Το αρχαιότερο απολίθωμα εντόμου επικονιαστή

Αμερικανοί και Κινέζοι ερευνητές ανακάλυψαν στοιχεία που αποδεικνύουν ότι υπήρχαν έντομα επικονιαστές πριν από 99 εκατομμύρια χρόνια, δηλαδή όταν ακόμα οι πτερόσαυροι κυριαρχούσαν στους ουρανούς.

Από την εποχή του Δαρβίνου, πιστεύεται ότι η επικονίαση με έντομα έπαιξε τεράστιο ρόλο στην απότομη αύξηση της ποικιλίας των ανθοφόρων φυτών που έλαβε χώρα κατά την Κρητιδική περίοδο (145-66 εκατομμύρια χρόνια πριν). Αλλά ενώ τα ανθοφόρα φυτά και τα έντομα ήταν και τα δύο παρόντα εκείνη την εποχή, υπήρχαν ελάχιστα απολιθώματα που να αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς αυτούς.

Σ’ αυτή τη νέα μελέτη οι ερευνητές εντόπισαν ένα είδος σκαθαριού λουλουδιών (Angimordella burmitina) παγιδευμένο σε κεχριμπάρι ηλικίας 99 εκατομμυρίων ετών, το οποίο βρέθηκε βαθιά μέσα σε ορυχείο της Μιανμάρ. Μελετώντας δομές όπως τα στοματικά του μέρη και το σχήμα του σώματός του κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το σκαθάρι αυτό ήταν επικονιαστής.

Το A. burmitina βρέθηκε παγιδευμένο σε κεχριμπάρι, μαζί με κόκκους γύρης.
© Nanjing Institute of Geology and Palaeontology

Στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας ένα ομοεστιακό οπτικό μικροσκόπιο, ανακάλυψαν ότι υπήρχαν κόκκοι γύρης κρυμμένοι μέσα σε μικροσκοπικές τρίχες στο σώμα του σκαθαριού, υποδηλώνοντας ότι επισκεπτόταν φυτά. Μελέτησαν επίσης τη γύρη που διατηρήθηκε στο κεχριμπάρι και διαπίστωσαν ότι το σχήμα και το μέγεθός της υποδηλώνουν ότι είχε εξελιχθεί για να εξαπλώνεται μέσω των εντόμων.

«Είναι εξαιρετικά σπάνιο να βρεθεί ένα δείγμα, όπου τόσο το έντομο όσο και η γύρη διατηρούνται σε ένα μόνο απολίθωμα», δήλωσε ο καθηγητής βιολογίας David Dilcher που συμμετείχε στην έρευνα. «Εκτός από τη σημασία ως η πρώτη γνωστή άμεση απόδειξη της επικονίασης των ανθοφόρων φυτών από έντομα, αυτό το δείγμα απεικονίζει τέλεια τη συνεργατική εξέλιξη των φυτών και των ζώων κατά τη διάρκεια αυτής της χρονικής περιόδου, κατά την οποία έλαβε χώρα μια πραγματική έκρηξη στην ανάπτυξη των  ανθοφόρων φυτών.»

Το σκαθάρι χαρακτηρίστηκε ως επικονιαστής από τα στοματικά μέρη και το σχήμα του σώματός του.
© Nanjing Institute of Geology and Palaeontology

Πριν από αυτή τη μελέτη, οι παλαιότερες άμεσες ενδείξεις για έντομα που επικονιάζουν ανθοφόρα φυτά προέρχονταν από περίπου 49 εκατομμύρια χρόνια πριν, κατά την εποχή της Παλαιογενούς περιόδου. Η σχέση μεταξύ των εντόμων που επικονιάζουν και των ανθοφόρων φυτών θεωρείται συχνά ως ένα από τα θαύματα της εξέλιξης, καθώς το καθένα απαιτεί από το άλλο για να ευδοκιμήσει.

πηγές:
Sciencefocus (Oldest evidence of insect pollination unearthed)
Pollination of Cretaceous flowers

Συμπλοκές μελισσοκόμων με την αστυνομία στη Χιλή!

Μελισσοκόμοι της Χιλής διαδήλωσαν έξω από το Προεδρικό Μέγαρο στο Σαντιάγκο, για την κλιματική αλλαγή και την εκτεταμένη ξηρασία που αυτή έχει προκαλέσει με αποτέλεσμα να πληγεί η παραγωγή τους.

Κατά τη διάρκεια συμπλοκών με την αστυνομία, οι μελισσοκόμοι απελευθέρωσαν μελίσσια μέσα στην πόλη με αποτέλεσμα 7 αστυνομικοί να μεταφερθούν στο νοσοκομείο, μετά από τσιμπήματα. Τέσσερις μελισσοκόμοι συνελήφθησαν.

Οι μελισσοκόμοι είχαν συγκεντρωθεί για να διαμαρτυρηθούν για την κακή οικονομική τους κατάσταση και να ζητήσουν στήριξη από το κράτος. Όπως δήλωσαν στους δημοσιογράφους “Η ξηρασία που συνεχίζεται εδώ και μια δεκαετία οδηγεί τις μέλισσες στο να πεθαίνουν. Και χωρίς μέλισσες δεν υπάρχει ζωή...”

Σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters, ζήτησαν μεταρρυθμίσεις ώστε να βελτιωθεί η τιμή του μελιού, η οποία παραμένει χαμηλή παρά τις δυσκολίες στην παραγωγή, ή παροχή επιδοτήσεων. Αξιωματούχοι του Υπουργείου Γεωργίας λένε ότι συμμερίζονται την ανησυχία των διαδηλωτών για τις επιπτώσεις της ξηρασίας, προσθέτοντας ότι παρέχουν βοήθεια εδώ και μήνες σε 20 κοινότητες που αντιμετωπίζουν σοβαρή έλλειψη νερού

πηγή: Reuters, BBC

Τρύγος στην κουμαριά

Η παρατεταμένη περίοδος βροχοπτώσεων που ξεκίνησε το τελευταίο δεκαήμερο του Νοεμβρίου, κατά το οποίο συνήθως συλλέγεται το μέλι της κουμαριάς, καθυστέρησε ιδιαίτερα τον τρυγητό και μας δυσκόλεψε αρκετά στη συγκομιδή.

Η ανθοφορία της κουμαριάς φέτος ήταν όψιμη και πολύ έντονη. Οι υψηλές θερμοκρασίες όμως που επικράτησαν καθ΄όλη τη διάρκεια του φθινοπώρου ώθησαν τα μελίσσια να κρατήσουν γόνο μέχρι αργά, με αποτέλεσμα να καταναλώνεται το μεγαλύτερο μέρος του μελιού που συνέλεγαν. Έπειτα ακολούθησαν εντονότατες βροχές, χαρακτηριστικά στα Θεοδώριανα καταγράφηκαν τα μεγαλύτερα ύψη βροχής στη χώρα με 157 χιλιοστά, με αποτέλεσμα οι μέλισσες να κλειστούν μέσα και να σταματήσει η συλλογή.

Δυστυχώς ο τεράστιος αυτός όγκος νερού έπνιξε εκατοντάδες μελίσσια στην περιοχή του Μεσολογγίου και κυρίως κοντά στον Εύηνο ποταμό. Η πρόσβαση στο δικό μας μελισσοκομείο ήταν δύσκολη λόγω της ολισθηρότητας του κατεστραμμένου εδώ και καιρό οδοστρώματος. Παρ’ όλα αυτά ο τρύγος πραγματοποιήθηκε. Η συγκομιδή μπορεί να ήταν περιορισμένη, η ποιότητα του μελιού όμως μας αποζημίωσε. Η κουμαριά είναι ένα ιδιαίτερο μέλι με χαρακτηριστική υπόπικρη γεύση, η οποία ήταν εντονότατη φέτος και σκουροχάλκινο χρώμα. Μπορείτε να το βρείτε εδώ.

Μια εξαιρετικά δύσκολη μελισσοκομική χρονιά έφτασε στο τέλος της. Η κλιματική αλλαγή είναι πλέον εδώ και όπως φαίνεται θα πρέπει να προσαρμοστούμε στα νέα αυτά δεδομένα. Σας ευχόμαστε καλές γιορτές με υγεία!

Σχετικά με την κουμαριά

Η ανθοφορία της κουμαριάς φέτος ήταν αρκετά όψιμη. Τα μελίσσια ξεκίνησαν να δουλεύουν στα κούμαρα 10 με 15 μέρες αργότερα σε σχέση με τις προηγούμενες χρονιές, ενώ λόγω των υψηλών θερμοκρασιών του φετινού φθινοπώρου κράτησαν γόνο μέχρι αργά το Νοέμβριο, με αποτέλεσμα η συλλογή να είναι περιορισμένη.

Οι παρατεταμένες βροχές που ακολούθησαν κράτησαν τις μέλισσες μέσα και ο τρύγος δεν κατέστη, μέχρι στιγμής εφικτός. Περιμένουμε να βρούμε την ευκαιρία πριν πιάσουν τα κρύα να δούμε αν μπορεί να γίνει κάποιος τρύγος αλλά και να προετοιμάσουμε τα μελίσσια για το ξεχειμώνιασμα.

Δυστυχώς εκτός από τον καιρό έχουμε να αντιμετωπίσουμε και την αδιαφορία της πολιτείας καθώς από το καλοκαίρι έχουμε ενημερώσει Δήμο και Περιφέρεια για την καταστροφή του οδοστρώματος, που οι ίδιοι προκάλεσαν αλλά ποτέ δεν επιδιόρθωσαν με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η προσέγγιση του μελισσοκομείου, για τουλάχιστον 2-3 μέρες μετά από βροχή, λόγω ολισθηρότητας. Σε κάθε περίπτωση θα ενημερώσουμε.

Ο τρύγος του πευκόμελου στη μετά Εύβοια εποχή

Μετά τα γεγονότα του Αυγούστου στην Β. Εύβοια και τη μεγαλύτερη καταστροφή από φωτιά στην ιστορία της Ελλάδας (αυτό που χάθηκε ήταν το 10-12% των δασών ολόκληρης της χώρας), το πλήγμα για την ελληνική μελισσοκομία ήταν τεράστιο. Εκεί παράγονταν το 1/3 του πευκόμελου όλης της χώρας.

Δεδομένου ότι μεγαλύτερο μέρος των μελισσοκόμων της νότιας και κεντρικής Ελλάδας που ζούσαν από το πεύκο της Εύβοιας θα έπρεπε να αναζητήσουν αλλού την τύχη τους, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι στα υπόλοιπα πευκοδάση θα δημιουργούνταν το αδιαχώρητο. Στη Χαλκιδική ήδη από τα τέλη του καλοκαιριού ιδιοκτήτες γης που βρίσκονταν δίπλα στα δάση, απαιτούσαν από τους παραγωγούς ιδιαίτερα υψηλά αντίτιμα, που ξεπερνούσαν τα 400-500€ για να φιλοξενήσουν μελίσσια για 20-30 ημέρες, αυξάνοντας σημαντικά το κόστος παραγωγής.

Με όλα αυτά τα προβλήματα αλλά και την απαγόρευση πρόσβασης στα δάση που επιβλήθηκε στους μελισσοκόμους από την κυβέρνηση με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου για πάνω από ένα μήνα, καταλήξαμε τελικά στα πεύκα της δυτικής Ελλάδας, όπου ήταν ήδη δύσκολο να βρεις τόπο, τουλάχιστον για μεγάλα κοπάδια.

Εκτός από την Β. Εύβοια, από τις φωτιές φέτος το καλοκαίρι πλήγηκε και η Τουρκία, με αποτέλεσμα το πευκόμελο, ένα μέλι που παράγεται αποκλειστικά στη λεκάνη της μεσογείου και κυρίως σ’ αυτές τις δύο χώρες, να θεωρείται πλέον σπάνιο. Το πευκόμελο είναι ένα πραγματικά εξαιρετικό μέλι, που προέρχεται από μελιτώματα της Μαρσαλίνας της Ελληνικής (Marchalina hellenica), γνωστής και ως εργάτης του πεύκου ή βαμβακάδα. Θεωρείται και όχι άδικα ένα απ’ τα πιο θρεπτικά ελληνικά μέλια.

Δυστυχώς κατά το παρελθόν διάφορες περιβαλλοντικές οργανώσεις, στη διαμάχη που είχε δημιουργηθεί σχετικά με το κατά πόσο η Μαρσαλίνα πληγώνει το δέντρο και η οποία τελικά οδήγησε στην απαγόρευση των εμβολιασμών από το Υπουργείο στις δασικές εκτάσεις του Νομού Αττικής, σε μια προσπάθεια να δυσφημίσουν και να μποϊκοτάρουν το πευκόμελο ώστε να πιέσουν την κατάσταση είχαν επιδοθεί σε έναν πόλεμο συκοφάντησης του μελιού αυτού, φυσικά με ψευδή στοιχεία.

Σύμφωνα με αυτά το πευκόμελο προέρχεται από τα περιττώματα του σκουληκιού των πεύκων. Μερίδα των βίγκαν μάλιστα υιοθέτησε αυτή την άποψη, πηγαίνοντας την και ακόμη παραπέρα, λέγοντας ότι το πευκόμελο είναι ουσιαστικά ζωικό προϊόν και γι αυτό δεν θα πρέπει να καταναλώνεται. Φυσικά τα πράγματα δεν είναι έτσι. Τα έντομα της οικογένειας Ομόπτερα στην οποία ανήκει ο εργάτης του πεύκου μυζούν πολύ μεγάλες ποσότητες χυμών (100 φορές περίπου το βάρος τους). Η περίσσεια αυτή υγρασία και σάκχαρα απομακρύνονται με την εξής διαδικασία: Στο πρόσθιο μέρος του μεσαίου εντέρου υπάρχει ένα φίλτρο μέσω του οποίου, σάκχαρα και υγρασία, μεταπηδούν στο πίσω έντερο και απομακρύνονται άμεσα μέσω του απευθυσμένου ως μελίτωμα.

Δεν περνά δηλαδή ο χυμός από την διαδικασία της πέψης και της απορρόφησης. Συνεπώς το μελίτωμα δεν έχει καμία σχέση με περίττωμα και το πευκόμελο σε καμία περίπτωση δε μπορεί να θεωρηθεί ζωικό προϊόν. Δεν είναι κάτι που περισσεύει μετά από απομάκρυνση θρεπτικών συστατικών, όπως στα περιττώματα, αλλά ο χυμός ανεπεξέργαστος, τον οποίο στη συνέχεια συλλέγουν οι μέλισσες.

Εφημερίδες της εποχής με χαρακτηριστικούς εμπρηστικούς τίτλους. Από το αρχείο του καθηγητή κ. Ανδρέα Θρασυβούλου.

Αντίστοιχα όχι μόνο δεν υπάρχει καμία μελέτη που να ενοχοποιεί τον εργάτη για την ξήρανση των πεύκων, αλλά η μοναδική ερευνητική εργασία του εντόμου αυτού είναι του καθηγητή Δασολογίας Καϊλίδη Δημήτρη, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Δασικά Χρονικά το 1965 (81/82(7-8):161-181) και η οποία κατέληγε στο συμπέρασμα ότι ο εργάτης δε βλάπτει τα πεύκα.

Φυσικοχημικά χαρακτηριστικά πευκόμελου

Το πευκόμελο έχει τα τυπικά χαρακτηριστικά μελιού μελιτώματος, δηλαδή υψηλή συγκέντρωση τέφρας, υψηλό pH και αγωγιμότητα και χαμηλά ανάγοντα σάκχαρα. Η θρεπτική αξία του πευκόμελου οφείλεται στο μεγάλο αριθμό διαφορετικών ουσιών που συνυπάρχουν στη σύστασή του. Ξεχωριστή θέση κατέχουν τα ιχνοστοιχεία, τα οποία βρίσκονται σε μεγάλες συγκεντρώσεις στο Ελληνικό πευκόμελο, χαρακτηρίζοντάς το ως μέλι υψηλής θρεπτικής αξίας.

Η χημική σύσταση του ελληνικού πευκόμελου (Θρασυβούλου, Μανίκης, Τανανάκη, Τσέλλιος, Καραμπουρνιώτη, Δήμου 2001)

Λόγω της χαμηλής συγκέντρωσης σακχάρων, δεν θεωρείται πολύ γλυκό μέλι. Έχει χρώμα σκούρο κεχριμπάρι (λίγο πιο σκούρο από το θυμαρίσιο). Το άρωμά του θυμίζει έντονα το πικάντικο άρωμα του πευκοδάσους ενώ η γεύση του είναι υπόγλυκη με ξυλώδεις νότες ξηρών καρπών και πεύκου.

Τα φυτά όχι μόνο βλέπουν αλλά υπολογίζουν και το χρόνο!

Όραση ονομάζεται η αντίληψη των φωτεινών ερεθισμάτων του περιβάλλοντος μέσω ενός αισθητήριου οργάνου, του οφθαλμού και η μετέπειτα επεξεργασία και μορφοποίηση του σήματος αυτού από τον εγκέφαλο. Αν θέταμε λοιπόν το ερώτημα «βλέπουν τα φυτά;» τι θα απαντούσατε; Μάλλον όχι θα έλεγαν οι περισσότεροι μιας και τα φυτά δε διαθέτουν ούτε αισθητήρια όργανα ούτε εγκέφαλο. Είναι όμως έτσι;

Κι όμως τα φυτά όχι μόνο αντιλαμβάνονται το φως αλλά μπορούν και υπολογίζουν το χρόνο μέσω αυτού! Άλλωστε η επιβίωση οποιουδήποτε οργανισμού, όσο απλός κι αν είναι (ή φαίνεται ότι είναι), θα ήταν αδύνατη αν δεν είχε αντίληψη του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο βρίσκεται. Στα φυτά, τα φωτεινά ερεθίσματα είναι αυτά που θέτουν σε κίνηση μια σειρά από δευτερογενείς βιοχημικές αλλαγές που έχουν ως αποτέλεσμα την αναπτυξιακή απόκριση του φυτού. Το φυτό αντιλαμβάνεται το φως.

Το φως όμως δεν το αντιλαμβάνονται μόνο τα φυτά αλλά και τα σπέρματα (σπόροι). Κάποια φυτά για να φυτρώσουν δεν αρκεί μόνο η διαβροχή αλλά απαιτείται και φως. Είναι γεγονός ότι από τη στιγμή που το φως ασκεί επίδραση στον οργανισμό (είτε φυτό, είτε σπέρμα), πρέπει να υπάρχει κάποιος φωτοδέκτης, διότι είναι προφανές ότι για να επιδράσει το φως πρέπει να απορροφηθεί.

Έπειτα από μία δεκαετία πειραμάτων γύρω στα 1960, εντοπίστηκε αυτός ο φωτοδέκτης και ονομάστηκε φυτόχρωμα. Το πείραμα είχε ως εξής: ένα σπέρμα εκτίθεται σε μονοχρωματικό φως, δηλαδή σε φως από το οποίο έχουν αφαιρεθεί όλα τα μήκη κύματος (δηλαδή όλα τα χρώματα) εκτός από ένα. Μπορεί να φυτρώσει ή όχι, ανάλογα με την ικανότητα του φωτοδέκτη να απορροφά ή όχι το συγκεκριμένο φως. Βρέθηκε ότι το φυτόχρωμα διεγείρεται στο μέγιστο βαθμό με ερυθρό φως στα 660nm και επανέρχεται σε μη ενεργό μορφή στα 730nm.

Το φυτόχρωμα ουσιαστικά λειτουργεί σα βαλβίδα που ανοίγει, επιτρέποντας τη φύτρωση ή κλείνει ευνοώντας το λήθαργο ανάλογα με τον αριθμό φωτονίων στην ερυθρή (γύρω στα 660nm) ή την εγγύς υπέρυθρη, που δε βλέπει το ανθρώπινο μάτι, (γύρω στα 730nm) περιοχή του φάσματος. Όταν υπερισχύουν τα ερυθρά, το σπέρμα φυτρώνει, όταν υπερισχύουν τα υπέρυθρα ή απουσιάζουν και οι δύο τύποι φωτονίων, δηλαδή στο σκοτάδι, το σπέρμα παραμένει σε λήθαργο.

Η πληροφορία για την θέση του σπέρματος είναι ζωτικής σημασίας. Ένα μικρό σπέρμα για παράδειγμα πρέπει να γνωρίζει αν βρίσκεται στην επιφάνεια του εδάφους ή κάτω από αυτό και πόσο πριν αποπειραθεί να φυτρώσει, καθώς αν βρίσκεται βαθιά είναι καταδικασμένο να αποτύχει λόγω του φτωχού ενδοσπερμίου που διαθέτει. Η πληροφορία αυτή έρχεται από το φως. Γιατί όμως ο φωτοδέκτης λειτουργεί στα όρια μεταξύ της ορατής και εγγύς υπέρυθρης περιοχής του φάσματος;

Υπάρχουν φυτά που αναπτύσσονται στη σκιά και άλλα που επιδιώκουν να βλέπουν το φως του ήλιου. Το σπέρμα λοιπόν ενός ηλιόφιλου φυτού θα αποτύχει αν η θέση που βρίσκεται σκιάζεται από άλλα φυτά. Πρέπει να γνωρίζει αν υπάρχουν ή όχι άλλα φυτά από πάνω του. Τα φύλλα απορροφούν έντονα στην ιώδη/μπλε περιοχή (400-500nm) και στην πορτοκαλί/ερυθρή περιοχή (600-700nm) του ορατού φάσματος. Το εγγύς υπέρυθρο όμως (700-800nm) δεν απορροφάται και διαπερνά το φύλλωμα. Μπορεί να είναι αόρατο στο ανθρώπινο μάτι, αλλά είναι ορατό από το σπέρμα, το οποίο με αυτή την πληροφορία μπορεί να ανιχνεύσει αν υπάρχουν φυτά από πάνω του ή όχι.

Ο φωτοϋποδοχέας δεν περιορίζεται μόνο στην ανίχνευση της θέσης του σπέρματος, αλλά επηρεάζει και τις αναπτυξιακές διαδικασίες, αν για παράδειγμα η ανάπτυξη θα είναι ταχύτερη ή βραδύτερη. Όπως όμως και τα σπέρματα έτσι και τα φυτά οφείλουν να γνωρίζουν τους γείτονες τους. Ισοϋψής γείτονας σημαίνει και επίδοξος ανταγωνιστής για το φως, ειδικά αν διαθέτει μεγαλύτερη ταχύτητα ανάπτυξης. Σε αυτή την περίπτωση ανιχνεύουν το φως που αντανακλάται από τα φύλλα, δηλαδή το πράσινο και όχι το διερχόμενο από αυτά, όπως στην προηγούμενη περίπτωση.

Ο ανταγωνισμός βέβαια για το φως μεταξύ γειτονικών φυτών που οδηγεί στην ανάπτυξη, από ένα ύψος και μετά σταματά. Ίσως η δυσκολία να τραβήξει νερό μέχρι εκεί πάνω, ίσως η δυσκολία αντιμετώπισης των ανέμων και η αδυναμία συγκράτησης του βάρους, ο περαιτέρω ανταγωνισμός δεν ευνοεί κανέναν και έτσι επέρχεται συμβιβασμός, που στην περίπτωση του δάσους εκφράζεται με έναν μέσο με μικρές αποκλίσεις ύψος των δέντρων.

Τα φυτά λοιπόν μπορεί να μη διαθέτουν οφθαλμούς, βλέπουν όμως και μάλιστα σχεδόν από κάθε τους κύτταρο. Και παρά την απουσία κεντρικού συντονιστικού συστήματος (εγκεφάλου), επεξεργάζονται αυτά τα μηνύματα με τρόπο διάχυτο με σχετική ανεξαρτησία των συστατικών μερών κάθε φυτού. Κάθε κλαδί πρέπει να εντοπίσει μόνο του το περιβάλλον στο οποίο βρέθηκε. Και αυτό είναι το πιο εντυπωσιακό. Κανένα κεντρικό όργανο δε θα μπορούσε να ανιχνεύσει τόσο καλά το φως σε κάθε γωνιά ενός τόσο περίπλοκου αρχιτεκτονικά οργανισμού.

Ο χρόνος

Για έναν ακίνητο οργανισμό όπως τα φυτά είναι καίριας σημασίας η μέτρηση του χρόνου, καθώς τους δίνει τη δυνατότητα να προβλέψουν τις επερχόμενες αλλαγές των εποχών και να προετοιμαστούν κατάλληλα. Η προγραμματισμένη πτώση των φύλλων για παράδειγμα πριν την έλευση του χειμώνα είναι μια εξαιρετικά «ευφυής» διαδικασία, που θέτει σε λήθαργο το σώμα του φυτού, εφοδιάζοντας παράλληλα το χώμα με θρεπτικά στοιχεία. Δεδομένου ότι η διαδικασία της γήρανσης των φύλλων ξεκινάει νωρίτερα από την έλευση του χειμώνα, το φυτό ανιχνεύει έγκαιρα κάποια σήματα από το περιβάλλον και μπαίνει σ’ αυτή την αναπτυξιακή απόκριση.

Ποια όμως σήματα είναι τόσο αξιόπιστα ώστε να μην πέσουν τα φύλλα νωρίτερα ή αργότερα; Το αν κάνει κρύο ή ζέστη θα μπορούσε να μας δώσει την πληροφορία για το αν είναι καλοκαίρι ή χειμώνας. Αν όμως ήταν μια κρύα νύχτα της άνοιξης ή του φθινοπώρου; Η θερμοκρασία θα μπορούσε να παραπλανήσει το φυτό, δε μπορεί να βασιστεί σε αυτή. Κάθε φυλλοβόλο είδος έχει ένα δικό του «παράθυρο» 2-3 εβδομάδων κατά το οποίο ρίχνει τα φύλλα κάθε χρόνο και το τηρεί αυστηρά χωρίς να ξεγελιέται από διακυμάνσεις της θερμοκρασίας. Πως το κάνει αυτό;

Ο πιο αξιόπιστος τρόπος είναι να υπολογίσεις το χρόνο. Πως μπορείς όμως χωρίς ρολόι και ημερολόγιο να βρεις την ημερομηνία; Μια αξιόπιστη μέθοδος είναι η μέτρηση της διάρκειας της ημέρας και της νύχτας. Όμως και πάλι υπάρχουν δύο ημέρες μέσα στο χρόνο που έχουν ίδια διάρκεια ημέρας και νύχτας. Ο καλύτερος τρόπος είναι να υπολογίζεις τη διάρκεια της ημέρας καθημερινά ώστε να μπορείς να καταλάβεις αν η ημέρα μικραίνει ή μεγαλώνει. Αυτό ακριβώς κάνουν τα περισσότερα φυτά. Μετρούν καθημερινά τη διάρκεια της ημέρας (μέσω του φωτός) και αντιλαμβάνονται το χρόνο που περνά.

Η μέτρηση αυτή γίνεται μέσω του φυτοχρώματος. Αυτός ο φωτοδέκτης είναι που περνά από την ενεργό μορφή στη μη ενεργό, ανάλογα με το φως που δέχεται και άρα και στο σκοτάδι της νύχτας. Όταν η περίοδος της νύχτας υπερβεί μια κρίσιμη τιμή, το φυτό μπαίνει σε διαδικασία γήρανσης των φύλλων. Το βιολογικό ρολόι των φυτών υπολογίζει με μεγάλη ακρίβεια τη φωτοπερίοδο. Ακόμα και εκεί όμως υπάρχει μια απόκλιση πχ στην άνθιση σε φυτά του ίδιου είδους που βρίσκονται σε διαφορετικά υψόμετρα. Εκεί η θερμοκρασία επιταχύνει ή καθυστερεί τη διαδικασία, σε καμία περίπτωση όμως δεν επηρεάζει το αρχικό σήμα αλλά μόνο εντός του «παραθύρου» που ορίζεται από τη φωτοπερίοδο.

Έπειτα απ’ όλα αυτά θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι τα φυτά δεν είναι τόσο απλοί οργανισμοί όσο νομίζαμε. Διαθέτουν κάποια μορφή ευφυΐας, αντιλαμβάνονται το περιβάλλον γύρω τους και μεταβάλουν τη συμπεριφορά τους ανάλογα. Σε κάθε περίπτωση έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον.

Βιβλιογραφία:
Γενική Βοτανική (Γιώργος Αϊβαλάκις, Γεώργιος Καραμπουρνιώτης, Κώστας Φασσέας)
Γενική Οικολογία (Δέσποινα Βώκου)
Φυσιολογία Φυτών (Ridge Irene)
Τι θα έβλεπε η Αλίκη στη χώρα των φυτών (Γιάννης Μανέτας)

Τα φυτά όχι μόνο βλέπουν αλλά υπολογίζουν και το χρόνο!

Όραση ονομάζεται η αντίληψη των φωτεινών ερεθισμάτων του περιβάλλοντος μέσω ενός αισθητήριου οργάνου, του οφθαλμού και η μετέπειτα επεξεργασία και μορφοποίηση του σήματος αυτού από τον εγκέφαλο. Αν θέταμε λοιπόν το ερώτημα «βλέπουν τα φυτά;» τι θα απαντούσατε; Μάλλον όχι θα έλεγαν οι περισσότεροι μιας και τα φυτά δε διαθέτουν ούτε αισθητήρια όργανα ούτε εγκέφαλο. Είναι όμως έτσι;

Κι όμως τα φυτά όχι μόνο αντιλαμβάνονται το φως αλλά μπορούν και υπολογίζουν το χρόνο μέσω αυτού! Άλλωστε η επιβίωση οποιουδήποτε οργανισμού, όσο απλός κι αν είναι (ή φαίνεται ότι είναι), θα ήταν αδύνατη αν δεν είχε αντίληψη του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο βρίσκεται. Στα φυτά, τα φωτεινά ερεθίσματα είναι αυτά που θέτουν σε κίνηση μια σειρά από δευτερογενείς βιοχημικές αλλαγές που έχουν ως αποτέλεσμα την αναπτυξιακή απόκριση του φυτού. Το φυτό αντιλαμβάνεται το φως.

Το φως όμως δεν το αντιλαμβάνονται μόνο τα φυτά αλλά και τα σπέρματα (σπόροι). Κάποια φυτά για να φυτρώσουν δεν αρκεί μόνο η διαβροχή αλλά απαιτείται και φως. Είναι γεγονός ότι από τη στιγμή που το φως ασκεί επίδραση στον οργανισμό (είτε φυτό, είτε σπέρμα), πρέπει να υπάρχει κάποιος φωτοδέκτης, διότι είναι προφανές ότι για να επιδράσει το φως πρέπει να απορροφηθεί.

Έπειτα από μία δεκαετία πειραμάτων γύρω στα 1960, εντοπίστηκε αυτός ο φωτοδέκτης και ονομάστηκε φυτόχρωμα. Το πείραμα είχε ως εξής: ένα σπέρμα εκτίθεται σε μονοχρωματικό φως, δηλαδή σε φως από το οποίο έχουν αφαιρεθεί όλα τα μήκη κύματος (δηλαδή όλα τα χρώματα) εκτός από ένα. Μπορεί να φυτρώσει ή όχι, ανάλογα με την ικανότητα του φωτοδέκτη να απορροφά ή όχι το συγκεκριμένο φως. Βρέθηκε ότι το φυτόχρωμα διεγείρεται στο μέγιστο βαθμό με ερυθρό φως στα 660nm και επανέρχεται σε μη ενεργό μορφή στα 730nm.

Το φυτόχρωμα ουσιαστικά λειτουργεί σα βαλβίδα που ανοίγει, επιτρέποντας τη φύτρωση ή κλείνει ευνοώντας το λήθαργο ανάλογα με τον αριθμό φωτονίων στην ερυθρή (γύρω στα 660nm) ή την εγγύς υπέρυθρη, που δε βλέπει το ανθρώπινο μάτι, (γύρω στα 730nm) περιοχή του φάσματος. Όταν υπερισχύουν τα ερυθρά, το σπέρμα φυτρώνει, όταν υπερισχύουν τα υπέρυθρα ή απουσιάζουν και οι δύο τύποι φωτονίων, δηλαδή στο σκοτάδι, το σπέρμα παραμένει σε λήθαργο.

Η πληροφορία για την θέση του σπέρματος είναι ζωτικής σημασίας. Ένα μικρό σπέρμα για παράδειγμα πρέπει να γνωρίζει αν βρίσκεται στην επιφάνεια του εδάφους ή κάτω από αυτό και πόσο πριν αποπειραθεί να φυτρώσει, καθώς αν βρίσκεται βαθιά είναι καταδικασμένο να αποτύχει λόγω του φτωχού ενδοσπερμίου που διαθέτει. Η πληροφορία αυτή έρχεται από το φως. Γιατί όμως ο φωτοδέκτης λειτουργεί στα όρια μεταξύ της ορατής και εγγύς υπέρυθρης περιοχής του φάσματος;

Υπάρχουν φυτά που αναπτύσσονται στη σκιά και άλλα που επιδιώκουν να βλέπουν το φως του ήλιου. Το σπέρμα λοιπόν ενός ηλιόφιλου φυτού θα αποτύχει αν η θέση που βρίσκεται σκιάζεται από άλλα φυτά. Πρέπει να γνωρίζει αν υπάρχουν ή όχι άλλα φυτά από πάνω του. Τα φύλλα απορροφούν έντονα στην ιώδη/μπλε περιοχή (400-500nm) και στην πορτοκαλί/ερυθρή περιοχή (600-700nm) του ορατού φάσματος. Το εγγύς υπέρυθρο όμως (700-800nm) δεν απορροφάται και διαπερνά το φύλλωμα. Μπορεί να είναι αόρατο στο ανθρώπινο μάτι, αλλά είναι ορατό από το σπέρμα, το οποίο με αυτή την πληροφορία μπορεί να ανιχνεύσει αν υπάρχουν φυτά από πάνω του ή όχι.

Ο φωτοϋποδοχέας δεν περιορίζεται μόνο στην ανίχνευση της θέσης του σπέρματος, αλλά επηρεάζει και τις αναπτυξιακές διαδικασίες, αν για παράδειγμα η ανάπτυξη θα είναι ταχύτερη ή βραδύτερη. Όπως όμως και τα σπέρματα έτσι και τα φυτά οφείλουν να γνωρίζουν τους γείτονες τους. Ισοϋψής γείτονας σημαίνει και επίδοξος ανταγωνιστής για το φως, ειδικά αν διαθέτει μεγαλύτερη ταχύτητα ανάπτυξης. Σε αυτή την περίπτωση ανιχνεύουν το φως που αντανακλάται από τα φύλλα, δηλαδή το πράσινο και όχι το διερχόμενο από αυτά, όπως στην προηγούμενη περίπτωση.

Ο ανταγωνισμός βέβαια για το φως μεταξύ γειτονικών φυτών που οδηγεί στην ανάπτυξη, από ένα ύψος και μετά σταματά. Ίσως η δυσκολία να τραβήξει νερό μέχρι εκεί πάνω, ίσως η δυσκολία αντιμετώπισης των ανέμων και η αδυναμία συγκράτησης του βάρους, ο περαιτέρω ανταγωνισμός δεν ευνοεί κανέναν και έτσι επέρχεται συμβιβασμός, που στην περίπτωση του δάσους εκφράζεται με έναν μέσο με μικρές αποκλίσεις ύψος των δέντρων.

Τα φυτά λοιπόν μπορεί να μη διαθέτουν οφθαλμούς, βλέπουν όμως και μάλιστα σχεδόν από κάθε τους κύτταρο. Και παρά την απουσία κεντρικού συντονιστικού συστήματος (εγκεφάλου), επεξεργάζονται αυτά τα μηνύματα με τρόπο διάχυτο με σχετική ανεξαρτησία των συστατικών μερών κάθε φυτού. Κάθε κλαδί πρέπει να εντοπίσει μόνο του το περιβάλλον στο οποίο βρέθηκε. Και αυτό είναι το πιο εντυπωσιακό. Κανένα κεντρικό όργανο δε θα μπορούσε να ανιχνεύσει τόσο καλά το φως σε κάθε γωνιά ενός τόσο περίπλοκου αρχιτεκτονικά οργανισμού.

Ο χρόνος

Για έναν ακίνητο οργανισμό όπως τα φυτά είναι καίριας σημασίας η μέτρηση του χρόνου, καθώς τους δίνει τη δυνατότητα να προβλέψουν τις επερχόμενες αλλαγές των εποχών και να προετοιμαστούν κατάλληλα. Η προγραμματισμένη πτώση των φύλλων για παράδειγμα πριν την έλευση του χειμώνα είναι μια εξαιρετικά «ευφυής» διαδικασία, που θέτει σε λήθαργο το σώμα του φυτού, εφοδιάζοντας παράλληλα το χώμα με θρεπτικά στοιχεία. Δεδομένου ότι η διαδικασία της γήρανσης των φύλλων ξεκινάει νωρίτερα από την έλευση του χειμώνα, το φυτό ανιχνεύει έγκαιρα κάποια σήματα από το περιβάλλον και μπαίνει σ’ αυτή την αναπτυξιακή απόκριση.

Ποια όμως σήματα είναι τόσο αξιόπιστα ώστε να μην πέσουν τα φύλλα νωρίτερα ή αργότερα; Το αν κάνει κρύο ή ζέστη θα μπορούσε να μας δώσει την πληροφορία για το αν είναι καλοκαίρι ή χειμώνας. Αν όμως ήταν μια κρύα νύχτα της άνοιξης ή του φθινοπώρου; Η θερμοκρασία θα μπορούσε να παραπλανήσει το φυτό, δε μπορεί να βασιστεί σε αυτή. Κάθε φυλλοβόλο είδος έχει ένα δικό του «παράθυρο» 2-3 εβδομάδων κατά το οποίο ρίχνει τα φύλλα κάθε χρόνο και το τηρεί αυστηρά χωρίς να ξεγελιέται από διακυμάνσεις της θερμοκρασίας. Πως το κάνει αυτό;

Ο πιο αξιόπιστος τρόπος είναι να υπολογίσεις το χρόνο. Πως μπορείς όμως χωρίς ρολόι και ημερολόγιο να βρεις την ημερομηνία; Μια αξιόπιστη μέθοδος είναι η μέτρηση της διάρκειας της ημέρας και της νύχτας. Όμως και πάλι υπάρχουν δύο ημέρες μέσα στο χρόνο που έχουν ίδια διάρκεια ημέρας και νύχτας. Ο καλύτερος τρόπος είναι να υπολογίζεις τη διάρκεια της ημέρας καθημερινά ώστε να μπορείς να καταλάβεις αν η ημέρα μικραίνει ή μεγαλώνει. Αυτό ακριβώς κάνουν τα περισσότερα φυτά. Μετρούν καθημερινά τη διάρκεια της ημέρας (μέσω του φωτός) και αντιλαμβάνονται το χρόνο που περνά.

Η μέτρηση αυτή γίνεται μέσω του φυτοχρώματος. Αυτός ο φωτοδέκτης είναι που περνά από την ενεργό μορφή στη μη ενεργό, ανάλογα με το φως που δέχεται και άρα και στο σκοτάδι της νύχτας. Όταν η περίοδος της νύχτας υπερβεί μια κρίσιμη τιμή, το φυτό μπαίνει σε διαδικασία γήρανσης των φύλλων. Το βιολογικό ρολόι των φυτών υπολογίζει με μεγάλη ακρίβεια τη φωτοπερίοδο. Ακόμα και εκεί όμως υπάρχει μια απόκλιση πχ στην άνθιση σε φυτά του ίδιου είδους που βρίσκονται σε διαφορετικά υψόμετρα. Εκεί η θερμοκρασία επιταχύνει ή καθυστερεί τη διαδικασία, σε καμία περίπτωση όμως δεν επηρεάζει το αρχικό σήμα αλλά μόνο εντός του «παραθύρου» που ορίζεται από τη φωτοπερίοδο.

Έπειτα απ’ όλα αυτά θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι τα φυτά δεν είναι τόσο απλοί οργανισμοί όσο νομίζαμε. Διαθέτουν κάποια μορφή ευφυΐας, αντιλαμβάνονται το περιβάλλον γύρω τους και μεταβάλουν τη συμπεριφορά τους ανάλογα. Σε κάθε περίπτωση έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον.

Βιβλιογραφία:
Γενική Βοτανική (Γιώργος Αϊβαλάκις, Γεώργιος Καραμπουρνιώτης, Κώστας Φασσέας)
Γενική Οικολογία (Δέσποινα Βώκου)
Φυσιολογία Φυτών (Ridge Irene)
Τι θα έβλεπε η Αλίκη στη χώρα των φυτών (Γιάννης Μανέτας)

Ένα παρασιτικό στρεψίπτερο μπορεί να μεταβάλει τη συμπεριφορά μιας μέλισσας προς όφελός του

Ο μεταδιδακτορικός ερευνητής, Γιούτα Νακάσε, από το Πανεπιστήμιο Σίνσου στο Ναγκάνο της Ιαπωνίας, παρατήρησε ότι κάτι περίεργο συνέβαινε κατά τις επισκέψεις μιας μέλισσας του είδους Lasioglossum apristum σε άνθη ορτανσίας και αποφάσισε να κάνει μια έρευνα.

Μέλισσα του είδους Lasioglossum apristum

Τα στρεψίπτερα είναι μια αρκετά μικρή τάξη εντόμων και θεωρούνται ενδοπαράσιτα. Τα αρσενικά ενήλικα άτομα του είδους Halictoxenos borealis μπορούν και πετούν αλλά ζουν ελάχιστα, ίσα για να ζευγαρώσουν. Τα θηλυκά όμως αυτού του είδους δεν έχουν φτερά, πόδια ή κεραίες. Είναι ενδοπαράσιτα σε άλλα έντομα. Μπορούν να κινηθούν μόνο ως προνύμφες πρώτου σταδίου, περίοδο κατά την οποία αναζητούν ξενιστή, στον οποίο και θα μείνουν για το υπόλοιπο της ζωής τους. Κι όμως καταφέρνουν να ζευγαρώσουν παρά το γεγονός ότι ζουν μέσα σε ένα άλλο έντομο, χωρίς δυνατότητα κίνησης, απελευθερώνοντας μια φερομόνη, που προσκαλεί τα αρσενικά.

Το στρεψίπτερο Halictoxenos borealis πάνω στην μέλισσα Lasioglossum apristum

Παρατηρώντας λοιπόν μέλισσες που παρασιτούνταν καθώς επισκέπτονταν ταξιανθίες ορτανσίας, οι οποίες δίνουν μόνο γύρη και καθόλου νέκταρ, ο Νακάσε διαπίστωσε ότι δεν συνέλεγαν ούτε κατανάλωναν αυτή τη γύρη (δεν βρέθηκαν υπολείμματα στο έντερο τους), σε αντίθεση με τις μέλισσες του ίδιου είδους που δεν παρασιτούνταν. Αντιθέτως παρουσίαζαν μια περίεργη συμπεριφορά κάμπτοντας τους κοιλιακούς τους προς τα κάτω αγγίζοντας το φυτό.

Ο μεταδιδακτορικός ερευνητής, Γιούτα Νακάσε.

Αυτή η ιδιόμορφη συμπεριφορά παρατηρήθηκε μόνο σε μέλισσες που παρασιτούνταν από θηλυκά στρεψίπτερα που βρίσκονταν στο στάδιο απελευθέρωσης προνυμφών. Τα θηλυκά στρεψίπτερα του είδους Halictoxenos borealis δεν γεννούν αυγά, αλλά απελευθερώνουν προνύμφες πρώτου σταδίου. Σύμφωνα με τον Νακάσε η συμπεριφορά αυτή είναι απόδειξη ότι τα παράσιτα Halictoxenos borealis, όταν φτάσουν σε μια ορισμένη ηλικία μπορούν να τροποποιήσουν τη συμπεριφορά του ξενιστή τους, προς όφελός τους, ή για να το θέσουμε αλλιώς ελέγχουν το νου του. Οι μέλισσες πλέον δεν επισκέπτονται το άνθος για να τραφούν αλλά για να εναποθέσουν τα στρεψίπτερα τις προνύμφες τους.

Ολόκληρη η έρευνα:
Bee-Parasitic Strepsipterans (Strepsiptera: Stylopidae) Induce Their Hosts’ Flower-Visiting Behavior Change

Μια σύντομη χημική ιστορία της ατμόσφαιρας

Η Γη έχει ηλικία 4,6 δισεκατομμύρια έτη. Το γήινο περιβάλλον κατά τη νεότητα της Γης ήταν ιδιαίτερα αφιλόξενο. Έπειτα από 400 με 600 εκατομμύρια χρόνια από την δημιουργία του πλανήτη και τη σταδιακή μείωση της θερμοκρασίας του, σχηματίστηκαν οι πρώτοι ωκεανοί, από συμπύκνωση των υδρατμών της ατμόσφαιρας.

Η Λιθανθρακοφόρος περίοδος των απέραντων ελωδών δασών.

Το γεγονός αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό καθώς η ζωή είναι συνυφασμένη με την ύπαρξη νερού, ωστόσο η θερμοκρασία των ωκεανών ήταν ακόμα πολύ υψηλή (80-90°C). Η ατμόσφαιρα περιείχε ελάχιστο οξυγόνο (λιγότερο από 0,001%) σε σύγκριση με το 21% που υπάρχει σήμερα, ενώ αντίστοιχα το διοξείδιο του άνθρακα ήταν 5%, πολύ πάνω από το σημερινό 0,036%, προκαλώντας ένα τεράστιας κλίμακας φαινόμενο του θερμοκηπίου.

Πριν από 3,7 δισεκατομμύρια έτη η Γη έχοντας καταφέρει να διατηρήσει την ατμόσφαιρά της, περνάει σε μια περίοδο ηρεμίας όπου οι επιθέσεις αστεροειδών μειώνονται καθοριστικά, επιτρέποντας την σταδιακή ψύξη του πλανήτη σε θερμοκρασίες που ευνοούσαν την εμφάνιση ζωής. Η ζωή εμφανίστηκε πριν από 3,8 έως 3,6 δισεκατομμύρια έτη στη θάλασσα, όπου και παρέμεινε για περίπου 3,2 δισεκατομμύρια χρόνια.

Ο λόγος γι αυτό ήταν γιατί δεν υπήρχε ακόμη το στρατοσφαιρικό στρώμα του όζοντος το οποίο απορροφά την βλαβερή υπεριώδη ακτινοβολία. Το στρώμα αυτό δημιουργήθηκε σταδιακά από την δραστηριότητα της φωτοσύνθεσης που είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του οξυγόνου, τη δημιουργία του προστατευτικού στρώματος του όζοντος και της μείωσης του διοξειδίου του άνθρακα με συνέπεια την άμβλυνση των θερμοκηπιακών φαινομένων και την επικράτηση πιο ήπιων θερμοκρασιών.

Οι πρώτοι οργανισμοί ήταν αναγκαστικά αναερόβιοι, προσαρμοσμένοι στην έλλειψη οξυγόνου, όμως αργότερα εμφανίστηκαν τα κυανοβακτήρια που παρήγαγαν οξυγόνο ως παραπροϊόν κατά τη φωτοσύνθεση. Σήμερα αιωρούνται ως πλαγκτονικά σε θάλασσες και λίμνες. Θεωρείται ότι το φράγμα του 0,1% στην συγκέντρωση του οξυγόνου στην ατμόσφαιρα ξεπεράστηκε πριν από 2,2 δισεκατομμύρια έτη, όταν και άρχισε να σχηματίζεται η στρατοσφαιρική στιβάδα του όζοντος.

Με τη δημιουργία της αερόβιας φωτοσύνθεσης η ζωή έπαψε να περιορίζεται τοπικά γύρω από θερμές πηγές και για πρώτη φορά στην ιστορία παγκοσμιοποιήθηκε. Ωστόσο ακόμα μόνο μέσα στη θάλασσα. Χρειάστηκε άλλο 1,5 δισεκατομμύρια χρόνια μέχρι τα πρώτα φυτά να βγουν στην ξηρά. Αυτό που είναι σημαντικό είναι ότι το οξυγόνο αυτή την περίοδο έφτασε το 10% (21% σήμερα), ενώ το διοξείδιο του άνθρακα μειώθηκε στο 0,5% (0,036% σήμερα).

Ο αποικισμός της ξηράς από τα φυτά δεν ήταν εύκολος, συνέβη όμως πριν από 450 εκατομμύρια χρόνια. Το άγονο σεληνιακό τοπίο της Γης δίνει τη θέση του σε έναν πράσινο κόσμο, καλυμμένο από κάθε μορφή βλάστησης, συμπεριλαμβανομένου τους δάσους. Η ρύθμιση οξυγόνου και διοξειδίου του άνθρακα είναι πλέον αποκλειστική ευθύνη των χερσαίων φυτών, που αυξάνουν το μεν οξυγόνο στα επικίνδυνα επίπεδα του 25-30% και μειώνουν το διοξειδίου του άνθρακα στο 0,05% κατά τη Λιθανθρακοφόρο περίοδο, των μεγάλων δασών.

Ενώ το οξυγόνο ήταν αποτέλεσμα της φωτοσύνθεσης, η μείωση του διοξειδίου του άνθρακα οφείλεται στην αποσάθρωση του εδάφους από τη δημιουργία ριζών. Οι υψηλές όμως συγκεντρώσεις οξυγόνου ήταν επικίνδυνες επειδή προκαλούσαν αυτόματες πυρκαγιές, οι οποίες κατέστρεψαν σημαντικό μέρος της βλάστησης, οδηγώντας τελικά σε μια ισορροπία, σταθεροποιώντας το οξυγόνο σε τιμές κοντά στο 20-22% κατά τα τελευταία 170 εκατομμύρια χρόνια.

Οι διακυμάνσεις αυτές επηρεάζονται από τη φωτοσύνθεση αλλά και από βίαια φυσικά φαινόμενα, όπως εκρήξεις ηφαιστείων και πτώσεις ουράνιων σωμάτων. Για παράδειγμα στο τέλος της Πέρμιας περιόδου, πριν από 250 εκατομμύρια χρόνια δημιουργήθηκε από τεκτονικές κινήσεις του φλοιού της Γης η υπερ-ήπειρος Παγγαία. Η τεράστια ηφαιστειακή δραστηριότητα που τη συνόδευσε εξαπλασίασε τη συγκέντρωση διοξειδίου του άνθρακα μέσα σε μόλις 10.000 χρόνια.

Αντίστοιχα η πτώση αστεροειδούς στο τέλος της Κρητιδικής περιόδου, πριν από 65 εκατομμύρια χρόνια, όταν και εξαφανίστηκαν οι δεινόσαυροι, αύξησε το διοξείδιο του άνθρακα στο 20%. Τα τελευταία 400.000 χρόνια έφτασε τις χαμηλότερες τιμές από τη δημιουργία της Γης, κυμαινόμενο μεταξύ 0,018 και 0,028%. Η ανθρωπογενής αύξηση όμως μετά τη βιομηχανική επανάσταση κατά 50% περίπου στα τελευταία 300 χρόνια, θεωρείται ταχύτερη από εκείνη που προκλήθηκε από τα ηφαίστεια κατά τη δημιουργία της Παγγαίας. Τότε οι κλιματικές αλλαγές οδήγησαν στην εξαφάνιση του 90% των ζωικών ειδών. Τώρα;

 

 

Αυτά και πολλά ακόμα ενδιαφέροντα θα βρείτε στο βιβλίο του Γιάννη Μανέτα: Τι θα έβλεπε η Αλίκη στη χώρα των φυτών.

Νερό και μέλισσες

Η κατανομή των εργασιών σε ένα μελίσσι είναι στενά συνδεδεµένη µε την ηλικία τους, αν και αυτό μπορεί να αλλάξει όταν οι συνθήκες το επιτάσσουν. Σε γενικές γραμμές πάντως οι μεγαλύτερης ηλικίας μέλισσες ασχολούνται με τη συλλογή. Αναμφισβήτητα η πιο επικίνδυνη εργασία είναι η συλλογή νερού.

Οι συλλέκτριες νερού θεωρούνται οι εμπειρότερες μέλισσες και ασχολούνται αποκλειστικά με αυτό, αντίθετα με τις νεκταροσυλλέκτριες και τις γυρεοσυλλέκτριες που μπορεί να αλλάξουν καθήκοντα. Οι ανιχνεύτριες μέλισσες χρησιμοποιώντας τα αισθητήρια κύτταρα που βρίσκονται στα τελευταία 8 άρθρα της κεραίας τους, μπορούν να εντοπίσουν το νερό από την υψηλότερη σχετική υγρασία που υπάρχει στον αέρα πάνω από την πηγή του νερού. Είναι σε θέση να ανιχνεύσουν διαφορές μέχρι και 5% στην σχετική υγρασία!

Η συλλογή του νερού εξαρτάται από τις ανάγκες του μελισσιού. Οι αποθηκάριες μέλισσες έχουν το ρόλο της αποθήκευσης και της επιμελητείας. Διατηρούν στον πρόλοβό τους αραιωμένο διάλυμα μελιού σε πυκνότητα γύρω στο 60%. Εάν παρατηρηθεί σχετική έλλειψη νερού, η πυκνότητα ζαχάρου στον πρόλοβό τους αυξάνει και αυτό διεγείρει τις μέλισσες να ζητήσουν εντονότερα νερό από τις νεροσυλλέκτριες.

Ένα μελίσσι χρειάζεται από 25 γραμμάρια έως 300 γραμμάρια νερού την ημέρα. Οι ανάγκες σε νερό αυξάνονται όταν οι θερμοκρασίες είναι υψηλές, έπειτα από μετακινήσεις και όταν εκτρέφουν εντατικά γόνο. Σε περίοδο καύσωνα στην Αυστραλία 150 μελίσσια άδειασαν 200 λίτρα νερό από ένα μεγάλο βαρέλι σε διάστημα τριών ωρών!

Johansson & Johansson (1979).
Providing Honeybees mith water.
Bee World 61 (1):11-17 54-
M.E 1994 .σελ. 300.