Ένας ανέλπιστα καλός τρύγος στον δέντρο!

Έχοντας περάσει άλλη μια πολύ δύσκολη άνοιξη, με παρατεταμένη ανομβρία και πολύ υψηλές θερμοκρασίες, που οδήγησαν σε μικρής διάρκειας και φτωχές ανθοφορίες, αλλά και προβλήματα στην ομαλή ανάπτυξη των μελισσιών, οι προσδοκίες για τη συνέχεια ήταν μειωμένες.

Η απογοήτευση ήταν διάχυτη στους μελισσοκομικούς κύκλους. Ο ήπιος και χωρίς χιόνια χειμώνας δεν έδινε πολλές ελπίδες στον έλατο, τουλάχιστον θεωρητικά. Ενώ με τα μελίσσια να παραμένουν στάσιμα στο μελισσοκομικό κενό του Μαΐου, οι προσδοκίες για τη βελανιδιά, η μελιτοφορία της οποίας αναμένονταν πρώημη, δεν ήταν μεγάλες.

Όλα αυτά βέβαια στη θεωρία, γιατί στην πράξη τα δάση τελικά έκαναν το θαύμα τους, επιβεβαιώνοντας τη ρήση των παλιών μελισσοκόμων που έλεγαν «αν δεν βρέξει, θα μελώσει». Ειδικά ο τρύγος στον δέντρο ήταν ανέλπιστα καλός.

Τα μελίσσια μεταφέρθηκαν στις βελανιδιές της Αιτωλοακαρνανίας στις αρχές Ιουνίου, όταν ξεκίνησε η μελιτοέκκριση. Από τις μελιτώδεις εκκρίσεις της βελανιδιάς προκύπτει ένα πολύ σκοτεινό, σχεδόν μαύρο και αρκετά παχύρρευστο μέλι, το οποίο σύμφωνα με έρευνα του ΑΠΘ η οποία παρουσιάστηκε στο 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο Επαγγελματικής Μελισσοκομίας που έλαβε χώρα στην Αλεξανδρούπολη, θεωρείται ένα απ’ τα θρεπτικότερα στον κόσμο.

Ίσως το πιο πλούσιο σε ιχνοστοιχεία, παρουσιάζει τη μεγαλύτερη αντιοξειδωτική δράση σε σχέση με τα υπόλοιπα μέλια. Εκτός όμως από σπουδαίο μελισσοκομικό φυτό, η βελανιδιά είναι σημαντική γιατί είναι βραδυφλεγές δέντρο, δεν έχει μεγάλες απαιτήσεις και φύεται σχεδόν παντού. Χάρη στο τεράστιο ριζικό σύστημα που αναπτύσσει, η βελανιδιά λειτουργεί σαν μια μεγάλη αποθήκη νερού. Με την διαπνοή των φύλλων αυξάνει την υγρασία στο περιβάλλον και ταυτόχρονα ψύχει την ατμόσφαιρα.

Μεγάλες εκτάσεις με Δρυοδάση φέρνουν βροχή. Μπορούν, έτσι, να παίξουν σημαντικό ρόλο στον κύκλο του νερού αυξάνοντας τις βροχοπτώσεις και εμπλουτίζοντας τον υδροφόρο ορίζοντα. Εκτός αυτού ευνοεί την βιοποικιλότητα καθώς δημιουργεί πολύ πλούσια οικοσυστήματα. Τα πεσμένα φύλλα του φθινοπώρου δημιουργούν ένα πλούσιο χούμους που ακόμη και σε πετρώδεις περιοχές ευνοούν την εγκατάσταση και άλλων φυτών.

Ενώ ακόμα και σε περίπτωση πυρκαγιάς, η βελανιδιά μπορεί χάρη στο βαθύ της ριζικό σύστημα να βγάλει νέους βλαστούς χωρίς να έχει ανάγκη από τεχνητή αναδάσωση.

Το υπέροχο μέλι της βελανιδιάς μπορείτε να το γευτείτε από εδώ.

Τρύγοι στα ορεινά

Έπειτα από έναν παρατεταμένο χειμώνα, εξαιτίας του οποίου χάθηκε ένας ανοιξιάτικος μήνας ανάπτυξης, ο Μάρτιος, τα μελίσσια που ξεχειμώνιασαν στο βουνό, άργησαν να αναπτυχθούν και κατά συνέπεια να γίνουν παραγωγικά, με αποτέλεσμα να χαθούν οι ελπίδες για ανοιξιάτικα μέλια, ενώ οδήγησαν σε μια αργοπορημένη είσοδο στα έλατα.

Παρ’ όλα αυτά και παρά τα σκαμπανεβάσματα, τα έλατα δούλεψαν μετά από χρόνια και μάλιστα αρκετά ικανοποιητικά, ακόμα και για εμάς τους αργοπορημένους, δίνοντάς μας έναν καλό, τηρουμένων των αναλογιών, τρύγο. Το μεγαλύτερο μέρος των μελισσιών όμως προετοιμαζόταν για τη βελανιδιά καθώς δεν προλάβαιναν να είναι έτοιμα πιο πριν.

Και πράγματι όσοι επιχείρησαν να μπουν νωρίς στη βελανιδιά τρύγησαν αρκετό μέλι. Δυστυχώς για μια ακόμη χρονιά μια βροχή αρκούσε για να χαλάσει τη μελιτοφορία στις αρχές Ιουλίου, με αποτέλεσμα τα μελίσσια που έφυγαν απ’ τα έλατα για να πάνε στη βελανιδιά να μην προλάβουν πολλά πράγματα.

Παρά τις δυσκολίες πάντως το βουνό φέτος έδωσε εξαιρετικής ποιότητας μέλι. Αμέσως μετά τον τρύγο τα μελίσσια μεταφέρθηκαν στα πεδινά ώστε να βρουν γύρες και να γίνουν οι απαραίτητες θεραπείες για τη βαρρόα, η οποία φέτος ταλαιπωρεί αρκετά τα μελίσσια. Οι βροχές του Αυγούστου ήταν πολύτιμες και ευπρόσδεκτες, γεμίζοντας μας ελπίδες για ένα ολάνθιστο φθινόπωρο.

 

 

 

Ο τρύγος του πευκόμελου στη μετά Εύβοια εποχή

Μετά τα γεγονότα του Αυγούστου στην Β. Εύβοια και τη μεγαλύτερη καταστροφή από φωτιά στην ιστορία της Ελλάδας (αυτό που χάθηκε ήταν το 10-12% των δασών ολόκληρης της χώρας), το πλήγμα για την ελληνική μελισσοκομία ήταν τεράστιο. Εκεί παράγονταν το 1/3 του πευκόμελου όλης της χώρας.

Δεδομένου ότι μεγαλύτερο μέρος των μελισσοκόμων της νότιας και κεντρικής Ελλάδας που ζούσαν από το πεύκο της Εύβοιας θα έπρεπε να αναζητήσουν αλλού την τύχη τους, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι στα υπόλοιπα πευκοδάση θα δημιουργούνταν το αδιαχώρητο. Στη Χαλκιδική ήδη από τα τέλη του καλοκαιριού ιδιοκτήτες γης που βρίσκονταν δίπλα στα δάση, απαιτούσαν από τους παραγωγούς ιδιαίτερα υψηλά αντίτιμα, που ξεπερνούσαν τα 400-500€ για να φιλοξενήσουν μελίσσια για 20-30 ημέρες, αυξάνοντας σημαντικά το κόστος παραγωγής.

Με όλα αυτά τα προβλήματα αλλά και την απαγόρευση πρόσβασης στα δάση που επιβλήθηκε στους μελισσοκόμους από την κυβέρνηση με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου για πάνω από ένα μήνα, καταλήξαμε τελικά στα πεύκα της δυτικής Ελλάδας, όπου ήταν ήδη δύσκολο να βρεις τόπο, τουλάχιστον για μεγάλα κοπάδια.

Εκτός από την Β. Εύβοια, από τις φωτιές φέτος το καλοκαίρι πλήγηκε και η Τουρκία, με αποτέλεσμα το πευκόμελο, ένα μέλι που παράγεται αποκλειστικά στη λεκάνη της μεσογείου και κυρίως σ’ αυτές τις δύο χώρες, να θεωρείται πλέον σπάνιο. Το πευκόμελο είναι ένα πραγματικά εξαιρετικό μέλι, που προέρχεται από μελιτώματα της Μαρσαλίνας της Ελληνικής (Marchalina hellenica), γνωστής και ως εργάτης του πεύκου ή βαμβακάδα. Θεωρείται και όχι άδικα ένα απ’ τα πιο θρεπτικά ελληνικά μέλια.

Δυστυχώς κατά το παρελθόν διάφορες περιβαλλοντικές οργανώσεις, στη διαμάχη που είχε δημιουργηθεί σχετικά με το κατά πόσο η Μαρσαλίνα πληγώνει το δέντρο και η οποία τελικά οδήγησε στην απαγόρευση των εμβολιασμών από το Υπουργείο στις δασικές εκτάσεις του Νομού Αττικής, σε μια προσπάθεια να δυσφημίσουν και να μποϊκοτάρουν το πευκόμελο ώστε να πιέσουν την κατάσταση είχαν επιδοθεί σε έναν πόλεμο συκοφάντησης του μελιού αυτού, φυσικά με ψευδή στοιχεία.

Σύμφωνα με αυτά το πευκόμελο προέρχεται από τα περιττώματα του σκουληκιού των πεύκων. Μερίδα των βίγκαν μάλιστα υιοθέτησε αυτή την άποψη, πηγαίνοντας την και ακόμη παραπέρα, λέγοντας ότι το πευκόμελο είναι ουσιαστικά ζωικό προϊόν και γι αυτό δεν θα πρέπει να καταναλώνεται. Φυσικά τα πράγματα δεν είναι έτσι. Τα έντομα της οικογένειας Ομόπτερα στην οποία ανήκει ο εργάτης του πεύκου μυζούν πολύ μεγάλες ποσότητες χυμών (100 φορές περίπου το βάρος τους). Η περίσσεια αυτή υγρασία και σάκχαρα απομακρύνονται με την εξής διαδικασία: Στο πρόσθιο μέρος του μεσαίου εντέρου υπάρχει ένα φίλτρο μέσω του οποίου, σάκχαρα και υγρασία, μεταπηδούν στο πίσω έντερο και απομακρύνονται άμεσα μέσω του απευθυσμένου ως μελίτωμα.

Δεν περνά δηλαδή ο χυμός από την διαδικασία της πέψης και της απορρόφησης. Συνεπώς το μελίτωμα δεν έχει καμία σχέση με περίττωμα και το πευκόμελο σε καμία περίπτωση δε μπορεί να θεωρηθεί ζωικό προϊόν. Δεν είναι κάτι που περισσεύει μετά από απομάκρυνση θρεπτικών συστατικών, όπως στα περιττώματα, αλλά ο χυμός ανεπεξέργαστος, τον οποίο στη συνέχεια συλλέγουν οι μέλισσες.

Εφημερίδες της εποχής με χαρακτηριστικούς εμπρηστικούς τίτλους. Από το αρχείο του καθηγητή κ. Ανδρέα Θρασυβούλου.

Αντίστοιχα όχι μόνο δεν υπάρχει καμία μελέτη που να ενοχοποιεί τον εργάτη για την ξήρανση των πεύκων, αλλά η μοναδική ερευνητική εργασία του εντόμου αυτού είναι του καθηγητή Δασολογίας Καϊλίδη Δημήτρη, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Δασικά Χρονικά το 1965 (81/82(7-8):161-181) και η οποία κατέληγε στο συμπέρασμα ότι ο εργάτης δε βλάπτει τα πεύκα.

Φυσικοχημικά χαρακτηριστικά πευκόμελου

Το πευκόμελο έχει τα τυπικά χαρακτηριστικά μελιού μελιτώματος, δηλαδή υψηλή συγκέντρωση τέφρας, υψηλό pH και αγωγιμότητα και χαμηλά ανάγοντα σάκχαρα. Η θρεπτική αξία του πευκόμελου οφείλεται στο μεγάλο αριθμό διαφορετικών ουσιών που συνυπάρχουν στη σύστασή του. Ξεχωριστή θέση κατέχουν τα ιχνοστοιχεία, τα οποία βρίσκονται σε μεγάλες συγκεντρώσεις στο Ελληνικό πευκόμελο, χαρακτηρίζοντάς το ως μέλι υψηλής θρεπτικής αξίας.

Η χημική σύσταση του ελληνικού πευκόμελου (Θρασυβούλου, Μανίκης, Τανανάκη, Τσέλλιος, Καραμπουρνιώτη, Δήμου 2001)

Λόγω της χαμηλής συγκέντρωσης σακχάρων, δεν θεωρείται πολύ γλυκό μέλι. Έχει χρώμα σκούρο κεχριμπάρι (λίγο πιο σκούρο από το θυμαρίσιο). Το άρωμά του θυμίζει έντονα το πικάντικο άρωμα του πευκοδάσους ενώ η γεύση του είναι υπόγλυκη με ξυλώδεις νότες ξηρών καρπών και πεύκου.

Αν δε βρέξει, θα μελώσει

Έπειτα από περιόδους παρατεταμένης ανομβρίας, τα φυτά δεν είναι σε θέση να δώσουν νέκταρ και γι αυτό οι μέλισσες πρέπει να στραφούν στα μελιτώματα. Αυτός είναι ο λόγος που οι παλιοί έλεγαν «Αν δε βρέξει, θα μελώσει».

Βγαίνοντας από τη χειρότερη άνοιξη της τελευταίας δεκαετίας, με σημαντικές ανθοφορίες όπως το ρείκι και η πορτοκαλιά να μην αποδίδουν απολύτως τίποτα, η προσοχή των περισσοτέρων έπεσε στον έλατο, ο οποίος ξεκίνησε μεν ενθαρρυντικά αλλά κι αυτός έπεσε πριν καν βγει ο Μάης, αποδεικνύοντας ότι όχι μόνο έχει μικρύνει το χρονικό παράθυρο των ανθοφοριών – μελιτοφοριών, αλλά κυρίως ότι έχει μετακινηθεί ο χρόνος έναρξης τους. Μπορούμε να πούμε πια ότι ο έλατος είναι μια ανοιξιάτικη μελιτοφορία και αυτό είναι ένα νέο δεδομένο το οποίο οφείλουμε να διαχειριστούμε.

Με αυτά κατά νου πήρα την απόφαση να μπω στη βελανιδιά νωρίτερα από ποτέ. Είχα ήδη μεταφέρει από τα τέλη Μαΐου μελίσσια ως δείκτες και τα δεδομένα που έστελναν ήταν αρκετά ικανοποιητικά. Το δάσος πάντως ήταν ακόμα άδειο από μελισσάδες. Η βελανιδιά αρχικά κατά την περίοδο του Ιουνίου δίνει μελίτωμα από το φύλλο και αργότερα τον Ιούλιο δίνει από το βελανίδι. Το μέλι που παράγεται απ’ το βελανίδι είναι πιο βαρύ σε γεύση.

Δυστυχώς οι έρευνες στην Ελλάδα για την αναγνώριση και ταυτοποίηση των εντόμων που θεωρούνται υπεύθυνα για την παραγωγή μελιτώματος, το οποίο στη συνέχεια συλλέγουν οι μέλισσες και το μετατρέπουν σε αυτό που ονομάζουμε μέλι βελανιδιάς, είναι ελάχιστες. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι υπάρχουν 6 μελιτογόνα είδη που παρασιτούν στη βελανιδιά εκ των οποίων το πιο διαδεδομένο είναι το Parthenolecanium rufulum, το οποίο θεωρείται ως η κύρια πηγή μελιτώματος. Ακολουθούν τα Eulecanium tiliae και Eriococcus sp.

Η βελανιδιά έδωσε αρκετό μέλι το πρώτο εικοσαήμερο του Ιουνίου. Στη συνέχεια ο έντονος καύσωνας έκανε την εμφάνισή του ακόμα και σε αυτά τα υψόμετρα, καταστρέφοντας ουσιαστικά το μελίτωμα το οποίο ξίνισε και δεν το συνέλεγαν οι μέλισσες. Έτσι το ρίσκο της έγκαιρης εισόδου στο δάσος βγήκε σε καλό, δεδομένου ότι οι μέλισσες δε μπορούν να παραμείνουν για μεγάλο χρονικό διάστημα στα δάση λόγω έλλειψης γύρης. Ο τρύγος πραγματοποιήθηκε στα μέσα Ιουλίου και αμέσως έγινε μεταφορά στον κάμπο ώστε τα μελίσσια να ανασυγκροτηθούν. Δυστυχώς οι συνεχιζόμενες υψηλές θερμοκρασίες σε συνδυασμό με την παρατεταμένη ανομβρία δεν έχει βοηθήσει τα μελίσσια και αυτό στο οποίο ελπίζουμε πλέον είναι τα πρωτοβρόχια.

Φθινόπωρο στα πεύκα

Υπό τον φόβο ενός πιθανού lockdown λόγω της πανδημίας, δίστασα να φύγω μακριά για τη μελιτοφορία του πεύκου και έτσι μετακινήθηκα προς το πευκοδάσος της Παραμυθιάς στην Θεσπρωτία. Στην περιοχή αυτή, όπως διαπίστωσα, παράγεται ένα ιδιαίτερα αρωματικό μέλι, λόγω του ξηρού κλίματος αλλά και της έντονης παρουσίας άγριων αρωματικών φρυγάνων, όπως το θυμάρι, το θρούμπι και η ρίγανη, ενώ στην πεδιάδα της Παραμυθιάς καλλιεργούνται τσάι, δεντρολίβανο και δάφνη.

Έτσι αποφάσισα να φέρω τα μελίσσια νωρίς ώστε να βρουν τον χρόνο οι μέλισσες να βοσκήσουν στα φυτά αυτά μέχρι να ξεκινήσει το πεύκο. Το πευκοδάσος είναι ορεινό και κυριαρχεί η χαλέπιος πεύκη (Pinus halepensis). Το μελισσοκομείο στήθηκε στα 550μ στις πλαγιές του όρους Γκορίλα (από το παλαιοσλαβικό Gor που σημαίνει βουνό). Η Παραμυθιά ήταν μια μικρή βυζαντινή πόλη, κτισμένη το 1.000 π.Χ. κοντά στον ποταμό Αχέροντα που πηγάζει από τα όρη του Σουλίου και εκβάλλει στο Ιόνιο Πέλαγος.

Η πρόσβαση στην περιοχή είναι εύκολη μιας και οι δρόμοι είναι αρκετά καλοί, όμως η εγκατάσταση μελισσιών μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα δύσκολη καθώς οι πλαγιές είναι απόκρημνες και οι χώροι περιορισμένοι. Το πευκόμελο προέρχεται από τις μελιτώδεις εκκρίσεις του εντόμου Marchalina hellenica γνωστό ως βαμβακάδα ή εργάτης του πεύκου και θεωρείται μοναδικό παγκοσμίως, καθώς παράγεται αποκλειστικά στη λεκάνη της μεσογείου.

Λόγω της χαμηλής συγκέντρωσης σακχάρων παρουσιάζει ήπια γλυκύτητα, ενώ θεωρείται ένα απ’ τα θρεπτικότερα μέλια, χάρη στα πολλά ιχνοστοιχεία και ανόργανα άλατα που περιέχει. Το μέλι της εσοδείας του 2020 αναδίδει ένα πικάντικο άρωμα πευκοδάσους, βύνης και άγριων φρυγάνων. Έχει υπόγλυκη γεύση με ξυλώδεις νότες ξηρών καρπών και πεύκου, ενώ το χρώμα του είναι κεχριμπαρένιο.

Ορεινές μελισσοπεριπέτειες

Κόντευε μεσάνυχτα όταν πλησίαζα στα ελάτια στα ορεινά της Πίνδου. Ήμουν φορτωμένος με λίγα μελίσσια και μια μελισσοκομική ζυγαριά. Τα μελίσσια αυτά θα είχαν τον ρόλο του δείκτη, θα έστελναν δηλαδή δεδομένα για την πορεία της μελιτοφορίας.

Βρισκόμασταν στα μέσα Μαΐου, αργά τη νύχτα, σε υψόμετρο 1050μ και παρ’ όλα αυτά η ζέστη ήταν πρωτοφανής. Θα θυμάστε ίσως το κύμα καύσωνα των ημερών εκείνων. Ο δρόμος κακοτράχαλος, εγκαταλειμμένος, σχεδόν επικίνδυνος. Σε κάποιο σημείο χτύπησα σε μια πέτρα τη μπουκάλα της υδραυλικής πόρτας, η οποία είναι σπαστή, κάτω απ’ την καρότσα του φορτηγού.

Όταν έφτασα, την κατέβασα για να ξεφορτώσω, όμως για κακή μου τύχη μετά επειδή έχανε λάδια δεν ξανανέβαινε. Έτσι έμεινα μόνος, νύχτα, μέσα στο δάσος με το φορτηγό να μη μπορεί να μετακινηθεί καθώς η πόρτα ακουμπούσε στο έδαφος και δεν έβρισκα τρόπο να την ανεβάσω. Η οδική βοήθεια δεν ερχόταν και έτσι αφού πάλεψα αρκετή ώρα κατάφερα με έναν ιμάντα να την σηκώσω λίγο ώστε να μην ακουμπά κάτω και να μπορέσω να οδηγήσω μέχρι το συνεργείο.

Στο διάστημα που ακολούθησε οι υψηλές θερμοκρασίες των πρώτων ημερών έδωσαν την θέση τους στο κρύο και έπειτα στις βροχές του Ιουνίου. Και τα δέντρα και οι μέλισσες στρεσαρίστηκαν και έτσι για μια ακόμη χρονιά δεν κατέστη εφικτός ο τρύγος στα έλατα. Το τελευταίο δεκαήμερο του Ιούνη, αποδέχτηκα την ήττα και αποφάσισα να σηκώσω τα μελίσσια και να τα μεταφέρω σε χαμηλότερο υψόμετρο, στις βελανιδιές.

Οι βελανιδιές ξεκινούν αρχικά να δίνουν απ’ το φύλλο ένα μελίτωμα  απ’ το οποίο προκύπτει ένα μέλι όχι τόσο σκούρο και παχύρρευστο όσο αυτό που δίνει λίγο αργότερα απ’ το βελανίδι. Οι συνθήκες σε γενικές γραμμές ήταν καλές. Τα δέντρα είχαν ποτιστεί απ’ τις βροχές του Ιουνίου αρκετά ικανοποιητικά και η θερμοκρασία είχε σταθεροποιηθεί σε σχέση με το προηγούμενο διάστημα.

Και πράγματι τα μελίσσια έστειλαν τα πρώτα θετικά μηνύματα στα τέλη Ιουνίου. Δεδομένου ότι η άνοιξη ήταν καταστροφική φέτος, φόρτωσα ό,τι είχαν και δεν είχα. Μετέφερα πρώτα τα μελίσσια του κάμπου και στη συνέχεια αυτά που βρίσκονταν στα ρείκια. Τις ίδιες μέρες ξεφόρτωναν πολλοί μελισσοκόμοι.

Για ένα διάστημα μιας εβδομάδας με δέκα μέρες περίπου τα πράγματα κυλούσαν ιδανικά. Έπειτα η βελανιδιά για κάποιο λόγο τον οποίο δεν μπόρεσα να εντοπίσω σταμάτησε τη μελιτοέκκριση, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν αρκετές προσδοκίες καθώς υπήρχε άφθονο βελανίδι. Την τελευταία εβδομάδα του Ιουλίου τρύγησα όσο μέλι είχαν μαζέψει οι μέλισσες. Τα περισσότερα μελίσσια έδειχναν καταπονημένα και αρκετά πεσμένα κυρίως σε γόνους, δείγμα έλλειψης γύρης.

Αμέσως μετά τον τρύγο έκανα θεραπεία για την βαρρόα με ταινίες οξαλικού οξέως και μεταφορά στον κάμπο, μια διαδικασία η οποία διασπείρει καλύτερα το οξαλικό, καθιστώντας το πιο αποτελεσματικό απέναντι στη βαρρόα. Ο Αλέξανδρος Γκουσιάρης την είχε περιγράψει αναλυτικά στο περιοδικό Μελισσοκομική Επιθεώρηση ως Varroa’s Road Trip Therapy Application (VRTTA). Στον κάμπο ελπίζω ότι οι μέλισσες θα βρουν γύρες οι οποίες θα τις βοηθήσουν να ανασυνταχθούν και να προετοιμαστούν εν όψει του χειμώνα.

Το μέλι της βελανιδιάς είναι σκουρόχρωμο, παχύρρευστο, με δυνατή, γεμάτη γεύση. Σύμφωνα με το ΑΠΘ θεωρείται το μέλι με την ισχυρότερη αντιοξειδωτική δράση και ως ένα απ’ τα θρεπτικότερα. Έχει εφιδρωτικές ιδιότητες, ενώ διαθέτει στυπτικές, απολυμαντικές και επουλωτικές ιδιότητες.

Τρύγος στην πορτοκαλιά

Μέχρι το τέλος σχεδόν του 18ου αιώνα η εξαγωγή μελιού απ’ την κηρήθρα ήταν μία πολύ δύσκολη διαδικασία. Απαιτούσε την σύνθλιψη της κηρήθρας με αποτέλεσμα την καταστροφή της. Αυτό ανάγκαζε τις μέλισσες να ξαναχτίζουν απ’ την αρχή με αποτέλεσμα να σπαταλούν πολύ νέκταρ. Αρχικά η κυψέλη κινητών πλαισίων του Langstroth το 1852 και ο μελιτοεξαγωγέας που λειτουργούσε με τη μέθοδο της φυγοκέντρισης του Francesco De Hruschka που παρουσίασε το 1865 σε ένα μελισσοκομικό συνέδριο στην Τσεχία, άλλαξαν ριζικά την ιστορία της μελισσοκομίας.

P1060044-aΧειροκίνητος μελιτοεξαγωγέας τεσσάρων πλαισίων.

Λένε πως ο Hruschka συνέλαβε την ιδέα της εξαγωγής του μελιού με τη φυγόκεντρο δύναμη, παρακολουθώντας τον γιο του να παίζει με μία κηρήθρα, την οποία περιέστρεφε πάνω απ’ το κεφάλι του, με αποτέλεσμα να πετάγεται το μέλι. Έτσι εμπνεύστηκε τον μελιτοεξαγωγέα (αυτός στην εικόνα δεν διαφέρει και πολύ) ο οποίος δεν κατέστρεφε τις κηρήθρες, οι οποίες επέστρεφαν στα μελίσσια για να ξαναγεμίσουν αργότερα πάλι με μέλι.

P1050870-b

Με την ανθοφορία της πορτοκαλιάς να έχει φτάσει στο τέλος της και τα δέντρα κουρασμένα από τον βαρύ φετινό χειμώνα, να μην έχουν αποδώσει τα μέγιστα, αποφασίσαμε ό,τι πλαίσια με μέλι υπήρχαν στα μελίσσια να το τρυγήσουμε. Η επιλογή των πλαισίων γίνεται με βάση την ωριμότητα του μελιού. Όταν οι μέλισσες το φέρουν στην κατάλληλη μορφή, το σφραγίζουν. Τα πλαίσια τινάζονται ώστε να φύγουν οι μέλισσες, οι οποίες συνήθως αρνούνται να το εγκαταλείψουν. Αφού συλλέξουμε τα πλαίσια με ένα μαχαίρι απολεπισμού ή πυρούνα ξεσφραγίζονται και μπαίνουν στον μελιτοεξαγωγέα.

P1060046-cΜαχαίρι απολεπίσματος με το οποίο ξεσφραγίζεται η κηρήθρα ώστε να απελευθερωθεί το μέλι.

Εκεί τα πλαίσια αρχίζουν να περιστρέφονται, αρχικά αργά γιατί λόγω του βάρους του μελιού υπάρχει κίνδυνος να ξεκολλήσουν οι κηρήθρες. Το μέλι ρέει από μια κάνουλα και συλλέγεται σε ένα βαρέλι αφού πρώτα περάσει από μία σήτα όπου φιλτράρεται από ξένα σώματα (κεριά, τυχόν μέλισσες κτλ).

P1060047-dΧειροκίνητος μελιτοεξαγωγέας εν λειτουργία. Το μέλι, καθώς περιστρέφεται το πλαίσιο, τινάζεται στα τοιχώματα και μαζεύεται στη βάση.

Το μέλι στη συνέχεια πρέπει να ωριμάσει για περίπου 20 μέρες και να γίνει η διαύγαση. Στο μέλι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο απ’ το λάδι. Λόγω του ειδικού του βάρους οτιδήποτε ξένο ανεβαίνει στην επιφάνεια (στο λάδι πηγαίνει στον πάτο). Έτσι είτε το αφαιρούμε με μία κουτάλα, είτε αντλούμε από κάτω.

P1060111-e

Η πορτοκαλιά δίνει ένα ανοιχτόχρωμο αρωματικό πολύ γλυκό μέλι. Φέτος όμως είναι η τρίτη συνεχόμενη χρονιά που δεν δίνει αποδόσεις στην Άρτα. Έτσι το μέλι έχει μια πιο ήπια γεύση κλασικού ελληνικού ανοιξιάτικου ανθόμελου.