Στο κλαδικό, μηνιαίο μελισσοκομικό περιοδικό “Μελισσοκομική Ελλάς” του εκδότη Νικόλαου Τοπαλίδη , στο τεύχος 109, που κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 1960, βρίσκεται ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο με τίτλο “Η μελισσοκομία σε φτωχές ορεινές περιφέρειες, Τζουμέρκα (Άρτης)” το οποίο σήμερα πια έχει ιστορική αξία.
Για πολλά χρόνια το συγκεκριμένο συνδρομητικό περιοδικό αποτελούσε τη μοναδική ενημέρωση για τα τρέχοντα θέματα της μελισσοκομίας. Διαβάζουμε λοιπόν στο συγκεκριμένο άρθρο, το οποίο υπογράφει ο Α. Τ. Ξυδιάς, ότι ο νομός Άρτης είναι ίσως ο πλουσιότερος μελισσοκομικά νομός, με άφθονα μελισσοτροφικά φυτά, γεγονός που δίνει τη δυνατότητα να επιτευχθούν, τις καλές χρονιές δύο και τρεις τρύγοι με μικρές σχετικά μετακινήσεις.
Η μελισσοκομία των προοδευτικών μελισσοκόμων της Άρτας.
Στην πεδιάδα της Άρτας βρίσκεται η κυριότερη νομή που είναι η πορτοκαλιά. Εκεί καλλιεργούνταν το 1960, 35.000 στρέμματα με εσπεριδοειδή. Η ανθοφορία της λαμβάνει χώρα το Απρίλιο και τις καλές χρονιές δίνει ικανοποιητικά αποτελέσματα. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι το 1958 ένας από τους πιο οργανωμένους μελισσοκόμους της Άρτας, σύμφωνα με τους συναδέλφους του, ο Γ, Δασκαλόπουλος πήρε 22 οκάδες (28 κιλά) μέλι πορτοκαλιάς ανά κυψέλη.
Τόσο εξαιρετικές χρονιές όμως είναι σπάνιες. Δε λείπουν όμως και οι πολύ κακές χρονιές, όπως η επόμενη, το 1959 που λόγω του έντονου κρύου κατά την ανθοφορία, διακόπηκε η νεκταροέκκριση με αποτέλεσμα να μην τρυγηθεί καθόλου μέλι. Στις συνηθισμένες χρονιές και χωρίς να εφαρμόζεται κάποια μέθοδος εντατικής εκμετάλλευσης η παραγωγή κυμαίνεται στις 10 οκάδες (12 κιλά) ανά κυψέλη.
Έπειτα από την ανθοφορία της πορτοκαλιάς οι προοδευτικότεροι μελισσοκόμοι της Άρτας μεταφέρουν τα μελίσσια τους στα ορεινά για τη μελιτοφορία της Ελάτης, όπου η παραγωγή όμως επηρεάζεται έντονα από τις καιρικές συνθήκες. Στις καλές χρονιές οι νέες κυψέλες δίνουν 10 έως και 20 οκάδες (12-25 κιλά), αλλά δε λείπουν και τα δίσεκτα έτη…
Τον Αύγουστο τα μελίσσια μεταφέρονται στο Ξεροβούνι σε ακόμα μεγαλύτερο υψόμετρο, άνω των 1000μ. όπου υπάρχει άφθονη ορεινή θρούμπα και περδικάκι. Ο μελισσοκόμος από την Άρτα κ. Παππάς βεβαιώνει ότι το 1957 από 85 μελίσσια πήρε 2000 οκάδες (2,5 τόνους) δηλαδή περίπου 23kg/κυψέλη, ενώ ο μέσος όρος κυμαίνεται στις 10 οκάδες (12 κιλά).
Τον Σεπτέμβριο γίνεται η τελευταία μεταφορά στους λόφους γύρω από την πεδιάδα της Άρτας για την ανθοφορία της ερείκης και της κουμαριάς. Ειδικά η περιοχή κοντά στα παράλια του Αμβρακικού, στις βουνοπλαγιές του Μακρυνόρους είναι κατάφυτη, ενώ εκεί διαχειμάζουν και μελίσσια από άλλες περιφέρειες της Ελλάδας.
Κάποιοι από τους προοδευτικούς μελισσοκόμους της Άρτας όμως δεν αρκούνται σ’ αυτόν το θησαυρό μελισσοκομικής χλωρίδας, αλλά τα τελευταία χρόνια ξεκίνησαν να μεταφέρουν τα μελίσσια τους στη Λευκάδα για το θυμάρι. Όσοι μάλιστα το επιχείρησαν την τελευταία χρονιά πήραν 6 οκάδες (7,5 κιλά) ανά κυψέλη, το οποίο πούλησαν επί τόπου με 150 δραχμές, από τις οποίες ξόδεψαν 30 για τις μεταφορές.
Όλες αυτές οι ανθοφορίες βέβαια δεν είναι εξασφαλισμένες. Άλλες μπορεί να καταστραφούν από όψιμα κρύα, άλλες από ξηρασία ή άκαιρες βροχοπτώσεις. Είναι αδύνατον όμως να χαθούν όλες, ειδικά για τους προοδευτικούς μελισσοκόμους της Άρτας που ασκούν νομαδική μελισσοκομία.
Η μελισσοκομία στις φτωχές ορεινές περιοχές των Τζουμέρκων.
Στις φτωχές ορεινές περιοχές των Τζουμέρκων όμως η μελισσοκομία είναι ακόμα καθυστερημένη. Από τα 6800 μελίσσια μόλις τα 1300 είναι σε κυψέλες με πλαίσια. Τα υπόλοιπα παρέμεναν σε κοφίνια. Επίσης ενώ ο κάμπος της Άρτας κατά την άνοιξη γέμιζε από μελίσσια που μεταφέρονταν εκεί από την Ευρυτανία, τη Θεσσαλία και τα Ιωάννινα, οι ορεινοί μελισσοκόμοι των Τζουμέρκων δε μετακινούσαν τα μελίσσια τους.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο αρθρογράφος κ. Ξυδιάς:
“Ατυχώς η φιλεργία και η ικανότης των ξένων μελισσοτρόφων, δεν χρησιμεύει ως παράδειγμα στους ορεινούς μελισσοκόμους των Τζουμέρκων, που αφήνουν ανεκμετάλλευτο τον πλούτο της μελισσοκομικής χλωρίδας του τόπου τους, μολονότι βρίσκεται κάτω από τα πόδια τους, Μάλιστα για την πρόοδο της μελισσοκομίας σ’ αυτήν την περιφέρεια το Υπουργείο Γεωργίας έδωσε κατά την περίοδο 1948-1950 αρκετές κυψέλες σε συμμοριόπληκτους (sic) μελισσοτρόφους. Η απελπιστική όμως κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι άνθρωποι αυτοί, ανάγκασε τους πιο πολλούς να πουλήσουν τις κυψέλες για να ικανοποιήσουν άλλες πιο επιτακτικές ανάγκες εκείνης της εποχής”.
Τις κυψέλες αυτές αγόρασαν νέοι, αρχάριοι τότε μελισσοκόμοι από το πεδινό τμήμα του νομού Άρτας, οι οποίοι εξελίχθησαν στους σημερινούς προοδευτικούς μελισσοκόμους. Πάντως τα πράγματα φαίνεται σιγά σιγά να αλλάζουν και στα ορεινά καθώς οι μελισσοκόμοι εκεί αρχίζουν να καταλαβαίνουν τα πλεονεκτήματα της νέας κυψέλης και της μεταφοράς σε άλλα μέρη για βοσκή.
Αλλά και οι συνθήκες πλέον είναι ευνοϊκότερες γιατί ανοίγονται δρόμοι. Και συνεχίζει ο κ. Ξυδιάς:
“Αν επιδοθούν στη μελισσοκομία μπορεί να καλυτερεύσουν τις συνθήκες της ζωής τους. Αρκετοί από τους κατοίκους των ορεινών προσπαθούν να ζήσουν με 5 γιδοπρόβατα και 5 στρέμματα γης από τα οποία τα 3 είναι άγονα. Τέτοια φτώχεια μαστίζει πολλούς από αυτούς ώστε το γάλα που παίρνουν από τα γιδοπρόβατα το κάνουν βούτυρο το οποίο πουλούν και κρατούν το ξινόγαλο για τροφή τους”.
“Για τη μελισσοκομική ανάπτυξη του νομού Άρτας η Βασιλική Πρόνοια έδωσε 200 κυψέλες. Όμως γι αυτό το σκοπό χρειάζονται πολύ περισσότερες. Και επειδή είναι αδύνατο να δοθούν δωρεάν πολλές κυψέλες, καλό είναι να δοθούν 1000 με πίστωση και με μειωμένη τιμή, όπως δόθηκαν από το Βασιλικό Εθνικό Ίδρυμα με τους ίδιους όρους σε άλλες φτωχές περιοχές (Ευρυτανία, Μάνη).”