Οι αρχαιολόγοι επανεξέτασαν ένα κατάλοιπο ηλικίας 2.500 ετών που βρέθηκε μέσα σε χάλκινα αγγεία σε ένα υπόγειο ιερό στην Ποσειδωνία της Ιταλίας, το οποίο παλαιότερα είχε ταυτοποιηθεί ως μείγμα κεριού, λίπους και ρητίνης.

Χρησιμοποιώντας μια πολυαναλυτική προσέγγιση, οι ερευνητές εντόπισαν λιπίδια, προϊόντα αποσύνθεσης σακχάρων, εξόζες (σάκχαρα) και βασικές πρωτεΐνες του βασιλικού πολτού, γεγονός που ενισχύει την υπόθεση ότι τα αγγεία περιείχαν κάποτε μέλι ή κηρήθρες. Το μέλι αποτελούσε μια ουσία ζωτικής σημασίας για τις αρχαίες κοινωνίες.
Οι ιστορικές μαρτυρίες και οι εικονογραφικές απεικονίσεις δείχνουν ότι το μέλι χρησιμοποιούνταν ως πρώιμο γλυκαντικό σε φαρμακευτικά παρασκευάσματα, σε τελετουργίες και σε καλλυντικά. Στους αρχαίους ελληνικούς και ρωμαϊκούς πολιτισμούς, οι μέλισσες και το μέλι κατείχαν σημαντική θρησκευτική και συμβολική θέση.
Το 1954, αρχαιολόγοι που πραγματοποιούσαν ανασκαφές στον αρχαίο ελληνικό οικισμό της Ποσειδωνίας, που χρονολογείται γύρω στο 520 π.Χ., ανακάλυψαν ένα υπόγειο ιερό αφιερωμένο σε άγνωστη θεότητα. Στο εσωτερικό του υπήρχαν χάλκινα αγγεία — έξι υδρίες και δύο αμφορείς — τοποθετημένα γύρω από ένα άδειο σιδερένιο κρεβάτι. Τα αγγεία περιείχαν ένα παχύρευστο υπόλειμμα με έντονη μυρωδιά κεριού.

Οι αρχαιολόγοι ανέφεραν ότι το υπόλειμμα αρχικά ήταν υγρό ή παχύρρευστο, καθώς ίχνη του βρέθηκαν και στο εξωτερικό των αγγείων, τα οποία ήταν σφραγισμένα με δίσκους από φελλό. Επιπλέον, οι αρχαιολόγοι είχαν ταυτοποιήσει τα αρχικά περιεχόμενα των χάλκινων αγγείων ως μέλι — «σύμβολο της αθανασίας» — που πιθανώς είχε προσφερθεί υπό μορφή κηρηθρών, από τις οποίες είχε απομείνει κυρίως το κερί.
Ωστόσο, τρεις μεταγενέστερες εργαστηριακές αναλύσεις διαφορετικών δειγμάτων απέκλεισαν την παρουσία μελιού στη σύστασή τους. Το 2019, όταν το υπόλειμμα από την Ποσειδωνία μεταφέρθηκε στο Μουσείο Ashmolean της Οξφόρδης για την έκθεση The Last Supper in Pompeii, δόθηκε μια νέα ευκαιρία για τη βιομοριακή του επανεξέταση, αξιοποιώντας τις πρόσφατες προόδους στην τεχνολογία φασματομετρίας μάζας.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, Λουτσιάνα ντα Κόστα Καρβάλιο και Τζέιμς ΜακΚάλαγκ, μαζί με τους συνεργάτες τους, ανέλυσαν δείγματα του υπολείμματος με διάφορες σύγχρονες τεχνικές προκειμένου να προσδιορίσουν τη μοριακή του σύσταση.
Διαπίστωσαν ότι το αρχαίο υπόλειμμα είχε χημικό «αποτύπωμα» σχεδόν ταυτόσημο με αυτό του σύγχρονου μελισσοκεριού και μελιού, με υψηλότερη οξύτητα που συνάδει με αλλοιώσεις από μακροχρόνια αποθήκευση. Η χημική σύνθεση του υπολείμματος ήταν πιο περίπλοκη από εκείνη του θερμικά αλλοιωμένου μελισσοκεριού, υποδηλώνοντας την παρουσία μελιού ή άλλων ουσιών.

Σημεία επαφής του υπολείμματος με το χάλκινο αγγείο περιείχαν προϊόντα αποσύνθεσης σακχάρων αναμεμειγμένα με χαλκό. Οι εξόζες — κοινά σάκχαρα που απαντώνται στο μέλι — εντοπίστηκαν σε υψηλότερες συγκεντρώσεις από ό,τι στο σύγχρονο κερί. Εντοπίστηκαν επίσης πρωτεΐνες του βασιλικού πολτού, οι οποίες είναι γνωστό ότι εκκρίνονται από τη δυτική μέλισσα (Apis mellifera).
Τα αποτελέσματα αυτά δείχνουν ότι η αρχαία ουσία είναι ό,τι απέμεινε από αρχαίο μέλι. Ωστόσο, οι ερευνητές δεν μπορούν να αποκλείσουν την παρουσία και άλλων προϊόντων της μέλισσας.
«Τα αρχαία κατάλοιπα δεν είναι απλώς ίχνη από ό,τι οι άνθρωποι έτρωγαν ή πρόσφεραν στους θεούς — είναι πολύπλοκα χημικά οικοσυστήματα», δήλωσε η Δρ. ντα Κόστα Καρβάλιο. «Η μελέτη τους αποκαλύπτει πώς οι ουσίες αυτές μεταβλήθηκαν με τον χρόνο, ανοίγοντας τον δρόμο για μελλοντική έρευνα σχετικά με την αρχαία μικροβιακή δραστηριότητα και τις πιθανές εφαρμογές της.»
πηγή: sci.news












