Κάθε φθινόπωρο γίνεται ένας μικρός απολογισμός της χρονιάς που πέρασε. Δυστυχώς η φετινή χρονιά ήταν για τη μελισσοκομία, μακράν η χειρότερη, τουλάχιστον όσων χρόνων έχω ζήσει εγώ.

Ο περσινός χειμώνας ήταν ήπιος με αποτέλεσμα τα μελίσσια να μην καταπονηθούν ιδιαίτερα και να βγουν δυνατά, νωρίς την άνοιξη, γεμίζοντας αισιοδοξία τους μελισσοκόμους για τη συνέχεια. Η άνοιξη όμως δεν ήρθε ποτέ. Παρατεταμένες αλλά και άκαιρες βροχοπτώσεις, κρύο μέχρι και στις αρχές του καλοκαιριού, δημιούργησαν πολλά προβλήματα στην ανάπτυξη των σμηνών.
Δεν θυμάμαι άλλη χρονιά να ξεκινάω την εκτροφή βασιλισσών τόσο αργά, ουσιαστικά στις αρχές του καλοκαιριού και να βάζω τις βασίλισσες στις παραφυάδες, δέκα μέρες μετά στα μέσα του Ιούνη, υπό βροχή.
Ανοιξιάτικα μέλια δεν είδαμε καθόλου, αλλά και μετά στα δάση (έλατα και βελανιδιές) με το σταγονόμετρο. Την κρύα και βροχερή άνοιξη ακολούθησε ένα μακρύ και ξηρό καλοκαίρι. Φωτιές στον Έβρο και καταστροφές. Ελάχιστα μελίσσια κατέβηκαν στον κάμπο τον Αύγουστο υπό το φόβο των ψεκασμών, με αποτέλεσμα όσα έμειναν στο βουνό να πεινάσουν.
Το πεύκο κι αυτό με διακυμάνσεις. Δεν είναι πια η σταθερή νομή στην οποία βασιζόμασταν για να βγουν τα σπασμένα της χρονιάς. Αρχές φθινοπώρου και οι πλημμύρες της Θεσσαλίας δίνουν το τελειωτικό χτύπημα σε πολλούς. Το μόνο φως μέσα σ’ αυτό το σκοτάδι ο κισσός και ο αρκουδόβατος.

Εκείνες οι βροχές στα τέλη του Αυγούστου ήταν ό,τι χρειάζονταν. Όπου υπήρχε κισσός βούιζε ο τόπος απ’ τις μέλισσες. Η κίτρινη γύρη του τις έκανε να πάρουν τα πάνω τους. Μαζί και ο αρκουδόβατος, έδωσε λίγο μελάκι. Το φθινοπωρινό ρείκι, τουλάχιστον εδώ στην περιοχή της Πίνδου, δεν ευνοήθηκε απ’ τις υψηλές θερμοκρασίες και «κάηκε» γρήγορα, προσφέροντας λίγα.
Τελευταία ανθοφορία της χρονιάς, η κουμαριά. Μέλι για λίγους, αλλά εκλεκτούς. Έχει τις προϋποθέσεις να πάει καλά και να δώσει στα μελίσσια τις προμήθειες του χειμώνα. Βροχές προηγήθηκαν. Όχι πολλές, αλλά καλές. Αν και οι θερμοκρασίες είναι κοντά στα φυσιολογικά για την εποχή επίπεδα θα πάει καλά.