Η μουσμουλιά

Η μουσμουλιά (επιστ. Εριοβοτρύα η ιαπωνική, Eriobotrya japonica) είναι δέντρο αειθαλές, ιθαγενές της Κίνας και Ιαπωνίας, που φτάνει τα 8 μέτρα. Γνωστή και ως μεσπιλέα (Πελοπόννησος), νεσπολιά ή νοσπολιά (Κέρκυρα), δεσπολιά (Κρήτη) και μεσπιλιά (Κύπρος) έχει μεγάλα δερματώδη, σκληρά πράσινα φύλλα.

Τα άνθη της είναι λευκοκίτρινα με χαρακτηριστική ευχάριστη οσμή πικραμύγδαλου. Η ανθοφορία της ξεκινάει το Νοέμβριο και διαρκεί μέχρι και τον Γενάρη ανάλογα με την περιοχή. Θεωρείται θαυμάσιο μελισσοκομικό φυτό, μιας και ανθίζει σε μια εποχή που δεν υπάρχουν πολλές επιλογές για τις μέλισσες. Οι τελευταίες έλκονται ιδιαίτερα απ’ τα άνθη της, όμως η εκμετάλλευση της εξαρτάται από τις θερμοκρασίες της εποχής.

Η μουσμουλιά δίνει και νέκταρ αλλά και γύρη, χρώματος ωχρόλευκου ή θαμπού μπεζ. Είναι πολύ ανθεκτική στη ζέστη αλλά και το κρύο, αντέχει μέχρι και – 12 βαθμούς. Πολλαπλασιάζεται εύκολα, ενώ έχει και γρήγορη ανάπτυξη. Στην Ελλάδα καλλιεργείται μαζί με άλλα δέντρα και σπανίως συστηματικά, όμως τα τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον για τη μουσμουλιά έχει αναζωπυρωθεί καθώς παράγει φρούτα (τα μούσμουλα) σε μια εποχή που υπάρχει έλλειμμα από φρέσκα φρούτα.

Τα μούσμουλα έχουν γλυκιά και πικάντικη γεύση. Τα καταναλώνουμε και ωμά και αποξηραμένα, ενώ μπορούμε να φτιάξουμε και νόστιμες μαρμελάδες αλλά και λικέρ. Η καρποφορία του δέντρου αρχίζει από τον 5ο – 6ο χρόνο. Πλήρη παραγωγή έχουμε μετά το 10ο και για περίπου 40 χρόνια.

Η ανθοφορία της κουμαριάς

Η κουμαριά (Arbutus Unedo) είναι ένας αειθαλής θάμνος που φύεται στην δυτική και νότια Ευρώπη και στη βόρειο Αφρική (εκτός από την Αίγυπτο και τη Λιβύη). Είναι απ’ τα ωραιότερα φυτά της ελληνικής χλωρίδας.

Ως σκληρόφυλλο φυτό μπορεί να επιβιώσει σε συνθήκες έντονης ηλιακής ακτινοβολίας και ξηρασίας και σε εδάφη μικρής γονιμότητας. Είναι ανθεκτική στις φωτιές και γι αυτό χρησιμοποιείται συχνά στην ανάπλαση δασικών εκτάσεων. Αναπτύσσεται σε όλη την Ελλάδα στην ζώνη των αείφυλλων – πλατύφυλλων, που εκτείνεται από υψόμετρο 100-200 μέχρι και 1.000 μέτρων.

Δεν ρίχνει ποτέ τα φύλλα της και μπορεί να φτάσει μέχρι τα 3 μέτρα. Ο καρπός της που είναι γνωστός ως κούμαρο, είναι δρύπη, σφαιρικός, σαρκώδης με μικρές κωνικές προεξοχές που τον κάνουν να μοιάζει σαν φράουλα. Το χρώμα του αρχικά είναι κίτρινο και όταν ωριμάσει γίνεται κόκκινο. Για την ωρίμανση του καρπού απαιτείται ένας περίπου χρόνος από την ανθοφορία, γι αυτό στα τέλη του φθινοπώρου συναντώνται επάνω στο φυτό συγχρόνως και άνθη και καρποί.

Τα κούμαρα αποτελούν καρπούς ιδιαίτερα σημαντικούς για την διατροφή των ζώων του δάσους, όπως των αρκούδων, των ελαφιών, των αγριόχοιρων και των πτηνών. Η κουμαριά είναι ένα απ’ τα φυτά στο οποίο θα δούμε ταυτόχρονα καρπούς και άνθη. Μάλιστα επειδή οι καρποί της ωριμάζουν για έναν χρόνο, θα δούμε συγχρόνως άνθη, άγουρους και ώριμους καρπούς.

Η ανθοφορία της κουμαριάς ξεκινάει στα μέσα Οκτωβρίου και διαρκεί συνήθως μέχρι τον Δεκέμβριο. Στις μέλισσες αρέσει να επισκέπτονται τα άνθη της κουμαριάς, Μάλιστα αυτά δεν επηρεάζονται από τις καιρικές μεταβολές, όπως είναι η βροχή και οι άνεμοι λόγω του σχήματος τους που είναι καμπανοειδές. Αυτό είναι πολύ σημαντικό για ένα φυτό που ανθίζει στο τέλος του φθινοπώρου.

Ο μόνος παράγοντας που μπορεί να αποτρέψει τις μέλισσες απ’ το να συλλέξουν το νέκταρ της κουμαριάς, είναι το κρύο… Αν η θερμοκρασία πέσει κάτω απ’ τους 13-14ºC δεν θα το συλλέξουν. Το μέλι που προκύπτει από την κουμαριά έχει σκουροχάλκινο χρώμα με γκριζωπές αποχρώσεις και άρωμα μέτριο έως δυνατό. Κρυσταλλώνει αμέσως, λόγω της εποχής. Ουσιαστικά λίγες μέρες μετά τη συλλογή. Είναι σύνηθες άλλωστε να κρυσταλλώνει και πάνω στα πλαίσια, γεγονός που κάνει αδύνατη τη συγκομιδή.

Αφού κρυσταλλώσει αποκτά μια βουτυρένια υφή. Έχει υπόπικρη, πολύ ιδιαίτερη γεύση που το κάνει να ξεχωρίζει απ’ όλα τα άλλα μέλια. Ότι άλλο μέλι (π.χ. ρείκι) κι αν έχουν συλλέξει οι μέλισσες πριν, αν μπει κουμαριά μέσα στην κυψέλη θα το καλύψει σε τέτοιο βαθμό που είναι αδύνατη η αναγνώρισή του με οργανοληπτικό έλεγχο.

Προσωπικά θεωρώ το μέλι της κουμαριάς γκουρμέ. Φυσικά δεν είναι για όλους. Υπάρχουν όμως κάποιοι συνδυασμοί στους οποίους η πικρή γεύση της κουμαριάς δε συγκρίνεται με άλλα μέλια. Για παράδειγμα αφού κρυσταλλώσει και πάρει αυτή τη βουτυρένια υφή, στο γιαούρτι μαζί με γύρη, σκέτο με βρώμη, αλλά και στο τσάι.

Παλαιότερα αρκετοί μελισσοκόμοι (θα τολμήσω να πω ακόμα και σήμερα…) δεν το συνέλεγαν γιατί ο κόσμος δεν το προτιμούσε. Επίσης παρουσιάζει μια επικινδυνότητα για τις μέλισσες και άλλοι πάλι μετέφεραν τα μελίσσια όταν άνθιζε η κουμαριά. Επειδή ανθίζει στο μεταίχμιο του ξεχειμωνιάσματος και σε περίπτωση που η θερμοκρασία πέσει απότομα, οι μέλισσες σταματούν τη συλλογή. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μείνει ασφράγιστο (ανώριμο) μέλι στις κηρήθρες. Υπάρχει λοιπόν πιθανότητα αυτό το νέκταρ ουσιαστικά να υποστεί ζύμωση και να ξινίσει, προκαλώντας προβλήματα στις μέλισσες μέσα στο χειμώνα.

Έτσι προτείνεται κατά την προετοιμασία του ξεχειμωνιάσματος να αφαιρούνται τα πλαίσια με το ανοιχτό μέλι και να παραμένουν μόνο τα σφραγισμένα. Τα σφραγισμένα με κουμαριά μέλια θα αποτελέσουν εξαιρετική τροφή για το χειμώνα και θα λειτουργήσουν διεγερτικά για την βασίλισσα στις αρχές τις άνοιξης. Τα ασφράγιστα μέλια μπορούν να τρυγηθούν, να αποθηκευτούν στην κατάψυξη και αφού αναμιχθούν με νερό να χρησιμοποιηθούν την άνοιξη ως διεγερτικό για τα μελίσσια.

Κουμαρόμελο πριν και αφού έχει κρυσταλλώσει.

Αντίστοιχα αν ο καιρός το επιτρέψει και επιτευχθεί τρύγος κουμαρόμελου, τα ανοιχτά μέλια πρέπει να τρυγηθούν ξεχωριστά ώστε να μην υπάρξει κίνδυνος να υποστεί ζύμωση το μέλι στο βαζάκι. Η υπόπικρη γεύση του, στην οποία οφείλει και την διεθνή ονομασία του ως “bitter honey” αποδίδεται στο γλυκοζίδιο αρβουτίνη. Το μέλι κουμαριάς εμφανίζει υψηλή περιεκτικότητα σε φαινόλες και έντονη αντιοξειδωτική δράση η οποία έχει αποδοθεί στις υψηλές συγκεντρώσεις 2,5-υδροξυφαινυλαοξικό οξύ (homogentisic acid).

Δενδρολίβανο: ένα σπουδαίο μελισσοκομικό φυτό.

Το δενδρολίβανο (αρχ. ελλ. ἀπόσπληνος), γνωστό και ως αρισμαρί, στην Κύπρο, αλλά και ροσμαρίνι, δυοσμαρίνι, αρισμαρές, λιβανόδενδρο, λασμάρι κ.α., είναι ένας αρωματικός, αειθαλής θάμνος ο οποίος ανήκει στο γένος Ροσμαρίνος και στην οικογένεια των Χειλανθών.

Η λατινική ονομασία του φυτού Rosmarinus σημαίνει δροσιά της θάλασσας και είναι σύνθετη από τις λέξεις ros (δροσιά) και marinus (θαλάσσιος), γιατί πιστευόταν ότι το φυτό μπορεί να αναπτυχθεί χωρίς πότισμα, αρκούμενο μόνο στην υγρασία που έρχεται από τη θάλασσα. Περιέχει τανίνη και αιθέριο έλαιο, το οποίο εξάγεται με απόσταξη κυρίως από τις κορυφές των ανθοφόρων βλαστών.

Είναι πυκνόφυλλος και πολύκλαδος θάμνος με ύψος που δε ξεπερνά τα 2 μέτρα. Τα φύλλα του είναι δερματώδη, μικρά , γραμμοειδή έχουν έντονο ευχάριστο άρωμα που θυμίζει αυτό του τσαγιού και μοιάζουν με πευκοβελόνες. Τα άνθη βρίσκονται κατά ομάδες και βγαίνουν στις μασχάλες των φύλλων. Το χρώμα τους είναι μοβ, κυανόλευκο ή και λευκό. Δεν έχει ιδιαίτερη ανάγκη από πότισμα και μπορεί να φυτρώσει και σε βραχώδεις ορεινές περιοχές. Οι τρυφεροί βλαστοί και τα φύλλα του δενδρολίβανου χρησιμοποιούνται ως αρωματικό σε πολλά φαγητά. Στα ψητά δίνει μία ιδιαίτερη γεύση η οποία είναι ελαφρώς πικρή και λίγο καυτερή.

Θεωρείται σπουδαίο μελισσοκομικό φυτό και οι λόγοι γι αυτό είναι αρκετοί. Έχει πολύ μεγάλης διάρκειας ανθοφορία, η οποία παρουσιάζει δύο μεγάλες κορυφώσεις, μία το φθινόπωρο, κατά τους μήνες Οκτώβρη και Νοέμβρη, αλλά και μία στην καρδιά της άνοιξης, τον Απρίλιο. Τα άνθη του προτιμώνται ιδιαίτερα από τις μέλισσες και γίνονται πηγή για την παραγωγή μελιού. Αυτό όμως που κάνει ακόμα πιο σπουδαία την ανθοφορία του είναι το γεγονός ότι παραμένει ανθισμένο καθ ‘όλη τη διάρκεια του χειμώνα, σε μια περίοδο που οι μέλισσες δεν έχουν άλλες επιλογές τροφής.

Το δενδρολίβανο παρουσιάζει μεγάλη ανθεκτικότητα στις δυσμενείς καιρικές συνθήκες του χειμώνα, ενώ τα άνθη του δεν επηρεάζονται από τους ανέμους ή τις χαμηλές θερμοκρασίες. Ακόμη και το χιόνι και οι βροχές αλλά και ο παγετός ελάχιστα το επηρεάζουν καθώς όταν βγει και πάλι ο ήλιος προσφέρει απλόχερα τη γύρη του. Γι αυτό που είναι γνωστό όμως είναι κυρίως για το πλούσιο νέκταρ του, το οποίο δίνει ένα χρυσοκίτρινο εκλεκτό μέλι με χαρακτηριστικό άρωμα.

Για τους μελισσοκόμους που διατηρούν σταθερά μελισσοκομεία αλλά και στα μελισσοκομεία που χρησιμοποιούνται για το ξεχειμώνιασμα, το δεντρολίβανο αποτελεί μια απ’ τις πρώτες επιλογές φύτευσης. Εκτός όλων των παραπάνω, είναι γενικά χαμηλός θάμνος, και αυτό δίνει τη δυνατότητα να δημιουργηθούν μελισσοκομεία με έντονη ηλιοφάνεια, παράγοντας πολύ σημαντικός στο ξεχειμώνιασμα.

με στοιχεία από Wikipedia

Η καστανιά

Η καστανιά (Castanea sativa) είναι ένα αιωνόβιο φυλλοβόλο δέντρο, ιθαγενές των εύκρατων περιοχών του βορείου ημισφαιρίου, που φτάνει μέχρι τα 30-35 μέτρα ενώ ζει έως και 500 χρόνια. Ο καρπός της, το κάστανο, βρίσκεται μέσα σε ένα ξυλώδες περίβλημα που έχει αγκάθια εξωτερικά και ανοίγει όταν οι καρποί ωριμάσουν. Κατά το μεσαίωνα αποτελούσε την τροφή των φτωχών.

Τα φύλλα της είναι χαρακτηριστικά, λογχοειδή, πριονωτά. Ευδοκιμεί στα ορεινά σε υψόμετρο πάνω από 250 και έως 800 μέτρα. Στην Ελλάδα καλλιεργείται σε αρκετές περιοχές ενώ θα την συναντήσει κανείς και σε άγρια μορφή. Η ανθοφορία της ξεκινά τον Ιούνιο και διαρκεί 15-20 μέρες αν ο καιρός το επιτρέψει καθώς είναι αρκετά ευαίσθητη στις βροχές. Τα άνθη της γονιμοποιούνται κυρίως απ’ τον άνεμο, αλλά τα έντομα επικονιαστές βοηθούν αρκετά.

Από μελισσοκομικής άποψης θεωρείται ένα απ’ τα σπουδαιότερα μελισσοκομικά φυτά. Κι αυτό γιατί η γύρη της, η οποία είναι κίτρινου χρώματος, είναι μια απ’ τις καλύτερες ποιοτικά. Οι μικρές παραφυάδες που θα βρεθούν σε καστανοδάση κατά την περίοδο της ανθοφορίας της, επωφελούνται απ’ την άφθονη και θρεπτικότατη αυτή γύρη και αναπτύσσονται ραγδαία, ενώ και οι βασίλισσες που παράγονται αυτή την περίοδο είναι πολύ παραγωγικές, μιας και ο βασιλικός πολτός με τον οποίο ταΐζονται είναι ανώτερος λόγω της παρουσίας των γυρεόκοκκων της καστανιάς.

Τα αποθέματα, σε γύρη, που συλλέγουν τα μελίσσια είναι τόσα πολλά που διαρκούν μέχρι και τον Σεπτέμβριο. Έτσι η ανθοφορία της καστανιάς είναι ιδανική για τους μελισσοκόμους που θα επιλέξουν να πάνε εκείνη την εποχή στο πεύκο, όπου οι γύρες είναι δυσεύρετες.

Εκτός από γύρη, η καστανιά δίνει και νέκταρ, ειδικά αν προηγηθούν οι απαραίτητες βροχές. Το μέλι που προκύπτει είναι σκουρόχρωμο, συχνά κοκκινωπό, με χαρακτηριστικό έντονο άρωμα και υπόπικρη γεύση λόγω της υψηλής περιεκτικότητας σε γυρεόκοκκους. Λένε πως το μέλι που συλλέγεται απ’ τις άγριες καστανιές έχει μια ελαφρώς πιο πικρή επίγευση σε σχέση με τις καλλιεργούμενες.

Συνήθως δίδει και μελίτωμα κατά την ανθοφορία ή αμέσως μετά, τον Ιούλιο, από την αφίδα Myzocallis castanicola, αλλά αυτό συμβαίνει μόνο σε δάση με άγριες καστανιές καθώς στις ήμερες τα ραντίσματα δεν αφήνουν τις αφίδες να επιβιώσουν. Έτσι το μέλι της καστανιάς παρουσιάζει διαφοροποιήσεις στο χρώμα, από καφετί μέχρι βαθύ σκούρο ανάλογα απ’ το αν προέρχεται από νέκταρ, μελίτωμα ή συνδυασμό αυτών.

πηγές από: Μελισσοκομικά Φυτά (Αθανάσιου Πλακούτση), melissomania.gr , wikipedia

Δορύκνιον το ποώδες (Αυγουστόχορτο, Μελιγγάρι)

Γνωστό και ως Μελιγγάρι, Μελικάρι, Αυγουστόχορτο, Τούφα, Γιδοτρίφυλλο, το φυτό αυτό είναι ένα αειθαλές πολυετές βότανο που φτάνει μέχρι τα 40 εκατοστά. Συναντάται σχεδόν σε όλη την Ελλάδα σε λιβάδια, δάση, όχθες ποταμών μέχρι και σε αρκετά μεγάλα υψόμετρα.

Τα φύλλα του είναι τρίφυλλα, χνουδωτά και άμισχα, ενώ έχουν ασαφείς θέσεις. Τα άνθη του είναι λευκά με ροζ αποχρώσεις, αρκετά μικρά (3-5 mm). Ενώ δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι τα φυτά του γένους αυτού είναι δηλητηριώδη, λέγεται ότι στις λόγχες που χρησιμοποιούνταν στη μάχη εφάρμοζαν ένα δηλητηριώδες επίχρισμα από αυτό το φυτό. Από εκεί έχει πάρει και το όνομά του άλλωστε «Δορύκνιον» που σημαίνει «δόρυ» και «κνείον» που σημαίνει επίχρισμα.

Η ανθοφορία του ξεκινάει τον Μάιο και κρατάει μέχρι τον Ιούνιο. Σε μεγάλα υψόμετρα μπορεί να φτάσει μέχρι και τον Αύγουστο. Δίνει άφθονο νέκταρ και λίγη γύρη χρώματος μπεζ. Είναι αρκετά ελκυστικό για τις μέλισσες και βοηθάει αρκετά τους μελισσοκόμους που έχουν μελίσσια στα ορεινά όταν διακόπτεται η μελιτοφορία του ελάτου. Εμείς το συναντήσαμε στην ορεινή Πίνδο, στα Τζουμέρκα σε υψόμετρο 800 περίπου μέτρων, τον Ιούνιο.

Έχει φαρμακευτικές ιδιότητες καθώς και αντιοξειδωτική δράση.

 

Ανθυλλίς η ερμάνειος (αλογοθύμαρο, σουρούπα)

Στους πρόποδες της Πίνδου, στα πετρώδη εδάφη των γκρεμών, συναντά κανείς την περίοδο του Μαΐου – Ιουνίου έναν χαμηλό θάμνο με έντονα κίτρινα άνθη που λατρεύουν οι μέλισσες. Το φυτό Anthyllis hermanniae γνωστό και ως αλογοθύμαρο, σουρούπα, σμυρνιά, καλοκαιρινό ρείκι, αγριοφρυγανιά, κοκκωνόχορτο κ.α. είναι κοινό σε όλη την Ελλάδα, σε άγονους ημιορεινούς αλλά και πεδινούς τόπους.

Θα το συναντήσει κανείς στους πρόποδες των βουνών κοντά στα ρείκια αλλά και στις πλαγιές των νησιών πλάι στα θυμάρια. Είναι ένα είδος που βόσκεται από φυτοφάγα ζώα, αρκετά ανθεκτικό στις καιρικές συνθήκες. Το ύψος του φτάνει το ένα μέτρο και αν προηγηθούν βροχές η ανθοφορία του είναι έντονη και μπορεί να φτάσει και τον ένα μήνα.

Θεωρείται σπουδαίο μελισσοκομικό φυτό καθώς δίνει άφθονο και εκλεκτό νέκταρ απ’ το οποίο προκύπτει ένα ανοιχτόχρωμο κίτρινο μέλι με υπέροχο άρωμα. Δίνει και γύρη χρώματος μπεζ βοηθώντας τα μελίσσια να αναπτυχθούν πριν τη μελιτοφορία της ελάτης και του θυμαριού. Προκαλεί την τάση στις μέλισσες να χτίσουν νέες κηρήθρες, οι οποίες μάλιστα αποκτούν ένα έντονο κίτρινο χρώμα. Τα άνθη του προσελκύουν και άλλα έντομα όπως βομβίνους και πεταλούδες.

Μετά την ανθοφορία γίνεται ξυλώδες με αποτέλεσμα να είναι εξαιρετικά ανθεκτικό στο ξηροθερμικό κλίμα του καλοκαιριού αλλά και στους ανέμους.

Η Λεμονιά

Γενικά τα εσπεριδοειδή θεωρούνται ως τα ελκυστικότερα μελισσοκομικά φυτά. Οι μέλισσες τρελαίνονται να συλλέγουν το νέκταρ τους ενώ την περίοδο της ανθοφορίας τους η ανάπτυξη των μελισσιών είναι ραγδαία. Ίσως σε κανένα άλλο φυτό δεν συμβαίνει με αυτούς τους ρυθμούς. Μπορεί στην Ελλάδα να μην υπάρχουν μεγάλες εκτάσεις με λεμονιές, όπως για παράδειγμα με πορτοκαλεώνες η με μανταρινιές, όμως σχεδόν κάθε σπίτι και κτήμα στην επαρχία έχει τουλάχιστον μία λεμονιά για να καλύπτει τις ανάγκες του.

Η λεμονιά είναι και αυτή εξαιρετικά ελκυστική για τις μέλισσες. Μπορεί να φτάσει και τα 6 μέτρα αλλά συνήθως είναι γύρω στα 4. Πρόσφατα συναντάται και σε μίνι ποικιλίες σε γλάστρες και μπαλκόνια. Ανθίζει το Απρίλιο-Μάιο και τα μπουμπούκια της έχουν ένα χαρακτηριστικό λευκοϊώδες χρώμα που τα κάνει να ξεχωρίζουν απ’ των υπόλοιπων εσπεριδοειδών.

Συνάμα είναι και μεγαλύτερα. Έχουν πέντε λευκά πέταλα εσωτερικά και λευκοϊώδη εξωτερικά. Έχουν πολυάριθμους στήμονες με κιτρινωπούς ανθήρες. Η ανθοφορία της διαρκεί 2 με 3 εβδομάδες, υπάρχουν όμως και ποικιλίες πολύφορες που καρποφορούν και ανθίζουν καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Δίνει γύρη χρώματος καφεπορτοκαλί.

Είναι εξαιρετικά ευαίσθητη στον παγετό και γι αυτό ενώ η τιμή του λεμονιού είναι πολύ υψηλή πολλοί διστάζουν να την καλλιεργήσουν. Κατά τους καλοκαιρινούς μήνες χρειάζεται συχνό πότισμα, ενώ για να δώσει μέλι κατά την περίοδο της ανθοφορίας πρέπει να έχουν προηγηθεί βροχές ώστε να «ανεβάσει» χυμούς το δέντρο. Κατά την ανθοφορία οι ιδανικές συνθήκες είναι ζέστη και υψηλή υγρασία.

Τα άνθη της είναι σχετικά ευαίσθητα στη βροχή και έτσι αν βρέξει κατά τη διάρκεια της ανθοφορίας για 3-4 μέρες, αυτά πέφτουν. Επίσης ο δυνατός άνεμος ξηραίνει το νέκταρ και οι μέλισσες δεν συλλέγουν. Το μέλι της λεμονιάς όπως και των εσπεριδοειδών είναι ανοιχτόχρωμο, πολύ αρωματικό και λεπτόρευστο. Θεωρείται εξαιρετικής ποιότητας, αν και στην Ελλάδα δεν το έχουμε σε μεγάλη υπόληψη.

Ο Αρκουδόβατος

Το φθινόπωρο είχε μπει για τα καλά και εμείς ανεβαίναμε στα μελίσσια για την πρώτη επιθεώρηση στα ρείκια, όταν στη διαδρομή αντιληφθήκαμε ένα μεθυστικό, δυνατό άρωμα να αναδύεται απ’ το δάσος. Αυτά τα πράγματα δεν είναι τα αφήνεις έτσι. Το φορτηγό, κόντευε τα 25 πια και πάσχιζε στην ανηφόρα. Όταν σταθμεύσαμε στην άκρη του μικρού αλλά ολάνθιστου απ’ τις ακονιζιές δρόμου, έσβησε βγάζοντας έναν ήχο ανακούφισης.

ar1

Κοντοσταθήκαμε όπως πάντα για λίγο να θαυμάσουμε τη λίμνη του Πουρναρίου, αλλά αυτή η υπέροχη μυρωδιά μας προκαλούσε να την ανακαλύψουμε. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη και ακούγονταν οι μέλισσες να δουλεύουν. Καθώς ψάχναμε το βουητό μεγάλωνε ώσπου αντικρίσαμε αυτό το αναρριχώμενο φυτό, που δείχνει τόσο επεκτατικό που φαντάζομαι ότι οι ντόπιοι θα το μισούν. Το άρωμά του ήταν πράγματι εντυπωσιακό από κοντά, ενώ οι μέλισσες εργάζονταν εντατικά στα μικρά του άνθη.

ar2

Τα φύλλα του είναι χαρακτηριστικά δερματώδη, σε σχήμα καρδιάς και τα λευκά ρόδινα άνθη του πολύ μικρά. Αναρριχάται και πιάνεται με έλικες που έχει κάτω απ’ τους μίσχους και πλέκεται τόσο πυκνά που μπορεί να σκοτώσει και δέντρο. Είναι γεμάτο με αγκάθια και έτσι το να απαλλαγείς από το φυτό είναι ένα δύσκολο εγχείρημα. Ακριβώς αυτό όμως το κάνει ιδανικό καταφύγιο για μικρόσωμα ζώα που θέλουν να προστατευτούν από θηρευτές.

ar4

Ανθίζει, ανάλογα το υψόμετρο, από τα μέσα Αυγούστου ως και τα μέσα Νοεμβρίου και δίνει κυρίως γύρη αλλά και νέκταρ. Θα το συναντήσει κανείς μέχρι και στα 1200 μέτρα. Η γύρη του είναι πάρα πολύ σημαντική. Αρκεί για να προετοιμάσει παραφυάδες για το ξεχειμώνιασμα αλλά και να ανασυγκροτήσει ταλαιπωρημένα μελίσσια στο πεύκο. Ο αρκουδόβατος (Smilax aspera) συνυπάρχει με άλλα φυτά στον υπόροφο των πευκοδασών όπου η γύρη είναι υψίστης σημασίας και δυσεύρετη.

ar3

Έχει κόκκινους καρπούς οι οποίοι είναι μια καλή πηγή τροφής για τα πουλιά και συχνά καρποφορεί την ίδια περίοδο με την ανθοφορία. Από τη ρίζα του φτιάχνεται η σαρσαπαρίλλα και άλλες μπίρες, καθώς και τα φυτικά ροφήματα, όπως το δημοφιλές baba roots από την Τζαμάικα.

Με στοιχεία από: pyrgostrifylias

Ακονιζιά. Ένα σπουδαίο μελισσοκομικό φυτό του φθινοπώρου

Μόλις μπει το φθινόπωρο οι άκρες των δρόμων κιτρινίζουν και ένα υπέροχο άρωμα αναβλύζει. Αιτία ένα φυτό που οι μελισσοκόμοι (και ίσως μόνο αυτοί) λατρεύουν και εκτιμούν ιδιαίτερα.

ako1Ακονιζιά στις πλαγιές γύρω από τη λίμνη Πουρναρίου.

Η ακονιζιά, γνωστή και ως αψηφιά, ψίλιθρο, κόνυζα, ψιλόχορτο, ψιλίστρα έχει την επιστημονική ονομασία Διτριχία η ιξώδης (Dittrichia viscosa) προς τιμήν του Γερμανού Βοτανολόγου Manfred Dittrich. Θεωρείται φυτό πολύ μεγάλης μελισσοκομικής σημασίας όχι τόσο για το μέλι του αλλά για την γύρη που δίνει στα μελίσσια από τον Αύγουστο μέχρι και τις αρχές Νοεμβρίου. Σε μια εποχή που η γύρη σπανίζει, η ακονιζιά βοηθά στην εκτροφή του γόνου και την ανανέωση του πληθυσμού των μελισσιών πριν το ξεχειμώνιασμα. Η ανθοφορία της παρουσιάζει μεγάλη σταθερότητα. Η ένταση της επισκεψιμότητας των ανθέων είναι μέτρια προς μεγάλη, δίνει άφθονη γύρη χρώματος κιτρινο-πορτοκαλί και λίγο μέλι το οποίο έχει υποκίτρινο χρώμα.

ako2Μέλισσα συλλέγει σε άνθος ακονιζιάς στην Πίνδο.

Επίσης λέγεται ότι δρα στην καταπολέμηση της βαρρόα. Παλαιότερα μάλιστα την βάζανε στις φωλιές των κλωσσών για να μην πιάνουν ψείρες. Αιτία η ισχυρή μυρωδιά καμφοράς που έχει. Πολλοί μελισσοκόμοι την τοποθετούν χλωρή πάνω στους κηρηθροφορείς η βάζουν μικρά κλαράκια στην είσοδο της κυψέλης ώστε καθώς εισέρχονται οι μέλισσες να τρίβονται και να καθαρίζονται. Αφού ξεραθεί το καίνε στο καπνιστήρι. Μπορεί να περιορίζει τη βαρρόα με βιολογικό τρόπο σε ποσοστό 10-15%.

7Ένας τυπικός ορεινός δρόμος το φθινόπωρο. Ακονιζιές στις άκρες και ρείκια από πάνω.

Η ακονιζιά είναι ιθαγενές φυτό που απαντάται στην ευρύτερη Μεσόγειο σε ξηρές όχθες ποταμών ,σε εγκαταλελειμμένα αγροτεμάχια, στις άκρες των δρόμων μέχρι και 1500 μέτρα υψόμετρο. Την συναντάς ακόμα και στα πιο άγονα και ξηρά εδάφη. Προτιμά γυμνά εδάφη και άκρες δρόμων. Είναι πολυετής πόα  με πράσινα κολλώδη φύλλα και κίτρινες ταξιανθίες, φθάνει τα 60-100εκ ύψος. Είναι πολύ ανθεκτικό φυτό σε ακραίες κλιματικές συνθήκες. Αντέχει στον παγετό (-30° C), στην ξηρασία και στον ήλιο. Παρά το φρέσκο πράσινο χρώμα των φύλλων της και το ελκυστικό των λουλουδιών της, η ακονιζιά ‘’κολλάει’’ στα χέρια εάν την πιάσεις  και μυρίζει πολύ έντονα.

ako3Μέλισσα συλλέγει γύρη ακονιζιάς.

Τον χειμώνα το πάνω μέρος του φυτού «οι μίσχοι» ξηραίνονται. Πολλαπλασιάζετε με σπόρους που παρασύρονται από τον αέρα και δεν προσβάλλετε από ασθένειες. Προσφέρει τροφή σε πλήθος εντόμων και πουλιών. Σε πολλές Αραβικές χώρες την καλλιεργούν ενώ έχει μελετηθεί για το πλήθος των φαρμακευτικών ιδιοτήτων που παρουσιάζει. Χαρακτηρίζεται από υψηλή βιολογική δραστηριότητα όσον αφορά τους μύκητες και τα βακτήρια. Στο Ισραήλ παρασκευάζεται με συμπίεση των φύλλων της, ειδικό βάμμα, που αντικαθιστά το ιώδιο.
πηγές: beeclubpellas

Ζίννια, ένα σπουδαίο καλλωπιστικό φυτό για όλους τους επικονιαστές.

Οι ζίννιες (Zinnia elegans) είναι ετήσια ποώδη καλλωπιστικά φυτά, που ανθίζουν από το Μάιο μέχρι τα μέσα του φθινοπώρου. Η καταγωγή του φυτού είναι από την Κεντρική Αμερική και πιο συγκεκριμένα από το Μεξικό.

img1

Οι ζίννιες είναι φυτά υψηλής καλλωπιστικής αξίας καθώς φυτεύοντας τα, κυρίως ομαδικά, δημιουργούν όμορφες χρωματικές συνθέσεις στον κήπο, με βασική όμως προϋπόθεση να βρίσκονται στο κατάλληλο σημείο και να δέχονται τις σωστές φροντίδες. Παρουσιάζουν εξαιρετική αντοχή στις υψηλές θερμοκρασίες, αλλά δεν αντιδρούν καλά στην ξηρασία. Γενικά, επιθυμούν τα ηλιόλουστα σημεία και είναι ευαίσθητα στις χαμηλές θερμοκρασίες και στους ανέμους.

Τα άνθη της ζίννιας προσελκύουν πάρα πολλές πεταλούδες αλλά και μέλισσες. Τα φωτεινά χρώματα τους, τους τραβούν την προσοχή. Παρέχουν γύρη και νέκταρ. Ο εντομολόγος Chip Taylor από το Πανεπιστήμιο του Κάνσας προτείνει τη φύτευση ζίννιας στους κήπους για να δημιουργήσουμε “σταθμούς τροφής” κατά μήκος της διαδρομής μετανάστευσης των πεταλούδων. Σε αυτούς τους “σταθμούς” οι πεταλούδες μπορούν να πάρουν το νέκταρ που χρειάζονται για το μακρύ ταξίδι τους.

img2

Η μεγάλη διάρκεια άνθησης, η πλούσια ανθοφορία και ο μεγάλος αριθμός ποικιλιών που έχουν δημιουργηθεί καθιστά το φυτό αυτό ιδανικό για παρτέρια, ζαρντινιέρες και ανθώνες φυτεμένα μόνα τους ή σε συνδυασμό με άλλα ποώδη. Τα οφέλη για τον κήπο σας δεν θα είναι μόνο καλλωπιστικά… Θα εντυπωσιαστείτε από τα είδη των πεταλούδων που θα δείτε να προσελκύουν!