Οι άνθρωποι των αετοκορφών, της αυγής, του ήλιου και των καταιγίδων

«Στη διχάλα του δρόμου θα σου αφήσω μια κλάρα, ώστε να ξέρεις ποιο μονοπάτι ν’ ακολουθήσεις. Εγώ θα σε περιμένω λίγο παρακάτω» μου είπε και κλείσαμε το τηλέφωνο. Ακούγονταν αρκετά ηλικιωμένος. Ήταν ακόμα πρωί και η υγρασία στην περιοχή ήταν έντονη. Όταν τον συνάντησα ήταν με την κυρά του. Χαιρετηθήκαμε σαν να γνωριζόμασταν από καιρό· χαιρέτησα και αυτήν, αλλά δεν μου έδωσε σημασία.

Το Ορεινό Μέλι απέκτησε το δικό του σπίτι. Ένα παλιό παραδοσιακό πέτρινο στα ορεινά της Ηπείρου.

Καθώς προχωρούσαμε γύρισα και την κοίταξα. Φαίνονταν βυθισμένη στις σκέψεις της. «Δυστυχώς τα έχει χαμένα εδώ και χρόνια» μου έγνεψε ο κυρ Ηλίας. «Ας καθίσουμε εκεί, ώστε να μπορούμε να την βλέπουμε, γιατί καμιά φορά χάνεται». Το σπίτι του κυρ Ηλία βρισκόταν στον μικρό συνοικισμό της Διάκου που δεν πρέπει να ξεπερνούσε τους 25-30 κατοίκους, σε μια ημιορεινή περιοχή πάνω από τη λίμνη Πουρναρίου. Μια λίμνη η οποία απέπνεε μια μοναδική αίσθηση γαλήνης, με τα σχεδόν ατάραχα νερά της.

Η θέα της λίμνης.

Αμέσως πρόσεξα τα μελίσσια του, τα οποία μάλιστα πρέπει να ήταν καμιά εξηνταριά! Ο κυρ Ηλίας ήταν πλέον 90 ετών και το γεγονός ότι σ’ αυτήν την ηλικία διατηρούσε τόσο πολλά μελίσσια ήταν εντυπωσιακό! Δεν είχα ιδέα ότι ήταν μελισσοκόμος. Είχαμε γνωριστεί στα πλαίσια της αναζήτησης που έκανα στην γύρω περιοχή ώστε να βρω έναν χώρο στον οποίο θα δημιουργούσα ένα μελισσοκομικό εργαστήρι.

Ακριβώς δίπλα απ’ το μελισσοκομείο του, παρατήρησα ότι καλλιεργούσε ζαμπέλα. Αφού χάθηκε για λίγο μέσα στην αποθήκη του, ξαναβγήκε κρατώντας ένα μπουκάλι με τσίπουρο το οποίο μου χάρισε. Ο κυρ Ηλίας ήταν νομάς μελισσοκόμος της Πίνδου την χρυσή εποχή τη μελισσοκομίας, πριν τον ερχομό της βαρρόα. Τότε είχε 100 μελίσσια απ’ τα οποία παρήγαγε γύρω στους 5 τόνους (!!) αδιανόητες σοδειές σήμερα.  Πλέον εδώ και αρκετά χρόνια διατηρούσε ένα στατικό μελισσοκομείο με περίπου 60 κυψέλες, συμπληρώνοντας απλώς την σύνταξή του.

Πανοραμική άποψη της λίμνης

Η θέα της λίμνης ήταν μοναδική και η γαλήνη της περιοχής κάτι ανεκτίμητο. Έχοντας για αρκετά χρόνια περιπλανηθεί με τις μέλισσες στις πλαγιές της Πίνδου, είχα απορρίψει τις περιοχές των μεγάλων υψομέτρων, για χρήση σταθερού μελισσοκομείου, λόγω του κρύου, αλλά και την πεδιάδα με τους πορτοκαλεώνες, καθώς εκεί κατά καιρούς είχα αντιμετωπίσει αρκετά προβλήματα στην ανάπτυξη των μελισσών, πιθανότατα λόγω της αλόγιστης χρήσης φυτοφαρμάκων.

Έτσι είχα καταλήξει να ψάχνω στις περιοχές που βρίσκονταν ενδιάμεσα, σε υψόμετρο 400-500 μέτρων, μιας και ήταν μακριά από καλλιέργειες, δεν είχαν πολύ βαρύ χειμώνα, αλλά κυρίως επειδή παρείχαν δύο βασικές ανθοφορίες ανά έτος. Ανοιξιάτικο ρείκι και φθινοπωρινή κουμαριά.

Ο κυρ Ηλίας ήταν μελισσοκόμος όταν εγώ ήμουν ακόμη αγέννητος κι όμως δεν σταμάταγε να με ρωτάει πράγματα. Έκανε σαν μικρό παιδί. «Τι κάνεις για το άκαρι; Πως το χρησιμοποιείς το οξαλικό οξύ; Είναι δύσκολη η ενστάλαξη; Γιατί τα χέρια μου τρέμουν και φοβάμαι τις αυστηρές δοσολογίες». Ήξερε κάθε φυτό και βότανο της Πίνδου, πιθανότατα όπως κανένας άλλος, αλλά δεν προλάβαινα να τον ρωτήσω τίποτα, γιατί το πάθος του να μάθει ήταν μεγαλύτερο απ’ το να μεταδώσει τις δικές του γνώσεις.

Ένα πράγμα που αγαπώ σ’ αυτή τη δουλειά είναι ότι μπορείς να κάτσεις στο ίδιο τραπέζι με έναν ενενηντάχρονο και όχι μόνο να μιλάς για ώρες, αλλά να υπόσχεσαι ότι θα ξανάρθεις για καφέ και μελισσοκουβέντα.

Το μελισσοκομείο μου κατά την περίοδο της άνοιξης.

Τα περισσότερα μέρη που μου υπέδειξε ο κυρ Ηλίας ήταν δασωμένοι αγροί, τους οποίους οι ιδιοκτήτες τους είχαν εγκαταλείψει για μια καλύτερη ζωή στην Αθήνα ή τα γύρω κεφαλοχώρια, αλλά και παλιά ερειπωμένα πέτρινα σπίτια, που έμοιαζαν σαν να περίμεναν στωικά κάποιον να τα κατοικήσει. Συνεχίζοντας να ψάχνω, λίγα χιλιόμετρα απ’ το σπίτι του κυρ Ηλία, μέσω ενός κακοτράχαλου και δύσβατου δρόμου έφτασα σε μια εξίσου μαγική αλλά και εγκαταλελειμμένη περιοχή.

Έναν ακόμα πιο μικρό οικισμό του οποίου οι δόξες έμοιαζαν να έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Έφερε την περίεργη ονομασία Ρουμάνια, από την τουρκική λέξη orman που σημαίνει δάσος και συχνά αναφέρεται στο αδιάβατο δάσος λόγω της πυκνής βλάστησης. Πολλά χωριά της περιοχής έφεραν ξενικά (κυρίως σλαβικά) ονόματα όπως το Κορφοβούνι, το μεγαλύτερο απ’ όλα, το οποίο παλαιότερα ονομαζόταν Μπρένιστα, κάτι το οποίο άλλαξε το 1928 με απόφαση της τότε κυβέρνησης με σκοπό να δοθεί μια πιο “ελληνική” φυσιογνωμία στο Κράτος…

Το παλιό πέτρινο σπίτι του κυρ Κώστα στα Ρουμάνια Κορφοβουνίου.

Υπήρξαν και άλλοι οικισμοί στην περιοχή με σλαβικά ονόματα όπως η Νεζερίστρα, η Νησίστα, η Αβαρίτσα κ.α. Φαντάζομαι ότι τα Ρουμάνια θα ξέφυγαν αυτών των μαζικών μετονομασιών. Σήμερα αριθμούν 10 κατοίκους, όλοι τους ηλικιωμένοι. Εκεί, σε ένα στενό και απόκρημνο δρομάκι, μια φθινοπωρινή μέρα του Σεπτέμβρη, γνώρισα τον κύριο Κώστα, που ζούσε με μόνη συντροφιά τα λιγοστά πρόβατά του.

Με θέα πάντα τα γαλάζια νερά της τεχνητής λίμνης του Πουρναρίου, που τόσο άλλαξε τη μοίρα αυτού του τόπου, δεν σταμάτησε να μου μιλάει για τα μέρη που έζησε και που αρκετά από αυτά ήταν πλέον σκεπασμένα απ’ τα νερά της λίμνης. Ο μεγάλος του καημός ήταν η ερήμωση της περιοχής, λόγω του υδροηλεκτρικού φράγματος και του οδικού δικτύου που δεν έγινε ποτέ, με αποτέλεσμα το χωριό να αποκοπεί και οι κάτοικοι να αναγκαστούν να μεταναστεύσουν.

Είχα ξεκινήσει αρχικά φέρνοντας λίγα μελίσσια κατά τους φθινοπωρινούς μήνες, τα οποία λίγο πριν μπει ο χειμώνας, φόρτωνα στον «καρνάβαλο» για τα χειμαδιά του κάμπου, όπου ο καιρός είναι πιο ήπιος και την άνοιξη έπαιρνα και πάλι τα βουνά. Ο «καρνάβαλος» ήταν ένα παλιό φορτηγό Mercedes, στο οποίο είχα δώσει αυτό το παρατσούκλι επειδή παρουσίαζε συχνά βλάβες. Το είχα δανειστεί από το θρυλικό λεωφορείο του Βασίλη Τάτση, που έκανε τα επεισοδιακά δρομολόγια των δεκαετιών 1950-60 στην περιοχή αυτή.

Ο αυθεντικός «καρνάβαλος» του Βασίλη Τάτση κατά τα τέλη της δεκαετίας του 50 με αρχές 60.

Με τα χρόνια όμως, από απλώς ένα φθινοπωρινό μελισσοκομείο έγινε η βάση μου. Εδώ έκανα εκτροφή βασιλισσών, εδώ έκοβα τις παραφυάδες μου και από εδώ ξεκινούσα, όταν ο καιρός μαλάκωνε για τις περιοχές των μεγάλων υψομέτρων.

«Κάποτε εδώ ήταν πυκνό δάσος από πουρνάρια και βελανιδιές» μου είπε μια μέρα ο κυρ Κώστας, καθώς είχα κάτσει να ξεκουραστώ απ’ την επιθεώρηση των μελισσιών. «Όμως στις αρχές του 20ου αιώνα, το τοπίο είχε ήδη αλλάξει. Εξαιτίας της εντατικής κτηνοτροφίας και της υλοτόμησης, κυριάρχησε η χαμηλή βλάστηση, τα ρείκια και οι κουμαριές. Οι περιοχές γύρω απ’ τις όχθες του Αράχθου ήταν αρκετά εύφορες. Καλλιεργούνταν ακόμη και καπνός, τον οποίο έκοβαν στον ταμπακόμυλο που υπήρχε στην περιοχή της Διάκου». Ο μύλος αυτός λειτούργησε τον δέκατο ένατο αιώνα και ο ιδιοκτήτης του, ονόματι Γεωργάκης, ήταν κρητικής καταγωγής. Λέγεται μάλιστα ότι ήταν σπάνιας αρχιτεκτονικής κατασκευής, ενώ ερείπια και λιγοστές πέτρες υπάρχουν ακόμη και σήμερα εκεί.

Με την έναρξη των έργων για την κατασκευή του υδροηλεκτρικού φράγματος την δεκαετία του 70, τα πράγματα άλλαξαν. Όταν έγινε η οριστική έμφραξη της σήραγγας και ξεκίνησε να γεμίζει ο ταμιευτήρας, πολλά χωριά και περιουσίες χάθηκαν. «Ο οικισμός της κάτω Καλεντίνης εγκαταλείφθηκε και καταποντίστηκε, όπως και αρκετοί άλλοι που ήταν γύρω απ’ το ποτάμι. Τις περιόδους της παρατεταμένης ανομβρίας, όταν πέφτει η στάθμη της λίμνης, μπορείς να δεις κάποια κτίρια να αποκαλύπτονται, με πιο εντυπωσιακό όλων το παλιό δημοτικό σχολείο», σηκώθηκε και μου έδειξε με το χέρι του απέναντι.

Πράγματι, στις αρχές του φθινοπώρου δημιουργείται ένα μυστήριο, σχεδόν απόκοσμο σκηνικό, όπου μέσα στην ομίχλη του πρωινού, οι στέγες ξεπροβάλλουν απ’ τα νερά, σα φαντάσματα του παρελθόντος. Εδώ πάνω το νερό μπορεί να μην έφτασε, άλλαξε όμως ριζικά τις ζωές των κατοίκων, πολλοί ισχυρίζονται και το μικροκλίμα της περιοχής. «Στο πέτρινο δημοτικό σχολείο του χωριού, που κτίστηκε το 1934, κάποια περίοδο ο χώρος που χρησιμοποιούνταν ως κατοικία του δασκάλου μετατράπηκε σε δεύτερη αίθουσα διδασκαλίας, λόγω των πολλών μαθητών. Το 1981, την χρονιά που ολοκληρώθηκε το φράγμα, το σχολείο έκλεισε λόγω έλλειψης μαθητών…».

Αν γινόταν πράξη ο περίφημος παραλίμνιος δρόμος που θα αποκαθιστούσε εκείνους που διακόπηκαν από τα νερά και θα αξιοποιούσε τη λίμνη, ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά και ο τόπος να μην ερήμωνε. Το σίγουρο είναι ότι η ΔΕΗ δεν έκανε τίποτα απ’ όσα υποσχέθηκε ως αντισταθμιστικά οφέλη για να βοηθηθεί η περιοχή. Απ’ την άλλη όμως το δάσος που είχε χαθεί εξαιτίας της εντατικής κτηνοτροφίας του προηγούμενου αιώνα, είχε αρχίσει να ανακάμπτει και πάλι. Οι παραλίμνιες ζώνες σήμερα θεωρούνται εξαιρετικά παρθένες, κατάφυτες από βελανιδιές, πουρνάρια, αριές, μυρτιές, κουτσουπιές, πλατάνια, ενώ παραμένουν ανέγγιχτες από τον μαζικό τουρισμό.

Το παλιό πέτρινο σπίτι του κυρ Κώστα, χωρίς την πλακοσκεπή η οποία κατέρρευσε.

«Ο πατέρας μου θα ήταν σήμερα 112 ετών…», ο κυρ Κώστας υπολόγιζε την ηλικία των νεκρών σαν να συνέχιζαν να ζουν, μια πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση, μια άλλη φορά μου είχε αναφέρει και τον παππού του, ο οποίος θα ήταν 136 ετών «…ο πατέρας μου ήταν σιδεράς. Πριν την δημιουργία της λίμνης, έρχονταν από τα γύρω χωριά, για να τους κάνει διάφορες εργασίες. Μέχρι και την δεκαετία του 50 δεν υπήρχαν χρήματα εδώ. Έτσι γίνονταν ανταλλαγή προϊόντων, τα οποία φόρτωναν και μετέφεραν με ζώα. Πήγαιναν στους αλευρόμυλους της περιοχής να αλέσουν τα γεννήματα όπως τα λέγαν παλιά, τα σιτάρια και τα καλαμπόκια.

Η πεζούλα στην οποία βρίσκεται το ερειπωμένο σπίτι δεν είναι προσβάσιμη με αυτοκίνητο.

Ό,τι είχε έφερνε ο καθένας. Όσοι δεν είχαν κάτι να ανταλλάξουν, πρόσφεραν εργασία. Όλοι τότε στο χωριό ζούσαν απ’ τα κήπια και έτσι ο πατέρας μου τους έβαζε να σκάβουν λάκκες (πεζούλες) ώστε να τις καλλιεργήσουμε για το σπίτι. Ό,τι βλέπεις εδώ έχει σκαφτεί με το χέρι, με σκαμπάνια, φτιάρια και παραμίνες. Όπως καταλαβαίνεις ήταν μια σκληρή και επίπονη εργασία. Οι χώροι που χρησιμοποιείς σήμερα για τα μελίσσια, έχουν δημιουργηθεί με αυτό τον τρόπο. Σκάβοντας με το χέρι, απ’ την αυγή μέχρι το σούρουπο, από ανθρώπους που δεν είχαν κάτι να ανταλλάξουν…»

Πράγματι όταν κάποια στιγμή αργότερα, έλεγξα τους δασικούς χάρτες της περιοχής, οι πεζούλες αυτές υπήρχαν ήδη το 1945. «Μέχρι να τελειώσει η δουλειά έμεναν στο σπίτι μας». Ένα πέτρινο σπίτι του 1935. Υπήρχε μία πέτρα με χαραγμένη την ημερομηνία επάνω δεξιά, εγκαταλελειμμένο εδώ και σχεδόν 40 χρόνια. Ακόμα και έτσι όμως άντεξε μέχρι το 2010 όταν και η βαριά παραδοσιακή πλακοσκεπή του κατέρρευσε.

«Την δεκαετία του 90, είχε πέσει πάνω του μια τεράστια βελανιδιά και παρ’ όλα αυτά δεν έπαθε σοβαρή ζημιά. Δυστυχώς όμως έβαζε νερό και με τον καιρό σάπισαν τα δοκάρια που συγκρατούσαν την σκεπή με αποτέλεσμα να πέσει. Κανένας δεν τα βάζει με το νερό… Είχε βοηθήσει όλο το χωριό για να χτιστεί, όταν παντρεύτηκαν οι γονείς μου. Αντί δώρου. Έτσι έκαναν εδώ».

Η πέτρα με την ημερομηνία κατασκευής του σπιτιού.

Δεν μπορώ να περιγράψω με λόγια την αίσθηση που μου προκάλεσε η θέα την πρώτη φορά που βρέθηκα σ’ αυτό το σπίτι. Αν μπορούσε με κάποιο τρόπο να αναστηλωθεί, διατηρώντας όσο γίνεται την αισθητική του, θα μπορούσε να γίνει ένα εξαιρετικό παραδοσιακό μελισσοκομικό εργαστήρι. Δίπλα απ’ το σπίτι μάλιστα ο πατέρας του κυρ Κώστα διατηρούσε κάποτε μέλισσες μέσα σε κουβέλια, τις παλιές παραδοσιακές κυψέλες που φτιάχνονταν από κούφιους κορμούς δέντρων.

Η θέα απ’ το εγκαταλελειμμένο πέτρινο σπίτι του κυρ Κώστα.

«Οι περισσότεροι έφυγαν μετά το φράγμα. Τότε δεν υπήρχε ούτε αυτός ο τσιμεντένιος δρόμος που υπάρχει σήμερα και δεν υπήρχαν δουλειές εδώ. Έπρεπε να περπατάνε 2 ώρες μέχρι να φτάσουν στον Έλατο και να βρουν κανένα μεροκάματο».

Υπήρχαν αρκετά θέματα για τα οποία έπρεπε να πάρω αποφάσεις. Για παράδειγμα η περιοχή αυτή είχε αρκετά απότομες πλαγιές, πολύ πυκνή βλάστηση και οι περισσότερες πεζούλες δεν ήταν προσβάσιμες με αυτοκίνητο. Η μεταφορά των μελισσιών από εκεί ήταν πολύ δύσκολη και κουραστική, οπότε θα έπρεπε να ανοιχτούν δρόμοι ώστε να μπορεί να φορτώνει και να ξεφορτώνει το φορτηγό. Επίσης η κίνηση με το φορτηγό, στους στενούς και απόκρημνους αγροτικούς δρόμους της περιοχής, ήταν αρκετά δύσκολη έως και επικίνδυνη, ειδικά τις νύχτες που γίνονται οι μεταφορές.

Το οδικό δίκτυο στα Ρουμάνια αποτελείται κυρίως από δύσβατους χωματόδρομους και έναν κεντρικό στενό τσιμεντένιο δρόμο.

Θυμάμαι ένα πρωί ότι είχα πετύχει τον κυρ Κώστα σ’ αυτή την ηλικία να σκαρφαλώνει με μία αυτοσχέδια σκάλα στον στύλο της ΔΕΗ για να αλλάξει τη λάμπα, καθώς κανείς δεν έρχονταν να το κάνει αυτό. Τι ειρωνεία! Αυτοί που υπόσχονταν αντισταθμιστικά μέτρα δεν έρχονταν τώρα να αλλάξουν ούτε τις λάμπες. Συνάμα όταν χιόνιζε τον χειμώνα, τα Ρουμάνια παρέμεναν αποκλεισμένα μέχρι να λιώσει το χιόνι, μιας και τα εκχιονιστικά δεν πήγαιναν ποτέ εκεί. Μία χρονιά μάλιστα είχα διασχίσει πεζός τα χιονισμένα βουνά για να δω σε τι κατάσταση βρίσκονταν τα μελίσσια που ήταν θαμμένα για μέρες κάτω απ’ το χιόνι. Δεν ήταν λοιπόν παράδεισος. Ήταν όμως ένα μέρος στο οποίο με οδήγησαν οι μέλισσες και αυτό που πάντα έκανα είναι να τις ακολουθώ.

«Δεν μου έχουν απομείνει πολλά χρόνια ζωής. Θα ήθελα να περάσω τα τελευταία μου, ήσυχα, ψαρεύοντας στην Κορωνησία. Κουράστηκα εδώ πάνω… Με πονάει που βλέπω το πατρικό μου να έχει μετατραπεί σε χαλάσματα. Αν πιστεύεις ότι μπορείς να του δώσεις και πάλι ζωή θα μου έδινες μεγάλη χαρά.» μου είπε κάποια στιγμή ο κυρ Κώστας.

Το μελισσοκομείο μου κατά την περίοδο της άνοιξης.

Είχε φτάσει μεσημέρι μέχρι να ξεμπερδέψουμε με διάφορα γραφειοκρατικά και να γίνουμε δεκτοί στο γραφείο του εκτιμητή της εφορίας Άρτας. Μέχρι εκεί βέβαια είχαν προηγηθεί 8 μήνες σε πολεοδομίες, δασαρχεία, δήμους κτλ. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχε γίνει αγοραπωλησία οικοπέδου στην περιοχή και έτσι ο υπάλληλος της εφορίας έπρεπε να προσδιορίσει την αντικειμενική αξία ώστε να προκύψει ο φόρος μεταβίβασης.

Ένα μέρος της έκτασης που θέλαμε να μεταβιβάσουμε ήταν εντός σχεδίου και ως εκ τούτου είχε διαφορετική φορολογία απ’ τους αγρούς. Έβγαλε ένα βιβλίο, το οποίο πρέπει να ήταν εκεί από την σύσταση του ελληνικού κράτους, μιας και το χαρτί είχε σχεδόν λιώσει, ενώ στις χειρόγραφες σελίδες του, με δυσκολία μπορούσες να διακρίνεις τι έγραφε. Εκεί υπήρχαν όλοι οι οικισμοί και τα χωριά του νομού με τις αντικειμενικές αξίες που τους είχαν δοθεί.

Αφού σκέφτηκε για αρκετή ώρα, γυρίζοντας με μεγάλη προσοχή τις εύθραυστες σελίδες του βιβλίου του, με κοίταξε και μου είπε «Τα βουνά έχουν εγκαταλειφθεί απ’ τους ανθρώπους. Όσοι έχουν απομείνει εκεί πάνω είναι ήρωες και το γεγονός ότι ένας νέος όπως εσύ, θέλει να πάει να δουλέψει εκεί, είναι πολύ σημαντικό. Όμως δε μπορώ να ορίσω πολύ χαμηλή τιμή γιατί μετά θα μου πουν ότι κάνω κοινωνική πολιτική.»

Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί μου τα είπε όλα αυτά. Ίσως να σκέφτηκε ότι με 1 στους 2 ανθρώπους να ζει πλέον στην πόλη, η πολιτεία θα έπρεπε να δίνει κίνητρα στους νέους να επιστρέψουν στα ορεινά της Ηπείρου. Προσωπικά πιστεύω πως ό,τι κίνητρα και διευκολύνσεις ήταν να δοθούν, δόθηκαν στις πολυεθνικές των εξορύξεων.

Η θέα της λίμνης από τα Ρουμάνια. Στο βάθος διακρίνονται τα Τζουμέρκα.

Σε αυτή την ξεχασμένη γη λοιπόν, έβαλα μπρος να φτιάξω ένα μελισσοκομικό εργαστήρι και ένα μουσείο ελεύθερο για το κοινό. Έναν χώρο όπου ο επισκέπτης θα μπορεί να δει από κοντά αντικείμενα της δουλειάς, κοφίνια, κουβέλια, βρασκιά και παλιές κυψέλες αλλά και διάφορα αγροτικά εργαλεία μιας άλλης εποχής. Όλη η υπόλοιπη έκταση θα αφεθεί στην ίδια τη φύση και θα γίνουν μόνο μικρές επεμβάσεις, που σκοπό θα έχουν να καταστούν προσβάσιμες κάποιες πλαγιές.

* Ο τίτλος του άρθρου είναι δανεισμένος από το εξαιρετικό βιβλίο του Νίκου Καρατζένη Οι νομάδες κτηνοτρόφοι των Τζουμέρκων (οι άνθρωποι των αετοκορφών, της αυγής, του ήλιου και των καταιγίδων). Άρτα 1991.

Στράτος Σαραντουλάκης
Μελισσοκόμος

Τρύγος στην κουμαριά

Έπειτα από δύο άκαρπες χρονιές η κουμαριά μας έδωσε επιτέλους το μέλι της! Η φετινή χρονιά, παρά το γεγονός ότι δεν πήγαμε στα πεύκα (η μόνη σταθερή νομή πλέον), μπορεί να χαρακτηριστεί καλή, καθώς καταφέραμε και τρυγήσαμε και ανοιξιάτικο και καλοκαιρινό αλλά και φθινοπωρινό μέλι.

Ορεινό Μέλι κουμαριάς

Παρά το γεγονός ότι το φθινόπωρο δεν ξεκίνησε καλά, μιας και είχαμε υψηλές για την εποχή θερμοκρασίες και σχεδόν όλο τον Σεπτέμβριο χωρίς βροχή, κάποιες ψιχάλες αλλά και οι πρώτες βροχές του Οκτώβρη δεν άφησαν τα φυτά να διψάσουν και κυρίως την σουσούρα (φθινοπωρινό ρείκι) που σε μεγάλο βαθμό καθορίζει το πως θα ολοκληρωθεί η χρονιά.

Το μελισσοκομείο πάνω απ’ τη λίμνη Πουρναρίου, όπου το φθινόπωρο συλλέγεται το μέλι κουμαριάς.

Το ρείκι απροσδόκητα δούλεψε εξαιρετικά, τα μελίσσια εκμεταλλεύτηκαν την καλής ποιότητας γύρη του και δημιούργησαν μεγάλους πληθυσμούς, έτσι μπόρεσαν να είναι παραγωγικά κατά την ανθοφορία της κουμαριάς. Το ρείκι ευνοήθηκε πολύ απ’ τις υψηλές θερμοκρασίες με αποτέλεσμα ένας έμπειρος γευσιγνώστης να μπορεί να διακρίνει την σουσούρα στο μέλι που παράχθηκε στο τέλος.

Ο τρύγος ήταν αρκετά δύσκολος καθώς δε μπορεί να προσεγγίσει αυτοκίνητο και έτσι το κουβάλημα γίνεται με τα χέρια, με αποτέλεσμα να χρειαστούμε αρκετές μέρες. Το κουμαρόμελο έχει σκουροχάλκινο χρώμα με ελαφρώς υπόπικρη γεύση, η οποία οφείλεται στο γλυκοζίδιο αρβουτίνη. Κρυσταλλώνει γρήγορα αποκτώντας μια βουτυρένια υφή, η οποία μπορεί να συνδυαστεί με γιαούρτι και γύρη. Σε ρευστή μορφή η κουμαριά μπορεί να αποτελέσει μια εξαιρετική εναλλακτική πρόταση για τα μελομακάρονα.

Μέλισσα σε άνθος κουμαριάς.

Το μέλι της κουμαριάς παρουσιάζει υψηλή περιεκτικότητα σε φαινόλες, τανίνες, που έχουν αντισηπτικές ιδιότητες για το ουροποιητικό σύστημα και έντονη αντιοξειδωτική δράση η οποία έχει αποδοθεί στις υψηλές συγκεντρώσεις 2,5-υδροξυφαινυλαοξικό οξύ (homogentisic acid). Έχει λιγότερες θερμίδες λόγω του χαμηλού ποσοστού γλυκόζης και φρουκτόζης και έτσι συνίσταται σε περιπτώσεις δίαιτας. Δοκιμάστε το!

Το μέλι της Βελανιδιάς

Κατά τα μέσα του Ιουνίου μετέφερα σε ένα ορεινό και αρκετά δυσπρόσιτο βελανιδόδασος της Αιτωλοακαρνανίας, ένα μελίσσι μαζί με μία ζυγαριά, ώστε να παρακολουθήσω τις μελιτώδεις εκκρίσεις του δέντρου αυτού που ξεκινούν εκείνη την εποχή.

Αρχικά η βελανιδιά αρχίζει να δίνει μελίτωμα από το φύλλο και λίγο αργότερα από το βελανίδι. Το δεύτερο είναι σκουρόχρωμο και αρκετά παχύρρευστο. Η πορεία της μελιτοέκκρισης μπορεί να επηρεαστεί αρνητικά από τον καύσωνα.

Δυστυχώς φέτος ενώ όλα ξεκινούσαν ιδανικά, χαλούσαν στην πορεία. Έτσι έγινε με τις ανοιξιάτικες ανθοφορίες, αλλά και με τον έλατο που ξεκίνησε καλά αλλά δεν τελικά απέδωσε εξαιτίας των βροχών. Έτσι και το μελίτωμα της βελανιδιάς “στέγνωσε” απ’ τις υψηλές θερμοκρασίες και οι μέλισσες δεν το συνέλεγαν.

Παρ’ όλα αυτά και μετά από προτροπή του φίλου μου του Θύμιου, μετέφερα ένα μέρος του κοπαδιού και τελικά δεν βγήκα χαμένος, καθώς στα τέλη του Ιουλίου πραγματοποιήσαμε έναν μικρό τρύγο.

Το μέλι της βελανιδιάς είναι σκοτεινό, σχεδόν μαύρο, αρκετά παχύρρευστο και θεωρείται ίσως το πιο πλούσιο σε ιχνοστοιχεία αλλά και σε αντιοξειδωτική δράση. Οι μελισσοκόμοι το χαρακτηρίζουν ως μέλι “μελούρα” ή μέλι δέντρου. Μπορείτε να το δοκιμάσετε εδώ.

Ανοιξιάτικος τρύγος

Οι πλαγιές γύρω απ’ τη λίμνη Πουρναρίου στην Πίνδο, είναι εξαιρετικά παρθένες. Ένας απ’ τους βασικότερους λόγους που συμβαίνει αυτό είναι γιατί μετά την κατασκευή του φράγματος το 1981, πολλά χωριά εγκαταλείφθηκαν ενώ άλλα βυθίστηκαν κάτω απ’ τα νερά. Οι άνθρωποι αφού έχασαν τις περιουσίες τους, αποζημιώθηκαν και μετανάστευσαν στις πόλεις.

Το μελισσοκομείο την άνοιξη πάνω απ’ τη λίμνη.

Ποτέ δεν κατασκευάστηκαν δρόμοι και όσοι υπήρχαν αφέθηκαν στην τύχη τους. Έτσι το ανθρώπινο στοιχείο είναι σπάνιο εδώ. H ιχθυοπανίδα της λίμνης είναι πολύ πλούσια όπως και η ορνιθοπανίδα στις πλαγιές γύρω της.

Εδώ την άνοιξη ξεκινάει μια αλληλουχία ανθοφοριών με πολύ μεγάλη διάρκεια. Οι γκορτσιές (αγριοαχλαδιές), οι κορομηλιές και οι κρανιές δίνουν την θέση τους στα ανοιξιάτικα ρείκια και τις κουτσουπιές και αυτά με τη σειρά τους στις λαδανιές και τα αλογοθύμαρα (σουρούπες). Τα λουλούδια βάζουν τα δυνατά τους δημιουργώντας εντυπωσιακά άνθη ώστε να καταφέρουν να προσελκύσουν τις μέλισσες.

Η φετινή χρονιά ήταν ιδανική για δημιουργία παραφυάδων.

Όμως αυτό που είναι σημαντικό είναι η ποιότητα της γύρης. Σε αντίθεση με τις καλλιέργειες του κάμπου και τους επικαλυμμένους με νεονικοτινοειδή σπόρους, που τόσα προβλήματα δημιουργούν στην ανάπτυξη των μελισσών, εδώ παρατηρείται αφθονία πολύ ποιοτικής γύρης από άγρια φυτά.

Πολλά από αυτά δεν είναι γνωστά στους περισσότερους. Όπως για παράδειγμα το πουρνάρι ή η αριά. Αν συμπεριλάβουμε και την λαδανιά αλλά και το ρείκι τότε αυτό είναι το ιδανικό περιβάλλον για τις μέλισσες. Το μόνο που χρειάζεται η φύση για να δώσει όλη αυτή τη γύρη απλόχερα είναι οι βροχές και τέτοιες είχαμε αρκετές φέτος.

Ανοιξιάτικο ρείκι ανθισμένο.

Έτσι τα μελίσσια δυνάμωσαν πάρα πολύ και είχαμε εντονότατες τάσεις σμηνουργίας. Τα ρείκια την άνοιξη άργησαν να ανοίξουν, πιθανότατα λόγω του χειμώνα, ο οποίος ήταν βαρύς (τα μελίσσια ήταν σκεπασμένα με χιόνι για αρκετό διάστημα) και με μεγάλη διάρκεια. Έτσι τα ρείκια έδωσαν μεν μέλι αλλά όχι αρκετό ώστε να σφραγιστεί και να τρυγηθεί αμιγές. Γι αυτό και περιμέναμε.

Περιμέναμε κάποιο άλλο φυτό να δώσει ό,τι μας έλειπε. Και έτσι έγινε. Κατά τα τέλη Μαΐου η κουτσουπιά η οποία προηγουμένως, κατά τη διάρκεια της ανθοφορίας της, είχε δώσει νέκταρ, άρχισε να δίνει μελίτωμα απ’ το φύλλο. Αυτό σε συνδυασμό με την πλούσια ανθοφορία του αλογοθύμαρου μας έδωσε τον τρύγο.

Έτσι στα μέσα του Ιούνη τρυγήσαμε ένα μέλι αρκετά λεπτόρρευστο, έντονα αρωματικό, το οποίο αφού κρυσταλλώσει αποκτά μια ωραία κρεμώδη υφή που το κάνει πολύ ιδιαίτερο. Είναι απ’ τα πιο πλούσια μέλια σε θρεπτική αξία καθώς παρουσιάζει υψηλή περιεκτικότητα σε γυρεόκοκκους. Η γύρη της ερείκης θεωρείται απ’ τις καλύτερες. Ιδιαίτερα τονωτικό με αντισηπτικές και αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες.

Εκεί που το έλατο αγκαλιάζει το βράχο

Η κορυφή Χελώνα, γνωστή και ως Αϊλίντας (1538 μέτρα), στην Πίνδο, πήρε αυτό το όνομα επειδή το σχήμα της θυμίζει το καβούκι της χελώνας. Στις απότομες πλαγιές της υπάρχει πυκνό ελατοδάσος, ενώ αποτελεί αγαπημένο προορισμό για ορειβάτες, πεζοπόρους και φυσικά μελισσοκόμους.

Στα ελατοδάση παρασιτούν κοκκοειδή αλλά και αφίδες που παράγουν μελιτώδεις εκκρίσεις, τις οποίες οι μέλισσες μετατρέπουν σε μέλι. Το περίφημο κόκκινο μέλι ελάτης της Πίνδου θεωρείται εξαιρετικής ποιότητας και θρεπτικής αξίας, όμως η συγκομιδή του παρουσιάζει αρκετές δυσκολίες.

Η πρόβλεψη είναι εξαιρετικά δύσκολη, η μελιτοέκκριση πολύ ευαίσθητη, ενώ τα μελίσσια που θα επιλεγούν θα πρέπει να είναι αρκετά δυνατά, καθώς υπάρχει πιθανότητα να ταλαιπωρηθούν ιδιαίτερα. Η μακροχρόνια παραμονή στα έλατα προκαλεί στις μέλισσες μελανίαση, μια ασθένεια που είναι γνωστή και ως η μαύρη νόσος των δασών.

Έτσι λοιπόν τις προηγούμενες ημέρες μεταφέραμε ένα μελίσσι με ζυγαριά στα έλατα, τα οποία αυτή την εποχή ξεκινούν να παράγουν μελιτώδεις εκκρίσεις. Πέρυσι είχαν ξεκινήσει απ’ τα μέσα Μαΐου, όμως φέτος ο παρατεταμένος χειμώνας τα έχει πάει όλα λίγο πίσω. Έτσι απ’ τα δεδομένα που λαμβάνουμε απ’ την ζυγαριά βλέπουμε ότι ειδικά τις πρωινές ώρες έχουμε αρκετά χαμηλές θερμοκρασίες (έχουμε επιλέξει και περιοχή με μεγάλο υψόμετρο 1050μ.), οι οποίες αναγκάζουν τις μέλισσες να παραμένουν μέσα ώστε να ζεστάνουν τον γόνο τους.

Οι πτώσεις του βάρους είναι φυσιολογικές, γι αυτό επιλέξαμε και μελίσσι με αρκετά μέλια μέσα. Αν τις επόμενες μέρες έχουμε υψηλότερες θερμοκρασίες πιθανότατα θα έχουμε και τα πρώτα θετικά δείγματα. Ο έλατος για να αποδώσει θέλει ζέστη και όχι βροχές.

Άνοιξη στο βουνό

Η φετινή άνοιξη ήταν (και συνεχίζει) πολύ δυνατή. Τα φυτά ποτίστηκαν παραπάνω από ικανοποιητικά και έτσι άρχισαν από νωρίς να δίνουν απλόχερα την γύρη τους. Από ένα σημείο και μετά τα μελίσσια δεν κρατιόνταν και έτσι είχαμε και πολλές σμηνουργίες. Γι αυτό έχουμε και καιρό να γράψουμε…

Στο μελισσοκομείο του κάμπου, οι θερμοκρασίες ήταν υψηλότερες και τα μελίσσια ξεκίνησαν νωρίτερα την ανάπτυξη τους. Δούλεψαν κυρίως χορτονομή, ζοχαδόχορτα, ανεμώνες αλλά και σε καρποφόρα, όπως αμυγδαλιές, κυδωνιές κ.α. με αποκορύφωμα φυσικά την πορτοκαλιά.

Αφεσμός που μάζεψα και είχε κάτσει πάνω σε δεντράκι πορτοκαλιάς

Η πορτοκαλιά πήγε σχετικά καλά, παρά το γεγονός ότι είχαμε αρκετές βροχές κατά την διάρκεια της ανθοφορίας. όμως για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά παρατήρησα προβλήματα στην ανάπτυξη από τα μέσα του Απρίλη και μετά, τα οποία δεν ξέρω που οφείλονται και με ανάγκασαν να μετακινήσω όλα τα μελίσσια στο μελισσοκομείο του βουνού.

Άγριες κουτσουπιές στις πλαγιές της λίμνης Πουρναρίου στην Πίνδο.

Εκεί τα πράγματα είναι πιο ασφαλή. Δεν υπάρχουν ψεκασμοί και οι μέλισσες έχουν πρόσβαση σε πολύ καλύτερη ποιότητα τροφής. Τα μελίσσια που ξεχειμώνιασαν στο βουνό ξεκίνησαν να δουλεύουν στις γκορτσιές (αγριοαχλαδιές), στις κορομηλιές, στις κρανιές και συνέχισαν εντατικά στα ρείκια και τις κουτσουπιές. Τα ρείκια άργησαν πολύ φέτος και η ανθοφορία τους δεν ήταν πλούσια, ήταν όμως αρκετή για να μοσχοβολήσουν τα μέλια στις κυψέλες. Απ’ την άλλη οι κουτσουπιές πήγαν εξαιρετικά.

Ανοιξιάτικο ρείκι μαζί με κουτσουπιές.

Αυτό όμως που λατρεύω στο βουνό είναι ότι οι μέλισσες έχουν πρόσβαση σε καθαρή γύρη. Γύρη που δεν προέρχεται από καλλιέργειες. Τα πουρνάρια και οι λαδανιές είχαν την τιμητική τους. Έτσι τα μελίσσια του βουνού δεν παρουσίασαν προβλήματα στην ανάπτυξη παρά το γεγονός ότι κάποια ταλαιπωρήθηκαν πολύ απ’ το χιόνι του χειμώνα. Λένε επίσης ότι τα μελίσσια που έχουν εκτραφεί με γύρη ερείκης παραμένουν δυνατά όλο τον χρόνο.

Πλαίσιο που έχει φρακάρει από την γύρη και η βασίλισσα δεν βρίσκει χώρο για να γεννήσει.

Έτσι τα μελίσσια φράκαραν από τις γύρες και οι βασίλισσες δεν έβρισκαν χώρο για να γεννήσουν, με αποτέλεσμα να αποκτήσουν τάσεις σμηνουργίας. Πιάσαμε αρκετά μελίσσια φέτος μιας και αρκετοί δεν περίμεναν τόσο έντονη άνοιξη, με αποτέλεσμα να τους φύγουν αρκετά μελίσσια. Μάλιστα ένα ήρθε και μπήκε μόνο του μέσα σε μια παλιά κυψέλη που είχα ξεχάσει έξω από την αποθήκη.

Λαδανιά (κουνούκλα), ροζ και λευκή.

Αυτή τη στιγμή περιμένουμε να σφραγίσουν τα μέλια ώστε να τρυγήσουμε το ανθόμελο της άνοιξης, ενώ ετοιμαζόμαστε για την πρώτη εκτροφή βασιλισσών. Άλλες χρονιές τέτοια εποχή είχαμε ξεμπερδέψει με αυτά και ετοιμαζόμασταν για τα έλατα, όμως φέτος όλα έχουν πάει πίσω. Ακόμη και ο Μάης ήρθε με έντονες βροχές, ενώ στα ορεινά υπάρχει ακόμα χιόνι.

Στον κάμπο για το ξεχειμώνιασμα

Το φετινό φθινόπωρο κύλησε το ίδιο απογοητευτικά όπως και το περσινό. Η ανομβρία των δύο πρώτων μηνών μετά το καλοκαίρι έκαψε το ρείκι που είναι το σημαντικότερο φυτό για την φθινοπωρινή ανάπτυξη και την ανανέωση του πληθυσμού, με αποτέλεσμα τα μελίσσια να μπουν στο χειμώνα με γερασμένες μέλισσες και λιγοστές προμήθειες.

Το μελισσοκομείο του κάμπου κατά το ξεχειμώνιασμα. Στο βάθος χιονισμένο το όρος Ξηροβούνι.

Σαν να μην έφτανε αυτό, ήρθαν και τα χιόνια. Ο φετινός χειμώνας, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, αποδεικνύεται αρκετά σκληρός και αν το φθινόπωρο ήταν πιο ευνοϊκό, ίσως να μην αποτελούσε τόσο μεγάλο πρόβλημα, όμως με τις λιγοστές προμήθειες που συνέλεξαν οι μέλισσες είναι παραπάνω από εμφανές ότι θα έχουμε αρκετές απώλειες φέτος…

Το μελισσοκομείο του βουνού. Τα μελίσσια σκεπάστηκαν από το χιόνι.

Σε αντίθεση με το μελισσοκομείο του βουνού, στον κάμπο δεν χιόνισε, όμως δεν έλειψε ο παγετός και οι πολύ χαμηλές θερμοκρασίες την νύχτα. Οι μέλισσες εκτελούν ελάχιστες πτήσεις, οι οποίες είναι κυρίως πτήσεις καθαρισμού. Σε αντίθεση με προηγούμενες χρονιές δεν δουλεύουν στις μουσμουλιές ενώ λόγω του κρύου έχουν καθυστερήσει και τα ζοχαδόχορτα με τις ανεμώνες.

Πανοραμική φωτογραφία του μελισσοκομείου στον κάμπο.

Από εδώ και πέρα ελπίζουμε σε πρώτη φάση τα μελίσσια να βγάλουν τον χειμώνα με όσο το δυνατόν λιγότερες απώλειες και έπειτα να έχουμε μια, όσο γίνεται πιο φυσιολογική άνοιξη. Χωρίς μεγάλες περιόδους ανομβρίας αλλά και έντονες και συνεχόμενες βροχοπτώσεις.

Τα μελισσάκια χιονισμένα!

Λίγο πριν το τέλος του έτους και μετά τον τρύγο στην κουμαριά, αποφασίσαμε να μεταφέρουμε τα μελίσσια μας στον κάμπο για να ξεχειμωνιάσουν εκεί. Αφήσαμε όμως μερικά μελίσσια στο βουνό για να δούμε κυρίως πόσο θα δυσκολευτούν σε σχέση με αυτά του κάμπου αλλά και για να αποκτήσουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για τις συνθήκες της περιοχής.

Το μελισσοκομείο στις βορινές πλαγιές της λίμνης Πουρναρίου στην Πίνδο.

Με το νέο έτος όμως είχαμε και δριμύ ψύχος που έφερε και χιόνια. Το μελισσοκομείο βρίσκεται σε χαμηλό υψόμετρο (350 μέτρα), στις πλαγιές που βρίσκονται γύρω από τις όχθες της λίμνης Πουρναρίου, στην οροσειρά της Πίνδου. Στην περιοχή αυτή είχε αρκετά χρόνια να χιονίσει, όμως φέτος το έστρωσε για τα καλά!

Το μελισσοκομείο του κάμπου κατά το ξεχειμώνιασμα. Στο βάθος χιονισμένο το όρος Ξηροβούνι.

Έχοντας χιονίσει και στον κάμπο (αλλά χωρίς να το στρώσει) και βλέποντας τα βουνά σκεπασμένα με χιόνι μέχρι χαμηλά, αποφάσισα να επισκεφτώ τα μελισσάκια του βουνού, για να δω σε τι κατάσταση βρίσκονται. Οκ εντάξει και για να τραβήξω μερικές φωτογραφίες…

Αν τα μελίσσια σκεπαστούν ολοκληρωτικά με χιόνι, το μόνο που χρειάζεται να κάνουμε είναι να δημιουργήσουμε ένα μικρό άνοιγμα στην άκρη της πόρτας ώστε να μπορούν να βγουν οι μέλισσες που έχουν άμεση ανάγκη ή να απομακρυνθούν τυχόν νεκρές μέλισσες.

Ο δρόμος προς το Κορφοβούνι Άρτας ήταν απροσπέλαστος χωρίς αλυσίδες.

Το χιόνι δεν αποτελεί κίνδυνο για τις μέλισσες σε καμιά περίπτωση και γι αυτό δεν πρέπει να ανοίγουμε τελείως τις πόρτες, καθώς η αντανάκλαση του ήλιου στο χιόνι μπορεί να τις ξεγελάσει και πολλές από αυτές να δοκιμάσουν παρακινδυνευμένες πτήσεις. Επίσης δεν αφαιρούμε το χιόνι απ’ τα καπάκια γιατί λειτουργεί ως θερμομόνωση.

Δυστυχώς όμως διαπίστωσα ότι ο δρόμος από ένα σημείο και μετά ήταν πολύ δύσκολα προσβάσιμος, ακόμα και με αλυσίδες. Από τον Δήμο είχαν έρθει εκχιονιστικά και αλατιέρες, αλλά είχαν αφοσιωθεί κυρίως στις κεντρικές αρτηρίες. Έτσι αποφάσισα να αφήσω το αυτοκίνητο και να συνεχίσω με τα πόδια.

Ουσιαστικά απάτητο το χιόνι στον δρόμο που οδηγεί στις πλαγιές γύρω απ’ τη λίμνη του Πουρναρίου.

Ο καιρός ήταν καλός. Η διαδρομή ήταν λίγο πάνω από μια ώρα περπάτημα μέχρι το μελισσοκομείο. Οι δρόμοι μετά τα τελευταία χωριά ήταν αφημένοι στην τύχη τους. Ένα εκπληκτικό σκηνικό με απάτητο χιόνι στην απόλυτη σιωπή της φύσης.

Τα μελισσάκια που αποφασίσουμε να αφήσουμε στο βουνό.

Όταν έφτασα στα μελισσάκια διαπίστωσα ότι δεν είχαν καλυφθεί ολοκληρωτικά με χιόνι και έχοντας φροντίσει να σηκώσω ελαφρώς τις κυψέλες, 20-25 εκατοστά από το έδαφος, οι είσοδοι τους ήταν ελεύθερες. Μάλιστα λίγες τολμηρές μέλισσες έβγαιναν έξω. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη και παρά το χειμωνιάτικο σκηνικό δεν έκανε και τόσο κρύο.

Εκεί βρήκα και τον κυρ Κώστα τον βοσκό, ο οποίος είχε αποκλειστεί στο σπίτι του και μαστόρευε ένα παλιό ζευγάρι αλυσίδες το οποίο είχε συνδέσει με μια τριχιά. Όταν του είπα ότι το χιόνι πιο πάνω είναι απάτητο, παραιτήθηκε απ’ την προσπάθεια. «Δεν είναι σημαντικό» είπε. «Έχω ό,τι χρειάζομαι.» Αφού τα είπαμε για λίγο, πήρα τον δρόμο της επιστροφής.

Η ανηφόρα δύσκολη. Ανέβηκα το βουνό και κατέβηκα από την πίσω πλαγιά. Ώσπου να φτάσω στο αυτοκίνητο, αυτή τη φορά μου πήρε μιάμιση ώρα, είχε πάει απόγευμα. Άξιζε όμως τον κόπο αυτός ο περίπατος!

Τρύγος στην κουμαριά

Έπειτα από ένα ακόμα δύσκολο φθινόπωρο, με μεγάλες περιόδους ανομβρίας, τελικά καταφέραμε να τρυγήσουμε στο τέλος λίγο μέλι κουμαριάς. Δυστυχώς όμως το μέλι δεν είχε την πικράδα περασμένων ετών, αλλά αυτό ήταν αναμενόμενο…

Το μελισσοκομείο στις όχθες της λίμνης Πουρναρίου, στην Πίνδο για την ανθοφορία της κουμαριάς (φθινόπωρο 2018), στο βάθος χιονισμένα τα Τζουμέρκα.

Οι βροχές άργησαν πολύ (ήρθαν κατά τα μέσα του Νοέμβρη) και καμία απ’ τις φθινοπωρινές ανθοφορίες δεν απέδωσε. Το ρείκι κάηκε απ’ την ξηρασία, ο κισσός ήταν στεγνός, ο αρκουδόβατος δεν άνθισε καν και μόνο η ακονιζιά έδωσε λίγη γύρη στα μελίσσια. Η κουμαριά άνθισε αλλά μέχρι να έρθουν οι βροχές δεν έδινε νέκταρ και οι μέλισσες δεν έβγαιναν έξω να συλλέξουν.

Μετά τις βροχές άρχισε να ακούγεται το γνώριμο βουητό των μελισσών που εργάζονται, όμως το φυτό είχε επηρεαστεί σημαντικά από την ανομβρία που προηγήθηκε και έτσι το μέλι που προέκυψε δεν έχει την ένταση στη γεύση που έχουμε συνηθίσει. Τις επόμενες ημέρες τα μελίσσια θα μεταφερθούν στον κάμπο για το ξεχειμώνιασμα. Ελπίζουμε η επόμενη χρονιά να είναι καλύτερη!

Φθινόπωρο στη λίμνη Πουρναρίου για την ανθοφορία της κουμαριάς

Μετά το τέλος του καλοκαιριού και κατά τις πρώτες μέρες του φθινοπώρου, ξεκινήσαμε να μεταφέρουμε τα μελίσσια στις πλαγιές γύρω απ’ τις όχθες της λίμνης Πουρναρίου. Οι ανθοφορίες της εποχής αυτής είναι πολύ σημαντικές καθώς προετοιμάζουν τα μελίσσια για τον χειμώνα που έρχεται.

Η τεχνητή λίμνη του Πουρναρίου δημιουργήθηκε από την κατασκευή του ομώνυμου υδροηλεκτρικού φράγματος στην Άρτα, που ξεκίνησε να φτιάχνεται το 1981. Κάτω απ’ τα νερά της λίμνης χάθηκε ο οικισμός «Φάγκος» της Κάτω Καλεντίνης. Κάποιες φορές όταν το φράγμα είναι ανοιχτό και η στάθμη της λίμνης χαμηλά, έρχονται στην επιφάνεια τα παλιά σπίτια, το παλιό δημοτικό σχολείο και δεντροστοιχίες.

Τα χωριά γύρω απ’ τη λίμνη είναι ουσιαστικά εγκαταλειμμένα. Χαρακτηριστικά το Κορφοβούνι, το 2001, αριθμούσε 1.006 κατοίκους ενώ 10 χρόνια αργότερα περίπου τους μισούς. Σε κάποιους μικρότερους οικισμούς πλέον, μετράς τους κατοίκους στα δάχτυλά του ενός χεριού. Οι δρόμοι, ειδικά όσο πλησιάζεις προς τη λίμνη, είναι δύσβατοι και κακοτράχαλοι.

Η πρόσβαση με το φορτηγό είναι δύσκολη, και τα σημεία που μπορείς να τοποθετήσεις μελίσσια, λίγα, μιας και οι πλαγιές είναι απότομες, σ’ αντίθεση για παράδειγμα με άλλες περιοχές νοτιότερα. Όμως εδώ το μέρος έχει κάτι το μαγικό, που με τραβάει και έτσι κάθε χρόνο κάνω λίγο κόπο παραπάνω, μόνο και μόνο για να αντικρίζω τη λίμνη και πίσω της τα Τζουμέρκα να χάνονται στον ορίζοντα.

Στην περιοχή φύονται ρείκια (ανοιξιάτικα αλλά και φθινοπωρινά), κουμαριές, κισσοί, αρκουδόβατοι, ακονιζιές κ.α. Οι βροχές που περιμέναμε όμως, δεν ήρθαν και έτσι η σουσούρα έμεινε ξερή, ο αρκουδόβατος, το μεθυστικό άρωμα του οποίου κατέκλυζε κάθε χρόνο την περιοχή, δεν φάνηκε και οι μέλισσες βρήκαν τροφή μόνο στα κισσούδια και στις ακονιζιές. Σιγά σιγά ανοίγει και η κουμαριά η οποία όταν πάει καλά δίνει και μέλι για τρύγο.