Φράξος ή μελιά (Φράξινος ο όρνος)

Ο φράξος, γνωστός και ως μελιά ή μελιάδι (Fraxinus ornus), είναι δασικό είδος. Πρόκειται για φυλλοβόλο δέντρο που φτάνει τα 10 μέτρα ύψος και ζει σε δάση μέσου υψομέτρου. 

Είναι είδος ιθαγενές στη νότια Ευρώπη και τη νοτιοδυτική Ασία. Συναντάται σε Ισπανία, Ιταλία, Αυστρία, Τσεχία, Βαλκανική χερσόνησο, Τουρκία, Συρία, Λίβανο, Αρμενία και φυσικά στην Ελλάδα. Έχει γρήγορη ανάπτυξη και φλοιό με τεφρομελανό, ρογμώδη, ξύλο σκληρό και βαρύ. Πλούσιο φύλλωμα με φύλλα πτεροσχιδή περιττόληκτα, με μακρύ μίσχο, με 5-9 φυλλάρια ελλειπτικού σχήματος και μήκους 5-9 εκ. Τα άνθη του είναι μικρά λευκά με λεπτό χαρακτηριστικό άρωμα, τα οποία βγαίνουν σε μπουκέτα κατά πυκνές επάκριες φόβες, συγχρόνως με τα φύλλα. Είναι ερμαφρόδιτα και έχουν τετράλοβο κάλυκα, στεφάνη με 4 μικρά γραμμοειδή πέταλα και 2 στήμονες με βραχέα νήματα.

Ανθίζει Απρίλιο- Μάιο και δίνει στις μέλισσες γύρη χρώματος ανοιχτού μουσταρδί και άφθονο νέκταρ. Η νεκταροέκκριση του φράξου αν και σύντομη είναι αρκετά έντονη. Τις άσχημες χρονιές, όταν μπαίνει ο Μάιος και οι μέλισσες δεν έχουν καταφέρει να σφραγίσουν τα μέλια απ’ τα ρείκια, δεν είναι λίγες οι φορές που ο φράξος σώζει την κατάσταση.

Από τον κορμό του βγαίνει ένα ζαχαρούχο εκχύλισμα, το οποίο κατά το μεσαίωνα ταυτίστηκε με το βιβλικό μάννα. Από εκεί έχει πάρει και την ονομασία του σε κάποιες χώρες όπως στην Ισπανία (fresno del maná) ή την Ιταλία (frassino da manna). Επίσης η μαννόζη, ένα σάκχαρο φυσικής προέλευσης, αλλά και η μαννιτόλη ένας τύπος αλκοόλης σακχάρου που χρησιμοποιείται ως γλυκαντικό και φάρμακο, οφείλουν το όνομά τους σ’ αυτό το εκχύλισμα.

Χαμοθρούμπι, ψευτορίγανη

Το χαμοθρούμπι (Thymus longicaulis), γνωστό και ως ψευτορίγανη, είναι ένα εξαιρετικά αρωματικό φυτό που αυτοφύεται σε ορεινά λιβάδια και βοσκές της Ηπειρωτικής Ελλάδας. Πρόκειται για πολυετή πόα, έρπουσα, η οποία απολύει παραφυάδες.

Ανήκει στο ίδιο είδος με το θυμάρι γι αυτό και μοιάζουν αρκετά και στην όψη αλλά και στο άρωμα. Η διαφορά είναι ότι τα φύλλα του είναι πλατύτερα και ανθίζει νωρίτερα, κατά τους μήνες Απρίλιο – Μάιο. Τα φύλλα του είναι μικρά, ακέραια. Τα κατώτερα γραμμοειδή και τα ανώτερα λογχοειδή. Τα άνθη του είναι ρόδινα, μικρά σε πυκνές κεφαλιόμορφες ταξιανθίες.

Ευδοκιμεί ιδιαίτερα σε ξηρές και πετρώδεις περιοχές, όπως στις πλαγιές γύρω απ’ τη λίμνη Πουρναρίου, όπου βρίσκονται τα μελίσσια αυτή την περίοδο. Στην αρχαία Ελλάδα το έβαζαν στο κρασί (θρυμβίτης οίνος) και ακόμα και σήμερα χρησιμοποιούν αφέψημα θρουμπιού για να ξεπλένουν τα βαρέλια πριν βάλουν το κρασί ώστε να σκοτώσουν τους παραμύκητες.

Από μελισσοκομικής άποψης δίνει γύρη χρώματος κρεμ αλλά σε μικρές ποσότητες, όπως και όλα τα είδη Thymus. Δίνει όμως νέκταρ εξαιρετικής ποιότητας και αρώματος, εφάμιλλο του θυμαριού. Ο χειμώνας με βροχοπτώσεις καθώς και ο υγρός και ζεστός καιρός κατά την ανθοφορία του επιμηκύνουν την ανθοφορία και την μελιτοπαραγωγή. Ακόμη και τις κακές χρονιές όπως την φετινή το χαμοθρούμπι θα δώσει παραγωγή.

Τα Μυρμήγκια του Μελιού

Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν συνδέσει το μέλι με τις μέλισσες. Η γνωστή μας μέλισσα (Apis mellifera) όμως δεν είναι το μόνο έντομο που φτιάχνει μέλι. Βομβίνοι, σφήκες, άκεντρες μέλισσες και πεταλούδες φτιάχνουν επίσης μέλι, όμως κανένα από αυτά τα έντομα δεν παρουσιάζει τόσο εντυπωσιακή συμπεριφορά όσο τα μυρμήγκια του μελιού.

Η άκεντρη μέλισσα (Melipona) που ζει στις τροπικές και υποτροπικές περιοχές της γης, παράγει ένα μέλι με μεγαλύτερη ρευστότητα και πιο αψιά γεύση από αυτά που έχουμε συνηθίσει. Βέβαια η παραγωγή είναι πολύ μικρότερη και η συγκομιδή πιο περίπλοκη, όμως η ζήτηση του μελιού της Melipona παρουσιάζει αυξανόμενη τάση, καθώς θεωρείται θεραπευτικό, ενώ και η γονιμοποίηση κάποιων ενδημικών φυτών γίνεται καλύτερα από αυτές τις μέλισσες.

Οι βομβίνοι φτιάχνουν και αυτοί μέλι, αν και σε πολύ μικρότερη κλίμακα, μιας και όλα τα μέλη της αποικίας χάνονται πριν το χειμώνα και διαχειμάζουν μόνο οι νέες συζευγμένες βασίλισσες. Έτσι δεν χρειάζεται να αποθηκεύουν μεγάλες ποσότητες. Επίσης διάφορα είδη σφηκών, ιδιαίτερα οι Μεξικανικές σφήκες μελιού (Brachygastra spp.) αποθηκεύουν νέκταρ στις φωλιές που φτιάχνουν από χαρτί.

Πολλά έντομα λοιπόν συλλέγουν και αποθηκεύουν νέκταρ ώστε να το χρησιμοποιήσουν αργότερα, ωστόσο τα μυρμήγκια Honeypot δεν αποθηκεύουν το νέκταρ στη φωλιά τους, αλλά κάνουν κάτι ακόμα πιο εντυπωσιακό. Κάποια μέλη της αποικίας μετατρέπονται σε ζωντανές αποθήκες τροφίμων. Αποθηκεύουν το νέκταρ στις κοιλιές τους, οι οποίες διογκώνονται τόσο πολύ που φτάνουν να γίνουν πολλές φορές μεγαλύτερες από το κανονικό τους μέγεθος και δρουν ουσιαστικά ως δεξαμενές τροφίμων για την αποικία.

Όταν οι κοιλιές τους γεμίσουν, κρέμονται ανάποδα, ακίνητα μέσα στις υπόγειες φωλιές τους. Άλλες εργάτριες τα φροντίζουν και τα καθαρίζουν και αντλούν νέκταρ όταν χρειαστούν για να τροφοδοτήσουν την υπόλοιπη αποικία. Όσο βρίσκονται σε αυτήν την κατάσταση, πρησμένα, δεν μπορούν να κινηθούν. Το μέγεθος της κοιλιάς τους μπορεί να φτάσει αυτό μιας ρόγας σταφυλιού.

Ορισμένα είδη αυτών των μυρμηγκιών ζουν σε εξαιρετικά καυτές ερήμους, ενώ άλλα σε δασικές εκτάσεις που είναι κάπως δροσερές αλλά εξακολουθούν να είναι πολύ ξηρές για μεγάλο χρονικό διάστημα. Για παράδειγμα, στο πολύ καλά μελετημένο Myrmecocystus mexicanus που ζει στους στους άγονους οικοτόπους της νοτιοδυτικής Αμερικής, έχει παρατηρηθεί ότι στείρες εργάτριες ενεργούν ως ζωντανές αποθήκες τροφίμων σε περιόδους έλλειψης τροφίμων.

Τα μυρμήγκια Honeypot όπως το είδος Melophorus bagoti αλλά και το Camponotus spp. είναι βρώσιμα έντομα και αποτελούν μέρος της διατροφής διαφόρων αυτόχθονων Αυστραλών, οι οποίοι ξύνουν με τα χέρια την επιφάνεια ώστε να εντοπίσουν τις κάθετες σήραγγες των φωλιών και να βρουν το νέκταρ. Τα μυρμήγκια αυτά δεν συλλέγουν μόνο νέκταρ από τα λουλούδια αλλά όπως και οι μέλισσες συλλέγουν και μελιτώματα που παράγονται από κοκκοειδή και αφίδες που παρασιτούν διάφορα φυτά.

Η μανταρινιά

Η σημαντικότερη ανθοφορία της άνοιξης είναι αυτή των εσπεριδοειδών. Είναι αυτή που θα διεγείρει περισσότερο τα μελίσσια ώστε να αναπτυχθούν και αρκετές φορές θα δώσει και ένα πολύ φίνο ανοιχτόχρωμο μέλι.

Είναι γνωστό ότι αν οι μέλισσες είχαν διαθέσιμες ταυτόχρονα όλες τις ανθοφορίες και μελιτοφορίες, εκεί που θα επέλεγαν να πάνε πρώτα θα ήταν τα εσπεριδοειδή. Στη χώρα μας καλλιεργούνταν κατά κύριο λόγο πορτοκαλιές, όμως τα τελευταία χρόνια και λόγω της πτώσης της τιμής του πορτοκαλιού, αρκετοί παραγωγοί στράφηκαν στις λεμονιές, στις μανταρινιές, αλλά και σε άλλα εσπεριδοειδή.

Η μανταρινιά είναι ένα δέντρο αρκετά ευαίσθητο στο ψύχος. Αναπτύσσεται σε ηλιόλουστες και προστατευμένες από τους δυνατούς ανέμους και τον παγετό θέσεις φύτευσης. Η ιστορία του φρούτου ανάγεται πριν από τρεις χιλιάδες χρόνια, στην Κίνα. Λέγεται ότι τα γευστικά φρούτα πήραν το όνομά τους από τους Μανδαρίνους, τους ανώτερους κρατικούς λειτουργούς της κινεζικής αυτοκρατορίας, εξαιτίας του χρώματος που είχαν οι στολές τους αλλά και γιατί αντάλλασσαν τα φρούτα αυτά ως δώρα.

Τα μανταρίνια Κλημεντίνες πήραν το όνομα τους από τον μοναχό Clement Rodier (1829 – 1904) που εντόπισε την συγκεκριμένη ποικιλία στην Αλγερία. Είναι συνήθως άσπορα, μικρού σχετικά μεγέθους. Είναι διαθέσιμα από τον Νοέμβριο έως τα τέλη Φεβρουαρίου με τις μεγαλύτερες ποσότητες τον Ιανουάριο. Είναι τα εσπεριδοειδή που προτιμούν τα παιδιά. Ο Ρώσος ναύαρχος Λογγίνος Χέιδεν φέρεται να έφερε πρώτος το μανταρίνι στη χώρα μας.

Το νέκταρ της μανταρινιάς, όπως και των υπόλοιπων εσπεριδοειδών, είναι ιδιαίτερα ελκυστικό για τις μέλισσες. Από αυτό το νέκταρ προκύπτει ένα ανοιχτόχρωμο κίτρινο, λεπτόρρευστο, εξαιρετικά αρωματικό μέλι, που κρυσταλλώνει σχετικά γρήγορα (1-3 μήνες). Φημίζεται για την αγχολυτική και καταπραϋντική του δράση. Είναι πλούσιο σε εσπερίνη, μία ιδιαίτερα αντιοξειδωτική ουσία, πολύ θρεπτικό και ιδιαίτερα πλούσιο σε ιχνοστοιχεία ενώ διαθέτει ιδιαίτερα καλά οργανοληπτικά συστατικά. Δίνει επίσης γύρη χρώματος καφεπορτοκαλί σε μικρές ποσότητες. Ανθίζει Απρίλιο – Μάιο.

Η μουσμουλιά

Η μουσμουλιά (επιστ. Εριοβοτρύα η ιαπωνική, Eriobotrya japonica) είναι δέντρο αειθαλές, ιθαγενές της Κίνας και Ιαπωνίας, που φτάνει τα 8 μέτρα. Γνωστή και ως μεσπιλέα (Πελοπόννησος), νεσπολιά ή νοσπολιά (Κέρκυρα), δεσπολιά (Κρήτη) και μεσπιλιά (Κύπρος) έχει μεγάλα δερματώδη, σκληρά πράσινα φύλλα.

Τα άνθη της είναι λευκοκίτρινα με χαρακτηριστική ευχάριστη οσμή πικραμύγδαλου. Η ανθοφορία της ξεκινάει το Νοέμβριο και διαρκεί μέχρι και τον Γενάρη ανάλογα με την περιοχή. Θεωρείται θαυμάσιο μελισσοκομικό φυτό, μιας και ανθίζει σε μια εποχή που δεν υπάρχουν πολλές επιλογές για τις μέλισσες. Οι τελευταίες έλκονται ιδιαίτερα απ’ τα άνθη της, όμως η εκμετάλλευση της εξαρτάται από τις θερμοκρασίες της εποχής.

Η μουσμουλιά δίνει και νέκταρ αλλά και γύρη, χρώματος ωχρόλευκου ή θαμπού μπεζ. Είναι πολύ ανθεκτική στη ζέστη αλλά και το κρύο, αντέχει μέχρι και – 12 βαθμούς. Πολλαπλασιάζεται εύκολα, ενώ έχει και γρήγορη ανάπτυξη. Στην Ελλάδα καλλιεργείται μαζί με άλλα δέντρα και σπανίως συστηματικά, όμως τα τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον για τη μουσμουλιά έχει αναζωπυρωθεί καθώς παράγει φρούτα (τα μούσμουλα) σε μια εποχή που υπάρχει έλλειμμα από φρέσκα φρούτα.

Τα μούσμουλα έχουν γλυκιά και πικάντικη γεύση. Τα καταναλώνουμε και ωμά και αποξηραμένα, ενώ μπορούμε να φτιάξουμε και νόστιμες μαρμελάδες αλλά και λικέρ. Η καρποφορία του δέντρου αρχίζει από τον 5ο – 6ο χρόνο. Πλήρη παραγωγή έχουμε μετά το 10ο και για περίπου 40 χρόνια.

Η ανθοφορία της κουμαριάς

Η κουμαριά (Arbutus Unedo) είναι ένας αειθαλής θάμνος που φύεται στην δυτική και νότια Ευρώπη και στη βόρειο Αφρική (εκτός από την Αίγυπτο και τη Λιβύη). Είναι απ’ τα ωραιότερα φυτά της ελληνικής χλωρίδας.

Ως σκληρόφυλλο φυτό μπορεί να επιβιώσει σε συνθήκες έντονης ηλιακής ακτινοβολίας και ξηρασίας και σε εδάφη μικρής γονιμότητας. Είναι ανθεκτική στις φωτιές και γι αυτό χρησιμοποιείται συχνά στην ανάπλαση δασικών εκτάσεων. Αναπτύσσεται σε όλη την Ελλάδα στην ζώνη των αείφυλλων – πλατύφυλλων, που εκτείνεται από υψόμετρο 100-200 μέχρι και 1.000 μέτρων.

Δεν ρίχνει ποτέ τα φύλλα της και μπορεί να φτάσει μέχρι τα 3 μέτρα. Ο καρπός της που είναι γνωστός ως κούμαρο, είναι δρύπη, σφαιρικός, σαρκώδης με μικρές κωνικές προεξοχές που τον κάνουν να μοιάζει σαν φράουλα. Το χρώμα του αρχικά είναι κίτρινο και όταν ωριμάσει γίνεται κόκκινο. Για την ωρίμανση του καρπού απαιτείται ένας περίπου χρόνος από την ανθοφορία, γι αυτό στα τέλη του φθινοπώρου συναντώνται επάνω στο φυτό συγχρόνως και άνθη και καρποί.

Τα κούμαρα αποτελούν καρπούς ιδιαίτερα σημαντικούς για την διατροφή των ζώων του δάσους, όπως των αρκούδων, των ελαφιών, των αγριόχοιρων και των πτηνών. Η κουμαριά είναι ένα απ’ τα φυτά στο οποίο θα δούμε ταυτόχρονα καρπούς και άνθη. Μάλιστα επειδή οι καρποί της ωριμάζουν για έναν χρόνο, θα δούμε συγχρόνως άνθη, άγουρους και ώριμους καρπούς.

Η ανθοφορία της κουμαριάς ξεκινάει στα μέσα Οκτωβρίου και διαρκεί συνήθως μέχρι τον Δεκέμβριο. Στις μέλισσες αρέσει να επισκέπτονται τα άνθη της κουμαριάς, Μάλιστα αυτά δεν επηρεάζονται από τις καιρικές μεταβολές, όπως είναι η βροχή και οι άνεμοι λόγω του σχήματος τους που είναι καμπανοειδές. Αυτό είναι πολύ σημαντικό για ένα φυτό που ανθίζει στο τέλος του φθινοπώρου.

Ο μόνος παράγοντας που μπορεί να αποτρέψει τις μέλισσες απ’ το να συλλέξουν το νέκταρ της κουμαριάς, είναι το κρύο… Αν η θερμοκρασία πέσει κάτω απ’ τους 13-14ºC δεν θα το συλλέξουν. Το μέλι που προκύπτει από την κουμαριά έχει σκουροχάλκινο χρώμα με γκριζωπές αποχρώσεις και άρωμα μέτριο έως δυνατό. Κρυσταλλώνει αμέσως, λόγω της εποχής. Ουσιαστικά λίγες μέρες μετά τη συλλογή. Είναι σύνηθες άλλωστε να κρυσταλλώνει και πάνω στα πλαίσια, γεγονός που κάνει αδύνατη τη συγκομιδή.

Αφού κρυσταλλώσει αποκτά μια βουτυρένια υφή. Έχει υπόπικρη, πολύ ιδιαίτερη γεύση που το κάνει να ξεχωρίζει απ’ όλα τα άλλα μέλια. Ότι άλλο μέλι (π.χ. ρείκι) κι αν έχουν συλλέξει οι μέλισσες πριν, αν μπει κουμαριά μέσα στην κυψέλη θα το καλύψει σε τέτοιο βαθμό που είναι αδύνατη η αναγνώρισή του με οργανοληπτικό έλεγχο.

Προσωπικά θεωρώ το μέλι της κουμαριάς γκουρμέ. Φυσικά δεν είναι για όλους. Υπάρχουν όμως κάποιοι συνδυασμοί στους οποίους η πικρή γεύση της κουμαριάς δε συγκρίνεται με άλλα μέλια. Για παράδειγμα αφού κρυσταλλώσει και πάρει αυτή τη βουτυρένια υφή, στο γιαούρτι μαζί με γύρη, σκέτο με βρώμη, αλλά και στο τσάι.

Παλαιότερα αρκετοί μελισσοκόμοι (θα τολμήσω να πω ακόμα και σήμερα…) δεν το συνέλεγαν γιατί ο κόσμος δεν το προτιμούσε. Επίσης παρουσιάζει μια επικινδυνότητα για τις μέλισσες και άλλοι πάλι μετέφεραν τα μελίσσια όταν άνθιζε η κουμαριά. Επειδή ανθίζει στο μεταίχμιο του ξεχειμωνιάσματος και σε περίπτωση που η θερμοκρασία πέσει απότομα, οι μέλισσες σταματούν τη συλλογή. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μείνει ασφράγιστο (ανώριμο) μέλι στις κηρήθρες. Υπάρχει λοιπόν πιθανότητα αυτό το νέκταρ ουσιαστικά να υποστεί ζύμωση και να ξινίσει, προκαλώντας προβλήματα στις μέλισσες μέσα στο χειμώνα.

Έτσι προτείνεται κατά την προετοιμασία του ξεχειμωνιάσματος να αφαιρούνται τα πλαίσια με το ανοιχτό μέλι και να παραμένουν μόνο τα σφραγισμένα. Τα σφραγισμένα με κουμαριά μέλια θα αποτελέσουν εξαιρετική τροφή για το χειμώνα και θα λειτουργήσουν διεγερτικά για την βασίλισσα στις αρχές τις άνοιξης. Τα ασφράγιστα μέλια μπορούν να τρυγηθούν, να αποθηκευτούν στην κατάψυξη και αφού αναμιχθούν με νερό να χρησιμοποιηθούν την άνοιξη ως διεγερτικό για τα μελίσσια.

Κουμαρόμελο πριν και αφού έχει κρυσταλλώσει.

Αντίστοιχα αν ο καιρός το επιτρέψει και επιτευχθεί τρύγος κουμαρόμελου, τα ανοιχτά μέλια πρέπει να τρυγηθούν ξεχωριστά ώστε να μην υπάρξει κίνδυνος να υποστεί ζύμωση το μέλι στο βαζάκι. Η υπόπικρη γεύση του, στην οποία οφείλει και την διεθνή ονομασία του ως “bitter honey” αποδίδεται στο γλυκοζίδιο αρβουτίνη. Το μέλι κουμαριάς εμφανίζει υψηλή περιεκτικότητα σε φαινόλες και έντονη αντιοξειδωτική δράση η οποία έχει αποδοθεί στις υψηλές συγκεντρώσεις 2,5-υδροξυφαινυλαοξικό οξύ (homogentisic acid).

Δενδρολίβανο: ένα σπουδαίο μελισσοκομικό φυτό.

Το δενδρολίβανο (αρχ. ελλ. ἀπόσπληνος), γνωστό και ως αρισμαρί, στην Κύπρο, αλλά και ροσμαρίνι, δυοσμαρίνι, αρισμαρές, λιβανόδενδρο, λασμάρι κ.α., είναι ένας αρωματικός, αειθαλής θάμνος ο οποίος ανήκει στο γένος Ροσμαρίνος και στην οικογένεια των Χειλανθών.

Η λατινική ονομασία του φυτού Rosmarinus σημαίνει δροσιά της θάλασσας και είναι σύνθετη από τις λέξεις ros (δροσιά) και marinus (θαλάσσιος), γιατί πιστευόταν ότι το φυτό μπορεί να αναπτυχθεί χωρίς πότισμα, αρκούμενο μόνο στην υγρασία που έρχεται από τη θάλασσα. Περιέχει τανίνη και αιθέριο έλαιο, το οποίο εξάγεται με απόσταξη κυρίως από τις κορυφές των ανθοφόρων βλαστών.

Είναι πυκνόφυλλος και πολύκλαδος θάμνος με ύψος που δε ξεπερνά τα 2 μέτρα. Τα φύλλα του είναι δερματώδη, μικρά , γραμμοειδή έχουν έντονο ευχάριστο άρωμα που θυμίζει αυτό του τσαγιού και μοιάζουν με πευκοβελόνες. Τα άνθη βρίσκονται κατά ομάδες και βγαίνουν στις μασχάλες των φύλλων. Το χρώμα τους είναι μοβ, κυανόλευκο ή και λευκό. Δεν έχει ιδιαίτερη ανάγκη από πότισμα και μπορεί να φυτρώσει και σε βραχώδεις ορεινές περιοχές. Οι τρυφεροί βλαστοί και τα φύλλα του δενδρολίβανου χρησιμοποιούνται ως αρωματικό σε πολλά φαγητά. Στα ψητά δίνει μία ιδιαίτερη γεύση η οποία είναι ελαφρώς πικρή και λίγο καυτερή.

Θεωρείται σπουδαίο μελισσοκομικό φυτό και οι λόγοι γι αυτό είναι αρκετοί. Έχει πολύ μεγάλης διάρκειας ανθοφορία, η οποία παρουσιάζει δύο μεγάλες κορυφώσεις, μία το φθινόπωρο, κατά τους μήνες Οκτώβρη και Νοέμβρη, αλλά και μία στην καρδιά της άνοιξης, τον Απρίλιο. Τα άνθη του προτιμώνται ιδιαίτερα από τις μέλισσες και γίνονται πηγή για την παραγωγή μελιού. Αυτό όμως που κάνει ακόμα πιο σπουδαία την ανθοφορία του είναι το γεγονός ότι παραμένει ανθισμένο καθ ‘όλη τη διάρκεια του χειμώνα, σε μια περίοδο που οι μέλισσες δεν έχουν άλλες επιλογές τροφής.

Το δενδρολίβανο παρουσιάζει μεγάλη ανθεκτικότητα στις δυσμενείς καιρικές συνθήκες του χειμώνα, ενώ τα άνθη του δεν επηρεάζονται από τους ανέμους ή τις χαμηλές θερμοκρασίες. Ακόμη και το χιόνι και οι βροχές αλλά και ο παγετός ελάχιστα το επηρεάζουν καθώς όταν βγει και πάλι ο ήλιος προσφέρει απλόχερα τη γύρη του. Γι αυτό που είναι γνωστό όμως είναι κυρίως για το πλούσιο νέκταρ του, το οποίο δίνει ένα χρυσοκίτρινο εκλεκτό μέλι με χαρακτηριστικό άρωμα.

Για τους μελισσοκόμους που διατηρούν σταθερά μελισσοκομεία αλλά και στα μελισσοκομεία που χρησιμοποιούνται για το ξεχειμώνιασμα, το δεντρολίβανο αποτελεί μια απ’ τις πρώτες επιλογές φύτευσης. Εκτός όλων των παραπάνω, είναι γενικά χαμηλός θάμνος, και αυτό δίνει τη δυνατότητα να δημιουργηθούν μελισσοκομεία με έντονη ηλιοφάνεια, παράγοντας πολύ σημαντικός στο ξεχειμώνιασμα.

με στοιχεία από Wikipedia

Η καστανιά

Η καστανιά (Castanea sativa) είναι ένα αιωνόβιο φυλλοβόλο δέντρο, ιθαγενές των εύκρατων περιοχών του βορείου ημισφαιρίου, που φτάνει μέχρι τα 30-35 μέτρα ενώ ζει έως και 500 χρόνια. Ο καρπός της, το κάστανο, βρίσκεται μέσα σε ένα ξυλώδες περίβλημα που έχει αγκάθια εξωτερικά και ανοίγει όταν οι καρποί ωριμάσουν. Κατά το μεσαίωνα αποτελούσε την τροφή των φτωχών.

Τα φύλλα της είναι χαρακτηριστικά, λογχοειδή, πριονωτά. Ευδοκιμεί στα ορεινά σε υψόμετρο πάνω από 250 και έως 800 μέτρα. Στην Ελλάδα καλλιεργείται σε αρκετές περιοχές ενώ θα την συναντήσει κανείς και σε άγρια μορφή. Η ανθοφορία της ξεκινά τον Ιούνιο και διαρκεί 15-20 μέρες αν ο καιρός το επιτρέψει καθώς είναι αρκετά ευαίσθητη στις βροχές. Τα άνθη της γονιμοποιούνται κυρίως απ’ τον άνεμο, αλλά τα έντομα επικονιαστές βοηθούν αρκετά.

Από μελισσοκομικής άποψης θεωρείται ένα απ’ τα σπουδαιότερα μελισσοκομικά φυτά. Κι αυτό γιατί η γύρη της, η οποία είναι κίτρινου χρώματος, είναι μια απ’ τις καλύτερες ποιοτικά. Οι μικρές παραφυάδες που θα βρεθούν σε καστανοδάση κατά την περίοδο της ανθοφορίας της, επωφελούνται απ’ την άφθονη και θρεπτικότατη αυτή γύρη και αναπτύσσονται ραγδαία, ενώ και οι βασίλισσες που παράγονται αυτή την περίοδο είναι πολύ παραγωγικές, μιας και ο βασιλικός πολτός με τον οποίο ταΐζονται είναι ανώτερος λόγω της παρουσίας των γυρεόκοκκων της καστανιάς.

Τα αποθέματα, σε γύρη, που συλλέγουν τα μελίσσια είναι τόσα πολλά που διαρκούν μέχρι και τον Σεπτέμβριο. Έτσι η ανθοφορία της καστανιάς είναι ιδανική για τους μελισσοκόμους που θα επιλέξουν να πάνε εκείνη την εποχή στο πεύκο, όπου οι γύρες είναι δυσεύρετες.

Εκτός από γύρη, η καστανιά δίνει και νέκταρ, ειδικά αν προηγηθούν οι απαραίτητες βροχές. Το μέλι που προκύπτει είναι σκουρόχρωμο, συχνά κοκκινωπό, με χαρακτηριστικό έντονο άρωμα και υπόπικρη γεύση λόγω της υψηλής περιεκτικότητας σε γυρεόκοκκους. Λένε πως το μέλι που συλλέγεται απ’ τις άγριες καστανιές έχει μια ελαφρώς πιο πικρή επίγευση σε σχέση με τις καλλιεργούμενες.

Συνήθως δίδει και μελίτωμα κατά την ανθοφορία ή αμέσως μετά, τον Ιούλιο, από την αφίδα Myzocallis castanicola, αλλά αυτό συμβαίνει μόνο σε δάση με άγριες καστανιές καθώς στις ήμερες τα ραντίσματα δεν αφήνουν τις αφίδες να επιβιώσουν. Έτσι το μέλι της καστανιάς παρουσιάζει διαφοροποιήσεις στο χρώμα, από καφετί μέχρι βαθύ σκούρο ανάλογα απ’ το αν προέρχεται από νέκταρ, μελίτωμα ή συνδυασμό αυτών.

πηγές από: Μελισσοκομικά Φυτά (Αθανάσιου Πλακούτση), melissomania.gr , wikipedia

Δορύκνιον το ποώδες (Αυγουστόχορτο, Μελιγγάρι)

Γνωστό και ως Μελιγγάρι, Μελικάρι, Αυγουστόχορτο, Τούφα, Γιδοτρίφυλλο, το φυτό αυτό είναι ένα αειθαλές πολυετές βότανο που φτάνει μέχρι τα 40 εκατοστά. Συναντάται σχεδόν σε όλη την Ελλάδα σε λιβάδια, δάση, όχθες ποταμών μέχρι και σε αρκετά μεγάλα υψόμετρα.

Τα φύλλα του είναι τρίφυλλα, χνουδωτά και άμισχα, ενώ έχουν ασαφείς θέσεις. Τα άνθη του είναι λευκά με ροζ αποχρώσεις, αρκετά μικρά (3-5 mm). Ενώ δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι τα φυτά του γένους αυτού είναι δηλητηριώδη, λέγεται ότι στις λόγχες που χρησιμοποιούνταν στη μάχη εφάρμοζαν ένα δηλητηριώδες επίχρισμα από αυτό το φυτό. Από εκεί έχει πάρει και το όνομά του άλλωστε «Δορύκνιον» που σημαίνει «δόρυ» και «κνείον» που σημαίνει επίχρισμα.

Η ανθοφορία του ξεκινάει τον Μάιο και κρατάει μέχρι τον Ιούνιο. Σε μεγάλα υψόμετρα μπορεί να φτάσει μέχρι και τον Αύγουστο. Δίνει άφθονο νέκταρ και λίγη γύρη χρώματος μπεζ. Είναι αρκετά ελκυστικό για τις μέλισσες και βοηθάει αρκετά τους μελισσοκόμους που έχουν μελίσσια στα ορεινά όταν διακόπτεται η μελιτοφορία του ελάτου. Εμείς το συναντήσαμε στην ορεινή Πίνδο, στα Τζουμέρκα σε υψόμετρο 800 περίπου μέτρων, τον Ιούνιο.

Έχει φαρμακευτικές ιδιότητες καθώς και αντιοξειδωτική δράση.

 

Ανθυλλίς η ερμάνειος (αλογοθύμαρο, σουρούπα)

Στους πρόποδες της Πίνδου, στα πετρώδη εδάφη των γκρεμών, συναντά κανείς την περίοδο του Μαΐου – Ιουνίου έναν χαμηλό θάμνο με έντονα κίτρινα άνθη που λατρεύουν οι μέλισσες. Το φυτό Anthyllis hermanniae γνωστό και ως αλογοθύμαρο, σουρούπα, σμυρνιά, καλοκαιρινό ρείκι, αγριοφρυγανιά, κοκκωνόχορτο κ.α. είναι κοινό σε όλη την Ελλάδα, σε άγονους ημιορεινούς αλλά και πεδινούς τόπους.

Θα το συναντήσει κανείς στους πρόποδες των βουνών κοντά στα ρείκια αλλά και στις πλαγιές των νησιών πλάι στα θυμάρια. Είναι ένα είδος που βόσκεται από φυτοφάγα ζώα, αρκετά ανθεκτικό στις καιρικές συνθήκες. Το ύψος του φτάνει το ένα μέτρο και αν προηγηθούν βροχές η ανθοφορία του είναι έντονη και μπορεί να φτάσει και τον ένα μήνα.

Θεωρείται σπουδαίο μελισσοκομικό φυτό καθώς δίνει άφθονο και εκλεκτό νέκταρ απ’ το οποίο προκύπτει ένα ανοιχτόχρωμο κίτρινο μέλι με υπέροχο άρωμα. Δίνει και γύρη χρώματος μπεζ βοηθώντας τα μελίσσια να αναπτυχθούν πριν τη μελιτοφορία της ελάτης και του θυμαριού. Προκαλεί την τάση στις μέλισσες να χτίσουν νέες κηρήθρες, οι οποίες μάλιστα αποκτούν ένα έντονο κίτρινο χρώμα. Τα άνθη του προσελκύουν και άλλα έντομα όπως βομβίνους και πεταλούδες.

Μετά την ανθοφορία γίνεται ξυλώδες με αποτέλεσμα να είναι εξαιρετικά ανθεκτικό στο ξηροθερμικό κλίμα του καλοκαιριού αλλά και στους ανέμους.