Ως μελιτογόνα χαρακτηρίζονται τα έντομα τα οποία τρεφόμενα με το χυμό των φυτών παράγουν μελιτώδεις εκκρίσεις ελκυστικές στις μέλισσες. Οι μέλισσες συλλέγουν το μελίτωμα, το εμπλουτίζουν, το επεξεργάζονται και παράγουν το μέλι μελιτώματος. Τα μελιτογόνα έντομα ανήκουν σχεδόν καθ’ ολοκληρία στα Hemiptera – Sternorrhyncha και κυρίως στις υπεροικογένειες Coccoidea, Aleyrodidea, Aphidoidea, Phylloidea και Cicadoidea.
Κοριός Cinara Confinis, μελιτογόνο έντομο της ελάτης
Τα μελιτογόνα έντομα διαθέτουν πεπτικό σύστημα και ιδιαίτερα στοματικά μόρια προσαρμοσμένα ώστε να διαπερνούν – τρυπούν τον φυτικό ιστό και να απομυζούν τον φυτικό χυμό. Ως μελίτωμα ορίζεται ο σακχαρούχος χυμός που παράγεται από έντομα με στοματικά μόρια προσαρμοσμένα στην μύζηση και εισροή ρευστών τροφών. Οι τροφές αυτές προσλαμβάνονται κατ’ ευθείαν από τα αγωγά στοιχεία του φυτού ξενιστή. O φυτικός χυμός εισέρχεται στο σώμα του εντόμου κατά κύριο λόγο παθητικά, εξ αιτίας της πίεσης που επικρατεί στο φυτό, είτε ενεργητικά σαν αποτέλεσμα απομύζησης. Στο πεπτικό σύστημα του εντόμου ο χυμός αναμιγνύεται με πεπτικά υγρά, πλούσια σε ένζυμα και μετά τη λειτουργία της πέψης, η ποσότητα που πλεονάζει αποβάλλεται από τα απεκκριτικά όργανα των εντόμων, με την μορφή μικρών διάφανων σταγόνων, του μελιτώματος, τις οποίες συλλέγουν οι μέλισσες και μετατρέπουν σε μέλι.
Το μελίτωμα είναι η πλεονάζουσα ποσότητα του χυμού, την οποία το έντομο δεν χρησιμοποιεί. Δεν αποτελεί παραπροϊόν της διαδικασίας της πέψης και είναι πλουσιότερο σε θρεπτικά συστατικά από τον προσλαμβανόμενο φυτικό χυμό, διότι κατά τη διέλευσή του από το σώμα του εντόμου εμπλουτίζεται με διάφορες βιταμίνες και άλλες ουσίες. Υπολογίζεται ότι το 50% της ετήσιας παραγωγής μελιού της Κ. Ευρώπης είναι μέλι μελιτώματος, ενώ συγκεκριμένα για την Αυστρία το ποσοστό αυτό φτάνει το 80% (Fossel, 1974).
Στην Ελλάδα μέχρι στιγμής έχουν αναγνωρισθεί 33 είδη μελιτογόνων εντόμων ελάσσονος ή ήσσονος σημασίας, τις μελιτώδεις εκκρίσεις των οποίων εκμεταλλεύεταιη μέλισσα (Σαντάς, 1983). Η ποσότητα παραγόμενου μελιού από μελιτώματα στη χώρα μας υπολογίζεται ότι αντιπροσωπεύει το 70% περίπου της συνολικής ετήσιας ποσότητας μελιού. Από αυτό το 60-65% αντιπροσωπεύει το μέλι πεύκου, ενώ περίπου 5% παράγεται από τις μελιτώδεις εκκρίσεις εντόμων της ελάτης.(Thrasyvoulou & Manikis, 1996).
Μαρχαλίνα η ελληνική (Marchalina hellenica). Κοινώς βαμβακάδα ή εργάτης του πεύκου.
Τα μελιτογόνα έντομα εξαρτούν την επιβίωση τους από την ποσότητα νιτρικών που περιέχεται στο χυμό του φυτού – ξενιστή. Γι’ αυτό άλλωστε αποβάλλουν σχεδόν την πλειοψηφία των υπολοίπων χημικών συστατικών. Καθώς η ποσότητα των νιτρικών του φυτικού χυμού είναι έτσι κι αλλιώς περιορισμένη, οποιαδήποτε διακύμανση επηρεάζει άμεσα την επιβίωση των εντόμων όπως και την ανάπτυξη των πληθυσμών τους. Δύο σημαντικοί παράγοντες που επηρεάζουν το επίπεδο νιτρικών στο φυτικό χυμό του φυτού — ξενιστή άρα και την πληθυσμιακή πυκνότητα του μελιτογόνου εντόμου, είναι η διαθεσιμότητα του νερού και η σύσταση του εδάφους.
Σε καταστάσεις έλλειψης νερού το φυτό κινητοποιεί νιτρικά στοιχεία ώστε να αλλάξει την οσμωτική πίεση του χυμού. Έτσι κατ’ αρχήν παρουσιάζεται αύξηση της ποσότητας των υδρογονανθράκων του χυμού, ακολουθούμενη από μία αύξηση των ελεύθερων αμινοξέων (Kunkel & Kloft. 19S5). Ο εμπλουτισμός του φυτικού χυμού με νιτρικά, οδηγεί, για μία περίοδο τουλάχιστον στην αύξηση του πληθυσμού του εντόμου.
Την ίδια επίδραση στη σύσταση του φυτικού χυμού έχει και η χημική σύσταση του εδάφους. Έδαφος με υψηλά ποσοστά σε νιτρικά ή λίπανση του εδάφους με νιτρικό λίπασμα έχει την ίδια επίδραση στο φυτό με την έλλειψη νερού. Το αντίθετο ακριβώς αποτέλεσμα επιφέρει η λίπανση με καλιούχο λίπασμα. Το κάλιο προκαλεί αλλαγή στην οσμωτική πίεση του φυτικού χυμού και μείωση ως εκ τούτου της εκροής ελεύθερων αμινοξέων. Έτσι η περιεκτικότητα του χυμού σε νιτρικά μειώνεται, όπως και η θρεπτική του αξία στην διατροφή των μελιτογόνων εντόμων. Κάτω από τέτοιες συνθήκες ο πληθυσμός των εντόμων καταρρέει.
Σοφία Γούναρη
Ερευνήτρια Δ’ Ινστ. Κτηνιατρικών Ερευνών Αθηνών, ΕΘΙΑΓΕ