Έπειτα από ένα μικρό διάλειμμα μετά τον τρύγο στις βελανιδιές, ανηφορίσαμε και πάλι, αυτή τη φορά για το ρείκι (σουσούρα). Αδυνατώντας να χρησιμοποιήσουμε την περιοχή που επισκεπτόμασταν τα τελευταία δύο χρόνια, αρχίσαμε από τα μέσα Σεπτέμβρη να οργώνουμε τις πλαγιές της νότιας Πίνδου, από την Αιτωλοακαρνανία μέχρι τα σύνορα με τα Ιωάννινα για να βρούμε την περιοχή με το περισσότερο ρείκι.
Η εντυπωσιακή θέα απ’ το μελισσοκομείο. Στο βάθος η λίμνη Πουρναρίου.
Αποστολή που αποδείχτηκε δύσκολη, καθώς δεν είναι εύκολη η αναγνώριση πριν την ανθοφορία του χαμόρεικου, όπως το αποκαλούν οι ντόπιοι. Αφού ανθίσει οι πλαγιές κοκκινίζουν και μπορείς να διακρίνεις αν κάποια περιοχή υπερέχει αλλά πριν, το ρείκι είναι σχεδόν ξύλο και ανάμεσα στα πουρνάρια και τις βελανιδιές είναι δύσκολο να πεις αν υπάρχει σε αφθονία. Η αλήθεια είναι πάντως ότι από την Αμφιλοχία μέχρι την Φλωριάδα και από το Διάσελλο, την Άνω Πέτρα, την Μαρκινιάδα και μέχρι το Ξηροβούνι όλες οι περιοχές σε υψόμετρο από 350 έως 550 μέτρα έχουν αρκετό ρείκι.
Ο δρόμος που οδηγεί στο μελισσοκομείο. Η οδική πρόσβαση είναι πολύ δύσκολη και οι πλαγιές απότομες.
Τελικά έπειτα από πολλές περιπέτειες καταλήξαμε σε μια περιοχή κοντά στο Κορφοβούνι. Η περιοχή εξάλλου γύρω από τη λίμνη του Πουρναρίου θεωρείται εξαιρετική. Εδώ συνδυάζονται τα πάντα. Υπάρχουν κισσούδια, τα οποία έχουν ανοίξει και δίνουν την πρώτη γύρη του φθινοπώρου, υπάρχουν ρείκια, τα οποία πέταξαν ήδη τα πρώτα μπουμπούκια, ακονιζιές και φυσικά κουμαριές, που θα τροφοδοτούν από τα τέλη Οκτώβρη τα μελίσσια μέχρι να μπει ο χειμώνας.
Το φορτηγό με τα μελίσσια λίγο πριν το ξεφόρτωμα.
Η μεταφορά αυτή ήταν ιδιαίτερη και για έναν ακόμη λόγο. Τα μελίσσια μεταφέρονται τη νύχτα, που οι μέλισσες έχουν επιστρέψει και είναι μέσα στις κυψέλες τους. Για πρώτη φορά επιλέξαμε να μην μετακινηθούμε αφού σουρουπώσει, αλλά τα ξημερώματα, ώστε να μας βρει η ανατολή στο ξεφόρτωμα και να γίνουν όλα πιο εύκολα. Πράγματι γύρω στις 4:00 ξεκινήσαμε να φορτώνουμε στον κάμπο και αν και καθυστερήσαμε λίγο προλάβαμε το ξημέρωμα.
Ο χώρος που στήθηκε το μελισσοκομείο, πριν και μετά.
Το Κορφοβούνι παλιά είχε σλάβικο όνομα και λεγόταν Μπρένιτσα. Σήμερα απαριθμεί γύρω στους 600 κατοίκους. Η οδική πρόσβαση είναι πολύ δύσκολη και οι πλαγιές απότομες με αποτέλεσμα να υπάρχουν ελάχιστα μέρη που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για μελισσοκομείο. Ας είναι καλά ο κύρ Κώστας, που μας παραχώρησε ένα μικρό χώρο απ’ το χωράφι του. Η θέα από εδώ είναι εκπληκτική. Δεν μπορείς να μην σταθείς για να κοιτάξεις τη λίμνη· την οροσειρά που σχηματίζουν τα βουνά πίσω της, αλλά και τα Τζουμέρκα στο βάθος που στέκονται επιβλητικά.
Έπειτα από αρκετό κουβάλημα, τοπία σαν κι αυτό σε αποζημιώνουν.
Η λίμνη Πουρναρίου είναι αποτέλεσμα της δημιουργίας του φράγματος Πουρναρίου που εξυπηρετεί υδροηλεκτρικούς σκοπούς και αρδευτικές ανάγκες της περιοχής. Η ιχθυοπανίδα της λίμνης αποτελείται από κυπρίνους, στρωσίδια, πινδοβίνους, μπριάνες, λιάρες, μουστακάτα, χέλια καθώς επίσης και πέστροφες. Στη λίμνη ευδοκιμεί και η ορνιθοπανίδα με τους νυχτοκόρακες, πρασινοκεφαλόπαπιες, αλκυόνες, φαλαρίδες, σαρδέλες, καστανοκεφαλόγλαροι και ποταμοσφυριχτές να αποτελούν τα σημαντικότερα είδη που συναντώνται στη περιοχή.
Οι μέλισσες ήταν πολύ υπομονετικές και δεν αντιμετωπίσαμε ιδιαίτερα απρόοπτα. Ο διάτρητος, αεριζόμενος πάτος βοηθάει πολύ σ’ αυτό.
Εδώ θα μείνουμε μέχρι το τέλος του φθινοπώρου. Στόχος μας είναι να δυναμώσουμε τις παραφυάδες μας, με την εξαιρετικής ποιότητας γύρη της ερείκης και να ξεχειμωνιάσουν χωρίς προβλήματα, αλλά και να συλλέξουν προμήθειες, τα δυνατά μελίσσια μας, ικανές για να βγάλουν το χειμώνα. Ελπίζουμε αν πάει καλά ο καιρός και καταφέρουν να μαζέψουν και περίσσευμα να κάνουμε και τρύγο. Είτε στο ρείκι, που δίνει ένα μέλι γλυκό, κοκκινωπό με χαρακτηριστικό, λεπτό άρωμα, είτε στην κουμαριά απ’ την οποία προκύπτει ένα σπάνιο και πολύ ιδιαίτερο μέλι με χαρακτηριστική υπόπικρη γεύση, σκουροχάλκινο χρώμα και αρωματικές νότες πικρής καραμέλας.