Ο Άνθρωπος που Φύτευε Δέντρα

Η αλληγορική ιστορία του Γάλλου συγγραφέα Ζαν Ζιονό που γράφτηκε το 1953 είναι μία εμβληματική νουβέλα του οικολογικού κινήματος. Το 1987 μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη, από τον Φρεντερίκ Μπακ, ο οποίος δημιούργησε ένα Animation ύμνο στην αρμονική συμβίωση ανθρώπου και φύσης.

Περιγράφει την ιστορία ενός βοσκού, του Ελζεάρ Μπουφιέ, που επί 30 χρόνια φύτευε δένδρα σε μια ερημωμένη και άνυδρη κοιλάδα στους πρόποδες των Άλπεων στη Προβηγκία, με αποτέλεσμα να τη μεταμορφώσει σε πραγματικό δάσος με πλούσια βλάστηση, ρυάκια και λίμνες, πουλιά και ζώα.

Στις αρχές του 20ου αιώνα, ένας περιηγητής επισκέπτεται μια απομονωμένη ορεινή περιοχή της Γαλλίας. Ανακαλύπτει ένα τόπο παρατημένο, με τους λιγοστούς κατοίκους του να οδηγούνται από τις κακουχίες, στο μίσος και την τρέλα. Εκτός από τον Ελζεάρ Μπουφιέ, έναν μεσήλικα βοσκό που γαλήνια ξεδιαλέγει σπόρους βελανιδιάς και τους φυτεύει στις άγονες πλαγιές. Μαγεμένος από τη μοναχική αλλά γαλήνια ζωή του, ο νεαρός περιηγητής αποφασίζει να μείνει για λίγο μαζί του.

Αργότερα όμως αφήνει το βοσκό και επιστρέφει στο σπίτι του, ενώ όταν ξεσπά ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος θα αναγκαστεί να πάρει μέρος σ’ αυτόν. Το 1920 με ψυχοσωματικά από τον πόλεμο και καταθλιπτικός αποφασίζει να επισκεφτεί ξανά το βοσκό για να αναπνεύσει καθαρό αέρα όπως έλεγε. Με έκπληξη διαπιστώνει ότι ο Ελζεάρ έχει καλλιεργήσει, σπόρο-σπόρο, ένα ατελείωτο δάσος, μετατρέποντας την περιοχή σε έναν φυσικό παράδεισο.

«Οι βελανιδιές του 1910 ήταν τώρα δέκα χρονών, πιο ψηλές από μένα κι από κείνον. Το θέαμα ήταν εντυπωσιακό. Είχα μείνει κυριολεκτικά άναυδος και, καθώς ήταν κι εκείνος λιγομίλητος, περάσαμε όλη τη μέρα σιωπηλοί, περπατώντας μέσα στο δάσος του. Είχε μόνο 4 πρόβατα τώρα, αλλά είχε πάνω από 100 μελίσσια. Είχε παρατήσει τα πρόβατα γιατί απειλούσαν τα νεαρά δεντράκια. Ο πόλεμος δεν τον είχε επηρεάσει και είχε συνεχίσει ατάραχος την σπορά του.»

Δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι ο Ελζεάρ Μπουφιέ ήταν όντως υπαρκτό πρόσωπο, παρότι η κόρη του συγγραφέα είχε χαρακτηρίσει τη νουβέλα ως «μια οικογενειακή ιστορία». Σε κάθε περίπτωση, ο Ζιονό αποτίνει φόρο τιμής στον ανώνυμο όσο και άγνωστο βοσκό που ίσως κάπου να υπάρχει αληθινά και στο πρόσωπό του τιμώνται όλοι εκείνοι που νιώθουν πως με κάποιο τρόπο πρέπει να δράσουν και να σώσουν ό,τι σώζεται. Ο Φρεντερίκ Μπακ τιμήθηκε με το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας Κινουμένων Σχεδίων μικρού μήκους το 1988.

Ο Άνθρωπος που Φύτευε Δέντρα aka The Man Who Planted Trees / L’ Homme qui Plantait des Arbres
1987 | Έγχρ. | Διάρκεια: 30′ | Καναδάς | Σκηνοθεσία: Φρεντερίκ Μπακ | Βασισμένο στη νουβέλα του Ζαν Ζιονό

20.000 Είδη Μελισσών της Εστιμπαλίθ Ουρεσόλα Σολαγκουρέν

Μπορεί το καλοκαίρι να βρίσκεται προ των πυλών, όμως ένα οκτάχρονο αγόρι που νοιώθει κορίτσι προσπαθεί να κατανοήσει τις σεισμικές αλλαγές που συντελούνται στον εύθραυστο εσωτερικό του κόσμο. Η μητέρα του στέκει ενθαρρυντικά στο πλευρό του, ο περίγυρος του όμως αντιμετωπίζει την όλη συμπεριφορά του ως ένα παιδικό καπρίτσιο. Το παιδί με γενναιότητα θα προσπαθήσει να βρει τον εαυτό του και να τον συστήσει από την αρχή στους άλλους. Η ταινία της Εστιμπαλίθ Ουρεσόλα Σολαγκουρέν είναι ένα τρυφερό ταξίδι αυτογνωσίας και αποδοχής.

«Πως γίνεται εσείς να ξέρετε ποιοι είστε κι εγώ όχι», ρωτά σε μια στιγμή ο οχτάχρονος Αϊτόρ τον αδελφό και την μητέρα του, η οποία επιμένει να τον φωνάζει με το όνομα που του έδωσαν, ακόμη κι αν εκείνος προτιμά το δίχως συγκεκριμένο γένος «Κοκό» και ψάχνει στην πραγματικότητα ένα όνομα στο οποίο να ακούει το κορίτσι που είναι σίγουρος ότι είναι ο αληθινός εαυτός του, και το οποίο μπορεί να είναι Λουσία.

Στην διάρκεια ενός καλοκαιριού στην βάσκικη εξοχή, ο Αϊτόρ, ή Κοκό, ή Λουσία θα κάνουν ένα απόλυτα φυσικό αλλά και γεμάτο εμπόδια ταξίδι προς τον αληθινό τους εαυτό. Φυσικό όταν η διαδρομή τους είναι εσωτερική, όταν οι ίδιοι κοιτάζουν προς το κέντρο του ψυχισμού, προς το μυαλό και την καρδιά τους, γεμάτο εμπόδια, όταν βλέπουν την εικόνα τους, τα θέλω τους, να αντανακλώνται στα μάτια των άλλων, όταν τα ονόματά τους προφέρονται από τα χείλη των γύρω τους. Ακόμη κι αν οι γονείς της μοιάζουν ανοιχτόμυαλοι («δεν υπαρχουν αγορίστικα και κοριτσίστικα πράγματα» λέει η μητέρα της), ακόμη κι αν η ευρύτερη οικογενειά της είναι γεμάτη αγάπη, υπάρχουν πράγματα που δεν μπορούν να καταλάβουν πράγματα που δυσκολεύονται να αποδεχτούν.

Η Εστιμπαλίθ Ουρεσόλα Σολαγκουρέν απεικονίζει αυτό το χάσμα ανάμεσα στα όσα η μικρή ηρωίδα της νιώθει και ξέρει και όσα οι γύρω της προσπαθούν να μάθουν, σε μια ταινία που είναι γεμάτη αγάπη και κατανόηση για όλους τους χαρακτήρες της. Ενα φιλμ που παίρνει τον χρόνο του για να εισάγει τον θεατή του στον πλούσιο, σύνθετο, τρισδιάστατο κόσμο του και που δεν προσπαθεί να εξηγήσει αλλά να σε οδηγήσει να καταλάβεις με γνώμονα το συναισθημα και την αθωότητα με την την οποία βλέπει τον κόσμο ένα παιδί.

Με μια αληθινά αξιοθαύμαστη ερμηνεία από την μικρή Σοφία Οτέρο που ξεχειλίζει ωριμότητα, βάθος και αλήθεια κι όλους τους υπόλοιπους ηθοποιούς γύρω της να την στηρίζουν με τρόπο εξαιρετικό, το «20,000 Species of Bees», συνθέτει έναν συναρπαστικό μικρόκοσμο ανθρώπων και ιδεών στον οποίο σε εισάγει σιγα σιγά, μα σε κάνει γρήγορα κομμάτι του, σε εμπλέκει με έναν αδιόρατο μα αδιάρρηκτο τρόπο.

Δίχως υπερβολικές κορυφώσεις, χωρίς να ανεβάζει ποτέ τους τόνους σε συναισθηματικά ή αφηγηματικά κρεσέντο, με τον ρυθμό να πάλλεται όπως οι ανάσες των ηρώων του, το φιλμ είναι ηθελημένα χαμηλότονο στο ύφος του, προκειμένου να αφήσει χώρο στην ιστορία του να ξεδιπλώσει τις πτυχές της και να σε συνεπάρει στην τρυφερή διαδρομή του.

20.000 Είδη Μελισσών aka 20,000 Species of Bees / 20.000 Especies de Abejas
2023 | Έγχρ. | Διάρκεια: 128′ | Ισπανία | Σκηνοθεσία: Εστιμπαλίθ Ουρεσόλα Σολαγκουρέν Πρωταγωνιστούν: Σοφία Οτέρο, Πατρίτσια Λόπεζ Αρναϊθ.

Πηγές από: Flix.gr, filmy.gr

Το να είσαι με το δάσος είναι πολιτική θέση

Ο Νικήτας ζει μόνος του, αποτραβηγμένος σε ένα ορεινό δάσος, το οποίο απειλείται από την επιθετική επέκταση μιας βιομηχανικής μονάδας, στην οποία ο ίδιος αντιστέκεται σθεναρά. Οι τόνοι θα ανέβουν ακόμα περισσότερο με την ξαφνική άφιξη του αποξενωμένου γιου του, ο οποίος διεκδικεί το μερίδιο του απ’ την κληρονομιά.

Το πανέμορφο δάσος που περιβάλλει την απομονωμένη, λιτή, ορεινή αγροικία του Νικήτα, απειλείται από την επιθετική επέκταση μιας κοντινής βιομηχανικής μονάδας η οποία αρχίζει να κατατρώει δέντρα, να αλλοιώνει το περιβάλλον και με την παρουσία της διχάζει έντονα τους κατοίκους της περιοχής. Δύο κόσμοι συγκρούονται με φόντο μια επαρχιακή Ελλάδα βυθισμένη στη σύγχυση και την αμηχανία. Ο  Νικήτας δεμένος με τη φύση τους ρυθμούς και τους νόμους της έρχεται αντιμέτωπος με το γιο του, ο οποίος επιστρέφει για να διεκδικήσει το μερίδιο του και αντιπροσωπεύει την αστική ζωή, την τεχνολογία και τον κυνισμό.

Το πολυβραβευμένο φιλμ του Τζώρτζη Γρηγοράκη καταφέρνει να κοιτάξει με μια διαφορετική, μεστή κινηματογραφική ματιά και σκληρό ρεαλισμό την ελληνική επαρχία. Με γουέστερν ατμόσφαιρα και απόηχους τραγωδίας εστιάζει στη σχέση πατέρα-γιου και μπορεί να μην έχει άμεσα μελισσοκομικό ενδιαφέρον, έχει όμως ένα ξεκάθαρο οικολογικό και ουμανιστικό μήνυμα, ενώ αποτελεί έναν ύμνο για τη φύση και το δάσος.

Το περιβαλλοντικό σκέλος της ταινίας δημιουργεί σαφείς συνειρμούς με τον πολυετή αγώνα στις Σκουριές ενάντια στην εξόρυξη χρυσού, αλλά και του κοινωνικού διχασμού που ακολούθησε. Ο Βαγγέλης Μουρίκης με μια εξαιρετική ερμηνεία παίζει το Νικήτα έναν άνθρωπο καθαρό που πρεσβεύει μια ηθική. Όπως λέει και ο σκηνοθέτης το να πει κάποιος «δεν πουλάω, έχω κάτι ιερό», είναι πολιτική στάση και ο Νικήτας αρνείται να εγκαταλείψει το σπίτι του στο δάσος παρά τα πολλά χρήματα που του προσφέρουν.

Στο Digger παρακολουθούμε το αδιέξοδο ενός ανθρώπου που έχει κάνει την επιλογή να ζει μια μοναχική ζωή στη φύση, όταν καταφτάνει ένα απειλητικό βιομηχανικό τέρας. Δεν θέλει να φύγει, γιατί θα είναι σαν να πεθαίνει μιας και η ζωή του είναι ταυτισμένη με το δάσος. Αλλά ούτε και μπορεί να μείνει, ξέρει καλά ότι θα χάσει. Μια ιστορία Δαυίδ και Γολιάθ, όπου ο Δαυίδ δεν θα βγει νικητής.

Digger
2020 | Έγχρ. | Διάρκεια: 101΄ | Ελλάδα | Σκηνοθεσία: Τζώρτζης Γρηγοράκης Πρωταγωνιστούν:
Βαγγέλης Μουρίκης, Αργύρης Πανταζάρας, Σοφία Κόκκαλη

Η βασίλισσα της κυψέλης της Μπλέρτα Μπασόλι

Ο σύζυγος της αγνοείται από τον πόλεμο στο Κοσσυφοπέδιο. Αυτή παλεύει να τα βγάλει πέρα φροντίζοντας τα δύο ανήλικα παιδιά της αλλά και τον πεθερό της, πουλώντας μέλι, ενώ κάθε τόσο καλείται να αναγνωρίσει τον άντρα της ανάμεσα σε άλλες σορούς. Ώσπου ενάντια σε μια εχθρική πατριαρχική κοινωνία αποφασίζει να πάρει τη ζωή της στα χέρια της στρατολογώντας και άλλες γυναίκες, δημιουργώντας έναν γυναικείο συνεταιρισμό παραγωγής μιας ντόπιας σάλτσας.

Η ταινία της Μπλέρτα Μπασόλι που εξελίσσεται στο μεταπολεμικό επαρχιακό Κόσοβο και βασίζεται στην αληθινή ιστορία της Φαρίγε Κότι, κατέκτησε και τα τρία μεγάλα βραβεία του World Cinema του Σάντανς, ήτοι Μεγάλο Βραβείο Επιτροπής, σκηνοθεσίας και κοινού, κάτι που συνέβη για πρώτη φορά στην ιστορία του θεσμού!

Η Φαρίγε είναι μια νέα γυναίκα από το μικρό χωριό Κρούσα του Κοσόβου, της οποίας ο σύζυγος βρίσκεται μεταξύ των εκατοντάδων αγνοουμένων του πολέμου στο Κοσσυφοπέδιο. Παρά τις ελπίδες της, γνωρίζει πως οι πιθανότητες να είναι ζωντανός είναι ελάχιστες. Έχει μείνει μόνη να φροντίζει τα δυο παιδιά τους και τον ηλικιωμένο και με κινητικά προβλήματα πεθερό της με μοναδικό έσοδο τα λίγα χρήματα που βγάζει πουλώντας το μέλι που τρυγάει η ίδια από τα μελίσσια τους.

Η τοπική ένωση γυναικών της δίνει την ευκαιρία να πάρει τη ζωή της στα χέρια της. Η Φαρίγε μαθαίνει να οδηγεί αυτοκίνητο και με χίλια ζόρια, στη αρχή σχεδόν μόνη της, στη συνέχεια πείθοντας όλο και περισσότερες γυναίκες του χωριού της να συμμετάσχουν στήνει έναν γυναικείο συνεταιρισμό παραγωγής Άιβαρ, μιας παραδοσιακής τοπικής σάλτσας πιπεριάς, την οποία προωθούν στα καταστήματα της πόλης.

Οι βαθιά ριζωμένες πατριαρχικές νοοτροπίες του χωριού όμως δεν μπορούν να δεχτούν κάτι τέτοιο και τις χτυπούν ανελέητα. Της σπάνε το αυτοκίνητο, επιχειρούν να τη βιάσουν, την κακολογούν ακόμα και τα παιδιά της, τη στιγμή που αυτή καλείται να αναγνωρίσει τον άντρα της ανάμεσα στα πτώματα που ανακαλύπτονται κάθε τόσο.

Σιγά σιγά όμως οι γυναίκες αντιλαμβάνονται το μέγεθος του εγχειρήματος και τις πραγματικές προθέσεις της Φαρίγε. Βοηθούν η καθεμία όπως μπορεί. Ένα κύμα αλληλεγγύης υψώνεται απέναντι στα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις. Η Φαρίγε καταφέρνει όχι μόνο να κρατήσει την ισορροπία στο σπίτι της, αλλά θα λέγαμε πως βάζει σε τάξη ολόκληρη την περιοχή της δημιουργώντας τον συνεταιρισμό.

Δίχως υπερβολή συνολικά η τοπική κοινωνία ωριμάζει στο πλευρό της. Δίνει το παράδειγμα του ανιδιοτελούς αγώνα που σε συνδυασμό με την μόρφωση που θα έχουν οι επόμενες γενιές θα τους ορίσει μία καλύτερη μοίρα. Παράλληλα όμως δε ξεχνάει το επώδυνο παρελθόν. Η ηθική της δεν της το επιτρέπει. Γίνεται πραγματικά η “Βασίλισσα της Κυψέλης”. Αυτού του μικρού τόπου και τον εκσυγχρονίζει.

Η πραγματική Φαρίγε Κότι με την περίφημη σάλτσα Άιβαρ.

Η ταινία είναι ίσως η σημαντικότερη, έως τώρα, στιγμή του «γυναικείου κύματος» από το Κόσοβο, όπως το βάπτισαν ήδη οι ξένοι. Η ερμηνεία της Ιλκα Γκάσι είναι συγκλονιστική. Μας αποκαλύπτει με έναν αδυσώπητο ρεαλισμό, τη δύσκολη ζωή μιας γενιάς γυναικών στο μεταπολεμικό επαρχιακό Κόσοβο που βρέθηκαν να ζουν δίπλα σε παλαιολιθικούς μεσήλικες άνδρες, με τη φτώχεια, τις πατριαρχικές πεποιθήσεις και το θρήνο, να τους πνίγουν σαν τριπλή μέγγενη.

Οι σκηνές όπου η Φαρίγε μαζί με τον πεθερό της αναζητούν τον αγνοούμενο άνδρα της χωρίς κανένας τους να είναι σίγουρος πως θέλει να μάθει την αναπόφευκτη τραγική αλήθεια, είναι συγκλονιστικές.

Η Βασίλισσα της Κυψέλης aka Hive / Zgjoi
2021 | Έγχρ. | Διάρκεια: 84′ | Κόσοβο | Σκηνοθεσία: Μπλέρτα Μπασόλι
Πρωταγωνιστούν: Ιλκα Γκάσι, Αντριάνα Ματόσι, Κουμρίε Χότζα

πηγές: Filmboy.gr / Flix.gr / Wikipedia / Imdb / alterthess.gr

«Brutalia, Εργάσιμες Μέρες»

Στο φετινό Φεστιβάλ Καννών και συγκεκριμένα στην Εβδομάδα Κριτικής που στρέφει το βλέμμα σε πρωτοεμφανιζόμενους δημιουργούς από όλον τον κόσμο, διακρίθηκε η ταινία μικρού μήκους «Brutalia, Εργάσιμες Μέρες» του Μανώλη Μαυρή, μια αλληγορία όπου οι άνθρωποι παίρνουν το ρόλο των μελισσών σε μια μητριαρχική κοινωνία, με στρατιωτικοποιημένη εργασία.

Η Άννα μια εργάτρια μέλισσα που ακόμα βρίσκεται στο στάδιο της εκπαίδευσης παρακολουθεί το σύμπαν της κυψέλης μέσα στο οποίο ζει. Βλέπουμε τη δομή της σκληρής κοινωνίας, τη σταδιακή εσωτερική μετάλλαξη της ηρωίδας μέσω της καταπίεσης που βιώνει και στο τέλος, τη συμβολική ανατροπή και καταστροφή του συστήματος

Ο Μανώλης Μαυρής αναφέρει για την έμπνευση και τη φιλοσοφία πίσω από την ταινία:

Η ταινία είναι ένα ψευδοντοκυμαντέρ το οποίο έχει στοιχεία θρίλερ, μαύρης κωμωδίας και μιούζικαλ. Η ταινία, χαρακτηρίστηκε στο φεστιβάλ Καννών ως «queer», ενώ δεν υπήρχε τέτοια πρόθεση όταν την έφτιαχνα. Από κάποιες συζητήσεις που έκανα στο φεστιβάλ, φαίνεται ότι την εξέλαβαν ως «το ανδρικό βλέμμα πάνω στην υπεροχή των γυναικών».

Ο τίτλος σημαίνει «Η χώρα της βίας» . Προέκυψε από έναν αρχιτεκτονικό όρο, το «brutale», ένα αυστηρό αρχιτεκτονικό στύλ το οποίο χρησιμοποιεί το γυμνό τσιμέντο. O υπότιτλος επίσης είναι σημαντικός, οι «εργάσιμες μέρες». Ήθελα η ταινία να στρέφεται γύρω από την εργασία και τη βία.

Η επιθυμία να ασχοληθώ με το θέμα προέκυψε κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής μου θητείας. Αυτό το «σύμπαν» αποτέλεσε αφορμή για να εστιάσω πάνω σε έννοιες όπως η πειθαρχία, η εργασία, η τάξη, η ρουτίνα, ο εγκλεισμός, ο φόβος. Το θέμα όμως που με απασχόλησε περισσότερο ήταν η σχέση του ατόμου με το κοινωνικό σύνολο. Πώς οι προσωπικές επιθυμίες – και κατ’ επέκταση η ταυτότητα του ατόμου – ισοπεδώνονται “με στόχο να υπηρετηθεί το κοινό καλό”. Πώς ένα σύστημα που καταργεί την ατομική κρίση και ομογενοποιεί τα άτομα, τα μετατρέπει σε εκτελεστικά όργανα διαταγών και κανόνων. Όπως αναφέρει η Χάνα Αρεντ στη φιλοσοφική της μελέτη για την Κοινοτοπία του Κακού («Ο Αϊχμαν στην Ιερουσαλήμ», 1963), αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα όρια της «ηθικής κρίσης» του ατόμου να αλλοιώνονται, διαστρεβλώνοντας τη δυνατότητα διάκρισης ανάμεσα στο καλό και το κακό.

Στη συνέχεια, αναζητώντας το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα διαδραματιστεί η ιστορία, ανακάλυψα ότι πολλά κοινωνικά μοντέλα που υπάρχουν στη φύση φέρουν κοινά στοιχεία με αυτά της στρατιωτικής και πειθαρχημένα εργατικής κοινωνίας για την οποία ήθελα να μιλήσω. Ένα από τα πιο εντυπωσιακά και πλησιέστερο σε αυτό που αναζητούσα ήταν η κοινωνία των μελισσών. Σε αυτό το σημείο προέκυψε η ιδέα. Επιθυμώντας να μην ταυτίσω την ταινία με ένα συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτικό καθεστώς (συγκεριμένη χώρα και χρονική στιγμή) οδηγήθηκα στην αλληγορία. Τοποθετώντας την ιστορία σε μια κυψέλη και αντικαθιστώντας τις μέλισσες με τους ανθρώπους θέλησα να αναφερθώ σφαιρικά στην ανθρώπινη φύση, ευελπιστώντας ότι η ταινία θα αποκτήσει οικουμενική ταυτότητα.

Χρησιμοποίησα τις μέλισσες και όχι κάποιο άλλο είδος κυρίως γιατί ο κόσμος τους μου φάνηκε ανεξάντλητος. Μια αστείρευτη πηγή ιδεών, ένα εξαιρετικά σύνθετο πεδίο το οποίο τροφοδοτούσε το σενάριο συνεχώς με καινούριες σκέψεις. Επίσης, ένας ακόμα βασικός λόγος για τον οποίο επέλεξα τις μέλισσες ήταν η μητριαρχία, η οποία αποτελεί βασικό στοιχείο στην ταινία. Τέλος, εντόπισα πολλές ομοιότητες μεταξύ της οργάνωσης της κυψέλης και των ανθρώπινων πολιτευμάτων. Ενώ σε μία κυψέλη υπάρχει «βασιλεία» , ταυτόχρονα υπάρχει και ένα είδος «αναρχίας» κατά την οποία η βασίλισσα καθαιρείται όταν παύει να είναι λειτουργική (τη σκοτώνει το ίδιο της το μελίσσι). Όλα τα παραπάνω συνέθεσαν ένα τελείως πρωτότυπο σύμπαν, κάτι που δεν είχα συναντήσει πουθενά πιο πριν.

Εξωτερικοί εχθροί δεν υπάρχουν στην ταινία. Με ενδιέφερε να παρουσιάσω ένα σύστημα πολεμικό, το οποίο όμως βρίσκεται σε περίοδο ειρήνης και κατά συνέπεια ο λόγος της ύπαρξής του δεν είναι σαφής. Στόχος μου ήταν να κάνω εμμέσως μια κριτική πάνω στην τάση των κρατών να διασφαλίσουν τα συμφέροντα τους εις βάρος των άλλων. Θεωρώ ότι η περιχαράκωση των κρατικών συνόρων αποτελεί εξαιρετικά επίκαιρο φαινόμενο. Η συνεχής αυξανόμενη εσωστρέφεια των εθνών, η σπατάλη τεράστιων χρηματικών ποσών για τον εξοπλισμό του στρατού, τα τείχη που κατασκευάζονται για να απωθήσουν ανεπιθύμητους πληθυσμούς (γειτονικούς λαούς, μετανάστες), όλα έχουν ως αποτέλεσμα την απομόνωση των κρατών. Ο μόνος υπαρκτός εχθρός είναι η μοναξιά.

Η στρατιωτικοποιημένη εργασία των μελισσών, σύμβολο αποτελεσματικότητας στην ανθρώπινη συνείδηση, αποτέλεσε για μένα βασικό πεδίο διερεύνησης. Ύστερα από εκτενή έρευνα πάνω στην κοινωνία των μελισσών ανακάλυψα πως πολλά από τα χαρακτηριστικά τους, όταν μεταφράζονται – μέσω της κινηματογραφικής γλώσσας – σε ανθρώπινα μέτρα, δημιουργούν εξαιρετικά ενδιαφέρουσες συνθήκες. Κάποιες ιδιαίτερα βίαιες και άλλες εξαιρετικά κωμικές.

Για παράδειγμα στην ταινία ο κεντρικός χαρακτήρας παίρνει, παρά τη θέληση της, μέρος σε ένα λιντσάρισμα που γίνεται σε μία από της αδελφές της. Κάτι αντίστοιχο γίνεται και στις μέλισσες. Όταν τραυματιστεί μία οι υπόλοιπες τη σκοτώνουν, ή την πετούν έξω από την κυψέλη γιατί πλέον δεν είναι λειτουργική και άρα αποτελεί κίνδυνο για το μελίσσι. Αυτό εγώ τo συνέδεσα με το περιστατικό του λιντσαρίσματος του Ζακ Κωστόπουλου το 2018 στο κέντρο της Αθήνας, χωρίς βέβαια να φαίνεται ευθέως στην ταινία. Εκεί το πλήθος καταδίκασε συλλογικά κάποιον χωρίς να ξέρει τα γεγονότα. Η μάζα λειτούργησε εναντίον του, καταδικάζοντας τον επιτόπου. Το περιστατικό μου είχε φανεί τόσο συνταρακτικό που ένιωσα την ανάγκη να κάνω μία νύξη. Αποτέλεσε την αφορμή για να φτιάξω την εν λόγω σκηνή.

Ιδιαιτερότητα του φιλμ αποτελεί ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται οι νεαρές γυναίκες – εργάτριες μέλισσες. Πρόκειται για την αναπαράσταση μιας μητριαρχικής κοινωνίας, μέσα στην οποία μόνο οι γυναίκες παίρνουν αποφάσεις, εργάζονται και την προστατεύουν από εξωτερικούς εχθρούς. Δεν υπάρχει ατομικό συμφέρον, ούτε ωφελιμιστικά κίνητρα. Με “αίσθημα δικαίου” οι εργάτριες μέλισσες αφοσιώνονται στα κοπιαστικά έργα που αναλαμβάνουν εφ’ όρου ζωής και έναντι στοιχειωδών «απολαβών» που διασφαλίζουν απλά την επιβίωσή τους. Είναι πανίσχυρες, ανθεκτικές και παραγωγικές. Ενσαρκώνουν το τελειότερο μοντέλο συνεργασίας με μοναδικό στόχο τη διαιώνιση του είδους (όπως περιγράφει ο Matt Ridley στις Ρίζες της Αρετής). Από την άλλη πλευρά, οι άντρες – κηφήνες (όπως ακριβώς συμβαίνει σε μία κυψέλη) έχουν αποκλειστικά δευτερεύοντα ρόλο. Είναι παθητικοί, ανενεργοί και απολαμβάνουν το χρόνο, χωρίς καμία ευθύνη και υποχρέωση. Κατ’ επέκταση, η συμβολή τους στην κοινωνία είναι μικρή. Η χρησιμότητά τους περιορίζεται κυρίως στην αναπαραγωγή, ρόλο που ωστόσο μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό κηφήνων καταφέρνουν να εκπληρώσουν κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα σύστημα με αυστηρά παγιωμένους «κοινωνικούς» ρόλους, λειτουργικό και παραγωγικό.

Στην ταινία, το γυναικείο φύλο παρουσιάζεται ασύμμετρα ισχυρό σε σχέση με το αντρικό. Ωστόσο, δεν επιχειρώ να κατασκευάσω ένα φεμινιστικό μανιφέστο, παρά μόνο να αναπαραστήσω αυτό που συμβαίνει στη φύση, συνθέτοντας μια δυστοπική κοινωνία, από την οποία απουσιάζει το συναίσθημα. Πρόκειται για μια απαισιόδοξη ματιά πάνω στην πορεία του ανθρώπινου είδους, που διαχρονικά κατασκευάζει κοινωνικά μοντέλα, τα οποία αποσκοπούν στην παραγωγικότητα. Το άτομο βρίσκεται, αναπόφευκτα, ανίσχυρο και εγκλωβισμένο σε κανόνες και νόρμες που το ίδιο δεν ελέγχει. Σε τι διαφέρει όμως ο άνθρωπος από τις μέλισσες; Και γιατί θεωρείται θετική και υποδειγματική η στρατιωτικοποιημένη εργασία; Γιατί οι άνθρωποι προβάλλουν διαχρονικά στο μελίσσι την πειθαρχημένη κοινωνία, εξιδανικεύοντας την παραγωγικότητα και παραβλέποντας ένα σύστημα που προάγει την εξόντωση μέσω της εργασίας; Μπορεί τελικά ένα τέτοιο μοντέλο – που στο όνομα του κοινού καλού επιβάλλει τη θανάτωση των αδυνάμων – να αποτελέσει ουτοπικό όραμα για την ανθρώπινη κοινωνία;

Η ταινία είναι προφανώς αλληγορική και δεν είναι στόχος μου να κατηγορήσω τις μέλισσες. Ο κόσμος των μελισσών λειτουργεί μόνο ως αφορμή. Πρόκειται για μια απαισιόδοξη ματιά πάνω στην πορεία του ανθρώπινου είδους, που διαχρονικά κατασκευάζει κοινωνικά μοντέλα, τα οποία αποσκοπούν στην παραγωγικότητα. Το άτομο βρίσκεται, αναπόφευκτα, ανίσχυρο και εγκλωβισμένο σε κανόνες και νόρμες που το ίδιο δεν ελέγχει.

[youtube https://www.youtube.com/watch?v=4Yu8GpVdPmI&w=650&h=350]

Τέλος, θα ήθελα να επισημάνω ότι η ταινία φιλοδοξεί να αποτελέσει μια σπουδή πάνω στην κίνηση του «σμήνους». Tο βλέμμα του θεατή ακολουθεί το συλλογικό υποκείμενο και για αφηγηματικούς λόγους εστίασης, παρατηρεί ατομικά υποκείμενα. Στόχος είναι η ταύτιση του θεατή με τους πολλούς (με τη μάζα), ακόμα και με αρνητικά σημαινόμενα. Παρατηρούμε το σμήνος ως ένα αυτοτελές, μεμονωμένο υποκείμενο, κι ας είναι ουσιαστικά συλλογικά αποτελούμενο από πολλές μονάδες.

Brutalia, Εργάσιμες Μέρες aka Brutalia, Days Of Labour
2021 | Έγχρ. | Διάρκεια: 26΄ | Ελλάδα | Σκηνοθεσία: Μανώλης Μαυρής
Πρωταγωνιστούν: Ελσα Λεκάκου, Κόρα Καρβούνη, Χαρά Μάτα-Γιαννάτου

πηγές: flix.gr , melissosfaira.wordpress.com

Ο Μελισσοκόμος του Θεόδωρου Αγγελόπουλου

Ο Σπύρος, που είναι δάσκαλος σε μια μικρή επαρχιακή πόλη περνά όλη του τη ζωή εκεί, μετά τον γάμο της κόρης του και την αναχώρηση του γιου του, που θα συνεχίσει τις σπουδές του στην Αθήνα. Έτσι, αρχίζει κι αυτός το «ταξίδι» του, εγκαταλείποντας τη διδασκαλία, το σπίτι και τη γυναίκα του. Διασχίζοντας, λοιπόν, όλη τη χώρα με τις κυψέλες του, όπως έκανε ανέκαθεν η οικογένειά του. Η συνάντησή του, όμως, με μια κοπέλα, θα ξαναζωντανέψει παλιά συναισθήματα κι αναμνήσεις. Φυσικά, για εκείνον, το παρελθόν είναι τα πάντα, για εκείνη, τίποτα. Ο Σπύρος, παλιός «αριστερός» και αγωνιστής, είναι μόνος του, με το παρελθόν του και πολύ κουρασμένος πια, για να επιμείνει στις δυσκολίες της ζωής.

Ο Αγγελόπουλος μετακινείται βαθμιαία προς μια περισσότερο υπαρξιακή οπτική και η περίοδος αυτή ξεκινάει με τον Μελισσοκόμο (1986), μια εξαιρετική υπαρξιακή ελεγεία, στην οποία πρωταγωνιστεί ο Μαρτσέλλο Μαστρογιάννι. Πέρασμα από τη Ζωή στο Θάνατο μέσα από τον έρωτα. Όλη η ταινία χτίζεται στο βάρος και την ψυχοφθόρο επίδραση της απογοήτευσης, της διάψευσης, της ΣΙΩΠΗΣ πάνω σε έναν παλιό αντάρτη και νυν μελισσοκόμο, τον Σπύρο.

Ο γάμος της κόρης του και η διάλυση του δικού του γάμου σηματοδοτούν την αφετηρία ενός ακόμα ταξιδιού στο “δρόμο των λουλουδιών”, από τον κρύο, συννεφιασμένο Βορρά, στον φωτεινό, ανθοφόρο Νότο, ακολουθώντας τη διαδρομή των μελισσών, που έπαιρνε παλιά κι ο πατέρας του. Με το φορτηγάκι του περνά από κωμοπόλεις, επαρχιακούς δρόμους και βενζινάδικα, προσπαθώντας να ξαναβρεί και να επιστρέψει στις ρίζες του.

Όμως το ταξίδι προς την ανθοφορία και την άνοιξη είναι, κατά καρυωτακικό τρόπο, μια κάθοδος σε μια ηλιόλουστη κόλαση. Η γνωριμία με μια νεαρή κοπέλα, ένα ατίθασο 80s αγρίμι, παράγωγο της εποχής, μπερδεμένη, γλυκιά, απρόσμενη, φέρνει την τελική ρήξη. Ο έρωτας έγινε σιωπή, και το σεξ προάγγελος θανάτου. Μέσα σε όλα, η συνάντηση με παλιούς φίλους και συμπολεμιστές στον Δημοκρατικό Στρατό, ένα ανατριχιαστικό ξημέρωμα στην παραλία, ενώ οι “απέξω” κοιμούνται έγκλειστοι στα τσιμεντένια κελιά τους, και η συνάντηση με τα μέλη της οικογένειας που θρυμματίζεται σιωπηλά και αναπόφευκτα. Προορισμός το Ναύπλιο, γενέτειρα του Σπύρου, και τελική σκηνή όπου θα παιχτεί η τελευταία πράξη…

Ο Μελισσοκόμος aka The Beekeeper
1986 | Έγχρ. | Διάρκεια: 120′ | Ελλάδα | Σκηνοθεσία: Θεόδωρος Αγγελόπουλος | Πρωταγωνιστούν:
Μαρτσέλλο Μαστρογιάννι, Νάντια Μουρούζη, Σέρτζε Ρετζιάνι, Τζένη Ρουσσέα, Ντίνος Ηλιόπουλος | Μουσική: Ελένη Καραΐνδρου.

πηγές: Cine.gr / Cinephilia.gr

«Honeyland»: Το ντοκιμαντέρ-ύμνος στην τέχνη της παραδοσιακής μελισσοκομίας

Ξεχώρισε αμέσως στο φεστιβάλ του Sundance, μαζεύοντας από εκεί το βραβείο του καλύτερου διεθνούς ντοκιμαντέρ αλλά και ειδικό βραβείο για τη φωτογραφία του, και από τότε συνεχίζει μια πολύ πετυχημένη πορεία στα φεστιβάλ όλου του κόσμου.

Το «Honeyland» των Ταμάρα Κοτέφσκα και Λιούμπομιρ Στεφάνοφ, ακολουθεί την καθημερινότητα μιας γυναίκας που ζει με την ηλικιωμένη μητέρα της σε ένα εγκαταλελειμμένο χωριό της Βόρειας Μακεδονίας, κι επιβιώνει συλλέγοντας το μέλι από τα ημιάγρια μελίσσια της, με τον παραδοσιακό τρόπο, διατηρώντας την αναλογία 50-50. Παίρνοντας δηλαδή το μισό για εκείνη και αφήνοντας το άλλο μισό για τις μέλισσες.

Οταν μια θορυβώδης οικογένεια έρθει να εγκατασταθεί δίπλα της, η μοναξιά της θα αποκτήσει παρέα, όταν όμως εκείνοι αποφασίσουν να ασχοληθούν με την μελισσοκομία, με μοντέρνες μεθόδους παραγωγής, παραβλέποντας τον κανόνα του μισού-μισού, η ισορροπία και η ίδια της η ζωή θα διαταραχθεί με τρόπους απρόβλεπτους και σκληρούς.

Γεμάτο υπέροχες εικόνες και μια πρωταγωνίστρια που δεν είναι τίποτα λιγότερο από μαγνητική, με μια συναρπαστική «μυθοπλασία» να αναδύεται από την παρατήρηση και τον χρόνο που οι σκηνοθέτες περνάνε μαζί της, το φιλμ ξετυλίγεται σαν μια συναρπαστική παραβολή για έναν τρόπο ζωής και μια ισορροπία ανάμεσα στον άνθρωπο και την φύση, που ίσως έχει χαθεί οριστικά.

[youtube https://www.youtube.com/watch?v=yR7TQ7H-D1w]

Πηγές: cinemagazine.gr / flix.gr

Ο Μελισσοκόμος του Μάνο Καλίλ

Όταν το ντοκιμαντέρ «Ο Μελισσοκόμος», του κούρδου σκηνοθέτη Μάνο Καλίλ, προβάλλονταν στις πόλεις της Αυστραλίας, στα πλαίσια του Κινηματογραφικού Φεστιβάλ Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο ίδιος ο σκηνοθέτης περιόδευε μαζί του. Όταν έφτασαν στο Σίδνεϊ, ο Καλίλ μίλησε για την ιστορία της ταινίας αλλά και την δική του:

Πάντα μου άρεσε να ψάχνω τις ιστορίες πίσω απ’ τους ανθρώπους. Η ταινία μου, Ο μελισσοκόμος, είναι η ιστορία ενός Κούρδου μελισσουργού, του Ιμπραήμ Γκίζερ, ο οποίος στα μέσα της δεκαετίας του 1990 ήταν ένας πολύ ευκατάστατος άνθρωπος που ζούσε με μια ευτυχισμένη οικογένεια. Παρήγαγε 18 τόνους μελιού ετησίως, όμως ως Κούρδος που ζούσε στα βουνά, είδε τη ζωή του να καταστρέφεται από τον τουρκικό στρατό. Η γυναίκα και τα παιδιά του σκοτώθηκαν, έχασε όλες του τις κυψέλες και ο ίδιος αναγκάστηκε να μεταναστεύσει.

Ο Κούρδος μελισσοκόμος Ιμπραήμ Γκίζερ.

Ο Ιμπραήμ έζησε για επτά χρόνια σαν κυνηγημένος στην Τουρκία. Στα 64 του έφθασε στην Ελβετία ως πρόσφυγας και προσπάθησε να αρχίσει εκ νέου τη μελισσοκομία. Τα κατάφερε παρά το γεγονός ότι δεν γνώριζε καθόλου Γερμανικά. Είναι ένας άνθρωπος ερωτευμένος με τη φύση. Ένας απλός Κούρδος χωρικός.

Ένας φίλος, μου μίλησε γι αυτόν και την ιστορία του και έτσι έψαξα και τον βρήκα. Όταν τον συνάντησα, μου μίλησε λίγο για τη ζωή του και εγώ τον ρώτησα αν μπορούσα να κάνω μια ταινία σχετικά με αυτήν.  Ο Ιμπραήμ δεν είχε ξαναβρεθεί ποτέ σε κινηματογραφική αίθουσα. Η πρώτη του φορά ήταν για την ταινία του. Κατά τη διάρκεια της κινηματογράφησης ήταν πολύ νευρικός με την κάμερα. Κάποια στιγμή αναρωτήθηκε γιατί δεν τον ρώταγα για τις μέλισσες του, αλλά βλέπετε ο Ιμπραήμ ήταν η μέλισσα μου · ήθελα η ταινία μου να είναι γι ‘αυτόν.

Ο σκηνοθέτης Μάνο Καλίλ.

Για έξι μήνες τρώγαμε μαζί, χωρίς κάμερες και αναπτύξαμε μια σπουδαία φιλία που βασίζεται στην αγάπη και το σεβασμό. Όταν συνειδητοποίησε ότι δεν θα τον χρησιμοποιούσα μου άνοιξε την καρδιά του. Δεν θα υπήρχαν όλες αυτές οι συναισθηματικές στιγμές στην ταινία αν δεν είχαμε αυτή τη δυνατή φιλία.

Όπως και ο Ιμπραήμ έτσι και εγώ ήρθα ως Κούρδος πρόσφυγας στην Ελβετία. Μεγάλωσα στο Συριακό Κουρδιστάν τη δεκαετία του 1960 σε μια μικρή οικογένεια που δεν καταλάβαινε καθόλου Αραβικά. Πήγα σε ένα αραβικό σχολείο όπου απαγορευόταν η κουρδική γλώσσα και οι γονείς μου με είχαν συμβουλέψει να μην μιλήσω ποτέ στα κουρδικά. Την τρίτη ημέρα, ο δάσκαλος, μου έδειξε ένα μικρό μήλο σε ένα βιβλίο και μου ζήτησε να του πω τι είναι. Εγώ είπα «sev», όπως είναι δηλαδή το μήλο στα κουρδικά και τότε με χτύπησε πάρα πολύ σκληρά. Ήμουν τόσο άσχημα που όταν με είδε η μητέρα μου, υποσχέθηκε ότι θα τον σκοτώσει.

Το σχολείο μας ήταν φυλακή. Μάθαμε να μισούμε, να μην αγαπάμε. Η μετάβαση στο πανεπιστήμιο στη Δαμασκό ήταν ένα μεγάλο σοκ. Μάθαμε πώς λειτουργεί ο έξω κόσμος, πώς είχαμε δικαιώματα, πώς ήταν άδικο που η Συρία καταδίκαζε έναν δολοφόνο στη φυλακή για 3 χρόνια, αλλά έναν ποιητή που έγραφε στα κουρδικά για 12 χρόνια. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 πολλοί φίλοι μου ήθελαν να αγωνιστούν για το κίνημα της ελευθερίας, εγώ απλώς ήθελα να κάνω ταινίες.

Έτσι πήγα να σπουδάσω κινηματογράφο στην Τσεχοσλοβακία. Επιστρέφοντας πίσω στη Συρία, χρόνια αργότερα με συνέλαβαν για μια λεζάντα περιοδικού στην οποία υπήρχε αναφορά για εμένα με τον τίτλο «Ο Κούρδος φοιτητής από τη Συρία». Με ρώτησαν γιατί είπα ότι είμαι Κούρδος, όταν δεν υπήρχαν Κούρδοι στη χώρα. Με έστειλαν στη φυλακή στη Δαμασκό για ένα μικρό διάστημα και αργότερα η Ελβετία μου έδωσε άσυλο.

Στην Ελβετία υπάρχουν διαφορετικές εθνικότητες (Ιταλοί, Γερμανοί, Γάλλοι) οι οποίοι ζουν αρμονικά και σέβονται ο ένας τον άλλο. Στην Τουρκία, υπάρχουν περίπου 14 εκατομμύρια Κούρδοι και απαγορεύεται να μιλάνε τη γλώσσα τους. Δεν υπάρχουν σχολεία για τα παιδιά των Κούρδων. Πιστεύω ότι μια μέρα η Τουρκία θα χωριστεί γιατί Τούρκοι και Κούρδοι δεν σέβονται ο ένας τον άλλον και το μίσος είναι πολύ βαθιά ριζωμένο. Βλέπω ένα μακρύ σκοτεινό τούνελ, αλλά όχι φως στο τέλος του.

Το προσφυγικό είναι αποτέλεσμα της πολιτικής των Ευρωπαϊκών χωρών στη Μέση Ανατολή. Τώρα οι χώρες αυτές αντιμετωπίζουν το προσφυγικό ως ασθένεια, φοβούνται και αρνούνται να μιλήσουν γι αυτό. Οπουδήποτε πηγαίνω, συναντώ ανθρώπους που θέλουν να βοηθήσουν και να μοιραστούν, να προσφέρουν μέρος των σπιτιών τους, στους πρόσφυγες. Έχω δει όμως και αφίσες που γράφουν ότι είμαστε ανεπιθύμητοι εδώ. Είναι κρίμα στον 21ο αιώνα οι πρόσφυγες να αντιμετωπίζονται με τόσο επιθετικό και απάνθρωπο τρόπο.

Καταλαβαίνω πως είναι πρόβλημα ότι 24 εκατομμύρια άνθρωποι φεύγουν από τη Συρία, αλλά όταν υπάρχουν άνθρωποι που έχουν ανάγκη, πρέπει να τους βοηθήσετε. Δεν υπάρχει καμία ελπίδα στη Συρία. Το ISIS φέρεται στους ανθρώπους με βάρβαρο τρόπο. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι κάνουν. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, το καθεστώς του Άσαντ υποστήριζε την Αλ Κάιντα που υπονόμευε τους Αμερικανούς στο Ιράκ αλλά ο Ασαντ έχασε τον έλεγχο του δικού του τέρατος και μετά χάσαμε τα πάντα.

Το ISIS κατέστρεψε το σπίτι μου. Σκότωσαν την ανιψιά μου, μια μέρα, ενώ βρισκόταν έξω και φύτευε λουλούδια. Πέθανε με οκτώ άλλους ανθρώπους. Τώρα η οικογένειά μου δεν έχει τίποτα. Είμαστε όλοι πρόσφυγες. Μόνο ο αδερφός μου παραμένει στη χώρα, όπου εργάζεται ως δημοσιογράφος σε τηλεοπτικό σταθμό και αγωνίζεται για τον κουρδικό λαό ενάντια στον ISIS.

Και μόνο που λέω ότι είμαι Κούρδος είναι μια πολιτική πράξη. Η νέα μου ταινία «The Swallow» που γυρίστηκε στο ιρακινό Κουρδιστάν, ολοκληρώθηκε λίγες μέρες πριν το ISIS μπει στην πόλη της Μοσούλης. Είναι μια ιστορία αγάπης, αλλά είναι επίσης μια πολιτική ιστορία. Στη χώρα μας, ακόμη και η αγάπη μεταξύ δύο ανθρώπων είναι πολιτική πράξη. Πρόκειται για μια ταινία που έχει να κάνει με την τρομοκρατία, τα εγκλήματα πολέμου στο Ιράκ και την αγάπη. Θα ήθελα η επόμενη ταινία μου να είναι για τη ζωή μου ως παιδί.

[youtube https://www.youtube.com/watch?v=6LftPSLarmE]

Ως Κούρδος πρόσφυγας από τη Συρία, νιώθω σαν να είμαι μόνο ένας αριθμός. Αλλά οι πρόσφυγες είναι σαν εσάς: έχουν παιδιά, φωνάζουν, γελούν. Είναι ανθρώπινα όντα. Πώς μπορείτε να αγαπάτε το δικό σας παιδί αλλά να μισείτε το παιδί του άλλου; Εκατομμύρια άνθρωποι χρειάζονται βοήθεια. Πρέπει να βρούμε μια λύση.

πηγή: The Guardian
Επιμέλεια: Στράτος Σαραντουλάκης – Ορεινό Μέλι

Τα Θαύματα της Αλίτσε Ρορβάκερ

Κόρη μελισσοκόμων που ξεκίνησε τη σκηνοθετική της καριέρα από το ντοκιμαντέρ, η 32χρονη Αλίτσε Ρορβάκερ (μικρότερη αδερφή της πρωταγωνίστριας Άλμπα) εντυπωσίασε με το προ τριετίας μυθοπλαστικό ντεμπούτο της «Corpo Celeste». Δανειζόμενη στοιχεία από την οικογενειακή της ιστορία κι έχοντας για άλλη μία φορά ένα νεαρό κορίτσι ως βασική ηρωίδα, έκανε με τα «Θαύματα» τη μεγάλη έκπληξη στο τελευταίο Φεστιβάλ Κανών, στο οποίο απέσπασε το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής.

Πιστή στο νταρντενικό, νεο-ρεαλιστικό αφηγηματικό της ύφος, «εισβάλλει» στην καθημερινότητα μιας εξαμελούς, απομονωμένης στην εξοχή οικογένειας μελισσοκόμων η οποία προσπαθεί να εκσυγχρονίσει το μικρό παρασκευαστήριό της. Ο γερμανικής καταγωγής πατέρας δίνει τις εντολές, αλλά άτυπος αρχηγός είναι η 12χρονη Τζελσομίνα, η οποία βοηθάει στις δουλειές, προσέχει τις τρεις μικρότερες αδερφές της και κάνει τα πάντα για να πείσει την οικογένειά της να συμμετάσχει σε ένα τηλεοπτικό reality show.

Είναι η νέα ιταλική γενιά, από τη μία δεμένη με την αγροτική παράδοση και τον παραδοσιακό τρόπο­ ζωής και από την άλλη γοητευμένη από ένα φανταχτερό αύριο­, όπου τα πάντα –η Ιστορία, οι παραδόσεις, οι ανθρώπινες σχέσεις– μετατρέπονται σε θέαμα. Η Ρορβάκερ σκηνοθετεί αυτήν την αντίφαση αντιπαραθέτοντας εικόνες που ξεπηδούν από έναν αλά Ερμάνο Όλμι («Το Δέντρο και τα Τσόκαρα») ή αδερφούς Ταβιάνι («Πατέρας Αφέντης») ρεαλισμό με την ονειρική αύρα των ταινιών του Φελίνι: στην πρώτη συνάντηση της Τζελσομίνα με την τηλεπαρουσιάστρια Μόνικα Μπελούτσι στο δάσος, η τελευταία εμφανίζεται ντυμένη σαν κιτσάτα πανέμορφη γοργόνα.

Αυτό το παιχνίδι ανάμεσα στο όνειρο και στην πραγματικότητα συντηρείται με διακριτικό τρόπο μέχρι το λυρικό φινάλε, κρατώντας έτσι την ταινία σε μια πρωτότυπη και παράξενη ισορροπία ανάμεσα στη σκληρή κινηματογραφική ειλικρίνεια και την απελευθερωτική φαντασία. Ισορροπία η οποία αντιπροσωπεύει και τη ματιά της δυναμικής, αλλά ευαίσθητης Τζελσομίνα προς το ενήλικο αύριο, το οποίο η Ρορβάκερ προβλέπει τρυφερό, επώδυνο, απολαυστικό, πικρό και σίγουρα γεμάτο θαύματα.

Τα Θαύματα aka The Wonders / Le Meraviglie
2014 | Έγχρ. | Διάρκεια: 110′ | Ιταλία | Σκηνοθεσία: Αλίτσε Ρορβάκερ | Πρωταγωνιστούν: Μόνικα Μπελούτσι, Μαρία Αλεξάντρα Λούνγκου, Άλμπα Ρορβάκερ

πηγή: Αθηνόραμα (του Χρήστου Μήτση)

Μέλι του Σεμίχ Καπλάνογλου

Με το «Μέλι», ο Τούρκος σκηνοθέτης Σεμίχ Καπλάνογλου κλείνει την τριλογία που καταπιάνεται με την οικογενειακή ζωή και τα καθημερινά προβλήματα των φτωχών, απλών ανθρώπων. Ο Γιουσούφ, είναι ένα 6χρονο μοναχοπαίδι που ζει με τους γονείς του σε μια απομονωμένη ορεινή περιοχή της Ανατολίας. Για το νεαρό αγόρι, το γειτονικό δάσος είναι ένα μέρος μυστηρίου και περιπέτειας όπως το ζει ενώ συνοδεύει τον μελισσοκόμο πατέρα του στη δουλειά καθημερινώς.

1

Μαζί τοποθετούν τις ειδικά διαμορφωμένες κυψέλες τους στις κορυφές των δέντρων. Στο σχολείο ο Γιουσούφ έχει μια δυσάρεστη σχέση με τους συμμαθητές του λόγω της δυσλεξίας που τον κάνει να ντρέπεται την ώρα των μαθημάτων. Με τους οικονομικούς πόρους της οικογένειας να λιγοστεύουν εξαιτίας της ολοένα και πιο συχνής ‘εξαφάνισης’ των μελισσών, ο πατέρας δεν έχει άλλη λύση από το να μεταφέρει τις κυψέλες του σε άλλη ορεινή περιοχή· αποστολή αρκετά ριψοκίνδυνη.

2

Καθώς όμως οι μέρες περνούν και ο πατέρας δεν επιστρέφει, ο Γιουσούφ αποφασίζει να τον αναζητήσει. Απόφαση που θα τον οδηγήσει σε μονοπάτια που έως τότε δεν είχε ποτέ ‘περπατήσει’… Ο Καπλάνογλου έφτιαξε την ελεγεία μιας απλής, τραγικής οικογένειας, εστιάζοντας το ενδιαφέρον του στις καθημερινές δουλειές της – ο πατέρας με τις μέλισσες αλλά και τις διάφορες ξυλουργικές απασχολήσεις του, η μητέρα στο χωράφι και ο μικρός Γιουσούφ στο σχολείο, να προσπαθεί να κερδίσει ένα από τα βραβεία που ο δάσκαλος μοιράζει καθημερινά σ’ όποιον διαβάσει σωστά το κείμενό του.

4

Ο Καπλάνογλου αντλεί από τις δικές του προσωπικές εμπειρίες για να φτιάξει μια ταινία γύρω από έναν κόσμο που σταδιακά έχει αρχίσει να εξαφανίζεται. Εναν κόσμο που από τη μια έχει τις αναμφισβήτητες αρετές του (μια πιο ανθρώπινη ζωή κοντά στη φύση, η στενή σχέση ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας, καθώς και οι διάφορες παραδόσεις) αλλά και τα ελαττώματά της (ιδιαίτερα σ’ ό,τι αφορά τη θέση της γυναίκας).

3

Ο σκηνοθέτης αφηγείται την ιστορία του μικρού του ήρωα χρησιμοποιώντας ένα «μαγικό ρεαλισμό», συγγενικό μ’ εκείνον στις ταινίες του Ταρκόφσκι, και, παρά τον ηθελημένα αργό ρυθμό της, η ταινία του έχει έναν εσωτερικό ρυθμό, που σταδιακά σε παρασύρει. Μια όμορφη, ελεγειακή ταινία, δοσμένη με ποίηση και λυρισμό που κέρδισε τη Χρυσή Αρκτο στο Φεστιβάλ Βερολίνου.

5

Μέλι aka Honey / Bal
2010 | Έγχρ. | Διάρκεια: 103′ | Τουρκία | Σκηνοθεσία: Σεμίχ Καπλάνογλου | Πρωταγωνιστούν: Ερντάλ Μπεσίκτσιογλου, Τουλίν Οζέν, Μπόρα Άλτας.

πηγές από: cinemanews, Ελευθεροτυπία