Ξεκίνησαν τα έργα για το μελισσοκομικό εργαστήρι

Ξεκίνησαν τα έργα για το μελισσοκομικό εργαστήρι στο Κορφοβούνι Άρτας. Το εγχείρημα είναι αρκετά απαιτητικό καθώς παρουσιάζει δυσκολίες στην πρόσβαση βαρέων οχημάτων, ενώ προβλήματα υπάρχουν και στην παροχή νερού για την οποία έχει καταστρωθεί ολόκληρο σχέδιο.

Εδώ και τρία χρόνια γίνονταν χωματουργικές εργασίες στην πλαγιά που θα γίνει το εργαστήρι, ενώ δημιουργήθηκε δρόμος ώστε να είναι προσβάσιμη οδικώς.

Το μελισσοκομικό εργαστήρι θα χτιστεί δίπλα στο παλιό πέτρινο σπίτι του 1935 και θα περιλαμβάνει μία αίθουσα εξαγωγής και μία αίθουσα αποθήκευσης μελιού, αποθήκη μελισσοκομικού υλικού, αλλά και ένα εργαστήριο αναλύσεων μελιού.

Στις πλαγιές γύρω από το εργαστήριο γίνονται εργασίες για το μελισσοκομικό πάρκο. Έχει ήδη ξεκινήσει η φύτευση μελισοκομικών φυτών, ενώ μετά το τέλος των εργασιών ο επισκέπτης θα μπορεί να περιηγηθεί στο μελισσοκομείο, να γνωρίσει τα φυτά της περιοχής και να γευτεί τα μελισσοκομικά προϊόντα που παράγουμε.

Στράτος Σαραντουλάκης
Μελισσοκόμος

Οι άνθρωποι των αετοκορφών, της αυγής, του ήλιου και των καταιγίδων

«Στη διχάλα του δρόμου θα σου αφήσω μια κλάρα, ώστε να ξέρεις ποιο μονοπάτι ν’ ακολουθήσεις. Εγώ θα σε περιμένω λίγο παρακάτω» μου είπε και κλείσαμε το τηλέφωνο. Ακούγονταν αρκετά ηλικιωμένος. Ήταν ακόμα πρωί και η υγρασία στην περιοχή ήταν έντονη. Όταν τον συνάντησα ήταν με την κυρά του. Χαιρετηθήκαμε σαν να γνωριζόμασταν από καιρό· χαιρέτησα και αυτήν, αλλά δεν μου έδωσε σημασία.

Το Ορεινό Μέλι απέκτησε το δικό του σπίτι. Ένα παλιό παραδοσιακό πέτρινο στα ορεινά της Ηπείρου.

Καθώς προχωρούσαμε γύρισα και την κοίταξα. Φαίνονταν βυθισμένη στις σκέψεις της. «Δυστυχώς τα έχει χαμένα εδώ και χρόνια» μου έγνεψε ο κυρ Ηλίας. «Ας καθίσουμε εκεί, ώστε να μπορούμε να την βλέπουμε, γιατί καμιά φορά χάνεται». Το σπίτι του κυρ Ηλία βρισκόταν στον μικρό συνοικισμό της Διάκου που δεν πρέπει να ξεπερνούσε τους 25-30 κατοίκους, σε μια ημιορεινή περιοχή πάνω από τη λίμνη Πουρναρίου. Μια λίμνη η οποία απέπνεε μια μοναδική αίσθηση γαλήνης, με τα σχεδόν ατάραχα νερά της.

Η θέα της λίμνης.

Αμέσως πρόσεξα τα μελίσσια του, τα οποία μάλιστα πρέπει να ήταν καμιά εξηνταριά! Ο κυρ Ηλίας ήταν πλέον 90 ετών και το γεγονός ότι σ’ αυτήν την ηλικία διατηρούσε τόσο πολλά μελίσσια ήταν εντυπωσιακό! Δεν είχα ιδέα ότι ήταν μελισσοκόμος. Είχαμε γνωριστεί στα πλαίσια της αναζήτησης που έκανα στην γύρω περιοχή ώστε να βρω έναν χώρο στον οποίο θα δημιουργούσα ένα μελισσοκομικό εργαστήρι.

Ακριβώς δίπλα απ’ το μελισσοκομείο του, παρατήρησα ότι καλλιεργούσε ζαμπέλα. Αφού χάθηκε για λίγο μέσα στην αποθήκη του, ξαναβγήκε κρατώντας ένα μπουκάλι με τσίπουρο το οποίο μου χάρισε. Ο κυρ Ηλίας ήταν νομάς μελισσοκόμος της Πίνδου την χρυσή εποχή τη μελισσοκομίας, πριν τον ερχομό της βαρρόα. Τότε είχε 100 μελίσσια απ’ τα οποία παρήγαγε γύρω στους 5 τόνους (!!) αδιανόητες σοδειές σήμερα.  Πλέον εδώ και αρκετά χρόνια διατηρούσε ένα στατικό μελισσοκομείο με περίπου 60 κυψέλες, συμπληρώνοντας απλώς την σύνταξή του.

Πανοραμική άποψη της λίμνης

Η θέα της λίμνης ήταν μοναδική και η γαλήνη της περιοχής κάτι ανεκτίμητο. Έχοντας για αρκετά χρόνια περιπλανηθεί με τις μέλισσες στις πλαγιές της Πίνδου, είχα απορρίψει τις περιοχές των μεγάλων υψομέτρων, για χρήση σταθερού μελισσοκομείου, λόγω του κρύου, αλλά και την πεδιάδα με τους πορτοκαλεώνες, καθώς εκεί κατά καιρούς είχα αντιμετωπίσει αρκετά προβλήματα στην ανάπτυξη των μελισσών, πιθανότατα λόγω της αλόγιστης χρήσης φυτοφαρμάκων.

Έτσι είχα καταλήξει να ψάχνω στις περιοχές που βρίσκονταν ενδιάμεσα, σε υψόμετρο 400-500 μέτρων, μιας και ήταν μακριά από καλλιέργειες, δεν είχαν πολύ βαρύ χειμώνα, αλλά κυρίως επειδή παρείχαν δύο βασικές ανθοφορίες ανά έτος. Ανοιξιάτικο ρείκι και φθινοπωρινή κουμαριά.

Ο κυρ Ηλίας ήταν μελισσοκόμος όταν εγώ ήμουν ακόμη αγέννητος κι όμως δεν σταμάταγε να με ρωτάει πράγματα. Έκανε σαν μικρό παιδί. «Τι κάνεις για το άκαρι; Πως το χρησιμοποιείς το οξαλικό οξύ; Είναι δύσκολη η ενστάλαξη; Γιατί τα χέρια μου τρέμουν και φοβάμαι τις αυστηρές δοσολογίες». Ήξερε κάθε φυτό και βότανο της Πίνδου, πιθανότατα όπως κανένας άλλος, αλλά δεν προλάβαινα να τον ρωτήσω τίποτα, γιατί το πάθος του να μάθει ήταν μεγαλύτερο απ’ το να μεταδώσει τις δικές του γνώσεις.

Ένα πράγμα που αγαπώ σ’ αυτή τη δουλειά είναι ότι μπορείς να κάτσεις στο ίδιο τραπέζι με έναν ενενηντάχρονο και όχι μόνο να μιλάς για ώρες, αλλά να υπόσχεσαι ότι θα ξανάρθεις για καφέ και μελισσοκουβέντα.

Το μελισσοκομείο μου κατά την περίοδο της άνοιξης.

Τα περισσότερα μέρη που μου υπέδειξε ο κυρ Ηλίας ήταν δασωμένοι αγροί, τους οποίους οι ιδιοκτήτες τους είχαν εγκαταλείψει για μια καλύτερη ζωή στην Αθήνα ή τα γύρω κεφαλοχώρια, αλλά και παλιά ερειπωμένα πέτρινα σπίτια, που έμοιαζαν σαν να περίμεναν στωικά κάποιον να τα κατοικήσει. Συνεχίζοντας να ψάχνω, λίγα χιλιόμετρα απ’ το σπίτι του κυρ Ηλία, μέσω ενός κακοτράχαλου και δύσβατου δρόμου έφτασα σε μια εξίσου μαγική αλλά και εγκαταλελειμμένη περιοχή.

Έναν ακόμα πιο μικρό οικισμό του οποίου οι δόξες έμοιαζαν να έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Έφερε την περίεργη ονομασία Ρουμάνια, από την τουρκική λέξη orman που σημαίνει δάσος και συχνά αναφέρεται στο αδιάβατο δάσος λόγω της πυκνής βλάστησης. Πολλά χωριά της περιοχής έφεραν ξενικά (κυρίως σλαβικά) ονόματα όπως το Κορφοβούνι, το μεγαλύτερο απ’ όλα, το οποίο παλαιότερα ονομαζόταν Μπρένιστα, κάτι το οποίο άλλαξε το 1928 με απόφαση της τότε κυβέρνησης με σκοπό να δοθεί μια πιο “ελληνική” φυσιογνωμία στο Κράτος…

Το παλιό πέτρινο σπίτι του κυρ Κώστα στα Ρουμάνια Κορφοβουνίου.

Υπήρξαν και άλλοι οικισμοί στην περιοχή με σλαβικά ονόματα όπως η Νεζερίστρα, η Νησίστα, η Αβαρίτσα κ.α. Φαντάζομαι ότι τα Ρουμάνια θα ξέφυγαν αυτών των μαζικών μετονομασιών. Σήμερα αριθμούν 10 κατοίκους, όλοι τους ηλικιωμένοι. Εκεί, σε ένα στενό και απόκρημνο δρομάκι, μια φθινοπωρινή μέρα του Σεπτέμβρη, γνώρισα τον κύριο Κώστα, που ζούσε με μόνη συντροφιά τα λιγοστά πρόβατά του.

Με θέα πάντα τα γαλάζια νερά της τεχνητής λίμνης του Πουρναρίου, που τόσο άλλαξε τη μοίρα αυτού του τόπου, δεν σταμάτησε να μου μιλάει για τα μέρη που έζησε και που αρκετά από αυτά ήταν πλέον σκεπασμένα απ’ τα νερά της λίμνης. Ο μεγάλος του καημός ήταν η ερήμωση της περιοχής, λόγω του υδροηλεκτρικού φράγματος και του οδικού δικτύου που δεν έγινε ποτέ, με αποτέλεσμα το χωριό να αποκοπεί και οι κάτοικοι να αναγκαστούν να μεταναστεύσουν.

Είχα ξεκινήσει αρχικά φέρνοντας λίγα μελίσσια κατά τους φθινοπωρινούς μήνες, τα οποία λίγο πριν μπει ο χειμώνας, φόρτωνα στον «καρνάβαλο» για τα χειμαδιά του κάμπου, όπου ο καιρός είναι πιο ήπιος και την άνοιξη έπαιρνα και πάλι τα βουνά. Ο «καρνάβαλος» ήταν ένα παλιό φορτηγό Mercedes, στο οποίο είχα δώσει αυτό το παρατσούκλι επειδή παρουσίαζε συχνά βλάβες. Το είχα δανειστεί από το θρυλικό λεωφορείο του Βασίλη Τάτση, που έκανε τα επεισοδιακά δρομολόγια των δεκαετιών 1950-60 στην περιοχή αυτή.

Ο αυθεντικός «καρνάβαλος» του Βασίλη Τάτση κατά τα τέλη της δεκαετίας του 50 με αρχές 60.

Με τα χρόνια όμως, από απλώς ένα φθινοπωρινό μελισσοκομείο έγινε η βάση μου. Εδώ έκανα εκτροφή βασιλισσών, εδώ έκοβα τις παραφυάδες μου και από εδώ ξεκινούσα, όταν ο καιρός μαλάκωνε για τις περιοχές των μεγάλων υψομέτρων.

«Κάποτε εδώ ήταν πυκνό δάσος από πουρνάρια και βελανιδιές» μου είπε μια μέρα ο κυρ Κώστας, καθώς είχα κάτσει να ξεκουραστώ απ’ την επιθεώρηση των μελισσιών. «Όμως στις αρχές του 20ου αιώνα, το τοπίο είχε ήδη αλλάξει. Εξαιτίας της εντατικής κτηνοτροφίας και της υλοτόμησης, κυριάρχησε η χαμηλή βλάστηση, τα ρείκια και οι κουμαριές. Οι περιοχές γύρω απ’ τις όχθες του Αράχθου ήταν αρκετά εύφορες. Καλλιεργούνταν ακόμη και καπνός, τον οποίο έκοβαν στον ταμπακόμυλο που υπήρχε στην περιοχή της Διάκου». Ο μύλος αυτός λειτούργησε τον δέκατο ένατο αιώνα και ο ιδιοκτήτης του, ονόματι Γεωργάκης, ήταν κρητικής καταγωγής. Λέγεται μάλιστα ότι ήταν σπάνιας αρχιτεκτονικής κατασκευής, ενώ ερείπια και λιγοστές πέτρες υπάρχουν ακόμη και σήμερα εκεί.

Με την έναρξη των έργων για την κατασκευή του υδροηλεκτρικού φράγματος την δεκαετία του 70, τα πράγματα άλλαξαν. Όταν έγινε η οριστική έμφραξη της σήραγγας και ξεκίνησε να γεμίζει ο ταμιευτήρας, πολλά χωριά και περιουσίες χάθηκαν. «Ο οικισμός της κάτω Καλεντίνης εγκαταλείφθηκε και καταποντίστηκε, όπως και αρκετοί άλλοι που ήταν γύρω απ’ το ποτάμι. Τις περιόδους της παρατεταμένης ανομβρίας, όταν πέφτει η στάθμη της λίμνης, μπορείς να δεις κάποια κτίρια να αποκαλύπτονται, με πιο εντυπωσιακό όλων το παλιό δημοτικό σχολείο», σηκώθηκε και μου έδειξε με το χέρι του απέναντι.

Πράγματι, στις αρχές του φθινοπώρου δημιουργείται ένα μυστήριο, σχεδόν απόκοσμο σκηνικό, όπου μέσα στην ομίχλη του πρωινού, οι στέγες ξεπροβάλλουν απ’ τα νερά, σα φαντάσματα του παρελθόντος. Εδώ πάνω το νερό μπορεί να μην έφτασε, άλλαξε όμως ριζικά τις ζωές των κατοίκων, πολλοί ισχυρίζονται και το μικροκλίμα της περιοχής. «Στο πέτρινο δημοτικό σχολείο του χωριού, που κτίστηκε το 1934, κάποια περίοδο ο χώρος που χρησιμοποιούνταν ως κατοικία του δασκάλου μετατράπηκε σε δεύτερη αίθουσα διδασκαλίας, λόγω των πολλών μαθητών. Το 1981, την χρονιά που ολοκληρώθηκε το φράγμα, το σχολείο έκλεισε λόγω έλλειψης μαθητών…».

Αν γινόταν πράξη ο περίφημος παραλίμνιος δρόμος που θα αποκαθιστούσε εκείνους που διακόπηκαν από τα νερά και θα αξιοποιούσε τη λίμνη, ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά και ο τόπος να μην ερήμωνε. Το σίγουρο είναι ότι η ΔΕΗ δεν έκανε τίποτα απ’ όσα υποσχέθηκε ως αντισταθμιστικά οφέλη για να βοηθηθεί η περιοχή. Απ’ την άλλη όμως το δάσος που είχε χαθεί εξαιτίας της εντατικής κτηνοτροφίας του προηγούμενου αιώνα, είχε αρχίσει να ανακάμπτει και πάλι. Οι παραλίμνιες ζώνες σήμερα θεωρούνται εξαιρετικά παρθένες, κατάφυτες από βελανιδιές, πουρνάρια, αριές, μυρτιές, κουτσουπιές, πλατάνια, ενώ παραμένουν ανέγγιχτες από τον μαζικό τουρισμό.

Το παλιό πέτρινο σπίτι του κυρ Κώστα, χωρίς την πλακοσκεπή η οποία κατέρρευσε.

«Ο πατέρας μου θα ήταν σήμερα 112 ετών…», ο κυρ Κώστας υπολόγιζε την ηλικία των νεκρών σαν να συνέχιζαν να ζουν, μια πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση, μια άλλη φορά μου είχε αναφέρει και τον παππού του, ο οποίος θα ήταν 136 ετών «…ο πατέρας μου ήταν σιδεράς. Πριν την δημιουργία της λίμνης, έρχονταν από τα γύρω χωριά, για να τους κάνει διάφορες εργασίες. Μέχρι και την δεκαετία του 50 δεν υπήρχαν χρήματα εδώ. Έτσι γίνονταν ανταλλαγή προϊόντων, τα οποία φόρτωναν και μετέφεραν με ζώα. Πήγαιναν στους αλευρόμυλους της περιοχής να αλέσουν τα γεννήματα όπως τα λέγαν παλιά, τα σιτάρια και τα καλαμπόκια.

Η πεζούλα στην οποία βρίσκεται το ερειπωμένο σπίτι δεν είναι προσβάσιμη με αυτοκίνητο.

Ό,τι είχε έφερνε ο καθένας. Όσοι δεν είχαν κάτι να ανταλλάξουν, πρόσφεραν εργασία. Όλοι τότε στο χωριό ζούσαν απ’ τα κήπια και έτσι ο πατέρας μου τους έβαζε να σκάβουν λάκκες (πεζούλες) ώστε να τις καλλιεργήσουμε για το σπίτι. Ό,τι βλέπεις εδώ έχει σκαφτεί με το χέρι, με σκαμπάνια, φτιάρια και παραμίνες. Όπως καταλαβαίνεις ήταν μια σκληρή και επίπονη εργασία. Οι χώροι που χρησιμοποιείς σήμερα για τα μελίσσια, έχουν δημιουργηθεί με αυτό τον τρόπο. Σκάβοντας με το χέρι, απ’ την αυγή μέχρι το σούρουπο, από ανθρώπους που δεν είχαν κάτι να ανταλλάξουν…»

Πράγματι όταν κάποια στιγμή αργότερα, έλεγξα τους δασικούς χάρτες της περιοχής, οι πεζούλες αυτές υπήρχαν ήδη το 1945. «Μέχρι να τελειώσει η δουλειά έμεναν στο σπίτι μας». Ένα πέτρινο σπίτι του 1935. Υπήρχε μία πέτρα με χαραγμένη την ημερομηνία επάνω δεξιά, εγκαταλελειμμένο εδώ και σχεδόν 40 χρόνια. Ακόμα και έτσι όμως άντεξε μέχρι το 2010 όταν και η βαριά παραδοσιακή πλακοσκεπή του κατέρρευσε.

«Την δεκαετία του 90, είχε πέσει πάνω του μια τεράστια βελανιδιά και παρ’ όλα αυτά δεν έπαθε σοβαρή ζημιά. Δυστυχώς όμως έβαζε νερό και με τον καιρό σάπισαν τα δοκάρια που συγκρατούσαν την σκεπή με αποτέλεσμα να πέσει. Κανένας δεν τα βάζει με το νερό… Είχε βοηθήσει όλο το χωριό για να χτιστεί, όταν παντρεύτηκαν οι γονείς μου. Αντί δώρου. Έτσι έκαναν εδώ».

Η πέτρα με την ημερομηνία κατασκευής του σπιτιού.

Δεν μπορώ να περιγράψω με λόγια την αίσθηση που μου προκάλεσε η θέα την πρώτη φορά που βρέθηκα σ’ αυτό το σπίτι. Αν μπορούσε με κάποιο τρόπο να αναστηλωθεί, διατηρώντας όσο γίνεται την αισθητική του, θα μπορούσε να γίνει ένα εξαιρετικό παραδοσιακό μελισσοκομικό εργαστήρι. Δίπλα απ’ το σπίτι μάλιστα ο πατέρας του κυρ Κώστα διατηρούσε κάποτε μέλισσες μέσα σε κουβέλια, τις παλιές παραδοσιακές κυψέλες που φτιάχνονταν από κούφιους κορμούς δέντρων.

Η θέα απ’ το εγκαταλελειμμένο πέτρινο σπίτι του κυρ Κώστα.

«Οι περισσότεροι έφυγαν μετά το φράγμα. Τότε δεν υπήρχε ούτε αυτός ο τσιμεντένιος δρόμος που υπάρχει σήμερα και δεν υπήρχαν δουλειές εδώ. Έπρεπε να περπατάνε 2 ώρες μέχρι να φτάσουν στον Έλατο και να βρουν κανένα μεροκάματο».

Υπήρχαν αρκετά θέματα για τα οποία έπρεπε να πάρω αποφάσεις. Για παράδειγμα η περιοχή αυτή είχε αρκετά απότομες πλαγιές, πολύ πυκνή βλάστηση και οι περισσότερες πεζούλες δεν ήταν προσβάσιμες με αυτοκίνητο. Η μεταφορά των μελισσιών από εκεί ήταν πολύ δύσκολη και κουραστική, οπότε θα έπρεπε να ανοιχτούν δρόμοι ώστε να μπορεί να φορτώνει και να ξεφορτώνει το φορτηγό. Επίσης η κίνηση με το φορτηγό, στους στενούς και απόκρημνους αγροτικούς δρόμους της περιοχής, ήταν αρκετά δύσκολη έως και επικίνδυνη, ειδικά τις νύχτες που γίνονται οι μεταφορές.

Το οδικό δίκτυο στα Ρουμάνια αποτελείται κυρίως από δύσβατους χωματόδρομους και έναν κεντρικό στενό τσιμεντένιο δρόμο.

Θυμάμαι ένα πρωί ότι είχα πετύχει τον κυρ Κώστα σ’ αυτή την ηλικία να σκαρφαλώνει με μία αυτοσχέδια σκάλα στον στύλο της ΔΕΗ για να αλλάξει τη λάμπα, καθώς κανείς δεν έρχονταν να το κάνει αυτό. Τι ειρωνεία! Αυτοί που υπόσχονταν αντισταθμιστικά μέτρα δεν έρχονταν τώρα να αλλάξουν ούτε τις λάμπες. Συνάμα όταν χιόνιζε τον χειμώνα, τα Ρουμάνια παρέμεναν αποκλεισμένα μέχρι να λιώσει το χιόνι, μιας και τα εκχιονιστικά δεν πήγαιναν ποτέ εκεί. Μία χρονιά μάλιστα είχα διασχίσει πεζός τα χιονισμένα βουνά για να δω σε τι κατάσταση βρίσκονταν τα μελίσσια που ήταν θαμμένα για μέρες κάτω απ’ το χιόνι. Δεν ήταν λοιπόν παράδεισος. Ήταν όμως ένα μέρος στο οποίο με οδήγησαν οι μέλισσες και αυτό που πάντα έκανα είναι να τις ακολουθώ.

«Δεν μου έχουν απομείνει πολλά χρόνια ζωής. Θα ήθελα να περάσω τα τελευταία μου, ήσυχα, ψαρεύοντας στην Κορωνησία. Κουράστηκα εδώ πάνω… Με πονάει που βλέπω το πατρικό μου να έχει μετατραπεί σε χαλάσματα. Αν πιστεύεις ότι μπορείς να του δώσεις και πάλι ζωή θα μου έδινες μεγάλη χαρά.» μου είπε κάποια στιγμή ο κυρ Κώστας.

Το μελισσοκομείο μου κατά την περίοδο της άνοιξης.

Είχε φτάσει μεσημέρι μέχρι να ξεμπερδέψουμε με διάφορα γραφειοκρατικά και να γίνουμε δεκτοί στο γραφείο του εκτιμητή της εφορίας Άρτας. Μέχρι εκεί βέβαια είχαν προηγηθεί 8 μήνες σε πολεοδομίες, δασαρχεία, δήμους κτλ. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχε γίνει αγοραπωλησία οικοπέδου στην περιοχή και έτσι ο υπάλληλος της εφορίας έπρεπε να προσδιορίσει την αντικειμενική αξία ώστε να προκύψει ο φόρος μεταβίβασης.

Ένα μέρος της έκτασης που θέλαμε να μεταβιβάσουμε ήταν εντός σχεδίου και ως εκ τούτου είχε διαφορετική φορολογία απ’ τους αγρούς. Έβγαλε ένα βιβλίο, το οποίο πρέπει να ήταν εκεί από την σύσταση του ελληνικού κράτους, μιας και το χαρτί είχε σχεδόν λιώσει, ενώ στις χειρόγραφες σελίδες του, με δυσκολία μπορούσες να διακρίνεις τι έγραφε. Εκεί υπήρχαν όλοι οι οικισμοί και τα χωριά του νομού με τις αντικειμενικές αξίες που τους είχαν δοθεί.

Αφού σκέφτηκε για αρκετή ώρα, γυρίζοντας με μεγάλη προσοχή τις εύθραυστες σελίδες του βιβλίου του, με κοίταξε και μου είπε «Τα βουνά έχουν εγκαταλειφθεί απ’ τους ανθρώπους. Όσοι έχουν απομείνει εκεί πάνω είναι ήρωες και το γεγονός ότι ένας νέος όπως εσύ, θέλει να πάει να δουλέψει εκεί, είναι πολύ σημαντικό. Όμως δε μπορώ να ορίσω πολύ χαμηλή τιμή γιατί μετά θα μου πουν ότι κάνω κοινωνική πολιτική.»

Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί μου τα είπε όλα αυτά. Ίσως να σκέφτηκε ότι με 1 στους 2 ανθρώπους να ζει πλέον στην πόλη, η πολιτεία θα έπρεπε να δίνει κίνητρα στους νέους να επιστρέψουν στα ορεινά της Ηπείρου. Προσωπικά πιστεύω πως ό,τι κίνητρα και διευκολύνσεις ήταν να δοθούν, δόθηκαν στις πολυεθνικές των εξορύξεων.

Η θέα της λίμνης από τα Ρουμάνια. Στο βάθος διακρίνονται τα Τζουμέρκα.

Σε αυτή την ξεχασμένη γη λοιπόν, έβαλα μπρος να φτιάξω ένα μελισσοκομικό εργαστήρι και ένα μουσείο ελεύθερο για το κοινό. Έναν χώρο όπου ο επισκέπτης θα μπορεί να δει από κοντά αντικείμενα της δουλειάς, κοφίνια, κουβέλια, βρασκιά και παλιές κυψέλες αλλά και διάφορα αγροτικά εργαλεία μιας άλλης εποχής. Όλη η υπόλοιπη έκταση θα αφεθεί στην ίδια τη φύση και θα γίνουν μόνο μικρές επεμβάσεις, που σκοπό θα έχουν να καταστούν προσβάσιμες κάποιες πλαγιές.

* Ο τίτλος του άρθρου είναι δανεισμένος από το εξαιρετικό βιβλίο του Νίκου Καρατζένη Οι νομάδες κτηνοτρόφοι των Τζουμέρκων (οι άνθρωποι των αετοκορφών, της αυγής, του ήλιου και των καταιγίδων). Άρτα 1991.

Στράτος Σαραντουλάκης
Μελισσοκόμος

«Αχ και που θα ξημερώσουν αύριο…»

Σαν χθες το θυμάμαι που σήκωνα το τηλέφωνο και παρήγγειλα τις πρώτες μας 5 κυψέλες. Επίσης θυμάμαι χαρακτηριστικά πόση προετοιμασία είχαμε κάνει στο κτήμα για αυτά τα 5 μελισσάκια. Λίγο καιρό μετά, αφού είχαμε αρχίσει να συνηθίζουμε τις επιθεωρήσεις και να είμαστε πιο άνετοι στους χειρισμούς, ξεκίνησαν δειλά δειλά και τα όνειρα για το μεγάλο μελισσοκομικό αγρόκτημα. Φάνταζε τόσο μακρινό τότε.

pap5Το μελισσοκομείο του Μπάμπη, με φόντο τη λίμνη των Κρεμαστών και την γέφυρα της Επισκοπής.

Αυτά τα χρόνια που μεσολάβησαν από τότε μέχρι σήμερα, ήταν αρκετά για να κατασταλάξω προσωπικά στο τι ακριβώς θέλω και σκοπεύω να κάνω από τη στιγμή που πήρα την απόφαση να εγκαταλείψω τη ζωή μου στην πόλη. Είχε έρθει πια η ώρα να γίνει το πρώτο μεγάλο βήμα προς τη μελισσοκομία μεγάλης κλίμακας. Για να καταστεί όμως αυτό δυνατό, έπρεπε να γίνει μια γενναία αύξηση της δυναμικότητας του μελισσοκομείου. Όμως το επάγγελμα αυτό, από ένα επίπεδο και μετά γίνεται πολύ ακριβό σπορ και μέσα στην οικονομική κρίση της εποχής είσαι υποχρεωμένος να σχεδιάσεις ένα πλάνο που ουσιαστικά δεν έχει περιθώρια αποτυχίας…

pap1Στον δρόμο για τη λίμνη των Κρεμαστών.

Ήταν περασμένες δέκα όταν χτύπησε το τηλέφωνό μου και ένας άνδρας με ταλαιπωρημένη φωνή με ρώτησε αν ψάχνω να αγοράσω μελίσσια. «Τα παρατάω» μου είπε «φεύγω για Αμερική». Ο αρχικός ενθουσιασμός ξεθώριασε γρήγορα από περίεργα συναισθήματα. Σε μια χώρα βυθισμένη στο χρέος και με ένα μέλλον σκοτεινό και δυσοίωνο, αποφασίζουμε να πάρουμε τη σκυτάλη από κάποιον που απέτυχε και τα παρατά έχοντας μάλιστα την διπλή εμπειρία από εμάς. Μήπως είμαστε τρελοί; Δεν ξέρω. Φύσιν απαισιόδοξος, νοιώθω μια αδιανόητη σιγουριά της οποίας την προέλευση δε μπορώ να προσδιορίσω.

pap2Το τοπίο στα σύνορα Αιτωλοακαρνανίας και Ευρυτανίας είναι μοναδικό.

Το ασημί Seat του Νίκου κατάπινε τα χιλιόμετρα στην Ιονία Οδό καθώς κατευθυνόμασταν νότια για τη λίμνη των Κρεμαστών. Γρήγορα όμως επανήλθαμε στην πραγματικότητα μπαίνοντας στο απαρχαιωμένο οδικό δίκτυο της ξεχασμένης δυτικής Ελλάδας, που στέκει ακόμα από την δεκαετία του 1960. Από τον Άγιο Βλάση στο Χούνη και να τα πρώτα έλατα· και αμέσως μετά ένα απίστευτο τοπίο με τη λίμνη στο βάθος. Ένας κόσμος ανέγγιχτος, παρθένος, που όμως κατά ένα περίεργο τρόπο αποπνέει απογοήτευση και εγκατάλειψη.

pap3Μελισσοκομικό τρέιλερ με κυψέλες.

Ο Μπάμπης μου είπε ότι θα μας περιμένει με ένα μαύρο αγροτικό στην άκρη του δρόμου που οδηγεί στην γέφυρα της επισκοπής. Δεν ήταν δύσκολο να τον βρούμε, τα αυτοκίνητα που διασχίζουν το δρόμο στην περιοχή είναι ελάχιστα. Το ίδιο και οι κάτοικοι. Το μελισσοκομείο του ήταν απ’ τα πιο γραφικά που έχω δει ποτέ. Ίσως περισσότερο κι από αυτό που είχαμε στήσει στη λίμνη του Πουρναρίου. Ανοιξιάτικα ρείκια με μπουμπούκια έτοιμα να ανοίξουν, πεύκα και έλατα πιο ψηλά, αλλά και στο φόντο πάντα η λίμνη, πανταχού παρόν. Πόσο άλλαξε τη ζωή των ανθρώπων αλλά και την φύση του τοπίου αυτή η λίμνη;

pap9Επιθεωρώντας τα μελίσσια.

«Πήρα μερικά κοφίνια, τα έσκισα και μετάγγισα τα σμήνη σε κυψέλες. Σιγά σιγά τις αύξανα μέχρι που έφτασα εδώ» μου είπε. «Κάποιες κυψέλες είναι 30 χρονών!» Και όμως ακόμα άντεχαν. Στην περιοχή αυτή αλλά και στην απέναντι όχθη, που ανήκει στην Ευρυτανία μέχρι το Καρπενήσι, βγαίνει ένα εξαιρετικό μέλι ελάτης. Όλοι οι μελισσοκόμοι της περιοχής ζούσαν απ’ αυτό το μέλι καθώς οι μετακινήσεις από εδώ είναι δύσκολες λόγω του κακοσυντηρημένου οδικού δικτύου. Όμως τα 2-3 τελευταία χρόνια ο έλατος δεν πάει καλά και σε συνδυασμό με την κρίση και τις αλλαγές στην φορολόγηση των αγροτών, οι περισσότεροι γονάτισαν.

pap7Ένα εγκαταλελειμμένο βενζινάδικο στο χωριό Ορφανό πάνω απ’ το φράγμα των Κρεμαστών.

Στον γυρισμό αποφασίσαμε να πάμε απ’ το φράγμα. Όταν περάσαμε απ’ το Ορφανό, τον εγκαταλελειμμένο οικισμό της ΔΕΗ, αυτή η αίσθηση απογοήτευσης που μου είχε δημιουργήσει η περιοχή κορυφώθηκε μέσα μου. Δεν έχω ξανανιώσει ποτέ αυτήν την αίσθηση. Να φωνάζει η ίδια η φύση. Για αρκετά χιλιόμετρα δεν υπήρχε ψυχή, ενώ δεν συναντήσαμε κανένα αυτοκίνητο. Η εικόνα της έρημης παιδικής χαράς, των άδειων σπιτιών αλλά και του βενζινάδικου με την τιμή ακόμα σε δραχμές, έμεινε χαραγμένη στη μνήμη μου. «Κανείς δεν μένει πια εδώ» μας είπε ο φύλακας στην είσοδο του χωριού «οι τελευταίοι έφυγαν πριν 10-15 χρόνια».

pap11Το μελισσοκομείο στη λίμνη των Κρεμαστών.

Όλο αυτό το σκηνικό εγκατάλειψης και παρακμής απ’ τη μία, αλλά και το γεγονός ότι ακριβώς γι αυτό το λόγο το τοπίο παρέμεινε παρθένο, μου δημιούργησε την επιθυμία να αναζητήσω πληροφορίες στο διαδίκτυο για την ιστορία του τόπου. Έμαθα για το φράγμα, που δημιούργησε τη λίμνη και έδωσε ηλεκτρικό ρεύμα σε όλη την Ελλάδα, εκσυγχρονίζοντας την, αλλά παράλληλα κατέστρεψε ολόκληρα χωριά, ξεριζώνοντας ανθρώπους, αναγκάζοντάς τους να μεταναστεύσουν στις κοντινές πόλεις. Ένα έργο που άλλαξε για πάντα τη μοίρα αυτού του τόπου και των κατοίκων του. Σήμερα πια έχουν απομείνει ελάχιστοι και είναι ξεχασμένοι απ’ όλους.

Είχαμε κάποιες αμφιβολίες για το κατά πόσον το 23 χρονών πια Mercedes θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα φορτωμένο στις ανηφόρες, αλλά δεν είχαμε και άλλη επιλογή. Σε ένα φορτηγό δεν χωρούσαν όλες οι κυψέλες και θέλαμε απεγνωσμένα να αποφύγουμε την διπλή διαδρομή. Υπήρχαν σημεία στο δρόμο όπου κατολισθήσεις μεγάλων πέτρινων βράχων είχαν κλείσει τουλάχιστον το μισό οδόστρωμα και κανείς δεν φαινόταν να νοιάζεται. Ίσως βγαίνουν μόνο μια φορά στο τέλος του χειμώνα και τα μαζεύουν. Ελπίζω…

pap10Τα φορτηγά λίγο πριν τη μεταφορά των μελισσιών.

Ήταν φανερό ότι ο Μπάμπης δεν ήθελε να φύγει μετανάστης για την Αμερική, αλλά το είχε πάρει απόφαση πως δεν είχε άλλη εναλλακτική. 50 χρόνια μετά οι κάτοικοι αυτής της περιοχής συνεχίζουν να ξεριζώνονται βίαια. Αυτές οι σκέψεις μου δημιουργούσαν μια μελαγχολία που με έκανε να ξεχάσω το γεγονός ότι ήμασταν εκεί για να πάρουμε μελίσσια, αρκετά ώστε να μας δώσουν παραγωγές που όταν ξεκινούσα μου φαίνονταν άπιαστες.

pap4Η θέα απ’ το μελισσοκομείο ήταν εντυπωσιακή.

Αφού επιθεωρήσαμε τα μελίσσια, κάτσαμε μέχρι να σουρουπώσει ώστε να επιστρέψουν στις κυψέλες τους και οι τελευταίες συλλέκτριες μέλισσες. Ήταν 15 με 20 μέρες πίσω απ’ τα μελίσσια του κάμπου, αλλά αυτό ήταν απόλυτα φυσιολογικό. Ήταν σκεπασμένα με χιόνι μέχρι και πριν από τρεις εβδομάδες. Και κάπου εκεί καθώς συζητούσαμε διάφορα, άκουσα τον Μπάμπη να λέει «αχ και που θα ξημερώσουν αύριο…»

Αυτή η φράση θα με στοιχειώνει πάντα. Ο πόνος του ενός γίνεται η χαρά του άλλου, γεγονός που δεν σ’ αφήνει να χαρείς όσο θα ήθελες, δημιουργώντας σου ένα γλυκόπικρο συναίσθημα. Η Δυτική Ελλάδα ήταν ανέκαθεν μια βασανισμένη περιοχή. Η πιο φτωχή της Ευρώπης και αυτή με τους περισσότερους μετανάστες στο εξωτερικό σε αναλογία πληθυσμού. Για μένα που ζω εδώ, αλλά δεν κατάγομαι από εδώ, είναι περίεργη αίσθηση.

pap8Απ’ τις αετοκορφές στα χειμαδιά, αναζητώντας την Άνοιξη.

Μετά το χωμάτινο φράγμα των Κρεμαστών, στην ανηφόρα μέχρι την Αλευράδα, το φορτηγό έφτασε στα όρια του. Αυτά τα 10 χιλιόμετρα τα κάναμε σε 1 ώρα και κάτι. Δεν συναντήσαμε ψυχή. Το ταξίδι της επιστροφής διήρκεσε συνολικά 4,30 ώρες. Μαλεσιάδα, Βαρετάδα, Αμφιλοχία, στάση στο Λουτρό για φαγητό, Ανοιξιάτικο και ευθεία για τον κάμπο της Άρτας. Αφού τοποθετήσαμε τα μελίσσια, αποφασίσαμε να μην τα ενοχλήσουμε για λίγες μέρες μέχρι να συνηθίσουν το νέο τους περιβάλλον. Οι μέλισσες στρεσάρονται πολύ εύκολα.

Υποσχέθηκα στον Μπάμπη ότι θα του τα προσέχω.

Στράτος Σαραντουλάκης