Ο πόλεμος και η κλιματική αλλαγή αναγκάζουν τις μέλισσες της Συρίας να φύγουν μακριά

Η μελισσοκομία στη βορειοδυτική Συρία, η οποία κάποτε γνώρισε σπουδαίες μέρες, αντιμετωπίζει προκλήσεις λόγω του πολέμου και των συνεπειών του, εν μέσω έλλειψης υποστήριξης.

Σύρος μελισσοκόμος στην επαρχία Ιντλίμπ φωτογραφημένος το Μάιο του 2022 από τον Omar haj kadour.

Ο Συριακός εμφύλιος πόλεμος που ξεκίνησε το 2011, έπειτα από την εξέγερση στα πλαίσια της Αραβικής Άνοιξης, είχε σαφή αντίκτυπο στη μελισσοκομία, τόσο στην παραγωγή όσο και στην εμπορία του μελιού, κυρίως στη βορειοδυτική Συρία, καθώς οι μελισσοκόμοι έχασαν σημαντικά βοσκοτόπια με την πάροδο των ετών.

Η σχετική ηρεμία που επικρατεί στην περιοχή σήμερα δίνει την ελπίδα στους μελισσοκόμους ότι θα αντισταθμίσουν τις απώλειες. Αν και η ύπαιθρος του Ιντλίμπ, του Χαλεπίου και του Αφρίν, που ελέγχεται πια από τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης έπειτα από την Τουρκική στρατιωτική εισβολή, είναι πλούσια σε λουλούδια και νέκταρ και οι κλιματικές συνθήκες είναι κατάλληλες για μελισσοκομία και παραγωγή μελιού, οι μελισσοκόμοι εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν προκλήσεις.

Μαχητές του Ελεύθερου Συριακού Στρατού που υποστηρίζονται από την Τουρκία ξεκουράζονται σε ένα χωράφι στο ανατολικό Αφρίν (Μάρτιος 2018)

Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών που εκδόθηκαν το 2019, η μελισσοκομία ήταν μια παραδοσιακή βιομηχανία στη Συρία πριν από τον πόλεμο του 2011 και υπήρχαν πάνω από 700.000 κυψέλες οι οποίες παρήγαγαν μέλι, βασιλικό πολτό και κερί. Η έκθεση ανέφερε επίσης ότι ένας μελισσοκόμος μπορούσε να ζήσει από την παραγωγή του εάν είχε τουλάχιστον 100 κυψέλες, οι οποίες ήταν σε θέση να παράγουν κατά μέσο όρο 20 έως 25 κιλά μέλι ετησίως ανά κυψέλη.

Ο Μοχάμεντ αλ-Χουσεΐν, επικεφαλής της Ένωσης Ελεύθερων Μελισσοκόμων στην ύπαιθρο του Χαλεπίου, έχασε πολλές κυψέλες και τεράστια χρηματικά ποσά. Αναγκάστηκε να συνενώσει πολλά απ’ τα 140 μελίσσια του ώστε να γίνουν παραγωγικά με αποτέλεσμα να μείνουν 40. «Οι μελισσοκόμοι έχουν υποστεί τεράστιες απώλειες τα τελευταία δύο χρόνια λόγω των κλιματικών συνθηκών και των καιρικών διακυμάνσεων που επηρέασαν τα βοσκοτόπια και την ανθοφορία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγής, τη μείωση του αριθμού των κυψελών και την ανάγκη για τάισμα των μελισσών, αυξάνοντας το κόστος. Πολλοί μελισσοκόμοι έχουν επίσης εκτοπιστεί και οι τοπικές αρχές δεν προσφέρουν καμία υποστήριξη».

Σύμφωνα με τον Χουσεΐν πολλοί μελισσοκόμοι εγκατέλειψαν το επάγγελμα λόγω των μεγάλων απωλειών ή ως απόρροια του εκτοπισμού, ενώ πρόσθεσε «Ένα από τα σημαντικότερα εμπόδια που αντιμετωπίζουμε είναι οι υψηλές τιμές. Για παράδειγμα, η τιμή μιας ξύλινης κυψέλης στο παρελθόν ήταν 24 δολάρια και σήμερα είναι 42 δολάρια. Αυτό προστίθεται στη μείωση των βοσκοτόπων. Παλαιότερα μπορούσαμε να περιπλανηθούμε ελεύθερα από την Νταράα στα νότια, προς την ακτή και τα βουνά στη δυτική Συρία για να βρούμε το νέκταρ των εσπεριδοειδών και δυτικά στην ύπαιθρο της Δαμασκού για να βρούμε γλυκάνισο, καθώς και κατά μήκος του ποταμού Ευφράτη στη βορειοανατολική Συρία όπου ανθίζει το βαμβάκι». Η τιμή του μελιού μπορεί να έχει ανέβει από τα 8 δολάρια στα 10 στη λιανική, όμως η ζήτηση έχει μειωθεί πολύ.

Μελισσοκόμοι του Ιντλίμπ ταξιδεύουν όπου μπορούν για να βρουν το κατάλληλο περιβάλλον για τις μέλισσες τους. [Ali Haj Suleiman/Al Jazeera]

Η μελισσοκομία είναι η μόνη δουλειά που γνώρισε ποτέ ο 29χρονος Αχμάν αλ-Χασάν από το Ιντλίμπ. «Δεν υπάρχει πια αρκετή γη για τις μέλισσες», εξηγεί απογοητευμένος «Πριν από την τρέχουσα κατάσταση, είχαμε εκτάσεις γης να δουλέψουμε». Στο Ιντλίμπ εκτιμάται ότι το 97% των κατοίκων ζει σε συνθήκες ακραίας φτώχειας και οι περισσότεροι είναι εσωτερικά εκτοπισμένοι.

Ο Χασάν παίρνει τα ρίσκα του. Συχνά μετακινεί τα μελίσσια του κοντά στα τουρκικά σύνορα ή ακόμα και κοντά στις γραμμές του μετώπου ώστε να εξασφαλίσει ότι οι μέλισσές του θα έχουν πρόσβαση σε φυτά. «Ανησυχούμε όταν τοποθετούμε τις κυψέλες κοντά στην πρώτη γραμμή του πολέμου, αλλά είναι καλύτερο από το να αφήσουμε τις μέλισσες να πεθάνουν απ’ την πείνα» λέει.

Ο μελισσοκόμος Αχμάν αλ-Χασάν με ένα πλαίσιο μελιού. [Ali Haj Suleiman/Al Jazeera]

«Δεν εξάγουμε τίποτα» συνεχίζει ο Χασάν «βασιζόμαστε αποκλειστικά στην τοπική αγορά». Όμως η τοπική αγορά στη βορειοδυτική Συρία έχει καταρρεύσει οικονομικά. Η τουρκική λίρα, το κύριο νόμισμα που χρησιμοποιείται στην περιοχή, έχει χάσει απότομα την αξία της, ενώ τα πράγματα επιδεινώθηκαν ακόμα περισσότερο μετά τη Ρωσο-Ουκρανική σύγκρουση. Εκτός αυτού η άνοδος της θερμοκρασίας και η μείωση των βροχοπτώσεων έχουν πλήξει τη βόρεια Συρία τα τελευταία χρόνια. Οι βροχοπτώσεις είναι σποραδικές και συμβαίνουν τις πιο απροσδόκητες στιγμές.

Προς το παρόν οι μελισσοκόμοι της Συρίας θα συνεχίσουν να ρισκάρουν μετακινώντας τις μέλισσες τους προς τα τουρκικά σύνορα ελπίζοντας ότι αυτές θα βρουν πιο πράσινα βοσκοτόπια.

πηγές: Aljazeera, Al-Monitor

 

 

 

 

Ο μελισσοκόμος απ’ το Χαλέπι

Το 2013, ο Σύρος μελισσοκόμος Ryad Alsous ήπιε το τελευταίο του φλιτζάνι τσάι μέντας στο μπαλκόνι του διαμερίσματός του στη Δαμασκό. Θα έφευγε από την πόλη όπου είχε περάσει όλη του τη ζωή για να μετακομίσει στη Βρετανία. Οκτώ χρόνια αργότερα, πίνει ξανά τσάι μέντας φτιαγμένο στην ίδια τσαγιέρα αλλά αυτή τη φορά στο Χάντερσφιλντ. Η τσαγιέρα είναι το μόνο αντικείμενο που έχει ακόμα από το σπίτι του στη Συρία.

Η πολυκατοικία του είχε βομβαρδιστεί δύο φορές ενώ εκρήξεις στο ανατολικό τμήμα της πόλης γίνονταν καθημερινά. Την ημέρα που έφευγε, ένας δυνατός κρότος εκεί κοντά έκανε τα περιστέρια που είχαν κάτσει στο μπαλκόνι του να πεταχτούν για λίγο στον αέρα. Ταΐζε τα πουλιά για χρόνια και συνειδητοποίησε ότι δεν θα είχαν κανέναν να τα προσέχει από την στιγμή που θα έφευγε. 

«Άφησα το παράθυρό μου ανοιχτό κατά 25 περίπου εκατοστά, αρκετά ώστε να επιτρέψω στα πουλιά να μπαίνουν μέσα. Άνοιξα επίσης όλα τα ντουλάπια της κουζίνας μου για να φάνε τα πουλιά ό,τι είχαμε. Ένιωσα ότι εκείνη τη στιγμή, άλλαζα θέσεις μαζί τους. Εμένα μου επέτρεψαν να μπω στο Ηνωμένο Βασίλειο, μια ασφαλή χώρα, και εγώ τους έδωσα το ασφαλές σπίτι μου για να μείνουν, να φάνε, να πίνουν, να φωλιάσουν και να γεννήσουν απογόνους».

Τουλάχιστον 350.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους σε 10 χρόνια μαχών στη Συρία, και ο αριθμός αυτός είναι πιθανό να είναι μεγαλύτερος σύμφωνα με τον ΟΗΕ, με 13,5 εκατομμύρια ανθρώπους (ο μισός πληθυσμός) να έχουν εκτοπιστεί βίαια. Λίγα χρόνια μετά την άφιξή του στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου πήγε μαζί με τη σύζυγο του και τα πέντε παιδιά του, ο Alsous ίδρυσε το Buzz Project, μια φιλανθρωπική οργάνωση που βοηθά τους πρόσφυγες να ασχοληθούν με τη μελισσοκομία. Η ιστορία του πώς το έκανε είναι η πηγή έμπνευσης για τον χαρακτήρα του Μουσταφά στο μπεστ σέλερ βιβλίο «The Beekeeper of Aleppo». Όπως ο Alsous έτσι και ο χαρακτήρας του βιβλίου φτάνει στο Γιορκσάιρ, όπου ξεκινά ένα μελισσοκομείο με τις σπάνιες βρετανικές μαύρες μέλισσες και διδάσκει στους πρόσφυγες την τέχνη της παραγωγής μελιού.

Στόχος του Buzz Project είναι να βοηθήσει ανθρώπους σαν αυτόν, που έχουν εξοριστεί από τη χώρα τους, ώστε να νιώσουν σαν στο σπίτι τους σε μια άγνωστη χώρα. Μέχρι τώρα έχει βοηθήσει περισσότερους από 30 πρόσφυγες από χώρες όπως η Συρία, το Σουδάν, το Κουρδιστάν και η Τουρκία. Τη δεκαετία του 1990, τα στρατεύματα του Σαντάμ Χουσεΐν αποστράγγισαν τα έλη της Μεσοποταμίας στο Ιράκ, το μεγαλύτερο υγροτοπικό οικοσύστημα στη Μέση Ανατολή, μειώνοντάς τα στο 10% του αρχικού τους μεγέθους. Δεκαετίες πολέμου έχουν καταστρέψει περισσότερα από τα μισά δάση του Αφγανιστάν. Εν τω μεταξύ, η κλιματική κρίση εκτοπίζει όλο και περισσότερους ανθρώπους. Πέρυσι, υπολογίζεται ότι 30 εκατομμύρια άνθρωποι αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν ΄σε άλλη περιοχή λόγω των πλημμυρών, των καταιγίδων και των πυρκαγιών.

Ο Alsous μιλάει με αγάπη για τη βρετανική ύπαιθρο. Θαυμάζει τους κράταιγους και τις φλαμουριές, τα οποία λατρεύουν και οι μέλισσες. Πήρε την πρώτη του κυψέλη στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2015, χάρη στην Debbie, μια γυναίκα από το Μάντσεστερ που βρήκε στο Facebook. Τώρα έχει 100. Για τον Alsous το Ηνωμένο Βασίλειο είναι η χώρα της αφθονίας, αλλά η θλίψη για την εγκατάλειψη της χώρας του δε μπορεί να φύγει. «Θυμάμαι κάθε γωνιά της Δαμασκού» λέει. Πριν από λίγους μήνες, η μικρότερη αδερφή του πέθανε από Covid στη Συρία ενώ εκείνος της μιλούσε στο τηλέφωνο. Δε μπορούσε να πάει στο νοσοκομείο για περίθαλψη γιατί δεν είχε καύσιμα. Είχε να την δει από τότε που έφυγε. Τα υπόλοιπα αδέρφια του βρίσκονται επίσης στη Συρία. Κανένας τους δε μπόρεσε να φύγει. Το όνειρό του είναι να γυρίσει και να τους δει μια μέρα. 

Ερωτεύτηκε τις μέλισσες στα 21 του, ενώ τις σπούδαζε γεωπονία. Ο πατέρας του ήταν δημοσιογράφος και η μητέρα του μοδίστρα. Μαζί με έναν φίλο του αγόρασαν 2 παραφυάδες απ’ τις οικονομίες τους, οι οποίες σύντομα έγιναν μελίσσια. Έβγαζε χρήματα πουλώντας μέλι σε φίλους και συγγενείς. Στη Συρία, οι μέλισσες μάζευαν νέκταρ από βαμβάκια, ηλίανθους, ευκάλυπτους, ερείκη και άνθη εσπεριδοειδών. Ο Alsous ήταν μέλος ενός μελισσοκομικού συλλόγου στη Συρία και λέει ότι ο αριθμός των μελισσοκόμων στη χώρα τετραπλασιάστηκε σε 25.000 μεταξύ 1989 και 2011, αν και δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία που να το επιβεβαιώνουν.

Υπολογίζει ότι περισσότερα από τα τρία τέταρτα των κυψελών στη Συρία καταστράφηκαν στον πόλεμο. Ήταν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Δαμασκού και είχε 500 κυψέλες, οι οποίες καταστράφηκαν όλες – είτε πυρπολήθηκαν είτε οι μέλισσες χάθηκαν από πείνα καθώς οι καλλιέργειες στις οποίες βασίζονταν εγκαταλείφθηκαν. Για τον Alsous οι μέλισσες είναι μια ιδανική κοινωνία, συνεργάζονται και φροντίζουν η μία την άλλη. «Μέλισσες σημαίνουν ειρήνη και ζωή» λέει.

πηγή: The Guardian

Ο Μελισσοκόμος του Μάνο Καλίλ

Όταν το ντοκιμαντέρ «Ο Μελισσοκόμος», του κούρδου σκηνοθέτη Μάνο Καλίλ, προβάλλονταν στις πόλεις της Αυστραλίας, στα πλαίσια του Κινηματογραφικού Φεστιβάλ Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο ίδιος ο σκηνοθέτης περιόδευε μαζί του. Όταν έφτασαν στο Σίδνεϊ, ο Καλίλ μίλησε για την ιστορία της ταινίας αλλά και την δική του:

Πάντα μου άρεσε να ψάχνω τις ιστορίες πίσω απ’ τους ανθρώπους. Η ταινία μου, Ο μελισσοκόμος, είναι η ιστορία ενός Κούρδου μελισσουργού, του Ιμπραήμ Γκίζερ, ο οποίος στα μέσα της δεκαετίας του 1990 ήταν ένας πολύ ευκατάστατος άνθρωπος που ζούσε με μια ευτυχισμένη οικογένεια. Παρήγαγε 18 τόνους μελιού ετησίως, όμως ως Κούρδος που ζούσε στα βουνά, είδε τη ζωή του να καταστρέφεται από τον τουρκικό στρατό. Η γυναίκα και τα παιδιά του σκοτώθηκαν, έχασε όλες του τις κυψέλες και ο ίδιος αναγκάστηκε να μεταναστεύσει.

Ο Κούρδος μελισσοκόμος Ιμπραήμ Γκίζερ.

Ο Ιμπραήμ έζησε για επτά χρόνια σαν κυνηγημένος στην Τουρκία. Στα 64 του έφθασε στην Ελβετία ως πρόσφυγας και προσπάθησε να αρχίσει εκ νέου τη μελισσοκομία. Τα κατάφερε παρά το γεγονός ότι δεν γνώριζε καθόλου Γερμανικά. Είναι ένας άνθρωπος ερωτευμένος με τη φύση. Ένας απλός Κούρδος χωρικός.

Ένας φίλος, μου μίλησε γι αυτόν και την ιστορία του και έτσι έψαξα και τον βρήκα. Όταν τον συνάντησα, μου μίλησε λίγο για τη ζωή του και εγώ τον ρώτησα αν μπορούσα να κάνω μια ταινία σχετικά με αυτήν.  Ο Ιμπραήμ δεν είχε ξαναβρεθεί ποτέ σε κινηματογραφική αίθουσα. Η πρώτη του φορά ήταν για την ταινία του. Κατά τη διάρκεια της κινηματογράφησης ήταν πολύ νευρικός με την κάμερα. Κάποια στιγμή αναρωτήθηκε γιατί δεν τον ρώταγα για τις μέλισσες του, αλλά βλέπετε ο Ιμπραήμ ήταν η μέλισσα μου · ήθελα η ταινία μου να είναι γι ‘αυτόν.

Ο σκηνοθέτης Μάνο Καλίλ.

Για έξι μήνες τρώγαμε μαζί, χωρίς κάμερες και αναπτύξαμε μια σπουδαία φιλία που βασίζεται στην αγάπη και το σεβασμό. Όταν συνειδητοποίησε ότι δεν θα τον χρησιμοποιούσα μου άνοιξε την καρδιά του. Δεν θα υπήρχαν όλες αυτές οι συναισθηματικές στιγμές στην ταινία αν δεν είχαμε αυτή τη δυνατή φιλία.

Όπως και ο Ιμπραήμ έτσι και εγώ ήρθα ως Κούρδος πρόσφυγας στην Ελβετία. Μεγάλωσα στο Συριακό Κουρδιστάν τη δεκαετία του 1960 σε μια μικρή οικογένεια που δεν καταλάβαινε καθόλου Αραβικά. Πήγα σε ένα αραβικό σχολείο όπου απαγορευόταν η κουρδική γλώσσα και οι γονείς μου με είχαν συμβουλέψει να μην μιλήσω ποτέ στα κουρδικά. Την τρίτη ημέρα, ο δάσκαλος, μου έδειξε ένα μικρό μήλο σε ένα βιβλίο και μου ζήτησε να του πω τι είναι. Εγώ είπα «sev», όπως είναι δηλαδή το μήλο στα κουρδικά και τότε με χτύπησε πάρα πολύ σκληρά. Ήμουν τόσο άσχημα που όταν με είδε η μητέρα μου, υποσχέθηκε ότι θα τον σκοτώσει.

Το σχολείο μας ήταν φυλακή. Μάθαμε να μισούμε, να μην αγαπάμε. Η μετάβαση στο πανεπιστήμιο στη Δαμασκό ήταν ένα μεγάλο σοκ. Μάθαμε πώς λειτουργεί ο έξω κόσμος, πώς είχαμε δικαιώματα, πώς ήταν άδικο που η Συρία καταδίκαζε έναν δολοφόνο στη φυλακή για 3 χρόνια, αλλά έναν ποιητή που έγραφε στα κουρδικά για 12 χρόνια. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 πολλοί φίλοι μου ήθελαν να αγωνιστούν για το κίνημα της ελευθερίας, εγώ απλώς ήθελα να κάνω ταινίες.

Έτσι πήγα να σπουδάσω κινηματογράφο στην Τσεχοσλοβακία. Επιστρέφοντας πίσω στη Συρία, χρόνια αργότερα με συνέλαβαν για μια λεζάντα περιοδικού στην οποία υπήρχε αναφορά για εμένα με τον τίτλο «Ο Κούρδος φοιτητής από τη Συρία». Με ρώτησαν γιατί είπα ότι είμαι Κούρδος, όταν δεν υπήρχαν Κούρδοι στη χώρα. Με έστειλαν στη φυλακή στη Δαμασκό για ένα μικρό διάστημα και αργότερα η Ελβετία μου έδωσε άσυλο.

Στην Ελβετία υπάρχουν διαφορετικές εθνικότητες (Ιταλοί, Γερμανοί, Γάλλοι) οι οποίοι ζουν αρμονικά και σέβονται ο ένας τον άλλο. Στην Τουρκία, υπάρχουν περίπου 14 εκατομμύρια Κούρδοι και απαγορεύεται να μιλάνε τη γλώσσα τους. Δεν υπάρχουν σχολεία για τα παιδιά των Κούρδων. Πιστεύω ότι μια μέρα η Τουρκία θα χωριστεί γιατί Τούρκοι και Κούρδοι δεν σέβονται ο ένας τον άλλον και το μίσος είναι πολύ βαθιά ριζωμένο. Βλέπω ένα μακρύ σκοτεινό τούνελ, αλλά όχι φως στο τέλος του.

Το προσφυγικό είναι αποτέλεσμα της πολιτικής των Ευρωπαϊκών χωρών στη Μέση Ανατολή. Τώρα οι χώρες αυτές αντιμετωπίζουν το προσφυγικό ως ασθένεια, φοβούνται και αρνούνται να μιλήσουν γι αυτό. Οπουδήποτε πηγαίνω, συναντώ ανθρώπους που θέλουν να βοηθήσουν και να μοιραστούν, να προσφέρουν μέρος των σπιτιών τους, στους πρόσφυγες. Έχω δει όμως και αφίσες που γράφουν ότι είμαστε ανεπιθύμητοι εδώ. Είναι κρίμα στον 21ο αιώνα οι πρόσφυγες να αντιμετωπίζονται με τόσο επιθετικό και απάνθρωπο τρόπο.

Καταλαβαίνω πως είναι πρόβλημα ότι 24 εκατομμύρια άνθρωποι φεύγουν από τη Συρία, αλλά όταν υπάρχουν άνθρωποι που έχουν ανάγκη, πρέπει να τους βοηθήσετε. Δεν υπάρχει καμία ελπίδα στη Συρία. Το ISIS φέρεται στους ανθρώπους με βάρβαρο τρόπο. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι κάνουν. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, το καθεστώς του Άσαντ υποστήριζε την Αλ Κάιντα που υπονόμευε τους Αμερικανούς στο Ιράκ αλλά ο Ασαντ έχασε τον έλεγχο του δικού του τέρατος και μετά χάσαμε τα πάντα.

Το ISIS κατέστρεψε το σπίτι μου. Σκότωσαν την ανιψιά μου, μια μέρα, ενώ βρισκόταν έξω και φύτευε λουλούδια. Πέθανε με οκτώ άλλους ανθρώπους. Τώρα η οικογένειά μου δεν έχει τίποτα. Είμαστε όλοι πρόσφυγες. Μόνο ο αδερφός μου παραμένει στη χώρα, όπου εργάζεται ως δημοσιογράφος σε τηλεοπτικό σταθμό και αγωνίζεται για τον κουρδικό λαό ενάντια στον ISIS.

Και μόνο που λέω ότι είμαι Κούρδος είναι μια πολιτική πράξη. Η νέα μου ταινία «The Swallow» που γυρίστηκε στο ιρακινό Κουρδιστάν, ολοκληρώθηκε λίγες μέρες πριν το ISIS μπει στην πόλη της Μοσούλης. Είναι μια ιστορία αγάπης, αλλά είναι επίσης μια πολιτική ιστορία. Στη χώρα μας, ακόμη και η αγάπη μεταξύ δύο ανθρώπων είναι πολιτική πράξη. Πρόκειται για μια ταινία που έχει να κάνει με την τρομοκρατία, τα εγκλήματα πολέμου στο Ιράκ και την αγάπη. Θα ήθελα η επόμενη ταινία μου να είναι για τη ζωή μου ως παιδί.

[youtube https://www.youtube.com/watch?v=6LftPSLarmE]

Ως Κούρδος πρόσφυγας από τη Συρία, νιώθω σαν να είμαι μόνο ένας αριθμός. Αλλά οι πρόσφυγες είναι σαν εσάς: έχουν παιδιά, φωνάζουν, γελούν. Είναι ανθρώπινα όντα. Πώς μπορείτε να αγαπάτε το δικό σας παιδί αλλά να μισείτε το παιδί του άλλου; Εκατομμύρια άνθρωποι χρειάζονται βοήθεια. Πρέπει να βρούμε μια λύση.

πηγή: The Guardian
Επιμέλεια: Στράτος Σαραντουλάκης – Ορεινό Μέλι

Ένας μελισσοκόμος που διέφυγε από τον πόλεμο στη Συρία και τώρα παράγει μέλι στην Κοπεγχάγη.

Πριν από τρία χρόνια, ο Aref Haboo εργαζόταν ως μελισσοκόμος στη Συρία, έχοντας στην κατοχή του 45 κυψέλες σε ένα μικρό χωριό κοντά στα τουρκικά σύνορα. Σήμερα, αφού αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πατρίδα του λόγω του πολέμου ταξίδεψε στη Δανία όπου εξακολουθεί να παράγει μέλι και να εκτρέφει μέλισσες, στην οροφή του Δημαρχείου της Κοπεγχάγης! Το είδος αυτό μελισσοκομίας, ονομάζεται αστική μελισσοκομία και είναι αρκετά διαδεδομένο στο εξωτερικό.

070316_bybi_166364

Το ταξίδι του, το 2013, από τη Συρία στη Δανία κράτησε δύο μήνες. Αφήνοντας πίσω τους συγγενείς του και παίρνοντας μόνο την οικογένειά του, τράπηκε σε φυγή μέσα από την έρημο, κοιμήθηκε στο κρύο των Τουρκικών βουνών, πέρασε 35 ώρες στο δοχείο φορτίου ενός φορτηγού που ταξίδευε μέσω Ιταλίας ενώ βρήκε προσωρινή στέγη σε εγκαταλελειμμένες αποθήκες. Τα μόνα πράγματα που κουβαλούσε μαζί του ήταν το διαβατήριο του και μερικές φωτογραφίες των μελισσών του. «Σε μια από τις φωτογραφίες, το πρόσωπό μου είναι πρησμένο από τα τσιμπήματα μέλισσας.» λέει ο 42χρονος Aref με τα γκρίζα μαλλιά και τα βαθιά καστανά μάτια.

070316_bybi_1663642

Στον Aref χορηγήθηκε άσυλο στη Δανία και αμέσως μετά ξεκίνησε την εκμάθηση της γλώσσας στην Bybi, μια κοινωνική επιχείρηση που χρησιμοποιεί τις μέλισσες για να εξερευνήσει την βιοποικιλότητα της Κοπεγχάγης. Παράγει επίσης και πωλεί εξαιρετικής ποιότητας μέλι, με τη βοήθεια ατόμων με ειδικές ικανότητες. Ο ιδρυτής της Bybi , Oliver Maxwell, εμπνεύστηκε και δημιούργησε μια κοινωνική επιχείρηση όπου όλα της τα μέλη έχουν ρόλο, όπως ακριβώς συμβαίνει και σε μια αποικία μελισσών.

«Οι μέλισσες κοιμούνται αυτή τη στιγμή» μας εξηγεί ο Aref. «Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που είχα την ευκαιρία να τις δω. Εάν ανοίξετε ένα μελίσσι τώρα το χειμώνα, υπάρχει κίνδυνος έκθεσης των μελισσών στο κρύο και από το σοκ που θα υποστούν μπορεί να πεθάνουν.» Ο Aref μπορεί να είναι ένας έμπειρος μελισσοκόμος όμως έχει πολλά πράγματα να μάθει για τις μέλισσες και τη μελισσοκομία στη Δανία. Οι μέλισσες με τις οποίες εργαζόταν στην Συρία ήταν άλλης φυλής, συμπεριφέρονταν διαφορετικά και έχουν διαφορετικό κύκλο ζωής. «Οι Δανέζικες μέλισσες είναι πιο ήρεμες σε σχέση με αυτές της Συρίας που ήταν πολύ πιο επιθετικές» εξηγεί ο ίδιος. «Μια λάθος κίνηση και θα σας τσιμπήσουν! Το τίμημα για την απροσεξία του μελισσοκόμου είναι άμεσο.»

070316_bybi_166044

«Δεν μπορώ να μετρήσω πόσες φορές έχω τσιμπηθεί στη Συρία, αλλά το έχω συνηθίσει. Ακόμη και τις φορές που τα πράγματα ήταν πιο σοβαρά, όπως για παράδειγμα να σε τσιμπήσουν ταυτόχρονα πάνω από 10 μέλισσες.» Ο Aref μας δείχνει φωτογραφίες στο κινητό του από φυτά της Συρίας και μας εξηγεί πώς το καθένα απ’ αυτά συνεισφέρει στο χρώμα αλλά και τη γεύση του μελιού. «Μία από τις πιο όμορφες πτυχές της παραγωγής μελιού είναι ότι δεν μπορείτε να προσδιορίσετε πώς θα είναι το τελικό προϊόν σε εμφάνιση και γεύση» λέει. «Αυτό εξαρτάται μόνο από τις μέλισσες.»

Ο Aref βγάζει μερικά βάζα με μέλι απ’ αυτά που παράγει στην πόλη της Κοπεγχάγης και παρότι προέρχονται από την ίδια πόλη είναι διαφορετικά λόγω της εποχής που συλλέγονται και των φυτών που ανθίζουν. Κάθε ένα έχει το δικό του χρώμα και άρωμα, είναι μοναδικό. Οι μέλισσες συλλέγουν νέκταρ από λουλούδια κατά μήκος σιδηροδρομικών γραμμών, σε ιδιωτικούς κήπους, σε πάρκα και μπαλκόνια στο εσωτερικό της πόλης. Μπορείτε ακόμη και να καταλάβετε τη διαφορά από μία γειτονιά σε μια άλλη, και αν το μέλι συγκομίζεται την άνοιξη, το χειμώνα ή το φθινόπωρο.

Οι μέλισσες κοντά στο Kongens Nytorv, μια πολυσύχναστη κεντρική πλατεία, παράγουν ένα πολύ ελαφρύ και φίνο μέλι, ενώ οι κυψέλες που βρίσκονται κοντά στο συνεδριακό κέντρο Bella ένα πιο γλυκό και πιο σκούρο, πιθανόν λόγω του νέκταρος από τα αγριολούλουδα στα κοντινά πάρκα. Κάθε μέλισσα έχει μια ενστικτώδη επίγνωση του ρόλου της στον κόσμο. Αυτός είναι να κοπιάσει μέχρι θανάτου για το καλό της κοινότητας και να επικοινωνεί τις πληροφορίες που συλλέγει με το υπόλοιπο της αποικίας μέσω του χορού.

Οι μέλισσες μπορούν να πετάξουν μέχρι και 12 χιλιόμετρα στην προσπάθειά τους να βρουν τροφή. Λειτουργούν όμως ορθολογικά και σπάνια ταξιδεύουν περισσότερο από όσο χρειάζεται. Κατά μέσο όρο, μια μέλισσα διανύει ένα χιλιόμετρο για να βρει νέκταρ. «Εκτός απ’ το μέλι η μέλισσα διαδραματίζει έναν κρίσιμο ρόλο στη φύση ως επικονιαστής», λέει ο Aref. «Ένας δάσκαλος στη Συρία μου σύστησε τον θαυμαστό κόσμο των μελισσών. Λάτρευε να μελετά τους χρωματισμούς που χάριζε η κάθε ποικιλία στο μέλι, να το συνοδεύει με ελιές αλλά και γιαούρτι. Χάριζε το μέλι του, μοιράζοντας το στους συγγενείς του, σε επισκέπτες και φίλους στο χωριό.»

070316_bybi_16636423

Όταν έφυγε από τη Συρία, η χώρα του άλλαζε δραματικά. Το χωριό του ήταν άδειο από ανθρώπους. Δεν υπήρχε νερό, θέρμανση ή ηλεκτρισμός. Η μετακίνηση έξω από το χωριό ενείχε έναν θανατηφόρο κίνδυνο καθώς το ισλαμικό κράτος είχε διεισδύσει στην περιοχή. «Οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν τα έπιπλά τους για να ανάψουν φωτιά ώστε να ζεσταθούν το χειμώνα. Η κατάσταση ήταν αφόρητη.» Ανέθεσε σε έναν φίλο του, ο οποίος έμενε πίσω στη Συρία, να προσέχει τα μελίσσια του στο αγρόκτημα. «Έχουν περάσει περισσότεροι από έξι μήνες από την τελευταία φορά που άκουσα κάτι από αυτόνΕλπίζει ότι το μελισσοκομείο του στέκεται ακόμα στη θέση του και ότι οι μέλισσες επιστρέφουν τακτικά στις κυψέλες τους με κοιλιές γεμάτες νέκταρ…

Ελπίζει ότι το χωριό του δεν θα έχει υποστεί την ίδια μοίρα με τόσα άλλα μέρη στη Συρία που έπεσαν στα χέρια του ισλαμικού κράτους και κατεδαφίστηκαν. Η σκέψη να επιστρέψει κάποια στιγμή στην πατρίδα του, εμπνέει τον Aref, αλλά όσο ο πόλεμος συνεχίζεται γίνεται όλο και πιο δύσκολο. «Η οικογένειά μου και εγώ έχουμε δεθεί με τη Δανία και πλέον δε νοιώθουμε ξένοι. Ίσως τα παιδιά μου να νοιώθουν μόνο Δανοί κάποια στιγμή.» Ο Aref έχει ήδη μάθει αρκετά καλά τη γλώσσα και παρότι δεν μιλά πολύ καταλαβαίνει πολύ καλά.

Λατρεύει το Δανέζικο μέλι αλλά εξακολουθεί να αναπολεί το πιο πυκνό μέλι που έτρωγε πίσω στη Συρία, γι ‘αυτό προσπαθεί να εισάγει μερικά βάζα. Την περίοδο του χειμώνα ο μελισσοκόμος την περνά κάνοντας βαρετά πράγματα στην αποθήκη μιας και δεν μπορεί να δει τα μελίσσια του λόγω του κρύου. Υπάρχει κάτι παρήγορο σχετικά με την εργασία στην αποθήκη και αυτό είναι ότι λιώνοντας το κερί μπορείς να φτιάξεις νέες κηρήθρες για την άνοιξη.

«Όταν οι άνθρωποι αισθάνονται άσχημα ή είναι σε κακή διάθεση, πρέπει να βρίσκουν λίγο χρόνο από την εργασία τους και να πηγαίνουν στην παραλία ή να κάνουν κάτι που τους αρέσει ώστε να ξεφεύγουν από τα προβλήματα που τους απασχολούν», λέει ο Aref. «Όταν βλέπω τις μέλισσες να πετούν μακριά για να βρουν νέκταρ, αισθάνομαι καλύτερα. Όταν είμαι με τις μέλισσες, ξεχνάω τον πόλεμο που άφησα πίσω μου. Όταν βγάζω το μέλι θυμάμαι ποιος πραγματικά είμαι. Και όταν το τρώω με πλημμυρίζουν οι αναμνήσεις μιας ειρηνικής Συρίας. Τα μέλια της Δανίας και της Συρίας είναι διαφορετικά. Όταν όμως δοκιμάζω το Δανέζικο μέλι εξακολουθεί να μου θυμίζει το σπίτι μου και μου φέρνει στο μυαλό τις μέλισσες μου.»

πηγή: vice (Μετάφραση: Στράτος Σαραντουλάκης)