρεσέντο, με τον ρυθμό να πάλλεται όπως οι ανάσες των ηρώων του, το φιλμ είναι ηθελημένα χαμηλότονο στο ύφος του, προκειμένου να αφήσει χώρο στην ιστορία του να ξεδιπλώσει τις πτυχές της και να σε συνεπάρει στην τρυφερή διαδρομή του.

20.000 Είδη Μελισσών aka 20,000 Species of Bees / 20.000 Especies de Abejas
2023 | Έγχρ. | Διάρκεια: 128′ | Ισπανία | Σκηνοθεσία: Εστιμπαλίθ Ουρεσόλα Σολαγκουρέν Πρωταγωνιστούν: Σοφία Οτέρο, Πατρίτσια Λόπεζ Αρναϊθ.

Πηγές από: Flix.gr, filmy.gr

Η απεργία πείνας των μελισσοκόμων

Το 1975 έξω από τα σκαλιά του Υπουργείου Γεωργίας, μελισσοκόμοι πραγματοποιούν την πρώτη απεργία πείνας στην αγροτική ιστορία της χώρας. Κυριότερη αιτία είναι η αλόγιστη χρήση μελισσοτοξικών φυτοφαρμάκων.

Της απεργίας πρωτοστατεί ο μελισσοκόμος Κώστας Μανιάς με πολυήμερη απεργία πείνας, έπειτα από ολοκληρωτική καταστροφή που υπέστη το μελισσοκομείο του στις πορτοκαλιές του Άργους. Παρότι οι γραμματικές γνώσεις του Μανιά περιορίστηκαν στο απολυτήριο ενός κατοχικού Δημοτικού Σχολείου, έγραψε κοντά στα 10 βιβλία και 30 δοκίμια, σε ένα εκ των οποίων περιγράφει την οργάνωση του αγώνα των μελισσοκόμων του Άργους. Είναι αυτός που έγραψε το εμβληματικό «Πέτρο αγόρι μου!», ένα ατελείωτο μοιρολόι στον γιο του τον Πέτρο, εθελοντή πυροσβέστη, που έχασε τη ζωή του, στις φωτιές της Βαρυμπόμπης τον Αύγουστο του 2021.

Έπειτα από αυτές τις απεργιακές κινητοποιήσεις, δόθηκαν για πρώτη φορά άδειες για μελισσοκομικά φορτηγά στους κατ’ επάγγελμα μελισσοκόμους, ενώ ορίστηκαν (Ν 721/1977) οι όροι και οι προϋποθέσεις χρήσης μελισσοτοξικών φαρμάκων από τους καλλιεργητές. Για αρκετά χρόνια επαναλαμβάνονταν συστάσεις προς τους αγρότες με εγκυκλίους, ανακοινώσεις και δημοσιεύματα από τις κατά τόπους γεωργικές υπηρεσίες και σταδιακά, χρόνο με το χρόνο η κατάσταση βελτιώθηκε.

Σημαντικό ρόλο έπαιξε και το περίφημο πείραμα της Λαμίας (Σεπ. 1973) που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Η Μέλισσα” και αποδείκνυε ότι όταν δεν υπάρχουν μέλισσες λόγω της χρήσης εντομοκτόνων, δεν καρποφορεί η μηδική.

Πράσινο μέλι από ακτινίδιο

Πριν από 10 χρόνια ο μελισσοκόμος Αλέκος Σαμαράς από τη Νάουσα παρατήρησε ότι κάποια μελίσσια του συνέλεξαν και αποθήκευσαν πράσινο μέλι. Αφού έστειλε δείγμα στο εργαστήριο του ΑΠΘ βρέθηκε ότι το μέλι προέρχονταν από ακτινιδιές. Όμως το ακτινίδιο δίνει μόνο γύρη και καθόλου μέλι.

Η χαλαζόπτωση της προηγούμενης χρονιάς είχε καταστρέψει τη σοδειά με αποτέλεσμα οι αγρότες να αφήσουν τους τραυματισμένους καρπούς στα δέντρα. Οι μέλισσες συνέλεξαν τον χυμό από τους καρπούς και τον μετέτρεψαν σε μέλι. Πράσινο μέλι είχε αναφερθεί και το 2007 στις Φιλιππίνες όταν μέλισσες μάζευαν χλωροφύλλη από πράσινα φύκια, αλλά και το 2012 στη Γαλλία από χρωστικές ουσίες που συνέλεγαν μέλισσες κοντά στο εργοστάσιο παραγωγής καραμελών m&m.

Το «ακτινιδόμελο» αφού αναλύθηκε βρέθηκε να περιέχει παρόμοια συγκέντρωση σακχάρων με ένα συνηθισμένο μέλι, αγωγιμότητα και υγρασία εντός νομοθετημένων ορίων, αλλά με ιδιαίτερα υψηλή HMF, οξύτητα και καθόλου δραστηριότητα του ενζύμου διαστάση.

Η γυρεοσκοπική ανάλυση έδειξε μεγάλο αριθμό γυρεοκόκκων από κισσό (70%) αλλά και άλλα φυτά που ήταν ανθισμένα εκείνη την εποχή, δείχνοντας ότι η ανάλυση αυτή από μόνη της σε μερικές περιπτώσεις είναι δυνατόν να οδηγήσει σε λανθασμένα αποτελέσματα και ότι για να προσδιοριστεί μια αμιγή κατηγορία μελιού θα πρέπει να συνοδεύεται και από εκτίμηση φυσικοχημικών και οργανοληπτικών χαρακτηριστικών.

Μια εβδομάδα μετά τη συλλογή το «ακτινιδόμελο» κρυστάλλωσε με πολύ λεπτούς κρυστάλλους δημιουργώντας κάτι σαν μέλι κρέμα. Τα οργανοληπτικά του χαρακτηριστικά ήταν ευχάριστα σύμφωνα με όσους το δοκίμασαν. Όμως τα μελίσσια που μπήκαν στο χειμώνα με αποθέματα πράσινου μελιού δεν επιβίωσαν παρότι ήταν αρκετά δυνατά. Τα αίτια αποδόθηκαν στην ιδιαίτερα αυξημένη HMF που είναι τοξική για τις μέλισσες. Ο χυμός του ακτινιδίου από πληγωμένα φρούτα δεν εμπίπτει στον ορισμό του μελιού και από αυτή την έννοια δε μπορεί να θεωρηθεί μέλι.

πηγή: Μελισσοκομική Επιθεώρηση

Το να είσαι με το δάσος είναι πολιτική θέση

Ο Νικήτας ζει μόνος του, αποτραβηγμένος σε ένα ορεινό δάσος, το οποίο απειλείται από την επιθετική επέκταση μιας βιομηχανικής μονάδας, στην οποία ο ίδιος αντιστέκεται σθεναρά. Οι τόνοι θα ανέβουν ακόμα περισσότερο με την ξαφνική άφιξη του αποξενωμένου γιου του, ο οποίος διεκδικεί το μερίδιο του απ’ την κληρονομιά.

Το πανέμορφο δάσος που περιβάλλει την απομονωμένη, λιτή, ορεινή αγροικία του Νικήτα, απειλείται από την επιθετική επέκταση μιας κοντινής βιομηχανικής μονάδας η οποία αρχίζει να κατατρώει δέντρα, να αλλοιώνει το περιβάλλον και με την παρουσία της διχάζει έντονα τους κατοίκους της περιοχής. Δύο κόσμοι συγκρούονται με φόντο μια επαρχιακή Ελλάδα βυθισμένη στη σύγχυση και την αμηχανία. Ο  Νικήτας δεμένος με τη φύση τους ρυθμούς και τους νόμους της έρχεται αντιμέτωπος με το γιο του, ο οποίος επιστρέφει για να διεκδικήσει το μερίδιο του και αντιπροσωπεύει την αστική ζωή, την τεχνολογία και τον κυνισμό.

Το πολυβραβευμένο φιλμ του Τζώρτζη Γρηγοράκη καταφέρνει να κοιτάξει με μια διαφορετική, μεστή κινηματογραφική ματιά και σκληρό ρεαλισμό την ελληνική επαρχία. Με γουέστερν ατμόσφαιρα και απόηχους τραγωδίας εστιάζει στη σχέση πατέρα-γιου και μπορεί να μην έχει άμεσα μελισσοκομικό ενδιαφέρον, έχει όμως ένα ξεκάθαρο οικολογικό και ουμανιστικό μήνυμα, ενώ αποτελεί έναν ύμνο για τη φύση και το δάσος.

Το περιβαλλοντικό σκέλος της ταινίας δημιουργεί σαφείς συνειρμούς με τον πολυετή αγώνα στις Σκουριές ενάντια στην εξόρυξη χρυσού, αλλά και του κοινωνικού διχασμού που ακολούθησε. Ο Βαγγέλης Μουρίκης με μια εξαιρετική ερμηνεία παίζει το Νικήτα έναν άνθρωπο καθαρό που πρεσβεύει μια ηθική. Όπως λέει και ο σκηνοθέτης το να πει κάποιος «δεν πουλάω, έχω κάτι ιερό», είναι πολιτική στάση και ο Νικήτας αρνείται να εγκαταλείψει το σπίτι του στο δάσος παρά τα πολλά χρήματα που του προσφέρουν.

Στο Digger παρακολουθούμε το αδιέξοδο ενός ανθρώπου που έχει κάνει την επιλογή να ζει μια μοναχική ζωή στη φύση, όταν καταφτάνει ένα απειλητικό βιομηχανικό τέρας. Δεν θέλει να φύγει, γιατί θα είναι σαν να πεθαίνει μιας και η ζωή του είναι ταυτισμένη με το δάσος. Αλλά ούτε και μπορεί να μείνει, ξέρει καλά ότι θα χάσει. Μια ιστορία Δαυίδ και Γολιάθ, όπου ο Δαυίδ δεν θα βγει νικητής.

Digger
2020 | Έγχρ. | Διάρκεια: 101΄ | Ελλάδα | Σκηνοθεσία: Τζώρτζης Γρηγοράκης Πρωταγωνιστούν:
Βαγγέλης Μουρίκης, Αργύρης Πανταζάρας, Σοφία Κόκκαλη

Ο πόλεμος και η κλιματική αλλαγή αναγκάζουν τις μέλισσες της Συρίας να φύγουν μακριά

Η μελισσοκομία στη βορειοδυτική Συρία, η οποία κάποτε γνώρισε σπουδαίες μέρες, αντιμετωπίζει προκλήσεις λόγω του πολέμου και των συνεπειών του, εν μέσω έλλειψης υποστήριξης.

Σύρος μελισσοκόμος στην επαρχία Ιντλίμπ φωτογραφημένος το Μάιο του 2022 από τον Omar haj kadour.

Ο Συριακός εμφύλιος πόλεμος που ξεκίνησε το 2011, έπειτα από την εξέγερση στα πλαίσια της Αραβικής Άνοιξης, είχε σαφή αντίκτυπο στη μελισσοκομία, τόσο στην παραγωγή όσο και στην εμπορία του μελιού, κυρίως στη βορειοδυτική Συρία, καθώς οι μελισσοκόμοι έχασαν σημαντικά βοσκοτόπια με την πάροδο των ετών.

Η σχετική ηρεμία που επικρατεί στην περιοχή σήμερα δίνει την ελπίδα στους μελισσοκόμους ότι θα αντισταθμίσουν τις απώλειες. Αν και η ύπαιθρος του Ιντλίμπ, του Χαλεπίου και του Αφρίν, που ελέγχεται πια από τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης έπειτα από την Τουρκική στρατιωτική εισβολή, είναι πλούσια σε λουλούδια και νέκταρ και οι κλιματικές συνθήκες είναι κατάλληλες για μελισσοκομία και παραγωγή μελιού, οι μελισσοκόμοι εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν προκλήσεις.

Μαχητές του Ελεύθερου Συριακού Στρατού που υποστηρίζονται από την Τουρκία ξεκουράζονται σε ένα χωράφι στο ανατολικό Αφρίν (Μάρτιος 2018)

Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών που εκδόθηκαν το 2019, η μελισσοκομία ήταν μια παραδοσιακή βιομηχανία στη Συρία πριν από τον πόλεμο του 2011 και υπήρχαν πάνω από 700.000 κυψέλες οι οποίες παρήγαγαν μέλι, βασιλικό πολτό και κερί. Η έκθεση ανέφερε επίσης ότι ένας μελισσοκόμος μπορούσε να ζήσει από την παραγωγή του εάν είχε τουλάχιστον 100 κυψέλες, οι οποίες ήταν σε θέση να παράγουν κατά μέσο όρο 20 έως 25 κιλά μέλι ετησίως ανά κυψέλη.

Ο Μοχάμεντ αλ-Χουσεΐν, επικεφαλής της Ένωσης Ελεύθερων Μελισσοκόμων στην ύπαιθρο του Χαλεπίου, έχασε πολλές κυψέλες και τεράστια χρηματικά ποσά. Αναγκάστηκε να συνενώσει πολλά απ’ τα 140 μελίσσια του ώστε να γίνουν παραγωγικά με αποτέλεσμα να μείνουν 40. «Οι μελισσοκόμοι έχουν υποστεί τεράστιες απώλειες τα τελευταία δύο χρόνια λόγω των κλιματικών συνθηκών και των καιρικών διακυμάνσεων που επηρέασαν τα βοσκοτόπια και την ανθοφορία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγής, τη μείωση του αριθμού των κυψελών και την ανάγκη για τάισμα των μελισσών, αυξάνοντας το κόστος. Πολλοί μελισσοκόμοι έχουν επίσης εκτοπιστεί και οι τοπικές αρχές δεν προσφέρουν καμία υποστήριξη».

Σύμφωνα με τον Χουσεΐν πολλοί μελισσοκόμοι εγκατέλειψαν το επάγγελμα λόγω των μεγάλων απωλειών ή ως απόρροια του εκτοπισμού, ενώ πρόσθεσε «Ένα από τα σημαντικότερα εμπόδια που αντιμετωπίζουμε είναι οι υψηλές τιμές. Για παράδειγμα, η τιμή μιας ξύλινης κυψέλης στο παρελθόν ήταν 24 δολάρια και σήμερα είναι 42 δολάρια. Αυτό προστίθεται στη μείωση των βοσκοτόπων. Παλαιότερα μπορούσαμε να περιπλανηθούμε ελεύθερα από την Νταράα στα νότια, προς την ακτή και τα βουνά στη δυτική Συρία για να βρούμε το νέκταρ των εσπεριδοειδών και δυτικά στην ύπαιθρο της Δαμασκού για να βρούμε γλυκάνισο, καθώς και κατά μήκος του ποταμού Ευφράτη στη βορειοανατολική Συρία όπου ανθίζει το βαμβάκι». Η τιμή του μελιού μπορεί να έχει ανέβει από τα 8 δολάρια στα 10 στη λιανική, όμως η ζήτηση έχει μειωθεί πολύ.

Μελισσοκόμοι του Ιντλίμπ ταξιδεύουν όπου μπορούν για να βρουν το κατάλληλο περιβάλλον για τις μέλισσες τους. [Ali Haj Suleiman/Al Jazeera]

Η μελισσοκομία είναι η μόνη δουλειά που γνώρισε ποτέ ο 29χρονος Αχμάν αλ-Χασάν από το Ιντλίμπ. «Δεν υπάρχει πια αρκετή γη για τις μέλισσες», εξηγεί απογοητευμένος «Πριν από την τρέχουσα κατάσταση, είχαμε εκτάσεις γης να δουλέψουμε». Στο Ιντλίμπ εκτιμάται ότι το 97% των κατοίκων ζει σε συνθήκες ακραίας φτώχειας και οι περισσότεροι είναι εσωτερικά εκτοπισμένοι.

Ο Χασάν παίρνει τα ρίσκα του. Συχνά μετακινεί τα μελίσσια του κοντά στα τουρκικά σύνορα ή ακόμα και κοντά στις γραμμές του μετώπου ώστε να εξασφαλίσει ότι οι μέλισσές του θα έχουν πρόσβαση σε φυτά. «Ανησυχούμε όταν τοποθετούμε τις κυψέλες κοντά στην πρώτη γραμμή του πολέμου, αλλά είναι καλύτερο από το να αφήσουμε τις μέλισσες να πεθάνουν απ’ την πείνα» λέει.

Ο μελισσοκόμος Αχμάν αλ-Χασάν με ένα πλαίσιο μελιού. [Ali Haj Suleiman/Al Jazeera]

«Δεν εξάγουμε τίποτα» συνεχίζει ο Χασάν «βασιζόμαστε αποκλειστικά στην τοπική αγορά». Όμως η τοπική αγορά στη βορειοδυτική Συρία έχει καταρρεύσει οικονομικά. Η τουρκική λίρα, το κύριο νόμισμα που χρησιμοποιείται στην περιοχή, έχει χάσει απότομα την αξία της, ενώ τα πράγματα επιδεινώθηκαν ακόμα περισσότερο μετά τη Ρωσο-Ουκρανική σύγκρουση. Εκτός αυτού η άνοδος της θερμοκρασίας και η μείωση των βροχοπτώσεων έχουν πλήξει τη βόρεια Συρία τα τελευταία χρόνια. Οι βροχοπτώσεις είναι σποραδικές και συμβαίνουν τις πιο απροσδόκητες στιγμές.

Προς το παρόν οι μελισσοκόμοι της Συρίας θα συνεχίσουν να ρισκάρουν μετακινώντας τις μέλισσες τους προς τα τουρκικά σύνορα ελπίζοντας ότι αυτές θα βρουν πιο πράσινα βοσκοτόπια.

πηγές: Aljazeera, Al-Monitor

 

 

 

 

Τα δάση μελιού της Τουρκίας

Το 2008 στην Τουρκία, τέθηκε σε εφαρμογή από τη Γενική Διεύθυνση Δασών το πρόγραμμα «Σχέδιο Δράσης για Δάση Μελιού». Έως σήμερα έχουν δημιουργηθεί 600 μελισσοκομικά δάση με σκοπό να γίνουν 720 ως το 2023, με την Τουρκία να ανεβαίνει στη δεύτερη θέση παγκοσμίως στην παραγωγή μελιού, πίσω μόνο από την Κίνα.

Μελισσοκομικά δάση ονομάζονται οι δασικές εκτάσεις που είτε προϋπήρχαν είτε δημιουργήθηκαν με τη φύτευση των κατάλληλων, ανάλογα την περιοχή, μελισσοκομικών φυτών, στις οποίες πραγματοποιούνται έργα που διευκολύνουν την πρόσβαση και εγκατάσταση μελισσοσμηνών. Η μεγάλη μείωση των επικονιαστών παγκοσμίως λόγω της αλόγιστης χρήσης φυτοφαρμάκων, της κλιματικής αλλαγής της αστικοποίησης κ.α. έχει κάνει την ανάγκη ύπαρξης τέτοιων δασών επιτακτική.

Το 2017 ρυθμίστηκαν από Γενική Διεύθυνση Δασών της Τουρκίας, όλες οι λεπτομέρειες σχετικά με τους μόνιμους αλλά και τους νομάδες μελισσοκόμους, δίνοντας τους τη δυνατότητα να επωφεληθούν από αυτούς τους τομείς πιο αποτελεσματικά. Όπως δήλωσε ο μελισσουργός Hüseyin Baş «Αντιμετωπίζαμε δυσκολίες για να φτάσουμε εδώ. Από τη στιγμή που δημιουργήθηκε το δάσος μελιού, η πρόσβαση έγινε πιο εύκολη. Εκμεταλλευτήκαμε αυτή την ευκολία που μας παρέχει το κράτος».

Η Τουρκία ανέβηκε στη δεύτερη θέση παγκοσμίως στην παραγωγή μελιού. Από 81.000 τόνους το 2010, έφτασε τους 110.000 το 2019, με τις κυψέλες να παρουσιάζουν επίσης άνοδο από τα 5,6εκ στα 8εκ.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα το δάσος μελιού της Αδριανούπολης, το οποίο είχε υποβαθμιστεί. Εκεί από το 2016 φυτεύτηκαν 130.000 δέντρα και αρωματικά φυτά σε μια έκταση περίπου 3.000 στρεμμάτων. Η περιοχή εμπλουτίστηκε με φυτά όπως η ακακία, η καστανιά, η φλαμουριά, η λεβάντα και το θυμάρι. Έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε να μπορεί φιλοξενήσει περίπου 1500 κυψέλες.