Οι αυτόχθονες φυλές μελισσών του Ελλαδικού χώρου

Παραδοσιακά, η αναγνώριση των φυλών της A.mellifera βασίζονταν στα μορφομετρικά χαρακτηριστικά τους (Charistos et.al 2014). Μετά το 1980 αναπτύχθηκαν και βιοχημικές μέθοδοι, καθώς και μέθοδοι βασισμένες σε μοριακούς γενετικούς δείκτες, οι οποίες επέτρεψαν την διερεύνηση των διαφοροποιήσεων μεταξύ πληθυσμών σε μοριακό επίπεδο, συμβάλλοντας έτσι στην καλύτερη κατανόηση της πληθυσμιακής δομής της A.mellifera, σε συνδυασμό με τις προϋπάρχουσες μεθόδους.

Όλες οι φυλές που απαντώνται στον ευρύτερο Ελληνικό χώρο ανήκουν στην γενεαλογική γραμμή C (De la Rúa et.al 2009), και διακρίνονται σαφώς τόσο από την Μ (Κεντρική Ευρώπη, A.m.mellifera), όσο και από την Α (Βόρεια Αφρική, Σικελία, Μάλτα). Πρέπει να σημειωθεί ότι η παρουσίαση των φυλών και των χαρακτηριστικών τους εν πολλοίς βασίζεται σε μελέτες και καταγραφές προηγούμενων δεκαετιών. Σταδιακά όμως χρόνο με τον χρόνο παρατηρείται όλο και εκτενέστερος υβριδισμός σχεδόν σε όλο τον Ελλαδικό χώρο, κάτι που ενδεχομένως μεταβάλλει την καθαρή εικόνα των γεωγραφικά διακριτών φυλών, και πρέπει πάντα να λαμβάνεται υπόψη. Οι κυριότερες αυτόχθονες φυλές μελισσών στον Ελλαδικό χώρο είναι:

Κεκρόπια μέλισσα (Apis mellifera cecropia)

Πρόκειται για την κυριότερη ίσως αυτόχθονη Ελληνική φυλή. Γεωγραφικά καταλαμβάνει την περιοχή της ηπειρωτικής Ελλάδος νοτίως της Μακεδονίας, και της Πελοποννήσου συμπεριλαμβανομένης. Το όνομα “Κεκρόπια μέλισσα” αναφέρεται πρώτη φορά από τον Βιργίλιο στα “Γεωργικά” ποιήματά του. Ο μοναχός Adam αναφέρεται σε αυτή ως “η Ελληνική μέλισσα”. Ο Maa (Maa T.C. 1953) την αναφέρει και ως A.m.hymettea (προφανώς από το όρος Υμηττός).

Ανήκει στην ομάδα φυλών της Κεντρικής Μεσογείου, και οι συγγενέστερες φυλές της είναι η carnica, η sicula (Σικελική φυλή) και η macedonica. Λόγω του χρώματός της παλαιότερα πιστεύονταν λανθασμένα ότι συνιστά υβρίδιο μεταξύ της ligustica και της σκουρόχρωμης A.m.mellifera της Βορείου Ευρώπης, ενώ ο Maa T.-C. την αποκαθιστά ως αυτούσια φυλή το 1953. (Ruttner 1988), (Maa T.C. 1953).

Είναι σχετικά μεγαλόσωμη μέλισσα. Ξεχωρίζει χαρακτηριστικά από τις υπολοιπες φυλές για την μακριά της προβοσκίδα (~6.6mm), κάτι που θεωρείται μεγάλο προσόν, καθώς δύναται να εκμεταλλευτεί καλύτερα κάποιες ανθοφορίες (Γούναρη- www.melinet.gr). Επίσης χαρακτηρίζεται από τον ασυνήθιστα μεγάλο ωλενικό της δείκτη (μέση τιμή 3.13, που σε κάποιους πληθυσμούς φτάνει και το 3.6), ο οποίος είναι μακράν ο μεγαλύτερος από όλες τις φυλές της A.mellifera, πλησιάζοντας αυτόν της A.m.cerana. Άλλο ένα χαρακτηριστικό που την διακρίνει είναι το σχετικά μεγάλο μήκος των πίσω ποδιών. (Ruttner 1988).

Η Κεκρόπια θεωρείται από τους μελισσοκόμους ως μια μάλλον μέτρια έως αρκετά επιθετική φυλή, σε σημείο που πολλές φορές δυσχεραίνει την εργασία στις κυψέλες. Σημαντικό χαρακτηριστικό της είναι η απροθυμία της για σμηνουργία. Επίσης της πιστώνεται και η καλή αντοχή στις ασθένειες (Υφαντίδης 1995). Δημιουργεί μεγάλους πληθυσμούς αρκετά νωρίς την Άνοιξη, κι έτσι εκμεταλλεύεται αποδοτικά τις πρώτες ανθοφορίες. Θεωρείται πολύ καλή συλλέκτρια μελιού, και καλά προσαρμοσμένη στο κλίμα και τις νομές της Κεντρικής και Νοτίου Ελλάδος. (Υφαντίδης 1995). Επίσης την χαρακτηρίζει και ο μεγάλος βαθμός χρήσης πρόπολης, κάτι που ίσως εξηγεί την αντοχή της σε ασθένειες. (Ruttner 1988).

Μακεδονική μέλισσα (Apis mellifera macedonica)

Είναι η πιο διαδεδομένη φυλή στον Ελλαδικό χώρο με σχεδόν τα δυο τρίτα των παραγωγών να την χρησιμοποιούν. Η Μακεδονική φυλή εκτείνεται πολύ πέραν του Ελληνικού χώρου καταλαμβάνοντας σχεδόν όλη την ανατολική πλευρά της Βαλκανικής, ξεκινώντας από την Θεσσαλία και την Ήπειρο από νότο, και εκτεινόμενη μέχρι την νότιο Ουκρανία έως και την Ταυρίδα προς βορρά.

Σύμφωνα με έρευνα που έγινε σε πληθυσμούς μελισσών στην Στερεά Ελλάδα, νησιά του Αιγαίου, Κύπρο και Μακεδονία (Μπουγά 2002) (Bouga et.al 2005b), γενετικά η Μακεδονική φυλή είναι η πιο απομακρυσμένη σε σχέση με τις υπόλοιπες που απαντώνται στον Ελληνικό χώρο. Πιο συγκεκριμένα η A.m.macedonica παρουσιάζει διακριτό απλότυπο στο mDNA από τις άλλες φυλές της έρευνας, οι οποίες μοιράζονται τον ίδιο απλότυπο (Muñoz et.al 2020). Αυτό αντανακλά φαινοτυπικά και στα μορφολογικά, συμπεριφορικά αλλά και στα παραγωγικά χαρακτηριστικά της.

Η Μακεδονική φυλή είναι πιο μικρόσωμη, και με μικρότερα φτερά, αλλά με λίγο μεγαλύτερα πόδια και με μεγαλύτερη προβοσκίδα. Επίσης εμφανίζει πλατύ μετατάρσιο, κάτι που παραπέμπει σε επιρροή εξ ανατολών. Είναι πιο λεπτοκαμωμένη από τις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές φυλές, με πιο κοντό τρίχωμα. (Χατζήνα κ.α, περιοδικό “Δήμητρα” 2019) Ο ωλενικός δείκτης είναι μεγαλύτερος από την A.m.carnica, και υπάρχουν διαφορές στην νεύρωση των φτερών.

Ο χρωματισμός είναι γενικά σκουρόχρωμος, όμως με λίγο κιτρινωπό χρώμα στους τεργίτες και στον θώρακα. (Ruttner 1988). Γενικά θεωρείται πολύ ήρεμη φυλή, κάτι που σημειώνει και ο μοναχός Άνταμ (1952), σε βαθμό που, όπως αναφέρει, πολλοί μελισσοκόμοι αντί για καπνιστήρι, επιθεωρούσαν τις κυψέλες απλά με ένα κομμάτι καπνίζοντος αναμμένου μύκητα (μάλλον αναφέρεται στην γνωστή ίσκα) που τοποθετούσαν επάνω στους κηρηθροφορείς. Την παρατήρηση αυτή επιβεβαιώνουν και μαρτυρίες παλαιών μελισσοκόμων, ειδικά της περιοχής της Χαλκιδικής, που εξαίρουν την ήρεμη αυτή συμπεριφορά, αναφέροντας μάλιστα ότι πολύ σπάνια θα συνέβαινε να δεχτούν τσίμπημα. (Υφαντίδης 1995).

Σμηνουργεί εύκολα, ακόμα και μετά από τους σχετικούς προληπτικούς χειρισμούς. Σε συζητήσεις με μελισσοκόμους της Μακεδονίας προτάθηκε η άποψη ότι αυτό συμβαίνει επειδή τις τελευταίες δεκαετίες χρησιμοποιήθηκαν πολύ οι αφεσμοί για τον πολλαπλασιασμό των μελισσοσμηνών, και άρα τα γονίδια που ενθαρρύνουν την σμηνουργία πλήθυναν μέσα στην γενετική δεξαμενή της macedonica. Αυτό όμως είναι θέμα για περαιτέρω διερεύνηση.

Λοιπά συμπεριφορικά χαρακτηριστικά είναι η αυξημένη χρήση πρόπολης, η μεσοπρώιμη ανάπτυξη πληθυσμών κατά την Άνοιξη η σημαντική μείωση του γόνου στο τέλος του Θέρους, η διατήρηση ισχυρών πληθυσμών κατά τον Χειμώνα και συνεπώς η καλή διαχείμαση (ακόμα και σε χώρες της Βορείου Ευρώπης, όπου δοκιμάστηκε), καθώς και η καλή συλλογή μελιού σε διαφορετικές νομές. (Ruttner 1988). Τέλος, αναφέρεται η χαμηλή τάση για λεηλασία, η εκμετάλλευση νομών σε μεγάλες αποστάσεις, ο καλός προσανατολισμός και η χαμηλή παραπλάνηση, γνωρίσματα που συνδέονται μεταξύ τους. (Υφαντίδης 1995).

Πρόσφατα πειράματα έχουν δείξει ενθαρρυντική αντοχή στην βαρροϊκή ακαρίαση, με σημαντικό ποσοστό μελισσιών να επιβιώνει και να παραμένει παραγωγικό, χωρίς σχετική θεραπεία, επί 2 και πλέον έτη (Hatjina et al 2018). Ωστόσο δείχνει να παρουσιάζει ευαισθησία στην Νοζεμίαση. (Br.Adam 1954).

Κρητική μέλισσα (Apis mellifera adami)

Πρόκειται για την ενδημική φυλή της Κρήτης, και ονομάστηκε έτσι προς τιμή του μοναχού Άνταμ (πατέρα της buckfast. A.m.), ο οποίος την μελέτησε εκτενώς και την ανέδειξε. Ταξινομήθηκε ως ξεχωριστό υποείδος από τον Ruttner το 1975, μόλις λίγα χρόνια προτού δεχτεί μεγάλη δημογραφική πίεση, σε βαθμό σχεδόν εξαφάνισης, την δεκαετία του 1980 από την βαρροϊκή ακαρίαση, που εκείνα τα χρόνια εισέβαλε στον Ελλαδικό χώρο, και στην οποία απεδείχθη αρκετά ευάλωτη. Στο πλήγμα αυτό ήρθε να προστεθεί και η ανεξέλεγκτη εισαγωγή μελισσοσμηνών άλλων φυλών από την ηπειρωτική Ελλάδα (κυρίως macedonica και ligustica) και η αναπόφευκτη επιμειξία με αυτές, σε βαθμό που πολλοί να υποστηρίζουν ότι η φυλή αυτή έχει πια εκλείψει.

Παρόλα αυτά οι Μπουγά, Χαριζάνης και άλλοι ερευνητές (Bouga et.al 2005b), μελετώντας φυλογενετικές σχέσεις μεταξύ πληθυσμών μελισσών από διάφορα μέρη της Ελλάδας το 2005 κάνουν αναφορά για ύπαρξη της A.m.adami στην Κάσο, τα Κύθηρα και την Ικαρία. Επίσης υπάρχει σχετική μελέτη (BADINO et al., 1988) όπου με αλλοενζυμική ανάλυση έδειξε καθαρή φυλή στην Κρήτη (Harizanis et.al 2003).

Την εποχή που ταυτοποιήθηκε ως φυλή (δεκαετία του 1970) η A.m.adami ενδημούσε στην Κρήτη. Ωστόσο και σε νησιά του Ανατολικού Αιγαίου (Κάρπαθος, Κάσος, Ρόδος, Κως, Χίος, Λέσβος) οι οικείοι πληθυσμοί των μελισσών παρουσίαζαν μεγάλη ομοιότητα με την A.m.adami, χωρίς επισήμως να έχουν ταξινομηθεί σε αυτή. Αυτό παρέμεινε ένα ανοιχτό ζήτημα, καθώς οι πληθυσμοί των προαναφερθεισών νήσων διακρίνονται σαφώς από την A.m.anatoliaca των γειτονικών Μικρασιατικών ακτών. (Ruttner 1988).

Σήμερα οι περισσότεροι συμφωνούν ότι η αυτόχθονη καθαρόαιμη φυλή A.m.adami έχει εξαφανιστεί, ή έστω σχεδόν εξαφανιστεί. Ωστόσο μελετώνται τα διάφορα υβρίδιά της με πληθυσμούς που έχουν εισαχθεί στο νησί κατά τα τελευταία χρόνια (Harizanis et.al 2003).

Πρόκειται για μεγαλόσωμη και σκουρόχρωμη μέλισσα, αν και ο χρωματισμός των τεργιτών παρουσιάζει μεγάλη παραλλακτικότητα, ακόμα και σε άτομα της ίδιας κυψέλης. Ωστόσο ο θώρακας είναι σκουρόχρωμος σε όλα τα άτομα. Το τρίχωμά της έχει μεσαίο μήκος.
Έχει σχετικά μικρά φτερά για το σώμα της, και πλατιά κοιλιά, σε αντιθεση με τις υπόλοιπες φυλές της περιοχής. Χαρακτηριστική είναι η μεγάλη απόσταση μεταξύ των δυο κηροφόρων πλακών στον 3ο στερνίτη της κοιλίας. Ο Ωλενικός δείκτης είναι πολύ μικρός, και το σχήμα των νευρώσεων στα φτερά διαφέρει χαρακτηριστικά από όλες τις άλλες γειτονικές φυλές. (Ruttner 1988).

Πρόκειται για μια φυλή με έντονη αμυντική συμπεριφορά, όπως προκύπτει τόσο από την βιβλιογραφία, όσο και από τις διηγήσεις των παλαιότερων Κρητικών μελισσοκόμων. Ο δε μοναχός Άνταμ (Br.Adam 1954) αναφέρει ότι η συμπεριφορά αυτή γινόταν ακραία σε μελίσσια που είχαν μεταφερθεί σε ψυχρό περιβάλλον (είχε μεταφέρει ένα αριθμό κυψελών στην Αγγλία, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως πηγή γενετικού υλικού για την δημιουργία της buckfast). Ωστόσο υπό ευνοϊκές συνθήκες παρουσιάζει σχετικά ήρεμη συμπεριφορά κατά τους μελισσοκομικούς χειρισμούς.

Τα ιδιαίτερα συμπεριφορικά χαρακτηριστικά της φυλής σχετίζονται με το ιδιαίτερο αβιοτικό (ξηροθερμικές συνθήκες, ισχυροί άνεμοι) και βιοτικό (σοβαροί εχθροί, π.χ. σφήκες, τοπική άγρια βλάστηση) περιβάλλον του νησιού. (Ruttner 1988). Οι παλιοί Κρήτες μελισσοκόμοι την ενθυμούνται ως ιδιαίτερα παραγωγική μέλισσα.

Η αρχική Κρητική μέλισσα A.m.adami, όπως ταξινομήθηκε από τον Ruttner αποδείχτηκε ευπαθής στην βαρροϊκή ακαρίαση, προσβολή που χρεώνεται με την δημογραφική της έκλειψη. Έκτοτε στα υβρίδιά της που δημιουργήθηκαν με εισαγωγές βασιλισσών ligustica και macedonica προέκυψε πρόβλημα από προσβολή με την τραχειακή ακαρίαση (Acarapis woodi) περί τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Οι υβριδικοί αυτοί πληθυσμοί εμφάνισαν σημαντική διαφοροποίηση ως προς την αντοχή τους στην συγκεκριμένη προσβολή, με τα υβρίδια της A.m.macedonica να παρουσιάζουν αξιοσημείωτα μεγαλύτερη αντοχή από τα άλλα (Λιάκος 2018).

Καρνιολική μέλισσα (Apis mellifera carnica)

Πήρε το όνομά της από την περιοχή Καρνιόλα της Σλοβενίας, από όπου και θεωρείται ότι κατάγεται, καθώς εκεί βρίσκονται οι πιο αμιγείς πληθυσμοί. Αν και υπάρχει ως εισηγμένη φυλή στον Ελλαδικό χώρο, μπορεί να θεωρηθεί και εντόπια, καθώς υποπληθυσμός της A.m.carnica ενδημεί στα νησιά του Ιονίου.

Η A.m.carnica απαντάται στα Δυτικά Βαλκάνια, από την περιοχή του Δούναβη και προς νότο, κατά μήκος των Δαλματικών ακτών, με βόρειο όριο τις Άλπεις και τα Καρπάθια, και νότιο όριο τον Ελληνικό χώρο. Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, η παρουσία της εκτείνεται μέχρι την νότιο Αλβανία, και στα νησιά του Ιονίου. Η φυλή που ενδημεί στα νησιά του Ιονίου είναι αυτόχθων υποπληθυσμός της A.m.carnica, παρόλο που στις απέναντι ηπειρωτικές ακτές κυριαρχεί η Κεκρόπια. (Ruttner 1988) (Br.Adam 1954).

Αυτό που είναι χαρακτηριστικό στην Καρνιολική μέλισσα είναι οι πολλές γενετικές γραμμές της, οι ιδιαίτεροι τοπικοί πληθυσμοί και οι οικότυποί της. Αυτό εξηγείται από τους πολλούς διαφορετικούς τύπους περιβάλλοντος όπου έχει προσαρμοστεί ο κάθε πληθυσμός. Άρα πρόκειται για μια φυλή που παρουσιάζει σημαντική εσωτερική ανομοιομορφία, (χωρίς ωστόσο να καταργείται η ενιαία ταυτότητά της). Αυτό εμφανίζεται τόσο στην μορφολογία, όσο και στην συμπεριφορά της. (Υφαντίδης 1995).

Θεωρείται γενικά μεγαλόσωμη μέλισσα. Ο χρωματισμός της ποικίλλει, ακόμα και εντός των τοπικών πληθυσμών, ωστόσο είναι γενικά σκουρόχρωμος. Χαρακτηρίζεται από φαρδιά κοιλιά, κοντό τρίχωμα και υψηλό ωλενικό δείκτη. Επίσης έχει και χαρακτηριστικό σχήμα νευρώσεων στα φτερά. Συγγενεύει μορφολογικά (αλλά και γενετικά) με την cecropia και την macedonica, με την πρώτη όμως να διαθέτει σημαντικά μεγαλύτερη προβοσκίδα, και την δεύτερη να έχει λεπτότερο σώμα και χαμηλότερο ωλενικό δείκτη. (Ruttner 1988).

Η A.m.carnica «κόβει» τον γόνο νωρίς το Φθινόπωρο, και αρχίζει πάλι στις αρχές της Ανοίξεως, οπότε και η ανάπτυξη του σμήνους γίνεται με ταχείς ρυθμούς. Κατά την θερινή περίοδο η ποσότητα του γόνου εξαρτάται από την διαθέσιμη τροφή. Γενικά είναι πολύ καλή στην διαχείμαση.

Είναι γενικά ήρεμη μέλισσα, και δεν δημιουργεί πρόβλημα στους χειρισμούς. Χρησιμοποιεί πολύ μικρή ποσότητα πρόπολης. Γενικά έχει έντονη τάση για σμηνουργία, η οποία όμως είναι μικρότερη στους νότιους οικότυπους της φυλής.

Έχει καλή αντίληψη προσανατολισμού και πολύ χαμηλή τάση για παραπλάνηση, ακόμα και όταν πρέπει να βρει την κυψέλη της ανάμεσα σε πολλές κοντινές. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιεί σχήματα, σχετικές θέσεις και ορόσημα, ενώ δείχνει να μην βασίζεται στο χρώμα. (Υφαντίδης 1995).

Συλλέγει σε μεγάλες αποστάσεις, και αναλόγως έχει προσαρμόσει και τον δονούμενο χορό της εργάτριας. Με αυτό σχετίζεται και η απροθυμία της για λεηλασία. Χωρίς να θεωρείται ιδιαίτερα παραγωγική σε σχέση με τις περισσότερες φυλές του Ελλαδικού χώρου, ωστόσο είναι πιο παραγωγική από την A.m.mellifera της Κεντρικής Ευρώπης (Γούναρη- www.melinet.gr), (Ruttner 1988). Δείχνει να έχει εντυπωσιακή ανθεκτικότητα σε ασθένειες του γόνου (Br.Adam 1954).

Υβριδισμός πληθυσμών, βιοποικιλότητα, και προβλήματα

Ίσως το πιο χαρακτηριστικό φαινόμενο, αναφορικά με τις φυλές των μελισσών κατά τις τελευταίες δεκαετίες, είναι ο έντονος υβριδισμός που παρατηρείται. Αυτός οφείλεται, ειδικά για την περίπτωση της Ελλάδας, σε δυο κύριους λόγους, α) την νομαδική μελισσοκομία, με μετακινήσεις και επαφές μελισσιών διαφορετικών φυλών μεταξύ των και β) στην εισαγωγή ξένου γενετικού υλικού, δηλ. βασιλισσών, ή και σπανιότερα ολόκληρων μελισσοσμηνών.

Ενώ αφ’εαυτού ο υβριδισμός είναι είναι φυσικό φαινόμενο, σύμφυτο του χαρακτήρα της A.mellifera, που συμβαίνει ανέκαθεν μεταξύ τοπικών πληθυσμών μελισσών στις μεταξύ τους συνορεύουσες ζώνες υβριδισμού, εμπλεκομένου του ανθρωπίνου παράγοντα αυτός καταλήγει σε επιθετικό υβριδισμό, που λαμβάνει χώρα και στο εσωτερικό των περιοχών της κάθε φυλής. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε ήπια και ομαλή ροή γονιδίων μεταξύ των πληθυσμών, απαραίτητων για την διατήρηση μιας ελάχιστης γενετικής ποικιλομορφίας, ώστε υπό την επίδραση του περιβαλλοντος ομαλά να καταλήγουμε σε προσαρμοσμένους πληθυσμούς. Στην δεύτερη περίπτωση έχουμε μια απότομη μεταβολή της γενετικής σύνθεσης ενός τοπικού πληθυσμού, με βλάβη ή και απώλεια της γενετικής του ταυτότητας.

Ο υβριδισμός έχει πολλαπλές επιδράσεις στην φυλογενετική συνθεση των πληθυσμών. Από την μια αλλοιώνει την αμιγή γενετική ταυτότητα των φυλών, καμιά φορά μέχρι και εξαφανίσεως, εισάγοντας νέο γενετικό υλικό που καταλήγει να είναι εμφανές και στον φαινότυπο. Έτσι δημιουργούνται καινοφανείς πληθυσμοί με διαφορετικά μελισσοκομικά χαρακτηριστικά, όχι πάντα επιθυμητά, συνήθως με έντονη φαινοτυπική παραλλακτικότητα, αλλά και ενδεχομένως με μειωμένη ικανότητα προσαρμογής και επιβίωσης στο τοπικό περιβάλλον (Meixner et.al 2015).

Από την άλλη ο υβριδισμός μπορεί να προσδώσει και πλεονεκτήματα σε ένα πληθυσμό σε βάθος χρόνου, καθώς επιφέρει υψηλό βαθμό γενετικής παραλλακτικότητας και νέους συνδυασμούς αλληλομόρφων, τα οποία μπορεί να φανούν πολύτιμα σε ενδεχόμενες νέες εξελικτικές πιέσεις, όπως στην περίπτωση της μέλισσας buckfast.

Βιβλιογραφία – πηγές:

Οι φυλές των μελισσών στον Ελλαδικό και ευρύτερο χώρο : Πτυχιακή εργασία Γεώργιου Χατζή, Τμήμα Τεχνολόγων Γεωπόνων Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας

Οι φωτογραφίες προέρχονται από το Ινστιτούτο Μελισσοκομίας του Hohen Neuendorf e.V.

Η μελισσοκομία των βράχων

Σε έναν βράχο ύψους 100 μέτρων στην επαρχία Miyun στην Κίνα βρίσκονται κρεμασμένες 600 κυψέλες οι οποίες φιλοξενούν την Ασιατική μέλισσα (Apis cerana). Στην επαρχία Miyun ζουν περίπου 2.000 μελισσοκόμοι οι οποίοι διατηρούν γύρω στα 115.000 μελίσσια.

Το συγκεκριμένο μελισσοκομείο είναι ένα απ’ τα μεγαλύτερα μελισσοκομεία βράχων στην Κίνα και παίζει σημαντικό ρόλο στην διατήρηση της Ασιατικής μέλισσας, η οποία λατρεύεται όπως και το πάντα. Μετά την επικράτηση της Ιταλικής Μέλισσας, η οποία εισήχθη στην Ασία πριν από έναν αιώνα, η Apis cerana βρέθηκε στο χείλος της εξαφάνισης.

Η συνεισφορά όμως της Ασιατικής μέλισσας στη διατήρηση της ισορροπίας των τοπικών ορεινών οικοσυστημάτων είναι αναντικατάστατη. Δεδομένου ότι ζει σε βράχια ύψους τουλάχιστον 100 μέτρων, οι ψηλοί βράχοι της επαρχίας Miyun επιλέχθηκαν ως το ιδανικό μέρος ώστε να ευδοκιμήσουν. 

Για να στηθεί βέβαια ένα μελισσοκομείο όπως αυτό, απαιτούνται όχι μόνο επαγγελματικές δεξιότητες αλλά και σωματική δύναμη. Καθώς οι κυψέλες έπρεπε να εγκατασταθούν ψηλά, οι μελισσοκόμοι έπρεπε να σκαρφαλώσουν στα απότομα βράχια κουβαλώντας τις βαριές κυψέλες με τις μέλισσες στην πλάτη τους.

Χρειάστηκαν περισσότεροι από 20 “spidermen” για να εγκαταστήσουν όλες τις κυψέλες στον γκρεμό. Οι ίδιοι μαζεύουν και το μέλι καθώς οι κυψέλες είναι προσβάσιμες μόνο με σχοινί. Παρά τους κινδύνους η παραγωγή μελιού έχει βοηθήσει αρκετά τους φτωχούς αγρότες της περιοχής.

Πηγή: Global Times

Δύο ευρέως χρησιμοποιούμενα φυτοφάρμακα μειώνουν το προσδόκιμο ζωής των μελισσών

Το προσδόκιμο ζωής των μελισσών μειώνεται όταν αυτές εκτίθενται σε δύο ευρέως χρησιμοποιούμενα φυτοφάρμακα, σύμφωνα με νέα έρευνα του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Όρεγκον.

Σε μια μελέτη, η οποία δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό PLOS ONE, οι ερευνητές του Πανεπιστημίου βρήκαν ότι οι επιδράσεις στις μέλισσες που εκτέθηκαν στα φυτοφάρμακα Transform και Sivanto ήταν ιδιαίτερα επιβλαβείς.

Σε συνδυασμό με άλλους στρεσογόνους παράγοντες όπως τα ακάρεα βαρρόα, τους ιούς και την κακή διατροφή, οι επιπτώσεις από αυτά τα φυτοφάρμακα μπορούν να κάνουν τις μέλισσες ανίκανες να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους φυσιολογικά. Οι μέλισσες είναι ο σημαντικότερος επικονιαστής καλλιεργειών φρούτων, ξηρών καρπών και λαχανικών.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, αυτή είναι η πρώτη μελέτη για τη διερεύνηση μη θανατηφόρων επιδράσεων, του sulfoxaflor, δραστικής ουσίας του Transform, αλλά και της φλουπυραδιφουρόνης η οποία είναι δραστική ουσία του Sivanto. Μη θανατηφόρες επιδράσεις θεωρούνται αυτές κατά τις οποίες οι μέλισσες δεν πεθαίνουν αμέσως, αλλά μειώνουν την διάρκεια ζωής τους.

Στην περίπτωση του Transform οι επιπτώσεις ήταν πολύ σοβαρές. Η πλειοψηφία των μελισσών που εκτέθηκαν στο Transform πέθανε εντός έξι ωρών από την έκθεσή τους, επιβεβαιώνοντας τη μεγάλη τοξικότητα του φυτοφαρμάκου στις μέλισσες, ειδικά μάλιστα όταν η χρήση του δεν γίνεται σύμφωνα με τις οδηγίες.

Τα δύο αυτά φυτοφάρμακα χρησιμοποιούνται σε καλλιέργειες για να αντιμετωπιστούν αφίδες, ακάρεα, λευκές μύγες αλλά και άλλα παράσιτα. Πολλές από αυτές τις καλλιέργειες προσελκύουν και μέλισσες, οι οποίες είναι απαραίτητες για την επικονίαση. Φυσικά υπάρχουν περιορισμοί στην χρήση τους, όπως για παράδειγμα το Transform δεν πρέπει να εφαρμόζεται κατά την ανθοφορία, αλλά ποιος ελέγχει πότε γίνεται χρήση;

Το Sivanto απ’ την άλλη δεν ήταν άμεσα θανατηφόρο, όμως μείωσε κι αυτό το προσδόκιμο ζωής, ενώ προκάλεσε έντονο στρες στις μέλισσες, αλλά και απόπτωση στους ιστούς της. Η απόπτωση είναι μια διεργασία κυτταρικού θανάτου, καταστροφική και μη αντιστρεπτή.

Σύμφωνα με τον καθηγητή Ramesh Sagili η μείωση του χρόνου ζωής στις μέλισσες μπορεί να φτάσει τις 10 ημέρες. Σε φυσιολογικές συνθήκες οι μέλισσες της άνοιξης ζουν κατά μέσο όρο 6 εβδομάδες, οπότε μια μείωση αυτού του μεγέθους θεωρείται σημαντική.

πηγή: phys.org

Η δημοκρατία της κυψέλης

Όταν οι μέλισσες βρίσκονται σε διαδικασία σμηνουργίας, ετοιμάζονται δηλαδή να εγκαταλείψουν την κυψέλη μαζί με την παλαιά βασίλισσα, οδεύοντας προς τη δημιουργία μιας καινούργιας αποικίας, επιλέγουν την οριστική θέση εγκατάστασης με μια δημοκρατική διαδικασία που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Στο νέο του βιβλίο «Honeybee Democracy» ο καθηγητής νευροβιολογίας και συμπεριφοράς, Thomas Seeley, περιγράφει την περίπλοκη διαδικασία λήψης αποφάσεων που χρησιμοποιούν οι μέλισσες (Apis mellifera) όταν παίρνουν το τεράστιο ρίσκο να εγκαταλείψουν την κυψέλη τους.

Το φαινόμενο της σμηνουργίας προκαλείται από συνδυασμό ερεθισμάτων. Ένας απ’ τους σημαντικότερους παράγοντες είναι ο υπερπληθυσμός την περίοδο της άνοιξης. Τότε περίπου το 60% των εργατριών μαζί με την παλαιά βασίλισσα εγκαταλείπει την κυψέλη, αφήνοντας πίσω βασιλικά κελιά απ’ όπου θα εκκολαφθεί μια νέα, διαιρώντας ουσιαστικά το σμήνος.

Το σμήνος που εγκαταλείπει την κυψέλη εγκαθίσταται προσωρινά συνήθως σε κάποιο κλαδί δέντρου κοντά στην αρχική του κυψέλη. Οι εργάτριες συγκεντρώνονται σε σφαιρική διάταξη καλύπτοντας τη βασίλισσα τους ώστε να την προστατέψουν. Είναι μια πολύ κρίσιμη περίοδος καθώς αν η βασίλισσα για κάποιο λόγο χαθεί, το σμήνος είναι καταδικασμένο σε αφανισμό.

Τις επόμενες ημέρες, αρκετές εκατοντάδες ανιχνεύτριες αναζητούν από 10 έως 20 υποψήφιες τοποθεσίες σε κουφάλες δέντρων, κοιλότητες βράχων ή άλλα μέρη που μπορούν να προσφέρουν προστασία απ’ τις καιρικές συνθήκες. Το σμήνος ενημερώνεται για κάθε μια απ’ αυτές τις τοποθεσίες μέσω ενός χορού που εκτελούν οι ανιχνεύτριες επιστρέφοντας.

Σύμφωνα με τον Seeley, η διάρκεια εκτέλεσης του χορού υποδηλώνει πόσο καλή είναι η τοποθεσία. Οι μέλισσες διαθέτουν την έμφυτη ικανότητα να μπορούν να κρίνουν πόσο καλές είναι οι υποψήφιες περιοχές εγκατάστασης. Έπειτα άλλες ανιχνεύτριες επιθεωρούν τις περιοχές αυτές και επιστρέφοντας εκτελούν και αυτές τον χορό. 

Όταν ο αριθμός των μελισσών που επισκέπτονται μια υποψήφια περιοχή ξεπεράσει ένα κρίσιμο στάδιο, τότε αυτή η περιοχή επιλέγεται ως η οριστική θέση εγκατάστασης της νέας αποικίας. Αυτό που έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον είναι ότι σύμφωνα με τον Seeley, αυτή η διαδικασία λήψης αποφάσεων των μελισσών, θυμίζει τον τρόπο που λειτουργούν οι νευρώνες στους εγκέφαλους πρωτευόντων όταν κι αυτοί καλούνται να πάρουν σημαντικές αποφάσεις.

Και στα σμήνη, όπως και στον εγκέφαλο, καμία μεμονωμένη μέλισσα ή νευρώνας δεν έχει μια γενική εικόνα της κατάστασης, αλλά πολλά ανεξάρτητα άτομα παρέχουν διαφορετικές πληροφορίες τις οποίες τελικά το σύνολο επεξεργάζεται ώστε να αποφασίσει. Παρόμοια συμπεριφορά παρουσιάζουν και τα μυρμήγκια.

Όλα αυτά μας δείχνουν ότι το μελίσσι είναι ένας υπερ-οργανισμός ευφυέστερος απ’ ό,τι τα μέλη που τον απαρτίζουν μεμονωμένα. Οι άνθρωποι έχουν να διδαχτούν πολλά απ’ τον τρόπο με τον οποίο οι μέλισσες λαμβάνουν τις αποφάσεις. Αρκεί να έχουν κι αυτοί κοινά συμφέροντα, όπως ένα σμήνος μελισσών.

πηγή: sciencedaily.com (προσαρμογή: Στράτος Σαραντουλάκης)

Φερομόνη ίχνους

Οι μέλισσες στο τελευταίο άρθρο του ταρσού και στα τρία ζεύγη ποδιών τους διαθέτουν τον αδένα Arnhart. Όταν μία εργάτρια περπατά πάνω σε ένα άνθος, αφήνει μια ελαιώδη ουσία, μικρής πτητικότητας, η οποία είναι γνωστή ως «φερομόνη ίχνους».

Πλευρική όψη, σε μεγέθυνση, του τελευταίου μέρους (άρθρου), που ονομάζεται ταρσός του ποδιού μιας μέλισσας, όπου α) διακρίνεται ο αδένας Arnhart.

Αυτή η φερομόνη τις βοηθάει να προσανατολιστούν ενώ παράλληλα προσελκύει και άλλες μέλισσες, που θα περάσουν από εκεί κοντά. Οι μέλισσες προσελκύονται περισσότερο σ’ ένα άνθος όταν υπάρχουν σε αυτό επιπρόσθετες οι φερομόνες ίχνους.

Υπάρχει επίσης η άποψη ότι οι μέλισσες χρησιμοποιούν τη φερομόνη ίχνους για να μαρκάρουν φυτά στα οποία τελείωσε το νέκταρ, ώστε να μην δέχονται άλλες επισκέψεις*.

*Free, J.B. 1987. Pheromones of Social Bees.

Παραπλάνηση

Οι μέλισσες δεν μπορούν να διακρίνουν διαφορές ανάμεσα στα σχήματα της πρώτης σειράς, αλλά ούτε και ανάμεσα σε αυτά της δεύτερης. Μπορούν όμως να ξεχωρίσουν εύκολα ένα σχήμα της πρώτης σειράς από ένα της δεύτερης.

Η ερώτηση λοιπόν είναι η εξής: Στον επάνω όροφο αυτών των κυψελών έχει δημιουργηθεί μια δεύτερη είσοδος ώστε να διευκολύνονται οι μέλισσες και να γίνεται ταχύτερα η συλλογή. Πιστεύετε ότι οι μέλισσες είναι σε θέση να τις ξεχωρίσουν ή θα υπάρξει παραπλάνηση;

Δηλαδή μία μέλισσα που θα βγει για παράδειγμα από την στρογγυλή είσοδο, επιστρέφοντας κουρασμένη θα μπορέσει να βρει την κυψέλη της ή θα μπει στην 449 γιατί δεν την ξεχωρίζει απ’ την δική της; Οι μέλισσες που ξεγελιούνται οδηγούνται στον θάνατο καθώς τις σκοτώνουν, εκτός κι αν κατά την είσοδό τους κουβαλούν μέλι. Οπότε η παραπλάνηση είναι ένα σοβαρό πρόβλημα.

Η απάντηση λοιπόν είναι ότι η στρογγυλή είσοδος της 313 σε σχέση με τη μακρόστενη της 449 στα μάτια των μελισσών διαφέρει ελάχιστα. Η σανίδα πτήσης μπροστά στις εισόδους δεν κάνει καμία διαφορά στην αντίληψή τους παρότι αυτή στην 449 είναι εμφανώς μεγαλύτερη. Το μπλε όμως της 313 με το κίτρινο της 449 στις εισόδους των λευκών ορόφων, είναι καταλυτικό για την αποφυγή του ξεγελάσματος τους.

Αντίστοιχα στους κάτω ορόφους οι κυψέλες έχουν ακριβώς τις ίδιες εισόδους. Οι αριθμοί 313 και 449 είναι ακριβώς τα ίδια σχήματα για τις μέλισσες. Απλά μαύρες γραμμές. Το συμπαγές πράσινο της πρόσοψης του 313 με το γραμμικό του 449 είναι εξαιρετικά διαφορετικά για τα μάτια των μελισσών.

Η στιγμή της Σμηνουργίας

Αφεσμός ή σμηνουργία ονομάζεται η φυσική διαδικασία κατά την οποία ένα μέρος του πληθυσμού ενός μελισσιού εγκαταλείπει την κυψέλη οδεύοντας προς τη δημιουργία μιας καινούργιας αποικίας. Η στιγμή κατά την οποία σμηνουργεί το μελίσσι είναι ένα απ’ τα εντυπωσιακότερα φαινόμενα που μπορεί να δει κανείς στη φύση!

Η στιγμή της Σμηνουργίας

Το σμήνος σηκώνεται στον αέρα και στροβιλίζεται. Ο ουρανός σκοτεινιάζει ενώ ακούγεται ένα εκκωφαντικό βουητό. Σε πιάνει δέος. Τι είναι όμως αυτό που ωθεί τις μέλισσες να αφήσουν την ασφάλεια της κυψέλης, να παρατήσουν τον γόνο και να πετάξουν για το άγνωστο;

Η σμηνουργία είναι ένας φυσικός τρόπος πολλαπλασιασμού των μελισσιών και προκαλείται από συνδυασμό ερεθισμάτων. Το φαινόμενο παρατηρείται από τον Φεβρουάριο έως τον μήνα Ιούνιο με τις πιο έντονες τάσεις να εμφανίζονται τον Απρίλιο- Μάιο, όταν η φύση βρίσκεται σε πραγματικό οργασμό, με ταυτόχρονη άνθιση πολλών διαφορετικών φυτών και πλούσια εισροή γύρης. Ο κυριότερος παράγοντας είναι ο συνωστισμός, δηλαδή πολύς πληθυσμός μελισσών σε λίγο χώρο, αλλά και η υπερθέρμανση του εσωτερικού της κυψέλης. Φυσικά παίζει μεγάλο ρόλο και η κληρονομικότητα.

Επίσης οι φερομόνες που εκκρίνουν η βασίλισσες μεγάλης ηλικίας μπορεί να μην επαρκούν για να καλύψουν όλη την κυψέλη, με αποτέλεσμα το μελίσσι να εκδηλώνει τάσεις σμηνουργίας. Ένας άλλος λόγος είναι η απότομη αύξηση του πληθυσμού νεαρών μελισσών, οι οποίες σε κανονικές συνθήκες εργάζονται ως τροφοί και η ταυτόχρονη μείωση του ανοιχτού-νεαρού γόνου, που μπορεί να προκληθεί από μπλοκάρισμα της γέννας της βασίλισσας από μεγάλη ποσότητα γύρης ή νέκταρος και αφήνει ουσιαστικά τις νεαρές μέλισσες χωρίς εργασία, με αποτέλεσμα να μην έχουν που να διοχετεύσουν τον βασιλικό πολτό τους και έτσι να δημιουργούν βασιλικά κελιά απ’ τα οποία εκτρέφουν νέες βασίλισσες. Φυσικά για να εκδηλώσει ένα μελίσσι τάσεις σμηνουργίας θα πρέπει έξω στη φύση να υπάρχει πλούσια νεκταροέκκριση και αφθονία γύρης.

Πλαίσιο γόνου. Επάνω διακρίνεται εργατικός γόνος, στις άκρες της κηρήθρας κηφηνόγονος (εξέχει ελαφρώς) και κάτω δεξιά βασιλικά κελιά (μοιάζουν σαν φιστίκια)

Εφόσον ένα μελίσσι μπει σε διαδικασία σμηνουργίας, οι εργάτριες μέλισσες αρχίζουν δαγκώνουν ελαφρά την βασίλισσα ώστε να την αναγκάσουν να κινείται συνεχώς ώστε να χάσει βάρος και να μπορεί να πετάξει. Ο μελισσοκόμος μπορεί να καταλάβει ότι το μελίσσι ετοιμάζεται να σμηνουργήσει από τα βασιλικά κελιά που χτίζονται στις άκρες των κηρηθρών. Η συμπεριφορά του μελισσιού αλλάζει. Γίνεται αργό, δεν δείχνει όρεξη να συλλέξει μέλι, δεν περιποιείται ιδιαίτερα τον γόνο και δεν καθαρίζει την κυψέλη. Όταν σφραγιστούν τα βασιλικά κελιά, στέλνουν ανιχνεύτριες ώστε να βρουν προσωρινό καταφύγιο κάπου κοντά. Συνήθως μερικά μέτρα απ’ την κυψέλη σε κάποιο κλαδί.

Η σμηνουργία εκδηλώνεται 6 έως 48 ώρες μετά τη σφράγιση των κελιών κατά τις πρώτες μεσημεριανές ώρες και μόνο αν ο καιρός είναι καλός. Τότε περίπου το 40-80% των εργατριών εγκαταλείπει την κυψέλη, πετώντας γύρω και πάνω από το μπροστινό μέρος της κυψέλης περιμένοντας να δοθεί το σύνθημα από τις ανιχνεύτριες μέλισσες για την προσωρινή μετακόμιση. Πριν φύγουν οι μέλισσες έχουν γεμίσει τον πρόλοβο τους με μέλι. Θα παραμείνουν στην προσωρινή τοποθεσία για ένα 24ωρο περίπου μέχρι να βρουν πιο μόνιμο καταφύγιο, συνήθως κάποια κουφάλα δέντρου.

Αφεσμός που έχει εγκατασταθεί προσωρινά σε ένα κλαδί πορτοκαλιάς

Εκεί θα χρειαστεί να ενεργοποιήσουν τους κηρογόνους αδένες τους ώστε να παράγουν κερί με το οποίο θα χτίσουν καινούργιες κηρήθρες. Γι αυτό καταναλώνουν αρκετό μέλι πριν φύγουν. Όσο είναι μαζεμένες σε τσαμπί πχ σε κάποιο κλαδί, κατά την προσωρινή εγκατάσταση δεν τσιμπάνε και είναι αρκετά αργοκίνητες, ακριβώς επειδή είναι γεμάτες με μέλι και έτσι είναι εύκολο να μαζευτούν, εφόσον βέβαια είναι προσβάσιμο το σημείο. Από την στιγμή που το μελίσσι θα εγκατασταθεί μόνιμα θα πρέπει να ξεπεράσει ένα κρίσιμο στάδιο, αρκετά σημαντικό για την επιβίωση του.

Θα πρέπει άμεσα να χτιστούν κηρήθρες, οι οποίες θα πρέπει να γεμίσουν από μέλια και γύρες, αλλά και για να βρει χώρο η βασίλισσα να γεννήσει. Σ’ αυτό το διάστημα δεν υπάρχουν αρκετές νεαρές μέλισσες να ταΐσουν την βασίλισσα με πολτό με αποτέλεσμα αρκετές φορές αυτή να μην γεννάει και έτσι να κινδυνεύει άμεσα με θανάτωση από τις εργάτριες. Αν η βασίλισσα χαθεί νωρίς τότε οι εργάτριες συνήθως δεν καταφέρνουν να εκθρέψουν άλλη. Επίσης οι συλλέκτριες χάνονται σχετικά γρήγορα λόγω της εντατικής εργασίας και έτσι τα αποθέματα δεν επαρκούν.

Αφήνοντας μέσα σε ένα κυψελίδιο ένα πλαίσιο με ανοιχτό-νεαρό γόνο μπορούμε να προσελκύσουμε το σμήνος.

Στη φύση από το 1979 όταν και εμφανίστηκε η βαρρόα στην Ελλάδα, κανένα μελίσσι δεν κατάφερε να ξεπεράσει τα 2 χρόνια. Από αυτό γίνεται προφανές ότι ένα μελίσσι που θα σμηνουργήσει, αν δεν μαζευτεί από κάποιον μελισσοκόμο είναι ουσιαστικά καταδικασμένο να πεθάνει. Αυτό συμβαίνει γιατί ο μελισσοκόμος θα φροντίσει δίνοντας τροφή, χτισμένες κηρήθρες, γόνο και θεραπεία στο μελίσσι να ξεπεράσει το κρίσιμο στάδιο χωρίς να στρεσαριστεί επικίνδυνα. Αντίθετα ένα άγριο μελίσσι έχει λιγοστές πιθανότητες να ξεπεράσει αυτό το κρίσιμο στάδιο και ακόμα κι αν τα καταφέρει θα καταρρεύσει αργότερα κάποια στιγμή μέσα στο χειμώνα.

Το αρχικό μελίσσι στην μητρική κυψέλη, έχει σαφώς μεγαλύτερες πιθανότητες επιβίωσης. Οι νέες βασίλισσες δεν θα αργήσουν να εκκολαφθούν. Φυσικά υπάρχει η πιθανότητα να υπάρξει δευτερεύουσα σμηνουργία, δηλαδή η βασίλισσα αφού εκκολαφθεί να μην σκοτώσει τις υπόλοιπες, όπως συμβαίνει συνήθως αλλά να φυγομαχήσει, παίρνοντας μέρος του πληθυσμού και οδεύοντας προς τη δημιουργία μιας καινούργιας αποικίας. Αυτά τα σμήνη είναι καταδικασμένα με αφανισμό καθώς οι βασίλισσες είναι αγονιμοποίητες και χρειάζονται ακόμα περισσότερο χρόνο για να ξεπεράσουν το κρίσιμο στάδιο.

Στην περίπτωση που δεν έχουμε δευτερεύουσα σμηνουργία (η οποία μπορεί να αποφευχθεί αν ο μελισσοκόμος αφήσει μόνο ένα βασιλικό κελί) θα χρειαστούν 10-15 μέρες μέχρι η νέα βασίλισσα να γονιμοποιηθεί και να αρχίσει να γεννά. Εδώ οι συνθήκες είναι πολύ διαφορετικές μιας και οι κηρήθρες είναι χτισμένες ενώ υπάρχουν και διαθέσιμες τροφές.

Ό. τι κι αν είναι αυτό που ωθεί τις μέλισσες σε μία τόσο τολμηρή για την επιβίωσή τους διαδικασία, θα είναι πάντα ένα απ’ τα εντυπωσιακότερα πράγματα που μπορεί να δει κανείς στη φύση!

Η περίεργη συμπεριφορά των μελισσών κατά την έκλειψη

Κατά την ολική έκλειψη Ηλίου που ήταν ορατή στις ΗΠΑ το 2017, οι άνθρωποι μαζεύτηκαν για να κοιτάξουν μαγεμένοι τον ουρανό, την στιγμή που οι καμηλοπαρδάλεις κινούνταν γρήγορα προς τον αχυρώνα όπως κάνουν τη νύχτα ενώ οι πιγκουίνοι άρχισαν να βγάζουν θορύβους. Οι μέλισσες όμως, σύμφωνα με μια νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε στα Annals of the Entomological Society of America, απλώς σταμάτησαν και αποφάσισαν να κάνουν ένα διάλειμμα από τις πολυάσχολες ζωές τους.

Την 21η Αυγούστου του 2017, οι μέλισσες σταμάτησαν να κάνουν το οτιδήποτε. Προηγουμένως οι επιστήμονες εγκατέστησαν μικροσκοπικά μικρόφωνα στις κυψέλες τους, ώστε να ελέγξουν πώς τα έντομα θα αντιδρούσαν κατά τη διάρκεια της έκλειψης, όταν δηλαδή το φως θα μειώνονταν. Πριν ξεκινήσει το πείραμα, η ομάδα ανέμενε ότι οι μέλισσες θα κινούνταν πιο αργά, όπως κάνουν όταν ο Ήλιος αρχίζει να δύει, αλλά αυτό δεν συνέβη.

Αντ ‘αυτού, οι μέλισσες ήταν δραστήριες, όπως συνήθως, μέχρι την στιγμή που η Σελήνη κάλυψε ολόκληρο τον Ηλιακό δίσκο και είχαμε ολική έκλειψη. Τότε, σαν κάποιος να γύρισε έναν διακόπτη, οι μέλισσες σταμάτησαν να κάνουν το οτιδήποτε, και μπήκαν στη φάση της χαμηλής κατανάλωσης ενέργειας, μέχρις ότου ο Ήλιος ξαναφάνηκε. «Αναμενόταν, με βάση τις αναφορές που έχουμε από τη βιβλιογραφία, ότι η δραστηριότητα των μελισσών θα έπεφτε καθώς το φως θα εξασθενούσε και θα έφτανε στο ελάχιστο όταν θα κρύβονταν εντελώς ο Ήλιος», δήλωσε ο Dr. Candace Galen του Πανεπιστημίου του Μισσούρι.

«Αλλά κανείς δεν περίμενε ότι αυτό θα γινόταν τόσο απότομα. Ήταν σαν να έσβησαν. Αυτό μας εξέπληξε» συνέχισε ο Galen. Πολλά ζώα ακόμα παρουσιάζουν περίεργη συμπεριφορά κατά την έκλειψη. Οι αράχνες αποσυναρμολογούν τους ιστούς τους, οι μαύρες αρκούδες τρέχουν σε κύκλους και στη συνέχεια μετά την επιστροφή του ήλιου ηρεμούν, ενώ τα καβούρια βγαίνουν στην ακτή πιθανώς πιστεύοντας ότι είναι νύχτα και ότι δεν θα υπάρχουν πουλιά για να τους επιτεθούν.

Η έρευνα διεξήχθη με τη βοήθεια απλών πολιτών και μαθητών σε ολόκληρο το Όρεγκον, το Αϊντάχο και το Μιζούρι. Το αποτέλεσμα ήταν πραγματικά απροσδόκητο, και μέχρι στιγμής σε μεγάλο βαθμό ανεξήγητο. Ήδη προετοιμάζονται για την επόμενη ηλιακή έκλειψη που αναμένεται στο Μιζούρι το 2024.

Η Nasa αναπτύσσει μέλισσες ρομπότ για την εξερεύνηση της επιφάνειας του Άρη

Ένα σμήνος από ρομποτικές μέλισσες σχεδιάζεται για να εξερευνήσει την επιφάνεια του Άρη. Ο διαστημικός οργανισμός χρηματοδοτεί το Marsbees, ένα πρότζεκτ το οποίο εργάζεται πάνω στην εξεύρεση ενός αποτελεσματικότερου τρόπου προσέγγισης του Κόκκινου Πλανήτη, μέσω του αέρα.

Τα Marsbees είναι μικρά ρομπότ με φτερά τα οποία κινούνται όπως αυτά ενός εντόμου, ενώ έχουν το μέγεθος μιας μέλισσας. Θα είναι εξοπλισμένα με αισθητήρες και συσκευές ασύρματης επικοινωνίας, ενώ θα χρησιμοποιούν ένα πλανητικό ρόβερ, παρόμοιο με το Curiosity, ως σημείο φόρτισης. Μέχρι σήμερα οι επιστήμονες χρησιμοποιούσαν τα πλανητικά ρόβερ για να συλλέγουν χρήσιμες πληροφορίες, όμως πλέον αυτά θεωρούνται αργά.

Τα Marsbees, από την άλλη, θα μπορούσαν να ταξιδεύουν γρήγορα στην επιφάνεια του πλανήτη, να συλλέγουν πληροφορίες και να επιστρέφουν πίσω στο rover, το οποίο θα λειτουργεί και ως κέντρο επικοινωνίας. Για τον Δρ. Τσάνγκ-Κουόν Κάνγκ και την ομάδα του η δυσκολία έγκειται στο να καταφέρουν να κάνουν τις μέλισσες ρομπότ να πετούν στην λεπτότερη. σε σχέση με της Γης, ατμόσφαιρα του Άρη. Οι μελέτες που έχουν γίνει μέχρι τώρα δείχνουν ότι ένας συνδυασμός μέλισσας- φτερών τζιτζικιού μπορεί να λειτουργήσει ιδανικά.

[youtube https://www.youtube.com/watch?v=arQKnMDXi1Q]

Επιπλέον, οι ενεργειακές ανάγκες των Marsbees θα είναι χαμηλές, χάρη σε ειδικές δομές φτερών και έναν πρωτοποριακό μηχανισμό συλλογής ενέργειας. Για τον σκοπό της ανάπτυξης του Marsbee συνεργάζονται ερευνητές από τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία.

Νησί Καγκουρό, το τελευταίο καταφύγιο της Ιταλικής Μέλισσας

Το νησί Καγκουρό είναι το τρίτο μεγαλύτερο νησί της Αυστραλίας. Κατοικήθηκε από Αβορίγινες πριν από τουλάχιστον 11.000 χρόνια, όμως αυτοί εξαφανίστηκαν από εκεί γύρω στο 200 π.Χ. Από τότε και μέχρι το 1802 που το ανακάλυψε και πάλι ο Άγγλος εξερευνητής Μάθιου Φλίντερς, το μέρος παρέμεινε παρθένο.

Ο Peter Davis επιθεωρεί τις κυψέλες του, οι οποίες βρίσκονται διάσπαρτες σε όλο το νησί Καγκουρό.

Σήμερα έχει περίπου 4000 κατοίκους, οι οποίοι ασχολούνται κατά κύριο λόγο με την αγροτική παραγωγή (κρασί, μαλλί, μέλι). Για τη μελισσοκομία το νησί Καγκουρό είναι σημαντικό και για έναν άλλο λόγο. Το 1884 εισήχθη στο νησί από το Μπρίσμπεϊν η Ιταλική μέλισσα Apis mellifera ligustica και σήμερα θεωρείται το τελευταίο μέρος στον κόσμο όπου παραμένει ακόμα “καθαρή” αυτή η φυλή μελισσών.

Η Ιταλική μέλισσα Apis mellifera ligustica ενώ μεταφέρει γύρη.

Η Ιταλική μέλισσα (Λιγκούστικα) θεωρείται ότι προέρχεται από το ηπειρωτικό τμήμα της Ιταλίας, νότια των Άλπεων και βόρεια της Σικελίας. Είναι η πιο διαδεδομένη παγκοσμίως μέλισσα, καθώς μπορεί να προσαρμοστεί στα περισσότερα κλίματα. Ένα χαρακτηριστικό της είναι ότι δεν σχηματίζει σφιχτή μελισσόσφαιρα τον χειμώνα, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα την κατανάλωση περισσότερης τροφής, λόγω της απώλειας θερμότητας.

Είναι πιο ευάλωτη από τις βορειοευρωπαϊκές μέλισσες στη νοζεμίαση, ενώ επίσης δε μπορεί να συγκρατήσει τα κόπρανα στο έντερο της για μεγάλες περιόδους, με αποτέλεσμα να χρειάζεται πιο συχνές πτήσεις καθαρισμού. Είναι όμως μια πολύ ήρεμη και συνεργάσιμη μέλισσα, που δεν έχει έντονες τάσεις για σμηνουργία. και θεωρείται πολύ καλή στο χτίσιμο των κηρηθρών. Αυτό όμως που την έκανε να διαδοθεί τόσο μεταξύ των ανθρώπων, είναι ότι έχει εξαιρετικές ικανότητες στη συλλογή μελιού, δείχνοντας όμως μια προτίμηση στη συλλογή νέκταρος αντί μελιτωμάτων.

Ο Peter Davis μεγάλωσε στο αγρόκτημα της οικογένειάς του στο νησί του Καγκουρό και γρήγορα αντιλήφθηκε την σπουδαιότητα της μέλισσας Λιγκούστικα. Από το 1950, έχει αφιερώσει την επαγγελματική του ζωή στην προστασία αυτής της μέλισσας. Με δεδομένο ότι οι μέλισσες δεν πετούν πάνω απ’ την θάλασσα και με το νησί Καγκουρό ακόμα ανέγγιχτο απ’ την βαρρόα, οι μέλισσες αυτές απολαμβάνουν ένα προνόμιο να βοσκάνε σε έναν παράδεισο.

Στο νησί Καγκουρό υπάρχουν ευκάλυπτοι του είδους mallee, που δεν υπάρχουν αλλού στον κόσμο.

«Τα τελευταία 12 χρόνια υπήρξε τεράστια ευαισθητοποίηση των ανθρώπων σε όλο τον κόσμο, που κάνουν ό, τι μπορούν για να προστατεύσουν τις μέλισσες. Αλλά νομίζω ότι μπορούμε να κάνουμε πολύ περισσότερα» λέει ο Peter, ο οποίος στα 71 του πια, διευθύνει την Island Beehive, μια μελισσοκομική επιχείρηση με περίπου 1000 κυψέλες. Ο ίδιος θεωρεί ότι το μέλι που παράγει είναι μοναδικό καθώς κάποια είδη ευκαλύπτων της περιοχής δεν υπάρχουν πουθενά αλλού στον κόσμο.

Θα πρέπει ωστόσο να αναφερθεί ότι κάποιοι ερευνητές αμφιβάλουν για το κατά πόσο “καθαρή” είναι τελικά η Λιγκούστικα που βρίσκεται στο νησί Καγκουρό. Σύμφωνα με τον εντομολόγο Δρ Richard V Glatz την εποχή που εισήχθη η Λιγκούστικα, στο νησί υπήρχαν ήδη ντόπιοι πληθυσμοί μελισσών με τους οποίους διασταυρώθηκε και παρά το γεγονός ότι σήμερα παρουσιάζει περιορισμένη γενετική ποικιλομορφία, η οποία οφείλεται στην καραντίνα στην οποία έθεσαν το νησί οι αυστραλιανές αρχές, απαγορεύοντας τις εισαγωγές μελισσών, πρόκειται στην πραγματικότητα για υβρίδιο.

πηγές: Wikipedia, South Australia News, Curious case of the Kangaroo Island honeybee Apis mellifera Linnaeus