Παραπλάνηση

Οι μέλισσες δεν μπορούν να διακρίνουν διαφορές ανάμεσα στα σχήματα της πρώτης σειράς, αλλά ούτε και ανάμεσα σε αυτά της δεύτερης. Μπορούν όμως να ξεχωρίσουν εύκολα ένα σχήμα της πρώτης σειράς από ένα της δεύτερης.

Η ερώτηση λοιπόν είναι η εξής: Στον επάνω όροφο αυτών των κυψελών έχει δημιουργηθεί μια δεύτερη είσοδος ώστε να διευκολύνονται οι μέλισσες και να γίνεται ταχύτερα η συλλογή. Πιστεύετε ότι οι μέλισσες είναι σε θέση να τις ξεχωρίσουν ή θα υπάρξει παραπλάνηση;

Δηλαδή μία μέλισσα που θα βγει για παράδειγμα από την στρογγυλή είσοδο, επιστρέφοντας κουρασμένη θα μπορέσει να βρει την κυψέλη της ή θα μπει στην 449 γιατί δεν την ξεχωρίζει απ’ την δική της; Οι μέλισσες που ξεγελιούνται οδηγούνται στον θάνατο καθώς τις σκοτώνουν, εκτός κι αν κατά την είσοδό τους κουβαλούν μέλι. Οπότε η παραπλάνηση είναι ένα σοβαρό πρόβλημα.

Η απάντηση λοιπόν είναι ότι η στρογγυλή είσοδος της 313 σε σχέση με τη μακρόστενη της 449 στα μάτια των μελισσών διαφέρει ελάχιστα. Η σανίδα πτήσης μπροστά στις εισόδους δεν κάνει καμία διαφορά στην αντίληψή τους παρότι αυτή στην 449 είναι εμφανώς μεγαλύτερη. Το μπλε όμως της 313 με το κίτρινο της 449 στις εισόδους των λευκών ορόφων, είναι καταλυτικό για την αποφυγή του ξεγελάσματος τους.

Αντίστοιχα στους κάτω ορόφους οι κυψέλες έχουν ακριβώς τις ίδιες εισόδους. Οι αριθμοί 313 και 449 είναι ακριβώς τα ίδια σχήματα για τις μέλισσες. Απλά μαύρες γραμμές. Το συμπαγές πράσινο της πρόσοψης του 313 με το γραμμικό του 449 είναι εξαιρετικά διαφορετικά για τα μάτια των μελισσών.

Η όραση των πτηνών

Οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν ότι το οπτικό σύστημα του ανθρώπου βρίσκεται στην κορυφή της εξελικτικής πυραμίδας. Μας επιτρέπει να αντιλαμβανόμαστε τις τρεις διαστάσεις του χώρου, να εντοπίζουμε αντικείμενα από απόσταση και να κινούμαστε με ασφάλεια. Μπορούμε να αναγνωρίζουμε τους άλλους ανθρώπους και να «διαβάζουμε» τα συναισθήματά τους με μια απλή ματιά στο πρόσωπό τους.

vision

Σε τέτοιο βαθμό είμαστε οπτικά ζώα, ώστε με δυσκολία μπορούμε να φανταστούμε την όψη του κόσμου που μπορεί να προσφέρουν τα αισθητήρια άλλων ζώων, τα οποία επεκτείνονται σε πεδία ξένα για μας, όπως η ικανότητα των νυχτερίδων να κυνηγούν μικρά έντομα με βάση την αντανάκλαση των υψίσυχνων κραυγών που οι ίδιες εκπέμπουν. Η γνώση μας για την έγχρωμη όραση, όπως είναι φυσικό, βασίζεται κυρίως στο τι βλέπουμε εμείς οι άνθρωποι. Οι ερευνητές μπορούν εύκολα να κάνουν πειράματα με ανθρώπους για να ανακαλύψουν αν διάφορα μείγματα χρωμάτων τους φαίνονται ίδια ή διαφορετικά.

Έτσι, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970 μας διέφευγε ότι πολλά σπονδυλωτά, κυρίως ζώα που δεν ανήκουν στην οικογένεια των θηλαστικών, βλέπουν χρώματα σε τμήματα του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος που είναι αόρατο στον άνθρωπο και συγκεκριμένα στο εγγύς υπεριώδες. Μελέτες που ακολούθησαν από τότε μέχρι σήμερα έδειξαν ότι πέρα από πολλά έντομα, όλα τα πουλιά, οι σαύρες, οι χελώνες, αλλά και πολλά ψάρια έχουν υποδοχείς υπεριωδών ακτίνων στον αμφιβληστροειδή χιτώνα των ματιών τους. Ήταν φυσικό να γεννηθεί το ερώτημα: Γιατί τα θηλαστικά έχουν χειρότερη έγχρωμη όραση; Η αναζήτηση απάντησης σ’ αυτό, ξεδίπλωσε μια συναρπαστική εξελικτική ιστορία και επέτρεψε να δούμε με νέο μάτι τις εκπληκτικές δυνατότητες έγχρωμης όρασης των πουλιών.

flowerΜια ζίννια, όπως την βλέπουν, από πάνω αριστερά:
ο άνθρωπος, τα πουλιά, οι πεταλούδες και οι μέλισσες.

Κατ’ αρχήν, μια συνηθισμένη παρανόηση είναι αυτή που γεννιέται από το γεγονός ότι τα αντικείμενα απορροφούν μερικά μήκη κύματος και ανακλούν το υπόλοιπο φως που πέφτει πάνω τους, με αποτέλεσμα τα χρώματα που βλέπουμε να σχετίζονται με τα μήκη κύματος του ανακλώμενου φωτός. Αν και όλα αυτά είναι σωστά, αυτό δε σημαίνει ότι το χρώμα είναι ιδιότητα του φωτός ή των αντικειμένων που ανακλούν το φως. Το χρώμα είναι η αίσθηση που γεννιέται στον εγκέφαλό μας όταν φτάνει σ’ αυτόν ο άλφα ή ο βήτα συνδυασμός (ηλεκτρικών) ερεθισμάτων, σαν αποτέλεσμα των διεγέρσεων των κωνίων των ματιών μας από τα διαφορετικού μήκους κύματα, που ανακλούν τα αντικείμενα.

Το ένα είδος φωτοευαίσθητων κυττάρων στον αμφιβληστροειδή, τα ραβδία, περιέχουν την πρωτεΐνη ροδοψίνη και διεγείρονται περισσότερο από φως με μήκος κύματος περίπου στη μέση του οπτικού φάσματος. Τα ραβδία αν και «τυφλά» στα χρώματα, είναι ευαίσθητα σε χαμηλό φωτισμό. Η έγχρωμη όραση στα σπονδυλωτά αρχίζει στα κύτταρα των κωνίων. Κάθε κωνίο περιέχει μια χρωστική, που είναι παραλλαγή της πρωτεΐνης οψίνη. Όταν η χρωστική απορροφήσει φωτόνια, αλλάζει το σχήμα ενός μικρού μορίου που είναι συνδεδεμένο με αυτή, πυροδοτώντας μια ακολουθία μοριακών αλληλεπιδράσεων, που τελικά οδηγούν στον ερεθισμό του κωνίου. Αυτός ο ερεθισμός μεταδίδεται σε παρακείμενα νευρικά κύτταρα και τελικά μέσω του οπτικού νεύρου φτάνει σαν ηλεκτρικός παλμός στον εγκέφαλο μεταφέροντας την πληροφορία για το φως που έφτασε στο μάτι.

vision2Όσο εντονότερο είναι το φως, τόσο περισσότερα φωτόνια απορροφώνται και τόσο πιο ισχυρός είναι ο παλμός που φτάνει στον εγκέφαλο μεταφραζόμενος σε λαμπρότητα. Αλλά η πληροφορία που μπορεί να μεταφέρει ένα κωνίο είναι περιορισμένη: από μόνο του το κύτταρο δεν μπορεί να πει στον εγκέφαλο ποιο μήκος κύματος προκάλεσε τη διέγερσή του. Ορισμένα μήκη κύματος απορροφώνται καλύτερα από άλλα και κάθε χρωστική χαρακτηρίζεται από ένα διάγραμμα που δείχνει πώς μεταβάλλεται η απορρόφηση σαν συνάρτηση του μήκους κύματος. Μια χρωστική μπορεί να απορροφά δύο διαφορετικά μήκη κύματος το ίδιο καλά, αλλά δεν μπορεί να τα διακρίνει επειδή και τα δύο τη διεγείρουν. Το μόνο που μπορεί να κάνει ένα κωνίο, είναι να «μετρήσει» τα φωτόνια που απορροφά. Έτσι, ένα κωνίο μπορεί να διεγερθεί το ίδιο από ένα έντονο φως όχι έντονα απορροφώμενου μήκους κύματος, όπως και από ένα αδύναμο φως έντονα απορροφώμενου μήκους κύματος.

Το συμπέρασμα είναι ότι ο εγκέφαλος για να δει χρώμα πρέπει να συγκρίνει τις αντιδράσεις δύο ή περισσότερων κατηγοριών κωνίων που περιέχουν διαφορετικές οπτικές χρωστικές. Η παρουσία περισσότερων των δύο τύπων κωνίων στον αμφιβληστροειδή επιτρέπει μεγαλύτερη χρωματική αντιληπτική ικανότητα. Τα πουλιά έχουν τέσσερις τύπους κληρονομημένους από καθεμιά από τις τέσσερις εξελικτικές γραμμές της ζωής στη Γη. Τα περισσότερα από τα θηλαστικά έχουν μόνο δύο τύπους (οι άλλοι δύο χάθηκαν στο Μεσοζωικό αιώνα, στο διάστημα πριν από 245 έως 65 εκατομμύρια χρόνια), ενώ ο άνθρωπος και τα άλλα πρωτεύοντα θηλαστικά έχουν τρεις τύπους κωνίων.

Ο τεράστιος χρωματικός πλούτος της όρασης των πουλιών και ιδιαίτερα η ικανότητά τους να βλέπουν το εγγύς υπεριώδες, έχει επίδραση στην ικανότητά τους να ξεχωρίζουν το αντίθετο φύλο (πουλιά που σε μας φαίνονται πανομοιότυπα είναι πολύ διαφορετικά όταν τα «δει» κανείς στο υπεριώδες) και στην ικανότητά τους να διακρίνουν ένα υγιές και εύρωστο ταίρι από ένα λιγότερο υγιές ή εύρωστο (τα πούπουλα των δυνατότερων πουλιών ανακλούν περισσότερη υπεριώδη ακτινοβολία). Η ύπαρξη στα μάτια υποδοχέα για τις υπεριώδεις ακτίνες, προσφέρει πλεονέκτημα και στην αναζήτηση τροφής. Οι κηρώδεις επιφάνειες πολλών φρούτων και μούρων ανακλούν έντονα τις ακτίνες υπεριώδους φωτός. Στα αρπακτικά ο υποδοχέας υπεριωδών προσφέρει σχεδόν μαγικές ικανότητες. Τα γεράκια μπορούν να δουν από ψηλά το ίχνος που αφήνουν οι διάφορες εκκρίσεις των τρωκτικών, επειδή αυτές ανακλούν πιο έντονα το υπεριώδες φως.

πηγή: Scientific American (Σταύρος Ξενικουδάκης)

Οι μέλισσες μπορούν και αναγνωρίζουν ανθρώπινα πρόσωπα

Έντομα μπορούν να αντιληφθούν και να απομνημονεύσουν μοναδικά χαρακτηριστικά προσώπων και να τα χρησιμοποιήσουν σε επόμενες αλληλεπιδράσεις, με ανάλογο τρόπο όπως οι άνθρωποι λειτουργούν στο κοινωνικό περιβάλλον.

AAAAA

Οι σφήκες και οι μέλισσες μοιάζουν απλοϊκά ζώα. Φτιάχνουν φωλιές, ψάχνουν για νέκταρ, μεγαλώνουν τα μικρά τους και πεθαίνουν, με τη διάρκεια ολόκληρης της ζωής τους να μην ξεπερνά το ένα έτος. Κι όμως, ορισμένα από τα είδη αυτών των εντόμων συναγωνίζονται με τους ανθρώπους και άλλα πρωτεύοντα θηλαστικά τουλάχιστον σε μια νοητική δεξιότητα: την αναγνώριση των προσώπων των άλλων ατόμων του είδους τους.

Τα μέλη ενός είδους σφήκας μπορούν να αντιληφθούν και να απομνημονεύσουν τα μοναδικά χαρακτηριστικά του προσώπου τους και να τα χρησιμοποιήσουν σε επόμενες αλληλεπιδράσεις, με ανάλογο τρόπο όπως οι άνθρωποι λειτουργούν στο κοινωνικό περιβάλλον, μαθαίνοντας και απομνημονεύοντας τα πρόσωπα συγγενών, φίλων και συναδέλφων. Παραπέρα, ακόμα και είδη εντόμων που κανονικά δεν απομνημονεύουν πρόσωπα στη φυσική τους διαβίωση, μπορούν να εκπαιδευτούν να το κάνουν και ορισμένες φορές μπορούν ακόμα και να μάθουν να διακρίνουν πρόσωπα ανθρώπων!

Θεωρία και πράξη

Μια διαδεδομένη θεωρία για τη νοημοσύνη υποστηρίζει ότι ο ασυνήθιστα μεγάλος ανθρώπινος εγκέφαλος εξελίχτηκε για να αντιμετωπίζει το δύσκολο έργο του να μαθαίνει και να θυμάται τα μεμονωμένα άτομα στις σύνθετες κοινωνίες που ανέπτυξε. Αλλά η ανακάλυψη ότι ζώα με εγκέφαλο που έχει μέγεθος μόλις 0,01% του ανθρώπινου μπορούν να αναγνωρίζουν πρόσωπα, αναγκάζει τους επιστήμονες να διερευνήσουν πώς η βιολογική εξέλιξη έφτασε σε αυτήν την εντυπωσιακή ικανότητα και ποια είναι εκείνα τα χαρακτηριστικά των εγκεφάλων των εντόμων που κάνουν δυνατή την αναγνώριση προσώπων. Η απάντηση στο τελευταίο ερώτημα θα μπορούσε να έχει και πρακτική εφαρμογή στην ανάπτυξη πιο αποτελεσματικού λογισμικού αναγνώρισης προσώπων.

Για να αντιληφθεί κανείς πόσο εκπληκτική είναι η ανακάλυψη αυτής της ικανότητας ορισμένων εντόμων, πρέπει να αναλογιστεί τη διαδικασία που εμείς οι άνθρωποι αναγνωρίζουμε πρόσωπα. Πρώτα πρέπει να αντιληφθούμε μια συγκεκριμένη διάταξη μοναδικών χαρακτηριστικών του προσώπου – όπως η μύτη, το στόμα, τα μάτια και τα αυτιά – και να τα συνδυάσουμε στο μυαλό μας με πιο αφηρημένες πληροφορίες για το άτομο, όπως ότι είναι ο φίλος μας ή ο γείτονάς μας. Μετά πρέπει να μπορούμε να ανακαλούμε αυτό το συνδυασμό κάθε φορά που βλέπουμε το συγκεκριμένο άτομο.

Μπορούμε να μάθουμε πρόσωπα πιο γρήγορα και με μεγαλύτερη ακρίβεια σε σχέση με άλλα είδη σύνθετων οπτικών πληροφοριών. Σε μια κοινωνική συγκέντρωση μπορούμε να απομνημονεύσουμε γρήγορα και χωρίς κόπο τα πρόσωπα των συμμετεχόντων. Αντίθετα, χρειάζεται πολύ περισσότερος χρόνος και προσπάθεια για να μάθουμε πολλά, μοναδικά μεν, αλλά εμφανισιακά παρόμοια σύνθετα σχέδια, όπως για παράδειγμα τα κινεζικά ιδεογράμματα. Τόσο τα πρόσωπα όσο και τα Κινέζικα συντίθενται από πολλαπλά στοιχεία που συνδυάζονται σε ένα μεγαλύτερο όλον, αλλά είμαστε καλύτεροι στο να μαθαίνουμε πρόσωπα, επειδή η βιολογική εξέλιξη οδήγησε σε προσαρμογές στον εγκέφαλό μας ακριβώς γι’ αυτό το σκοπό. Μάλιστα, υπάρχει και ειδική περιοχή του εγκεφάλου για την αναγνώριση προσώπων. Η επεξεργασία που κάνει ο εγκέφαλός μας είναι τόσο εξειδικευμένη, που αποτυγχάνει αν απλώς δούμε τη φωτογραφία ανάποδα. Παρομοίως, ακόμα και μικρές τροποποιήσεις σε κρίσιμες περιοχές ενός προσώπου, όπως τα μάτια, μπορούν να μας δυσκολέψουν πολύ.

Thatcher-IllusionΗ Οφθαλμαπάτη της Θάτσερ. Οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν ένα γνωστό πρόσωπο όταν η εικόνα του περιστραφεί ολόκληρη κατά 180 μοίρες, ή συμβεί το ίδιο σε χαρακτηριστικά όπως τα μάτια και το στόμα. Τα έντομα που μπορούν να μάθουν πρόσωπα επίσης δυσκολεύονται όταν δουν τέτοιες πειραγμένες εικόνες, αλλά αν ο εγκέφαλός τους επεξεργάζεται τα πρόσωπα κατά βάση όπως ο ανθρώπινος, παραμένει αδιευκρίνιστο.

Αν και οι άνθρωποι ως είδος έχουν εξαιρετική ικανότητα αναγνώρισης προσώπων, το 2% του πληθυσμού έχει κάποιας μορφής δυσλειτουργία στον τομέα αυτόν. Στις περισσότερες περιπτώσεις είναι κληρονομική ή αποτέλεσμα τραύματος στην ειδική περιοχή του εγκεφάλου για την αναγνώριση προσώπων. Στις βαρύτερες περιπτώσεις, ο άνθρωπος δεν μπορεί να αναγνωρίσει ούτε τα μέλη της οικογένειάς του.

Ολιστικός μηχανισμός

Για να ελέγξει αν και ο εγκέφαλος των σφηκών έχει παρόμοια εξειδίκευση στην αναγνώριση προσώπων, η Ε. Τίμπετς, καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, έπρεπε πρώτα να βρει τρόπο να διακρίνει πότε υπάρχει «σωστή» αναγνώριση του προσώπου από μια σφήκα και πότε όχι. Η επιβράβευση με ζαχαρόνερο που λειτουργεί αποτελεσματικά στις μέλισσες δεν είχε επιτυχία στις σφήκες, καθώς οι σφήκες μπορούν να ζήσουν ακόμα και βδομάδες χωρίς τροφή. Η λύση ήταν ένα μικρό ηλεκτροσόκ όταν η σφήκα διάλεγε τη λάθος εικόνα. Χρησιμοποιώντας αυτήν τη μέθοδο ελέγχου διαπίστωσε ότι οι σφήκες μάθαιναν μέσα σε μόλις 20 δοκιμές να αναγνωρίζουν τα πρόσωπα άλλων σφηκών, αλλά είχαν πολύ μεγαλύτερη δυσκολία να μάθουν άλλα σχέδια, μεταξύ αυτών και σχέδια από κάμπιες (φυσικό τους θήραμα), καθώς και πρόσωπα σφηκών από τα οποία είχαν σβηστεί ψηφιακά οι κεραίες. Ειδικά η δυσκολία τους να μάθουν πρόσωπα σφηκών χωρίς κεραίες δείχνει ότι και οι σφήκες αναγνωρίζουν πρόσωπα με κάποιου είδους ολιστική επεξεργασία των πληροφοριών. Δηλαδή, αντί να μαθαίνουν κάθε χαρακτηριστικό ξεχωριστά, αντιλαμβάνονται και απομνημονεύουν το πρόσωπο ως όλον. Έτσι όταν λείπουν οι κεραίες μπερδεύονται.

aaaa41Ορισμένα είδη σφήκας μπορούν να αντιληφθούν και να επεξεργαστούν τις οπτικές πληροφορίες ενός προσώπου ολιστικά, αντί να μαθαίνουν το κάθε χαρακτηριστικό του ξεχωριστά από τα υπόλοιπα

Η ύπαρξη του μηχανισμού αναγνώρισης προσώπων και στους ανθρώπους και στις σφήκες υποδηλώνει ότι ίσως είναι πολύ πιο διαδεδομένος στο ζωικό βασίλειο απ’ ό,τι θεωρούσαν οι επιστήμονες ως τώρα. Στην περίπτωση της σφήκας P. fuscatus, τις φωλιές ξεκινάνε ομάδες βασιλισσών, που δουλεύουν μαζί για να επιβιώσουν. Αλλά οι βασίλισσες την ίδια στιγμή ανταγωνίζονται η μία την άλλη για αναπαραγωγική κυριαρχία. Σε αυτό το πλαίσιο μάλλον είναι πλεονέκτημα να αλληλοαναγνωρίζονται και να μπορούν να θυμηθούν τη θέση της καθεμιάς στην ιεραρχία της σφηκοφωλιάς, αναπτύσσοντας έτσι την ικανότητα αναγνώρισης προσώπων για όλα τα μέλη του είδους (και για εκείνα που δεν είναι βασίλισσες). Αντίθετα, οι σφήκες P. metricus ιδρύουν αποικίες με μια μεμονωμένη βασίλισσα, που δεν έχει κάποιο εξελικτικό όφελος να μαθαίνει και να θυμάται πρόσωπα άλλων βασιλισσών. Διαπιστώθηκε ότι οι σφήκες του λιγότερο κοινωνικά σύνθετου είδους P. metricus μπορούν να εκπαιδευτούν για να θυμούνται πρόσωπα, με την ίδια δυσκολία που μπορούν να εκπαιδευτούν να θυμούνται οποιοδήποτε άλλο σχέδιο. Επιπλέον, δεν υπάρχει κάποια διαφοροποίηση στην ικανότητά τους αυτή όταν αφαιρεθούν οι κεραίες από τις εικόνες άλλων σφηκών. Άρα δε διαθέτουν τον ολιστικό μηχανισμό των σφηκών P. fuscatus. Επεξεργάζονται τα πρόσωπα ως ξεχωριστά χαρακτηριστικά.

Και πρόσωπα ανθρώπων!

Οι επιστήμονες διερωτήθηκαν τι συμβαίνει με τις μέλισσες, έντομα που έχουν μόνο μία βασίλισσα στην κυψέλη και σε αντίθεση με τις σφήκες δεν έχουν χαρακτηριστικά που να διαφοροποιούν τα πρόσωπά τους, ενώ επιπλέον χρησιμοποιούν έντονα τις φερορμόνες για τις αλληλεπιδράσεις τους και όχι τις οπτικές πληροφορίες. Διαπιστώθηκε και πάλι ότι όπως και οι σφήκες P. metricus δεν μπορούν να αναγνωρίσουν πρόσωπα ολιστικά. Το εντυπωσιακό είναι ότι σε πείραμα με πρόσωπα ανθρώπων, οι μέλισσες μετά από 50 δοκιμές ανέπτυξαν την ικανότητα να πηγαίνουν στο «σωστό» πρόσωπο, εκεί δηλαδή που υπήρχε ως ανταμοιβή ζαχαρόνερο και όχι στο λάθος, όπου τις περίμενε ένα πικρό διάλυμα κινίνου. Παραδόξως, έδειξαν και ικανότητα να αναγνωρίζουν τα πρόσωπο για τα οποία είχαν εκπαιδευτεί ακόμα κι όταν η εικόνα είχε περιστραφεί κατά 30 μοίρες.

Οι επιστήμονες εικάζουν ότι το απλό σύστημα αναγνώρισης προσώπων που έχουν οι μέλισσες και οι σφήκες P. metricus ίσως βασίζεται στις γενικές ικανότητες αναγνώρισης σχεδίων που τους χρειάζονται για να βρίσκουν τροφή. Ίσως ταυτόχρονα να είναι και το ενδιάμεσο βήμα στην εξελικτική διαδικασία που μέσω της φυσικής επιλογής έδωσε εξελικτικό πλεονέκτημα στις σφήκες P. fuscatus, που ανέπτυξαν την ολιστική αναγνώριση. Φυσικά, η ολιστική αναγνώριση στους ανθρώπους δεν προέρχεται από τις σφήκες, καθώς η βιολογική εξέλιξη αποδεδειγμένα καταλήγει στα ίδια …συμπεράσματα, που προσφέρουν εξελικτικό πλεονέκτημα, ακολουθώντας εντελώς διαφορετικές διαδρομές.

Πηγή: «Scientific American» Επιμέλεια: Σταύρος Ξενικουδάκης (Ριζοσπάστης)

Η όραση των μελισσών

Με αφορμή την ανάρτηση με την μέλισσα στην παπαρούνα και την απορία ενός φίλου για το πως πηγαίνουν στο άνθος της αν δεν βλέπουν το κόκκινο χρώμα παραθέτουμε μία έρευνα σχετικά με την όραση των μελισσών.

Σύγκριση της αίσθησης του χρώματος στις μέλισσες και στον άνθρωπο

Το ορατό φάσμα μιας μέλισσας μετατοπίζεται σε σύγκριση με το ορατό φάσμα ενός ανθρώπου. Το ορατό φάσμα, για έναν άνθρωπο με κανονική όραση, εκτείνεται από τα 800 έως 400mu. Το ορατό φάσμα, για μια μέλισσα, εκτείνεται από 650 έως 300mu. Αυτό σημαίνει ότι το ορατό φάσμα για τις μέλισσες μετατοπίζεται σε μικρότερα μήκη κύματος. Το ορατό φάσμα είναι “μικρότερο για τις μέλισσες στο κόκκινο, αλλά επεκτείνεται εντός του υπεριώδους,” ένα χρώμα που ένας άνθρωπος με φυσιολογική όραση δεν μπορεί να δει (Frisch 9). Η κύρια διαφορά μεταξύ της αίσθησης χρώματος της μέλισσας και ενός ανθρώπου είναι ότι το “ανθρώπινο μάτι μπορεί να διακρίνει μεταξύ τους περίπου εξήντα διαφορετικά χρώματα του ορατού φάσματος, ενώ η μέλισσα μπορεί να διακρίνει μεταξύ τους μόνο τέσσερα διαφορετικά χρώματα στο ορατό φάσμα: κίτρινο, μπλε-πράσινο, μπλε, και αυτό της υπεριώδους ακτινοβολίας.

colorsbee-650x354

Ο συνδυασμός της μετατόπισης του ορατού φάσματος και της ικανότητας να βλέπει την υπεριώδη ακτινοβολία ως χρώμα επιτρέπει στις μέλισσες να δουν ένα διαφορετικό χρώμα από αυτό που το ανθρώπινο μάτι βλέπει.

Οι παρακάτω φωτογραφίες έχουν τραβηχτεί από τον Νορβηγό επιστήμονα Bjorn Roslett και αναπαριστούν στα αριστερά το πως βλέπει ο άνθρωπος το άνθος στο φυσικό φως και δεξιά η μέλισσα στο υπεριώδες.

WoodDM0708_468x137φωτογραφία Bjorn Roslett

Για παράδειγμα το λευκό που βλέπει ο άνθρωπος δείχνει μπλε στα μάτια της μέλισσας γιατί λείπει το υπεριώδες. Η μέλισσα για να έχει την αίσθηση του λευκού (δηλαδή της ύπαρξης όλων των ορατών ακτινοβολιών) πρέπει να βλέπει και το χρώμα που αντιστοιχεί στο υπεριώδες.

PrimroseDM0708_468x259φωτογραφία Bjorn Roslett

Από όλα αυτά συμπεραίνει κανείς πως ακόμα και μέσα από χρώματα που εμείς νομίζουμε πως η μέλισσα δε βλέπει, όπως το κόκκινο, η μέλισσα βλέπει υπεριώδεις ακτινοβολίες που αντανακλούν από το φως του ήλιου.

Το δεύτερο συμπέρασμα που βγαίνει από τις παραπάνω έρευνες είναι πως μια μέλισσα μπορεί να διακρίνει οποιοδήποτε χρώμα από κάποιο άλλο χάρη στη διαφορετική φωτεινότητα του. Συνεπώς ακόμα και αν δε μπορεί να ξεχωρίσει ένα πράσινο από ένα κίτρινο λόγω της απόχρωσης, μπορεί να τα ξεχωρίσει λόγω της διαφορετικής φωτεινότητας.

dandelionDM0708_468x441φωτογραφία Bjorn Roslett

Συμπερασματικά λοιπόν το χρώμα των κυψελών μπορεί να είναι οτιδήποτε αρκεί να μην είναι ίδιο σε όλες. Ακόμα και το κόκκινο χρώμα μια μέλισσα μπορεί να το ξεχωρίσει από το κίτρινο. Μια μέλισσα μπορεί να ξεχωρίσει μια μπλε κυψέλη από μια κίτρινη ή μια πράσινη από μία μοβ αλλά δε μπορεί να ξεχωρίσει μια κίτρινη από μία πράσινη εκτός κι αν η μία είναι πιο φωτεινή.

Δηλαδή:

Αυτό το πράσινο με αυτό το κίτρινο δεν μπορεί να τα ξεχωρίσει καθώς έχουν την ίδια φωτεινότητα. Για την μέλισσα είναι ακριβώς το ίδιο.

canot-see

 

Αντίθετα αυτό το πράσινο μπορεί να το ξεχωρίσει.

see

πηγές από: Ελληνικό μέλι, Dailymail