Κυπαρίσσι

Το κυπαρίσσι είναι ένα ψηλό κωνοφόρο, αειθαλές δέντρο που μπορεί να φτάσει μέχρι και τα 30μ. Όπως όλα τα Γυμνόσπερμα, δεν σχηματίζει τυπικά άνθη, αλλά μικρούς αρσενικούς ίουλους, που φέρουν τη γύρη που διασπείρεται με τον άνεμο, και θηλυκούς κώνους. Αυτή την εποχή οι μέλισσες ίσως και λόγω έλλειψης άλλων πηγών, συλλέγουν τη γύρη του.

Σύμφωνα με το μύθο την ονομασία του την οφείλει στον Κυπάρισσο από την Κω που τον μεταμόρφωσε ο θεός Απόλλωνας σε δέντρο έτσι ώστε να παραμείνει αθάνατος, μαζί και η θλίψη του μετά από το θάνατο του αγαπημένου του ελαφιού. Έτσι σύμφωνα με αυτή την άποψη έμεινε ως πένθιμο δέντρο και φυτεύεται σε κοιμητήρια.

Από μελισσοκομικής άποψης, δεν έχει μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς δεν δίνει νέκταρ αλλά αποκλειστικά γύρη, χαμηλού πρωτεϊνικού προφίλ, την οποία όμως οι μέλισσες κυνηγούν καθώς την εποχή που ανθίζει (Φεβρουάριο), δεν υπάρχουν πολλές εναλλακτικές. Παρ’ όλα αυτά οι περισσότεροι μελισσοκόμοι το συμπαθούν και συχνά θα το βρει κανείς φυτεμένο στα μελισσοκομεία, γιατί τα φύλλα του χρησιμοποιούνται στο καπνιστήρι μιας και δίνουν ωραίο άρωμα, κρυώνουν τον καπνό και αποτέπουν τυχόν σπίθες που μπορεί να κάψουν τα φτερά των μελισσών.

Μια εξαιρετικά χρήσιμη βάση δεδομένων με μελισσοκομικά φυτά και μελιτογόνα έντομα!

Η ερευνητική ομάδα του έργου ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΜΕΛΙΣΣΑΣ, Εμβληματική Δράση για την ανάδειξη του ελληνικού μελιού, τη μελισσοπροστασία, την πρακτική μελισσοκομία και τη μελισσοκομική χλωρίδα, δημιούργησε μια πολύ ενδιαφέρουσα βάση δεδομένων με εξαιρετικά χρήσιμες πληροφορίες για τα μελισσοκομικά φυτά και τα μελιτογόνα έντομα της Ελλάδας.

Κράταιγος (Crataegus monogyna Jacq.) και ο γυρεόκοκκος του.

Στην πλατφόρμα που ανέβηκε στο διαδίκτυο, τον σύνδεσμο της οποίας θα βρείτε παρακάτω, θα βρείτε λεπτομέρειες για κάθε φυτό ξεχωριστά, την κοινή του ονομασία, τη γεωγραφική εξάπλωση, την εποχή και διάρκεια άνθησης, την ανθική παροχή και άλλες χρήσιμες πληροφορίες.

Το εξαιρετικά ενδιαφέρον όμως για όσους έχουν ασχοληθεί έστω και ερασιτεχνικά με την μελισσογυρεολογία, είναι ότι εκτός από τις φωτογραφίες των φυτών στη βάση υπάρχουν η φωτογραφία του γυρεοκόκκου του εκάστοτε φυτού, όπως αυτή φαίνεται απ’ το μικροσκόπιο. Αντίστοιχα υπάρχουν πληροφορίες και για τα μελιτογόνα έντομα, δηλαδή έντομα που παράγουν μελιτώδεις εκκρίσεις ελκυστικές στις μέλισσες.

Ο εργάτης του πεύκου (Marchalina hellenica). Από αριστερά: Ακμαίο άρρεν, ακμαίο θήλυ και νύμφη 1ου σταδίου.

Στο έργο συνεργάστηκαν επιστήμονες από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, τον ΕΛΓΟ – ΔΗΜΗΤΡΑ, το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Μεσογειακό Αγρονομικό Ινστιτούτο Χανίων, το Πανεπιστήμιο Αιγαίου, το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, το Πανεπιστήμιο Πατρών και το Τεχνολογικό Ίδρυμα Κρήτης. Συντονίστρια του έργου ήταν η κα. X. Τανανάκη, αναπληρώτρια καθηγήτρια του Εργαστηρίου Μελισσοκομίας, ΑΠΘ.

Η Βάση για τα Μελισσοκομικά φυτά

Η Βάση για τα Μελιτογόνα έντομα

Τα φυτά όχι μόνο βλέπουν αλλά υπολογίζουν και το χρόνο!

Όραση ονομάζεται η αντίληψη των φωτεινών ερεθισμάτων του περιβάλλοντος μέσω ενός αισθητήριου οργάνου, του οφθαλμού και η μετέπειτα επεξεργασία και μορφοποίηση του σήματος αυτού από τον εγκέφαλο. Αν θέταμε λοιπόν το ερώτημα «βλέπουν τα φυτά;» τι θα απαντούσατε; Μάλλον όχι θα έλεγαν οι περισσότεροι μιας και τα φυτά δε διαθέτουν ούτε αισθητήρια όργανα ούτε εγκέφαλο. Είναι όμως έτσι;

Κι όμως τα φυτά όχι μόνο αντιλαμβάνονται το φως αλλά μπορούν και υπολογίζουν το χρόνο μέσω αυτού! Άλλωστε η επιβίωση οποιουδήποτε οργανισμού, όσο απλός κι αν είναι (ή φαίνεται ότι είναι), θα ήταν αδύνατη αν δεν είχε αντίληψη του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο βρίσκεται. Στα φυτά, τα φωτεινά ερεθίσματα είναι αυτά που θέτουν σε κίνηση μια σειρά από δευτερογενείς βιοχημικές αλλαγές που έχουν ως αποτέλεσμα την αναπτυξιακή απόκριση του φυτού. Το φυτό αντιλαμβάνεται το φως.

Το φως όμως δεν το αντιλαμβάνονται μόνο τα φυτά αλλά και τα σπέρματα (σπόροι). Κάποια φυτά για να φυτρώσουν δεν αρκεί μόνο η διαβροχή αλλά απαιτείται και φως. Είναι γεγονός ότι από τη στιγμή που το φως ασκεί επίδραση στον οργανισμό (είτε φυτό, είτε σπέρμα), πρέπει να υπάρχει κάποιος φωτοδέκτης, διότι είναι προφανές ότι για να επιδράσει το φως πρέπει να απορροφηθεί.

Έπειτα από μία δεκαετία πειραμάτων γύρω στα 1960, εντοπίστηκε αυτός ο φωτοδέκτης και ονομάστηκε φυτόχρωμα. Το πείραμα είχε ως εξής: ένα σπέρμα εκτίθεται σε μονοχρωματικό φως, δηλαδή σε φως από το οποίο έχουν αφαιρεθεί όλα τα μήκη κύματος (δηλαδή όλα τα χρώματα) εκτός από ένα. Μπορεί να φυτρώσει ή όχι, ανάλογα με την ικανότητα του φωτοδέκτη να απορροφά ή όχι το συγκεκριμένο φως. Βρέθηκε ότι το φυτόχρωμα διεγείρεται στο μέγιστο βαθμό με ερυθρό φως στα 660nm και επανέρχεται σε μη ενεργό μορφή στα 730nm.

Το φυτόχρωμα ουσιαστικά λειτουργεί σα βαλβίδα που ανοίγει, επιτρέποντας τη φύτρωση ή κλείνει ευνοώντας το λήθαργο ανάλογα με τον αριθμό φωτονίων στην ερυθρή (γύρω στα 660nm) ή την εγγύς υπέρυθρη, που δε βλέπει το ανθρώπινο μάτι, (γύρω στα 730nm) περιοχή του φάσματος. Όταν υπερισχύουν τα ερυθρά, το σπέρμα φυτρώνει, όταν υπερισχύουν τα υπέρυθρα ή απουσιάζουν και οι δύο τύποι φωτονίων, δηλαδή στο σκοτάδι, το σπέρμα παραμένει σε λήθαργο.

Η πληροφορία για την θέση του σπέρματος είναι ζωτικής σημασίας. Ένα μικρό σπέρμα για παράδειγμα πρέπει να γνωρίζει αν βρίσκεται στην επιφάνεια του εδάφους ή κάτω από αυτό και πόσο πριν αποπειραθεί να φυτρώσει, καθώς αν βρίσκεται βαθιά είναι καταδικασμένο να αποτύχει λόγω του φτωχού ενδοσπερμίου που διαθέτει. Η πληροφορία αυτή έρχεται από το φως. Γιατί όμως ο φωτοδέκτης λειτουργεί στα όρια μεταξύ της ορατής και εγγύς υπέρυθρης περιοχής του φάσματος;

Υπάρχουν φυτά που αναπτύσσονται στη σκιά και άλλα που επιδιώκουν να βλέπουν το φως του ήλιου. Το σπέρμα λοιπόν ενός ηλιόφιλου φυτού θα αποτύχει αν η θέση που βρίσκεται σκιάζεται από άλλα φυτά. Πρέπει να γνωρίζει αν υπάρχουν ή όχι άλλα φυτά από πάνω του. Τα φύλλα απορροφούν έντονα στην ιώδη/μπλε περιοχή (400-500nm) και στην πορτοκαλί/ερυθρή περιοχή (600-700nm) του ορατού φάσματος. Το εγγύς υπέρυθρο όμως (700-800nm) δεν απορροφάται και διαπερνά το φύλλωμα. Μπορεί να είναι αόρατο στο ανθρώπινο μάτι, αλλά είναι ορατό από το σπέρμα, το οποίο με αυτή την πληροφορία μπορεί να ανιχνεύσει αν υπάρχουν φυτά από πάνω του ή όχι.

Ο φωτοϋποδοχέας δεν περιορίζεται μόνο στην ανίχνευση της θέσης του σπέρματος, αλλά επηρεάζει και τις αναπτυξιακές διαδικασίες, αν για παράδειγμα η ανάπτυξη θα είναι ταχύτερη ή βραδύτερη. Όπως όμως και τα σπέρματα έτσι και τα φυτά οφείλουν να γνωρίζουν τους γείτονες τους. Ισοϋψής γείτονας σημαίνει και επίδοξος ανταγωνιστής για το φως, ειδικά αν διαθέτει μεγαλύτερη ταχύτητα ανάπτυξης. Σε αυτή την περίπτωση ανιχνεύουν το φως που αντανακλάται από τα φύλλα, δηλαδή το πράσινο και όχι το διερχόμενο από αυτά, όπως στην προηγούμενη περίπτωση.

Ο ανταγωνισμός βέβαια για το φως μεταξύ γειτονικών φυτών που οδηγεί στην ανάπτυξη, από ένα ύψος και μετά σταματά. Ίσως η δυσκολία να τραβήξει νερό μέχρι εκεί πάνω, ίσως η δυσκολία αντιμετώπισης των ανέμων και η αδυναμία συγκράτησης του βάρους, ο περαιτέρω ανταγωνισμός δεν ευνοεί κανέναν και έτσι επέρχεται συμβιβασμός, που στην περίπτωση του δάσους εκφράζεται με έναν μέσο με μικρές αποκλίσεις ύψος των δέντρων.

Τα φυτά λοιπόν μπορεί να μη διαθέτουν οφθαλμούς, βλέπουν όμως και μάλιστα σχεδόν από κάθε τους κύτταρο. Και παρά την απουσία κεντρικού συντονιστικού συστήματος (εγκεφάλου), επεξεργάζονται αυτά τα μηνύματα με τρόπο διάχυτο με σχετική ανεξαρτησία των συστατικών μερών κάθε φυτού. Κάθε κλαδί πρέπει να εντοπίσει μόνο του το περιβάλλον στο οποίο βρέθηκε. Και αυτό είναι το πιο εντυπωσιακό. Κανένα κεντρικό όργανο δε θα μπορούσε να ανιχνεύσει τόσο καλά το φως σε κάθε γωνιά ενός τόσο περίπλοκου αρχιτεκτονικά οργανισμού.

Ο χρόνος

Για έναν ακίνητο οργανισμό όπως τα φυτά είναι καίριας σημασίας η μέτρηση του χρόνου, καθώς τους δίνει τη δυνατότητα να προβλέψουν τις επερχόμενες αλλαγές των εποχών και να προετοιμαστούν κατάλληλα. Η προγραμματισμένη πτώση των φύλλων για παράδειγμα πριν την έλευση του χειμώνα είναι μια εξαιρετικά «ευφυής» διαδικασία, που θέτει σε λήθαργο το σώμα του φυτού, εφοδιάζοντας παράλληλα το χώμα με θρεπτικά στοιχεία. Δεδομένου ότι η διαδικασία της γήρανσης των φύλλων ξεκινάει νωρίτερα από την έλευση του χειμώνα, το φυτό ανιχνεύει έγκαιρα κάποια σήματα από το περιβάλλον και μπαίνει σ’ αυτή την αναπτυξιακή απόκριση.

Ποια όμως σήματα είναι τόσο αξιόπιστα ώστε να μην πέσουν τα φύλλα νωρίτερα ή αργότερα; Το αν κάνει κρύο ή ζέστη θα μπορούσε να μας δώσει την πληροφορία για το αν είναι καλοκαίρι ή χειμώνας. Αν όμως ήταν μια κρύα νύχτα της άνοιξης ή του φθινοπώρου; Η θερμοκρασία θα μπορούσε να παραπλανήσει το φυτό, δε μπορεί να βασιστεί σε αυτή. Κάθε φυλλοβόλο είδος έχει ένα δικό του «παράθυρο» 2-3 εβδομάδων κατά το οποίο ρίχνει τα φύλλα κάθε χρόνο και το τηρεί αυστηρά χωρίς να ξεγελιέται από διακυμάνσεις της θερμοκρασίας. Πως το κάνει αυτό;

Ο πιο αξιόπιστος τρόπος είναι να υπολογίσεις το χρόνο. Πως μπορείς όμως χωρίς ρολόι και ημερολόγιο να βρεις την ημερομηνία; Μια αξιόπιστη μέθοδος είναι η μέτρηση της διάρκειας της ημέρας και της νύχτας. Όμως και πάλι υπάρχουν δύο ημέρες μέσα στο χρόνο που έχουν ίδια διάρκεια ημέρας και νύχτας. Ο καλύτερος τρόπος είναι να υπολογίζεις τη διάρκεια της ημέρας καθημερινά ώστε να μπορείς να καταλάβεις αν η ημέρα μικραίνει ή μεγαλώνει. Αυτό ακριβώς κάνουν τα περισσότερα φυτά. Μετρούν καθημερινά τη διάρκεια της ημέρας (μέσω του φωτός) και αντιλαμβάνονται το χρόνο που περνά.

Η μέτρηση αυτή γίνεται μέσω του φυτοχρώματος. Αυτός ο φωτοδέκτης είναι που περνά από την ενεργό μορφή στη μη ενεργό, ανάλογα με το φως που δέχεται και άρα και στο σκοτάδι της νύχτας. Όταν η περίοδος της νύχτας υπερβεί μια κρίσιμη τιμή, το φυτό μπαίνει σε διαδικασία γήρανσης των φύλλων. Το βιολογικό ρολόι των φυτών υπολογίζει με μεγάλη ακρίβεια τη φωτοπερίοδο. Ακόμα και εκεί όμως υπάρχει μια απόκλιση πχ στην άνθιση σε φυτά του ίδιου είδους που βρίσκονται σε διαφορετικά υψόμετρα. Εκεί η θερμοκρασία επιταχύνει ή καθυστερεί τη διαδικασία, σε καμία περίπτωση όμως δεν επηρεάζει το αρχικό σήμα αλλά μόνο εντός του «παραθύρου» που ορίζεται από τη φωτοπερίοδο.

Έπειτα απ’ όλα αυτά θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι τα φυτά δεν είναι τόσο απλοί οργανισμοί όσο νομίζαμε. Διαθέτουν κάποια μορφή ευφυΐας, αντιλαμβάνονται το περιβάλλον γύρω τους και μεταβάλουν τη συμπεριφορά τους ανάλογα. Σε κάθε περίπτωση έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον.

Βιβλιογραφία:
Γενική Βοτανική (Γιώργος Αϊβαλάκις, Γεώργιος Καραμπουρνιώτης, Κώστας Φασσέας)
Γενική Οικολογία (Δέσποινα Βώκου)
Φυσιολογία Φυτών (Ridge Irene)
Τι θα έβλεπε η Αλίκη στη χώρα των φυτών (Γιάννης Μανέτας)

Ορχιδέα Ophrys. Ένας απ’ τους μεγαλύτερους απατεώνες της φύσης!

Η ορχιδέα του γένους Ophrys είναι ένα απ’ τα πιο φαντασμαγορικά είδη ορχιδέας. Το όνομα της προέρχεται από την ελληνική λέξη οφρύς, δηλαδή φρύδια και αναφέρεται στις πλούσιες τρίχες που έχει γύρω από τα πέταλα. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους απατεώνες της φύσης και αυτό γιατί έχει αναπτύξει μια ασυνήθιστη συμπεριφορά για να προσελκύσει επικονιαστές.

Αρσενική μέλισσα του είδους Andrena σε ψευδοσυνουσία με άνθος ορχιδέας Ophrys illyrica

Το κατώτερο πέταλο του άνθους της, που ονομάζεται γλωσσάριο, είναι πολύ μεγαλύτερο από τα υπόλοιπα. Χρησιμοποιείται από τα έντομα ως διάδρομος προσγείωσης. Αυτό το πέταλο όχι μόνο θυμίζει την πλάτη μιας θηλυκής μέλισσας, αλλά εκπέμπει και παρόμοιες φερομόνες. Οι φερομόνες είναι πτητικές ουσίες που παράγονται από ειδικούς αδένες αρκετών εντόμων. Οι ουσίες αυτές καθορίζουν το είδος αλλά και το φύλο. Η φερομόνη του θηλυκού, για παράδειγμα, είναι ενδεικτική της παρουσίας οίστρου και προσελκύει τα ώριμα αρσενικά για αναπαραγωγή.

Οφρύς η μελισσοφόρος (Ophrys apifera)

Το τεράστιο βιοχημικό οπλοστάσιο των φυτών, κατάφερε να αναπαράγει αυτές τις ουσίες ώστε να παραπλανήσει και να προσελκύσει τα αρσενικά έντομα. Αρκετά είδη του γένους Ophrys έχουν εξειδικευτεί να θυμίζουν συγκεκριμένα είδη θηλυκών μελισσών. Για παράδειγμα τα ορχεοειδή του γένους Ophrys, εκλύουν στην ατμόσφαιρα το τερπενοειδές δ-καδινένιο που αποτελεί τη φερομόνη μια θηλυκής μέλισσας Andrena. Η ορχιδέα Ophrys bombyliflora θυμίζει την θηλυκή μέλισσα Eucera κ.ο.κ.

Αρσενική μέλισσα του είδους Eucera σε ψευδοσυνουσία με άνθος ορχιδέας Ophrys bombyliflora

Έτσι τα αρσενικά, με πλήρη απώλεια συνείδησης, γελοιοποιούνται προσπαθώντας να συνουσιαστούν με το άνθος της. Στη μάταιη αυτή προσπάθεια, σ’ αυτήν την ψευδοσυνουσία, το αρσενικό τραντάζει τους στήμονες απ’ τους οποίους πετάγεται γύρη, η οποία πασπαλίζει το σώμα της μέλισσας. Αφού καταλάβει ότι εξαπατήθηκε, το αρσενικό, όντας αθεράπευτα διεγερμένο, αναζητεί νέες περιπέτειες. Έτσι είτε θα καταλήξει να βρει τελικά μια θηλυκή μέλισσα και να διαιωνίσει το είδος του, είτε θα συνεισφέρει στη διαιώνιση ενός άλλου είδους, της ορχιδέας.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το φυτό έχει διαπράξει απάτη. Μάλιστα σ’ αντίθεση με τα υπόλοιπα φυτά που δίνουν αμοιβή (νέκταρ) η συγκεκριμένη ορχιδέα γλιτώνει και τα μεταφορικά για τη γύρη!

Στράτος Σαραντουλάκης – Ορεινό Μέλι