Συρράκο – Καλαρρύτες: Tαξίδι στα μέρη του Κώστα Κρυστάλλη και στα απόκρημνα δίδυμα χωριά

Όλοι γνωρίζουν το Μέτσοβο, τα Ζαγοροχώρια, όχι, όμως τη επιβλητική γαλήνη των δύο χωριών! Όπως κάθε φοιτητής και φοιτήτρια που σπούδασε στα Γιάννενα και σέβεται τον εαυτό του, την Ήπειρο την έχω γυρίσει σε πολύ μεγάλο βαθμό και επανέρχομαι συχνά-πυκνά για να δω… αν είναι όλα εντάξει.

a3

Ενώ όμως τα Ζαγοροχώρια, την Κόνιτσα και το Μέτσοβο τα ξέραμε σχεδόν από την αρχή σαν την παλάμη του χεριού μας, υπήρχαν δύο χωριά που δεν είχαμε καταφέρει να επισκεφθούμε, παρόλο που τα είχαμε βάλει στο μάτι. Το Συρράκο και οι Καλαρρύτες, αν και απέχουν από τα Γιάννενα καμιά πενηνταριά χιλιόμετρα, δεν είναι προορισμός, στον οποίο πετάγεσαι για να πιεις καφέ – απαιτούν σεβασμό και… ύπνο. Αυτήν τη φορά, λοιπόν, στις παραδοσιακές διανυκτερεύσεις στα Ζαγόρια προσθέσαμε και τρεις στο Συρράκο και ξεκινήσαμε να γνωρίσουμε καινούργια μέρη.

Η αλήθεια είναι ότι αυτό το ξεκίνημα με ζόρισε αρκετά. Ο δρόμος για το Συρράκο ουσιαστικά ολοκληρώθηκε μέσα στη δεκαετία του ’90 και δεν είναι τυχαία αυτή η αργοπορία. Στενός, απότομος, με κατολισθήσεις κατά τόπους, υψώνεται πάνω από βαθιές χαράδρες και είναι μια μικρή δοκιμασία για όσους έχουν ακροφοβία. Αν και αρχικά ήμουν μάλλον πανικόβλητη, είναι τέτοια η ομορφιά του τοπίου, που κάποια στιγμή ξεχνάς την τρομάρα σου κι αρχίζεις να χαζεύεις τα επιβλητικά βουνά, τα νερά που κυλούν στο πολύ βάθος και τις πράσινες πλαγιές που τιμούν με κέφι πρόβατα, κατσίκια και, όπως μάθαμε στο χωριό, αγριογούρουνα.

Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, τα αγριογούρουνα έχουν πολλαπλασιαστεί στην περιοχή και κάθε βράδυ οι ντόπιοι τα βλέπουν να ανεβαίνουν πάνω από το Συρράκο για να φάνε. Όσο για το τι τρώνε, έχω να κάνω δύο καταγγελίες: βολβούς λουλουδιών, σύμφωνα με την ιδιοκτήτρια του ξενώνα όπου έμεινα, γεγονός που τη στενοχωρεί ιδιαίτερα, αλλά και καλαμπόκια και ό,τι άλλο τους γυαλίσει από τα μικρά μποστάνια που διατηρούν οι κάτοικοι, όπως άκουσα να λέει ένας τσαντισμένος παππούς, πίνοντας τσίπουρο.

Η όποια ταλαιπωρία της διαδρομής ξεχνιέται αυτομάτως τη στιγμή που αντικρίζει κανείς το Συρράκο: αγέρωχο, πέτρινο, γαντζωμένο σε μια κάθετη πλαγιά, προκαλεί θαυμασμό με την πρώτη ματιά. Είναι πραγματικά εντυπωσιακός ο τρόπος που η ανθρώπινη θέληση κατάφερε να δαμάσει το τοπίο, με αποτέλεσμα ένα παραμυθένιο χωριό με πέτρινα σπίτια, βρύσες, γεφύρια και καλντερίμια με τόσο απότομη κλίση που η γκλίτσα είναι απαραίτητο και καθόλου φολκλόρ αξεσουάρ. Εννοείται ότι στο χωριό δεν μπαίνουν αυτοκίνητα. Η κεντρική του είσοδος είναι μια πέτρινη πύλη, η Λεύκα, με καλντερίμι που οδηγεί σε δυο γεφυράκια και ύστερα από λίγο περπάτημα στην κεντρική πλατεία.

Υπάρχει, επίσης, ένας περιφερειακός δρόμος με τον οποίο φτάνει κανείς λίγο πιο κοντά στους ξενώνες του χωριού. Από κει και πέρα ετοιμαστείτε για πολύ και απολαυστικό περπάτημα. Οτιδήποτε διαθέτει ρόδες είναι πλέον άχρηστο. Η δυσκολία στην πρόσβαση μας έκανε να αναρωτηθούμε πώς το Συρράκο βρίσκεται σε τόσο καλή κατάσταση, με τη συντριπτική πλειονότητα των κτισμάτων του να είναι άριστα συντηρημένη. Ρωτώντας, μάθαμε ότι δύο ήταν οι παράγοντες που συνέβαλαν στην «ανάσταση» του χωριού, το οποίο είχε εγκαταλειφθεί σχεδόν μετά τον Εμφύλιο: η διάνοιξη του δρόμου και ο ερχομός των Αλβανών στην Ελλάδα. Όπως μας εξήγησαν, οι μετανάστες από την Αλβανία ανέλαβαν το δύσκολο έργο της μεταφοράς οικοδομικών και άλλων υλικών στα απότομα καλντερίμια του χωριού. Μέχρι σήμερα, κάθε χρόνο έρχονται στο Συρράκο και φεύγουν μόνο κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Την εμφάνισή τους έχουν κάνει και μικρά ερπυστριοφόρα μηχανήματα μεταφοράς, ενώ απουσιάζουν τα γαϊδούρια ως ασύμφορα – «ταΐστε τα εσείς τον χειμώνα», μας είπαν χαρακτηριστικά.

a2

Τη βόλτα μας στο χωριό την ξεκινήσαμε από την κεντρική πλατεία, που ακόμα κι αυτή απλώνεται σε επίπεδα και διαθέτει τις απαραίτητες ταβέρνες για να φάτε, να πιείτε και να ξαναπιείτε. Εκεί, κάτω από έναν εντυπωσιακό θόλο βρίσκεται και η πηγή Γκούρα, που, απ’ ό,τι φαίνεται, είναι και σημείο συνάντησης. «Γκούρα» στα βλάχικα σημαίνει «στόμα», ενώ βλάχικα μιλούσαν και οι άνθρωποι γύρω μας, καθώς οι μεγαλύτεροι σε ηλικία κάτοικοι τα χρησιμοποιούν συστηματικά και, όπως μας είπαν, μοιάζουν με τα ρουμάνικα – οι νεότεροι δυστυχώς δεν τα γνωρίζουν.

Όσο κι αν προσπαθήσαμε, δεν μπορέσαμε να πιάσουμε κουβέντα – το ίδιο συνέβη την άλλη μέρα και στους Καλαρρύτες. Στην πλατεία βρίσκεται ο Άγιος Νικόλαος με το ωραίο ξυλόγλυπτο τέμπλο και τον χρυσοΰφαντο ρωσικό επιτάφιο. Αν αναρωτιέστε τι δουλειά έχει ο Άγιος Νικόλαος στα 1.150 μέτρα υψόμετρο, λάβετε υπόψη ότι αντίστοιχες εκκλησίες συναντάμε σε πολλά ορεινά της Ηπείρου, μια και οι κάτοικοί τους ασχολούνταν με το εμπόριο και ταξίδευαν πολύ, οπότε χρειάζονταν και την ανάλογη προστασία. Οι Συρρακιώτες έμποροι, μάλιστα, ήταν τόσο δαιμόνιοι, που κατάφεραν να προμηθεύσουν με τις περίφημες αδιάβροχες κάπες από κατσικίσιο μαλλί που φτιάχνονταν στο χωριό ακόμα και τον στρατό του Μεγάλου Ναπολέοντα!

Επόμενο σημείο ενδιαφέροντος είναι το σπίτι του «Τραγουδιστή του χωριού και της στάνης», Κώστα Κρυστάλλη, το οποίο σήμερα έχει γίνει μουσείο και στεγάζει και τη βιβλιοθήκη του χωριού, ενώ αξίζει να δείτε και το Λαογραφικό Μουσείο που δημιούργησε και δώρισε μετά τον θάνατό της η Ερμηνεία Φωτιάδου. Από τον ενθουσιασμό με τον οποίο θα σας ξεναγήσει ο υπεύθυνος του μουσείου θα καταλάβετε πόσο αγαπούν το χωριό τους οι Συρρακιώτες, οι οποίοι το κατακλύζουν κάθε Αύγουστο για το μεγάλο πανηγύρι της Παναγίας –«κάθε δωμάτιο και οικογένεια»–, αφήνοντάς το τον χειμώνα σε όσους ασχολούνται με τον τουρισμό, μια και το μυστικό το έχουν μάθει πλέον αρκετοί και το Συρράκο έχει επισκέπτες όλο τον χρόνο.

Όταν φτάσαμε στο Συρράκο, μετά από τρεις μέρες με πολλά χιλιόμετρα στα Ζαγόρια, είχαμε αποφασίσει ότι η μόνη οδική μετακίνηση που θα κάναμε θα ήταν για να δούμε τους Καλαρρύτες. Απαραίτητη, όμως, σύμφωνα με τη σπιτονοικοκυρά μας, ήταν μια στάση στη Μονή Κηπίνας και ήταν τέτοια η σιγουριά της, που δεν σήκωνε αντιρρήσεις. Συνήθως το κλειδί για το μοναστήρι το παίρνει κανείς από το καφενείο του χωριού(!), τον Αύγουστο όμως μένει ανοιχτό καθημερινά, μια και η περιοχή είναι γεμάτη επισκέπτες που έχουν ακούσει τις ανάλογες θερμές συστάσεις. Φτάνοντας στο μοναστήρι, η πρώτη εικόνα είναι εντυπωσιακή. Ένα Μέγα Σπήλαιο τσέπης από πέτρα, σχεδόν αόρατο από μακριά, χτισμένο το 1212 από τον Αρχιεπίσκοπο Γρηγόριο.

Μια άλλη άποψη υποστηρίζει ότι ιδρύθηκε από έναν υποψήφιο ηγούμενο που αποχώρησε από τη Μονή Βύλιζας μαζί με άλλους μοναχούς, όταν έχασε στις εκλογές, ενώ η πιο θεάρεστη εκδοχή αφηγείται ότι από τη γειτονική Βύλιζα οι μοναχοί έβλεπαν κάθε βράδυ μια μικρή φλόγα αναμμένη, μέχρι που αποφάσισαν να φτιάξουν στο σημείο ένα μοναστήρι – διαλέγετε και παίρνετε. Πάνω από τη μονή μπορεί κανείς να δει ό,τι απέμεινε από τις φιλόδοξες προσπάθειες επέκτασής της, οι οποίες εγκαταλείφθηκαν μετά τη θανάσιμη πτώση ενός καλόγερου καθώς μετέφερε υλικά, γεγονός που θεωρήθηκε θεϊκό σημάδι. Μπαίνοντας στο μοναστήρι, ο επισκέπτης περνά πάνω από μια ξύλινη γέφυρα, η οποία σε περίπτωση κινδύνου σηκωνόταν, μετατρέποντάς το σε απόρθητο φρούριο. Ο μικρός ναός έχει για στέγη τον βράχο, λαξεμένο για να σχηματίζει θόλο, κι ένα όμορφο ξυλόγλυπτο τέμπλο, ακριβές αντίγραφο –όπως διαπιστώσαμε εκ των υστέρων– του αυθεντικού τέμπλου του 18ου αιώνα, που το 1997 κλάπηκε ολόκληρο(!) από αρχαιοκάπηλους κι είναι ακόμα άφαντο. Δίπλα από την εκκλησία ξεκινά ένα σπήλαιο, το οποίο επισκέφθηκε το 1815 ο Πουκεβίλ, βλέποντας όμως μόνο την αρχή του.

Σήμερα μπορεί κανείς να ακολουθήσει μια διαδρομή 300 περίπου μέτρων, αν δεν τον ενοχλούν οι νυχτερίδες, αρκεί να έχει μαζί του έναν υποτυπώδη, έστω, φακό, μια και ο χώρος είναι σχεδόν αφώτιστος. Αξίζει, τέλος, να δείτε το αρχονταρίκι και τα κελιά που είναι κυριολεκτικά τρυπωμένα στον βράχο και κρέμονται στο κενό. Αν είστε παρατηρητικοί, θα εντοπίσετε να κρέμεται σε έναν τοίχο ένα υφαντό «Πάτερ Ημών» – δεν έχει τύχει ποτέ να δω κάτι παρόμοιο και μου έκανε μεγάλη εντύπωση.

a4

Οι Καλαρρύτες και το Συρράκο είναι δίδυμα χωριά εκατέρωθεν του φαραγγιού, με βίους παράλληλους από τον 14ο αιώνα, όταν και ιδρύθηκαν από Βλάχους βοσκούς. Η μόνη εποχή που διαφοροποιήθηκε η μοίρα τους ήταν το 1881, όταν ως σύνορο του ελληνικού κράτους ορίστηκε το Φαράγγι του Χρούσια, με αποτέλεσμα το Συρράκο να μείνει «τουρκοχώρι» και οι Καλαρρύτες να γίνουν «ελληνοχώρι», όπως χαρακτηριστικά μας είπαν. Η απόσταση που χωρίζει τα δυο χωριά είναι περίπου σαράντα λεπτά με τα πόδια ή με το αυτοκίνητο. Η ζέστη και η επερχόμενη βροχή λειτούργησαν αποτρεπτικά κι έτσι δεν αποφασίσαμε να πάρουμε το μονοπάτι που διασχίζει το φαράγγι κι ενώνει τα δύο χωριά – άλλωστε, ήταν και η Κηπίνα στη μέση.

Φτάσαμε στο χωριό και το πρώτο που αντικρίσαμε ήταν ένας αγωγιάτης με τα τρία του γαϊδούρια, μια κι οι Καλαρρύτες είναι πιο «απλωτό» χωριό, με καλντερίμια λιγότερο επικίνδυνα για τα υπομονετικά τετράποδα απ’ ό,τι αυτά του Συρράκου, οπότε οι μεταφορές δεν έπαψαν να γίνονται με ζώα – φυσικά, και στους Καλαρρύτες αφήνεις το αυτοκίνητο έξω από τον οικισμό. Οι Καλαρρυτινοί ήταν διάσημοι για την ασημουργία τους, στην οποία και οφείλεται η χρυσή εποχή του χωριού, στα τέλη του 18ου αιώνα, όταν οι έμποροι πουλούσαν την πραμάτεια τους σε ολόκληρη την Ευρώπη, ενώ υπάρχει Μουσείο Αργυροχρυσοχοΐας, το οποίο δυστυχώς δεν κατέστη δυνατό να δούμε, καθότι κλειστό. Αρκεστήκαμε, λοιπόν, στην πληροφορία ότι ο πασίγνωστος Bulgari κατάγεται από δω και πήγαμε να πιούμε καφέ στο άλλο… μουσείο του χωριού.

Πρόκειται για το καφενείο «Άκανθος», ηλικίας 176 ετών, που λειτουργεί ασταμάτητα από το 1840. Ο Ναπολέων Ζαγκλής αποφάσισε τη δεκαετία του ’90 να εγκαταλείψει την πολυεθνική όπου εργαζόταν και να αναλάβει το καφενείο του προπάππου του – απ’ ό,τι φαίνεται, δεν το έχει μετανιώσει καθόλου. Την ώρα του καφέ έπιασε και καταιγίδα, οπότε ακολούθησαν και τα σχετικά τσίπουρα με εξαιρετικό μεζέ, μια και στον «Άκανθο» σερβίρεται και καλομαγειρεμένο φαγητό, που αν κατάλαβα καλά, μάλλον κάποιοι ντόπιοι το παίρνουν και για το σπίτι. Η βόλτα που κάναμε μετά τη βροχή αποκάλυψε ένα πανέμορφο χωριό με πέτρινα αρχοντικά, συντηρημένα με σεβασμό, ενώ η έκπληξη της ημέρας –δεν είμαι σίγουρη ότι ήταν ευχάριστη– ήταν δύο ελαφάκια που εντοπίσαμε να βόσκουν ήσυχα σε έναν περιφραγμένο χώρο, κάνοντάς μας να αναρωτηθούμε μήπως έχουμε χάσει σε τέτοιο βαθμό την επαφή με τη φύση, που μπερδεύουμε τα κατσίκια με τα ελάφια.

a5

Το Συρράκο και οι Καλαρρύτες ήταν αντικείμενο του πόθου μας για πολλά χρόνια και τώρα που τα γνώρισα τα θεωρώ από τα ωραιότερα ορεινά χωριά της Ελλάδας. Όσο για το Συρράκο, το τοποθετώ μετά βεβαιότητας στην πρώτη τριάδα. Η ζεστασιά των ανθρώπων, η αυθεντική φιλοξενία, το «άγριο» τοπίο, το πέτρινο αρχοντικό του 1864 με το… σαγηνευτικό πρωινό και τους ανοιχτόκαρδους ιδιοκτήτες με κέρδισαν από την πρώτη στιγμή. Θα επιστρέψω με την πρώτη ευκαιρία, μια κι έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου αυτήν τη φορά να κάνω και πεζοπορία. Άλλωστε στην επιστροφή η διαδρομή δεν μου φάνηκε τόσο επικίνδυνη, τη συνήθισα.

πηγή: Lifo, της Κορίνας Φαρμακόρης

Κεντρικό Ζαγόρι: Μνημεία της φύσης και ανθρώπων έργα

Το Κεντρικό Ζαγόρι (από τις σλαβικές λέξεις za που σημαίνει «πίσω» και gora που σημαίνει «βουνό»), εκτός από τα πανέμορφα χωριά του, περιλαμβάνει και μια σειρά από παρεμβάσεις στη φύση που όχι μόνο δεν την προσβάλλουν αλλά δείχνουν και πόσο αρμονικά μπορεί να συνυπάρξει με τον άνθρωπο. Οι Ηπειρώτες μαστόροι σμίλεψαν την πέτρα κι έφτιαξαν γεφύρια, λιθόστρωτα μονοπάτια και σκάλες, να χαίρεσαι να τα βλέπεις και να τα περπατάς και τις τέσσερις εποχές του χρόνου. Και το κάθε ένα από αυτά έχει τη δική του ιστορία, τυλίγεται με τους δικούς του μύθους, με τους δικούς του θρύλους…

1

Το μικροσκοπικό τοξωτό γεφυράκι του καπετάν Αρκούδα («εδώ εφονεύθη από τουρκικό βόλι ο οπλαρχηγός Γεώργιος Αρκούδας την 6η Αυγούστου του  1906», αναγράφει η ταμπέλα) στον Ξηροπόταμο, λίγο έξω από το Δίλοφο, προϊδεάζει για τις αριστουργηματικές, μέσα στην απλότητά τους, ανθρώπινες κατασκευές προκειμένου να δαμαστούν τα ρέματα, τα φαράγγια και τα υψώματα για τη διευκόλυνση της επικοινωνίας μεταξύ των χωριών.

Τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με τη γοητεία του μικρού Δίλοφου. Χτισμένο εξ ολοκλήρου από φυσική πέτρα και πνιγμένο μέσα στο πυκνό δάσος από μαυρόπευκα και βελανιδιές, μόλις που διακρίνεται. Ενα τετραώροφο αρχοντικό στην είσοδό του φτιάχτηκε για να ατενίζει προς το Κουκούλι, μια και η κυρά του ιδιοκτήτη καταγόταν από εκεί κι ήθελε να έχει καθημερινή οπτική επαφή με το χωριό της. Ο Διλοφιώτης άρχοντας δεν της χάλασε το χατίρι, χτίζοντας για χάρη της το ψηλότερο ζαγορίσιο αρχοντικό (13,5 μέτρα).

2Το Καλογερικό γεφύρι ή γεφύρι του Πλακίδα κι από πίσω οι Κήποι. (Φωτογραφία: Ηρακλής Μηλας)

Βίκος και βικογιατροί 
Η γραφική πλατεία με το κτίριο της Αναγνωστοπούλειου Σχολής (1855), ο ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου (1857), τα ανηφορικά καλντερίμια με τις μικρές αυλόπορτες και η παντελής έλλειψη οποιασδήποτε νεωτεριστικής αρχιτεκτονικής διάστασης δίνουν στο Δίλοφο μια εικόνα σχεδόν παραμυθένια. Στον δρόμο προς τους Κήπους το γεφύρι του Κόκκορου ποζάρει σαν καλλονή. Κατασκευάστηκε στα μέσα του 18ου αιώνα για να δαμάζει τις δύο απότομες βραχώδεις πλευρές του ρέματος του Βίκου, εξυπηρετώντας την επικοινωνία ανάμεσα στα χωριά Δίλοφο, Κήποι και Κουκούλι.

Οι περιγραφές περιττεύουν και για το Κουκούλι, επίσης άβατο για τα αυτοκίνητα. Σπουδαία αρχοντικά (Κόκκορου, Πλακίδα) βρίσκονται διάσπαρτα στο χωριό, που έχει σαν πυρήνα την πλατεία με τον ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου και το συγκρότημα του παλιού σχολείου με τις καμάρες και τις βρύσες. Το μουσείο – βοτανική συλλογή του Κουκουλιώτη λαογράφου και φυσιοδίφη Κώστα Λαζαρίδη στεγάζεται στο συντηρημένο πατρικό σπίτι του και περιλαμβάνει μεταξύ άλλων ταξινομημένα περίπου 1.260 είδη φυτών του Ζαγορίου, που αποτέλεσαν το συνταγολόγιο των περίφημων βικογιατρών, των πρακτικών γιατρών που έφτασαν να κατέχουν ακόμη και πολύ υψηλά αξιώματα ως ιατρικοί σύμβουλοι των σουλτάνων.

3Οι Κήποι ήταν η παλιά πρωτεύουσα του Ζαγορίου. (Φωτογραφία: Αντώνης Δήμας)

Εξω από το κεφαλοχώρι των Κήπων, παλιάς πρωτεύουσας του Ζαγορίου, συναντιούνται τα ρέματα Ξηροπόταμος, Μπαγιώτικο και Βικάκι που μαζί θα κατευθυνθούν βόρεια σχηματίζοντας το περίφημο φαράγγι του Βίκου.

Το περίτεχνο τρίτοξο Καλογερικό ή γεφύρι του Πλακίδα (1814), με τη μοναδική αρμονία των τόξων του, ενώνει τις όχθες του Μπαγιώτικου σαν κάμπια σε κίνηση. Το ντελικάτο πέρασμα στην απέναντι όχθη αποτελεί μοναδική εμπειρία. Λίγο πιο κάτω, στην έξοδο του φαραγγιού Βικάκι, το γεφύρι του Κοντοδήμου, διερμηνέα της γαλλικής πρεσβείας στην Πόλη, χτίστηκε το 1753 για την επικοινωνία των Κήπων με το Κουκούλι.

Στον δρόμο για τους Νεγάδες, τα περίφημα γεφύρια του Μύλου και του Πιτσιώνη (έχτισε το γεφύρι το 1830 εκεί που κόντεψε να πνιγεί), καθώς και άλλα μικρότερα αλλά εξίσου γοητευτικά, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για ολοήμερα tour γεφυριών που συνδέονται μεταξύ τους με μονοπάτια και λιθόστρωτα.
Συνεπαρμένος από την αρμονική συνύπαρξη φυσικού μεγαλείου και ανθρώπινων κατασκευών, κατευθύνομαι στους άγνωστους -στις τρεις μέχρι τώρα επισκέψεις μου στα Ζαγοροχώρια- Νεγάδες (1.060 μ.).

4Το φαράγγι του Βίκου, έτσι όπως φαίνεται από την Οξιά. (Φωτογραφία: Αντώνης Δήμας)

Μια αμαζόνα στα Σουδενά
Αφήνω την κοιλάδα του Μπαγιώτικου και ακολουθώντας παράλληλη πορεία με το ρέμα της Γεφυρίτσας, μέσα σε δάσος βελανιδιάς που φορά τα χρώματα του φθινοπώρου, φτάνω στο αρχοντοχώρι του Κεντρικού Ζαγορίου, με τα σκουρόχρωμα σπίτια και τα ψηλά αρχοντικά των Νεγαδιτών που διέπρεψαν στην πολιτική και οικονομική ζωή της Μολδοβλαχίας από τον 17ο έως τον 19ο αιώνα. Ο τρισυπόστατος ναός του Αγίου Γεωργίου με το εξάγωνο καμπαναριό θα συμπληρώσει την εικόνα ενός ακόμη αρχιτεκτονικού διαμαντιού στο Κεντρικό Ζαγόρι.

Δεν είχα ποτέ επισκεφτεί τον Ελαφότοπο. Στον Κάμπο των Σουδενών (Πεδινών) βρήκα την αφορμή. Ο κύριος Αλκιβιάδης και η αμαζόνα κυρά του. Το τοπίο γύρω από το μικρό οροπέδιο τραχύ, με κέδρα, πουρνάρια, σφεντάμια κι αγριοκερασιές. Οι καλλιέργειες στον κάμπο φτωχές, με κρεμμύδια, πατάτες και λίγα κολοκύθια.

«Οι νέοι έφυγαν, οι γέροι το παλεύουν», μου εξομολογείται ο γέροντας. Ο Ελαφότοπος (1.100 μ.) είναι ένας πανέμορφος οικισμός με καλντερίμια και πέτρινες βρύσες, με εξαίρετα δείγματα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής και υποδειγματικό λαογραφικό μουσείο. Πείστηκα από τις περιγραφές και αποφάσισα να ακολουθήσω το μονοπάτι Ελαφότοπου – Βίκου μέχρι τη θέση Καστρί για να δω τη θέα στα βράχια της Αστράκας από μια άλλη, άγνωστη προοπτική.

Ορεινές αγελάδες βόσκουν ανέμελα στις πλαγιές του Στούρου, ελληνικοί ποιμενικοί με δήθεν απειλητικές διαθέσεις αρχικά και με χαρούμενη διάθεση στη συνέχεια με ακολουθούν μέχρι το Καστρί, ένα μοναδικό μπαλκόνι απέναντι από τους Πύργους της Αστράκας. Τα σύννεφα πυκνώνουν και η φθινοπωρινή καταιγίδα της Πίνδου δεν αργεί να ξεσπάσει.

5Στο Δίλοφο θα βρείτε τα ωραιότερα καλντερίμια του Ζαγορίου. (Φωτογραφία: Ηρακλής Μηλας)

Δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω, φτάνω στο αυτοκίνητο ασθμαίνοντας και στάζοντας. Από τον Ελαφότοπο κατηφορίζω πάλι στον κάμπο των Πεδινών. Ασπρες κουκκίδες τα αιγοπρόβατα, βόσκουν στον πάλαι ποτέ σιτοβολώνα του Ζαγορίου. Στην είσοδο των Κάτω Πεδινών ο ναός των Ταξιαρχών με την αθωνίτικη αρχιτεκτονική και στο μεσοχώρι το Παρθεναγωγείο γοητεύουν τους σπάνιους επισκέπτες του χωριού, μια και αυτό δεν φημίζεται για την τουριστική υποδομή του.

Αντίθετα, τα Ανω Πεδινά συγκεντρώνουν κάποιους από τους καλύτερους ξενώνες των Ζαγοροχωρίων. Στην είσοδο του χωριού που περηφανεύεται για το λαμπρό τέκνο του, τον δάσκαλο του Γένους, Νεόφυτο Δούκα, δεσπόζει η φρουριακή μονή Ευαγγελιστρίας με εξαιρετικές αγιογραφίες και σπάνια κειμήλια. Ξεχωρίζουν, ακόμα, τα κτίρια της Λαμπριάδειου Χειροτεχνικής Σχολής, το κλειστό πλέον σχολείο του χωριού που στεγάζει τη βιβλιοθήκη του Νεοφύτου Δούκα και η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου.

6Μονοπάτι πάνω από το φαράγγι του Βίκου που οδηγεί από τη μονή της Αγ. Παρασκευής στα ασκηταριά. (Φωτογραφία: Ηρακλής Μηλας)

Στο χωριό των Ριζάρη
Μόλις 1,2 χλμ. από την έξοδο των Ανω Πεδινών σχηματίζεται το τρίστρατο που οδηγεί στους Κήπους (δεξιά), ενώ ευθεία ανηφορίζει στη Βίτσα και στο Μονοδένδρι, δύο από τα διασημότερα χωριά όλου του Ζαγορίου.
Η «τουριστικοποιημένη» Βίτσα αποτελείται από τις συνοικίες της Κάτω και Ανω Βίτσας. Το εντυπωσιακότερο κτίριο του χωριού είναι η Βριζοπούλειος Σχολή, ενώ ενδιαφέρουσες είναι οι εκκλησίες της Κοίμησης της Θεοτόκου στον κάτω μαχαλά και του Αγίου Νικολάου και των Ταξιαρχών στον άνω.

Η Βίτσα συνδέεται με το Κεντρικό Ζαγόρι μέσω της σκάλας της, ενός ελικοειδούς λιθόστρωτου μονοπατιού που κατεβάζει στο δίτοξο γεφύρι του Μίσιου. Οδηγώ μέχρι το Μονοδένδρι (1.060 μ.) που αυτονομήθηκε από τη Βίτσα το 1753 (αποτελούσε τον άνω μαχαλά της). Πήρε το όνομά του από το τεράστιο έλατο που βρισκόταν κάποτε κοντά στον ναό του Αγίου Μηνά. Ως ιδιαίτερη πατρίδα των αδελφών Ριζάρη, βρίθει δημοσίων κτιρίων (Ριζάρειος Σχολή, Ριζάρειο Εκθεσιακό Κέντρο, Ριζάρειο Χειροτεχνικό Κέντρο), σπουδαίων αρχοντικών, εκκλησιών (ξεχωρίζουν η τρίκλιτη βασιλική του Αγίου Αθανασίου και ο ναός του Αγίου Μηνά) και δικτύου καλντεριμιών.

7Το Κουκούλι, με τα αρχοντικά, τον ναό της Κοίμησης και το συγκρότημα του παλιού σχολείου με τις καμάρες. (Φωτογραφία: Ηρακλής Μηλας)

Ενα από αυτά με οδηγεί στη μονή της Αγίας Παρασκευής, που είναι το πιο φημισμένο μοναστήρι του Ζαγορίου, με μοναδική θέση στο φαράγγι του Βίκου. Πάνω από το Μονοδένδρι, στην περιοχή Θεόκτιστα, περπατώ σε πετροδάσος, εκεί που οι σχιστολιθικοί σχηματισμοί ξεπερνούν και την πιο αχαλίνωτη φαντασία, για να καταλήξω στο μπαλκόνι της Οξιάς (1.320 μέτρα) με την ανεμπόδιστη θέα στο φαράγγι του Βίκου και κυρίως στον Μέγα Λάκκο, το πιο παρθένο παρακλάδι του φαραγγιού…

Η διάσχιση αποτελεί πραγματική πρόκληση. Από το Μονοδένδρι μέχρι τον πάτο του φαραγγιού απαιτείται περίπου μία ώρα και άλλες πέντε ώρες διάσχιση μέχρι το χωριό Βίκος, στο Δυτικό Ζαγόρι, που από τον δρόμο απέχει 16 χιλιόμετρα από το Μονοδένδρι.

Ευλογημένη διαδρομή
Η κύρια είσοδος του Κεντρικού Ζαγορίου είναι το χωριό Ασπράγγελοι, όπου και το Κέντρο Ενημέρωσης για τον Εθνικό Δρυμό. Η δεξιά οδός οδηγεί στα χωριά που φωλιάζουν στις πίσω πλαγιές (όπως αυτό φαίνεται από τα Γιάννενα) του κατάφυτου βουνού Μιτσικέλι.

8Η φρουριακή μονή Ευαγγελιστρίας στα Ανω Πεδινά. (Φωτογραφία: Ηρακλής Μηλας)

Η Ελάτη (960 μ.) πνιγμένη σε σύμμικτο δάσος ελάτων, μαυρόπευκων και βελανιδιών προσφέρει την πιο ολοκληρωμένη πανοραμική θέα στις πλαγιές της Τύμφης, ενώ το Δίκορφο (1.000 μ.), με την ελάχιστη τουριστική αξιοποίηση, θυμίζει την εποχή του παλιού Ζαγορίου. Η εκκλησία του Αγίου Μηνά και το κτίριο του Αρρεναγωγείου δεσπόζουν στο χωριό και αποτελούν τα μεγαλύτερα οικοδομήματα του γραφικότατου και τουριστικά ανεπιτήδευτου Δίκορφου.

Ο δρόμος συνεχίζει σκαρφαλωμένος στη βορειοανατολική πλαγιά του βουνού, μέσα σε εκπληκτικό τοπίο, προς τα μικροσκοπικά χωριά του Μανασσή και του Καλουτά με το δίτοξο γεφυράκι στον Ροδόλακκο και τελειώνει στο εξίσου μικρό και πανέμορφο Διπόταμο, που στέκεται στην κορυφή ενός καταπράσινου λόφου στο βορειοανατολικό άκρο του Μιτσικελίου. Ακόμη 12 χιλιόμετρα ευλογημένης διαδρομής και φτάνω στους Φραγκάδες, που κάηκαν από τους Γερμανούς το 1943, όμως διατηρούν αρκετή από την παλιά γοητεία τους, με την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, την ευρύχωρη πλατεία, τον μεγάλο πλάτανο, κάποια πετρόκτιστα σπίτια, καλντερίμια και βρύσες…

Παράλληλα με τον Αώο
Για να γνωρίσω τα πιο απομακρυσμένα από τα χωριά του Κεντρικού Ζαγορίου κάνω τον μεγάλο κύκλο. Παίρνω τον δρόμο Κόνιτσας-Δίστρατου και οδηγώ παράλληλα με τον Αώο που κυλά αφρισμένος ανάμεσα στην Τύμφη και στον Σμόλικα. Στο χωριό Παλιοσέλι, παίρνοντας νότια πορεία, κατευθύνομαι στο Βρυσοχώρι με τις τέσσερις εκκλησιές, τις 22 βρύσες και τη μοναδική θέα στις κορυφές της Τσούκα Ρόσα.

9Σκηνικό μαγείας στο φαράγγι Βικάκι, που βρίσκεται κοντά στον Βίκο. (Φωτογραφία: Ηρακλής Μηλας)

Λίγα μένουν από την παραδοσιακή αρχιτεκτονική του χωριού, μια και αυτό έπεσε θύμα της θηριωδίας των Γερμανών που το κατέκαψαν. Ατέλειωτα δάση με μαυρόπευκα αποτελούν τη μοναδική πηγή πλούτου αυτών των απομακρυσμένων χωριών. Εδώ όλοι ασχολούνται με την υλοτομία. Πέντε χιλιόμετρα μετά το Βρυσοχώρι συναντώ το Ηλιοχώρι (1.050 μ.), χτισμένο σε κατάφυτη πλαγιά. Πανέμορφη η εκκλησία του Αγίου Νικολάου και άξιος προσοχής ο γιγάντιος πλάτανος στην κεντρική πλατεία.

Η νότια πορεία συνεχίζεται και με γενναία δυτική παράκαμψη -πάντα κινούμενος σε δασικό τοπίο ανυπέρβλητης ομορφιάς και σε δρόμο που δείχνει να υποχωρεί στις ορέξεις του καιρού- φτάνω στη Λαΐστα, το πιο απομονωμένο και απομακρυσμένο Ζαγοροχώρι. Επιστρέφω στον οδικό άξονα, περνώ τον Γυφτόκαμπο και τις Σαρακατσάνικες Στάνες με τις παρειές του δρόμου γεμάτες ευθυτενείς κορμούς από κομμένα μαυρόπευκα.

Συναντώ κοπάδια με άλογα πάνω και απολαμβάνω τη θέα της μικρής χαράδρας του Γυφτόκαμπου από τη θέση Μπόκοβο. Συνεχίζω με δυτική κατεύθυνση, περνώ από το Σκαμνέλι (δυστυχώς εδώ ο τσίγκος έχει αντικαταστήσει την πέτρα) και επιτέλους φτάνω στο Τσεπέλοβο, την πρωτεύουσα του Δήμου Τύμφης, με τα σκουρόχρωμα αρχοντικά με φόντο τα βράχια της Τύμφης, τα υπέροχα καλντερίμια, την εκκλησία-στολίδι του Αγίου Νικολάου με το εξάγωνο καμπαναριό.

10Το Δίκορφο, με την ελάχιστη τουριστική αξιοποίηση, θυμίζει την εποχή του παλιού Ζαγορίου. Η εκκλησία του Αγίου Μηνά και το κτίριο του Αρρεναγωγείου δεσπόζουν στο χωριό.(Φωτογραφία: Ηρακλής Μηλας)

Φινάλε στο Μπελόη
Επτά χιλιόμετρα από το Τσεπέλοβο απέχει το αγαπημένο μου χωριό, το μικροσκοπικό Καπέσοβο (1.120 μ.). Με υπέροχα ζαγορίσια αρχοντικά και εξαιρετικά καλντερίμια μπήκε στην καρδιά μου από τις χιονισμένες χριστουγεννιάτικες μέρες που πέρασα εδώ πριν από κάποια χρόνια. Το χωριό αναπτύσσεται γύρω από την τρίκλιτη βασιλική του Αγίου Νικολάου, διακοσμημένη με τοιχογραφίες Καπεσοβιτών αγιογράφων, η φήμη των οποίων ξεπέρασε τα όρια της περιοχής.

Η Πασχάλειος Σχολή, το μεγαλύτερο σχολείο στο Ζαγόρι, διαθέτει 14 αίθουσες και τώρα στεγάζει μικρό λαογραφικό μουσείο και σπουδαία βιβλιοθήκη με σπάνια βιβλία. Ανάμεσά τους και ένα από τα πρωτότυπα αντίγραφα της Μεγάλης Χάρτας του Ρήγα Φεραίου.

Ενας φιδογυριστός δρόμος 9 χλμ. ενώνει το Καπέσοβο με το Βραδέτο, τη στέγη του Ζαγορίου. Εγώ προτιμώ και πάλι την παραδοσιακή πρόσβαση από τη Σκάλα του Βραδέτου, μοναδικό τρόπο επικοινωνίας του χωριού με τον έξω κόσμο μέχρι το 1974. Μια σκάλα-αποθέωση της ηπειρώτικης μαστοριάς – τρεις «λωρίδες κυκλοφορίας» πάνω σε αριστουργηματικό καλντερίμι.

11Η Σκάλα του Βραδέτου, του χωριού που φύλαγε για χρόνια μονάχη η θεία Κωστάντω διατηρώντας το μικρό καφενεδάκι στην πλατεία. (Φωτογραφία: Ηρακλής Μηλας)

Η μεσαία για τα μουλάρια, στρωμένη με μαύρη πέτρα για να μη γλιστράνε, δεξιά κι αριστερά οι λωρίδες των ανθρώπων φτιαγμένες με άσπρη πέτρα και ούγιες για να ακολουθούν τον ανθρώπινο βηματισμό. Η σκάλα με τα 39 πέταλα και τα 1.100 σκαλοπάτια φτάνει μέχρι κοντά στο εκκλησάκι του Αϊ-Θανάση του Βραδέτου. Τριάμισι συνολικά τα χιλιόμετρα της διαδρομής. Μια κατασκευή απαράμιλλης τεχνικής που μετουσιώθηκε σε αληθινό έργο τέχνης…

Φτάνω στο Βραδέτο (1.340 μ.), στο χωριό που ανέδειξε μεγάλους ευεργέτες (αδελφοί Κοντοδήμου, Αναστάσιος Σακελλάρης), που φύλαγε για χρόνια μονάχη η θεία Κωστάντω διατηρώντας το μικρό καφενεδάκι στην πλατεία. Ο ναός της Γέννησης της Θεοτόκου, με την απλότητα που τον διακρίνει, περιγράφει την ακμή του χωριού τον 18ο αιώνα, όταν χτίστηκαν το σχολείο, η πλατεία και τα θαυμάσια λιθόστρωτα.

12(Φωτογραφία: Αντώνης Δήμας)

Αφήνω το Βραδέτο με βορειοδυτική κατεύθυνση και ανάμεσα σε κοπάδια με ζαγορίσια μοσχαράκια κατευθύνομαι στο Μπελόη, το σημαντικότερο μπαλκόνι θέας του θαύματος που ακούει στο όνομα «φαράγγι του Βίκου». Το οδοιπορικό στον τόπο «πίσω από το βουνό» τελειώνει εδώ, με εικόνες που αξίζουν όσο χιλιάδες λέξεις…

Εθνικός δρυμός Βίκου – Αώου
Τα χωριά Μονοδένδρι, Βίκος, Μικρό και Μέγάλο Πάπιγκο βρίσκονται εντός του δρυμού. Από τα θαύματα της φύσης που περικλείονται στα όριά του ξεχωρίζουν το φαράγγι του Βίκου, ο Βοϊδομάτης που έχει τις πηγές του μέσα στο φαράγγι και η υποαλπική Δρακολίμνη.  Ο δρυμός, με τον πλούτο των οικοσυστημάτων του, παραμένει ένα από τα καταφύγια άγριας ζωής στην Ευρώπη.

13Τσεπέλοβο, η έδρα του Δήμου Τύμφης, με τα σκουρόχρωμα αρχοντικά με φόντο τα βράχια της Τύμφης, τα καλντερίμια και την εκκλησία-στολίδι του Αγίου Νικολάου
(Φωτογραφία: Ηρακλής Μηλας)

Σημεία θέας

Οξιά: Με δασικό δρόμο από το Μονοδένδρι προσεγγίζεται το μπαλκόνι της Οξιάς (1.320 μ.), που στέκεται αντικριστά στον Μεγάλο Λάκκο, το μεγάλο παρακλάδι του φαραγγιού του Βίκου.

Μπελόη: Μπελόη στα σλάβικα σημαίνει «ωραία θέα» και από τη θέση αυτή, στα 1.400 μέτρα υψόμετρο, απλώνεται μεγαλοπρεπές όλο το φαράγγι. Η προσέγγιση από το χωριό Βραδέτο μπορεί να συμπληρωθεί με την ανάβαση της περίφημης Σκάλας του Βραδέτου. Πραγματικά μοναδική εμπειρία.

Καστρί: Προσβάσιμο με μονοπάτι από τον Ελαφότοπο (90 λεπτά), στέκεται αντικριστά στους πελώριους Πύργους της Αστράκας. Από τον Ελαφότοπο προς το χωριό Βίκος ακολουθούμε την κίτρινη ταμπέλα προς Καστρί.

Τα χωριά του Κεντρικού Ζαγορίου
Το Κεντρικό Ζαγόρι καταλαμβάνει μια τεράστια έκταση και περιλαμβάνει  τα χωριά: Βίτσα, Μονοδένδρι, Σκαμνέλι, Βραδέτο, Ελάτη, Βρυσοχώρι, Τσεπέλοβο, Καπέσοβο, Νεγάδες, Δίκορφο, Ανω Πεδινά, Κάτω Πεδινά, Ελαφότοπος, Μανασσή, Καλουτά, Διπόταμο, Λεπτοκαρυά, Ηλιοχώρι, Λαΐστα, Δίλοφο, Κήποι, Κουκούλι, Φραγκάδες, Ασπράγγελοι.

πηγή: Έθνος

Άρτα: ο Βυζαντινός ανθός της Ηπείρου

Χωριά σαν αϊτοφωλιές, μεγαλειώδη βουνά που σου κόβουν την ανάσα, αξεπέραστοι ήρωες, νερά που δεν σταματούν να τρέχουν ποτέ, θρυλικά γεφύρια, ποτάμια και λιμνοθάλασσες· καλώς ήρθες στην Αρτα!

1Το γεφύρι της Άρτας. Φωτογραφία: Ηρακλής Μήλας

Ένα ταξίδι στην Άρτα είναι μια περιπέτεια που δεν θέλεις να τελειώσει, ένα σεργιάνι ανάμεσα σε τοπία ετερόκλητα που συνταιριάζουν εικόνες οι οποίες,  με έναν μαγικό τρόπο, εναλλάσσονται χωρίς να το καταλαβαίνεις. Αστικά κέντρα και γραφικά χωριά σκαρφαλωμένα στις βουνοπλαγιές, θρύλοι για πρωτομάστορες, ποταμοί και λίμνες, ο Αμβρακικός και η Κορωνησία, θρησκευτικά μνημεία και διαδρομές ανάμεσα σε πυκνά δάση και τοπία που κόβουν την ανάσα.

Πρωτεύουσα του νομού και αδιαμφισβήτητο κέντρο της κάθε δραστηριότητας είναι φυσικά η Άρτα. Και στην Άρτα το πιο διάσημο αξιοθέατο, που το ξέρεις ακόμα κι αν δεν έχεις δει ούτε μισή φωτογραφία του, είναι το γεφύρι της. Πέρα από τον περίφημο θρύλο που το συνοδεύει για τη γυναίκα του πρωτομάστορα που έπρεπε να «σφραγίσει» με το σώμα της την ευστάθειά του, το γεφύρι αποτέλεσε κάποτε και το όριο της ελεύθερης από την αλύτρωτη Ελλάδα.

10Η πόλη της Άρτας από ψηλά.

Κέντρο σήμερα της Αρτας είναι η πλατεία Σκουφά, όπου χτυπά ο παλμός της κίνησης μέρα και νύχτα. Θα δεις ακόμα τον εκπληκτικό ναό της Παρηγορήτισσας με τον τρούλο του (ψηφιδωτού) Παντοκράτορα, θα περάσεις και από τον ναό της Αγίας Θεοδώρας με τα παλαιοχριστιανικά κιονόκρανα και τον τάφο της ίδιας της αγίας, θα συνεχίσεις το βυζαντινό σεργιάνι στην εκκλησιά του Αγίου Βασιλείου της Αγοράς με την περίτεχνη κεραμοπλαστική διακόσμηση, θα κάνεις τη βόλτα σου στο Αρχαιολογικό Μουσείο, θα ανέβεις και στον πευκόφυτο λόφο της Περάνθης για να δεις τη θέα σ’ όλη την Αρτα και το ημικύκλιο που σχηματίζει ο Αραχθος περιμετρικά της πόλης.

Δεν θα παραλείψεις να δεις το Κάστρο, πιστό φύλακα της Αρτας από την εποχή του Δεσποτάτου της Ηπείρου, και φυσικά τα τείχη της αρχαίας Αμβρακίας, της λαμπρής αρχαίας πολιτείας που υπήρξε πρωτεύουσα του Κοινού των Ηπειρωτών.

2Η Κορωνησία στον Αμβρακικό κόλπο.

Στα χνάρια του Καραϊσκάκη

Στα νότια της Αρτας, ο Αμβρακικός κόλπος και η λιμνοθάλασσα της Κορωνησίας χαρίζουν καινούργιες, διαφορετικές εικόνες. Μα η εναλλαγή είναι συνεχής, ασταμάτητη. Από τα νερά του Αμβρακικού, στα νερά των Τζουμέρκων, σ’ αυτά τα μεγαλειώδη, υποβλητικά βουνά που έχουν αγαπηθεί όσο λίγα και εξακολουθούν να προκαλούν ρίγη στους τυχερούς που τα επισκέπτονται.

Οι διαδρομές από το φράγμα Πουρναρίου και την τεχνητή λίμνη μέχρι το Βουργαρέλι κι από κει στα Θεοδώριανα, στα Αγναντα και στους Μελισσουργούς είναι βγαλμένες από τα πιο ευφάνταστα όνειρα του απαιτητικού ταξιδιώτη. Εντυπωσιακές βουνοκορφές, γκρεμοί που ζαλίζουν, ατμόσφαιρα, δάση πυκνά μα και άγρια, χωριά που ξεφυτρώνουν στις τραχιές πλαγιές, τρεχούμενα νερά και λαϊκές παραδόσεις που συγκινούν.

3Το παλιό μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου. Φωτογραφία: Ηρακλής Μήλας

Στα ανατολικά όρια της Άρτας με τη Θεσσαλία, στην περιοχή της Άνω Καλεντίνης και της Σκουληκαριάς, έρχεσαι στα βήματα του Γεωργίου Καραϊσκάκη, του ηρωικού οπλαρχηγού που γεννήθηκε εδώ (στη Σκουληκαριά) και φέρει το όνομά του η ευρύτερη περιοχή. Ανάμεσα στα όμορφα χωριά, θα ανακαλύψεις παμπάλαιους ναούς και μοναστήρια, όλα άρρηκτα συνδεδεμένα με την τοπική ιστορία αλλά και το σήμερα, μια αέναη συνέχεια όπου παρελθόν, παρόν και μέλλον μπλέκονται δημιουργικά μεταξύ τους.

Φύση, φαγητό, παράδοση

Στην ευρύτερη περιοχή της Αρτας μπορείς να επιδοθείς σε αρκετές μορφές εναλλακτικού τουρισμού: οικολογικός και περιβαλλοντικός, περιπατητικός, εκκλησιαστικός, γαστριμαργικός. Μην παραλείψεις να δοκιμάσεις τα πλούσια γαλακτοκομικά προϊόντα από την ορεινή περιοχή των Τζουμέρκων!

tzoumerkaΤζουμέρκα. Φωτογραφία: Τασος Παρας

«Δεν θα βρεις αταίριαστη ούτε πέτρα!»

Τα βουνά των Τζουμέρκων είναι από τα πιο συγκλονιστικά τοπία που θα αντικρίσεις ποτέ. Μια φορά να ’ρθεις και θα καταλάβεις πως δεν υπάρχει ίχνος υπερβολής σ’ αυτό. Οι επιβλητικές κορυφές, οι τραχιές κι απότομες πλαγιές που πάνω τους «γαντζώνονται» σαν αετοφωλιές οι ορεινοί οικισμοί, τα άφθονα νερά που δεν σταματούν λεπτό να τρέχουν, οι διαδρομές ανάμεσα στα δάση, οι άνθρωποι. Και τόσα άλλα. Γι’ αυτό και οι φίλοι των Τζουμέρκων, που ξέρουν καλά τα μέρη εδώ και δεν τα συγκρίνουν με τίποτα άλλο, λένε: «Τα Τζουμέρκα είναι τόσο τέλεια φτιαγμένα, που δεν θα βρεις αταίριαστη ούτε πέτρα»· κι άδικο δεν μπορείς να τους δώσεις.

Τα Τζουμέρκα ή Αθαμανικά Ορη απλώνονται σε δύο νομούς, στην Αρτα και στα Γιάννενα· όχι πως τα ανυπότακτα βουνά γνωρίζουν οριογραμμές, αλλά για τη χωροταξία του πράγματος. Στην Αρτα ανήκουν τα Κεντρικά Τζουμέρκα, με πρωτεύουσα και μεγαλύτερο κεφαλοχώρι τους το ιστορικό Βουργαρέλι (περίπου 55 με 60 χλμ. από την Αρτα), χτισμένο σε υψόμετρο που φτάνει και τα 800 μέτρα, κι «αγκαλιασμένο» από πυκνό ελατόδασος: είναι η ιδανική βάση για την εξερεύνηση των Κεντρικών Τζουμέρκων.

4Το ιστορικό γεφύρι της Πλάκας, που, δυστυχώς, τον χειμώνα που μας πέρασε γκρεμίστηκε εξαιτίας των ορμητικών νερών του Αραχθου.

Το Βουργαρέλι είναι από τα πιο παλιά χωριά των Τζουμέρκων, η ιστορία του καταγράφεται σε έγγραφα ήδη του 17ου αι., είναι όμως κι από τα πιο ζωντανά χωριά της περιοχής (και η έδρα του δήμου Κεντρικών Τζουμέρκων), με περίπου πεντακόσιους μόνιμους κατοίκους να ζουν εδώ. Τον χειμώνα, διότι από την άνοιξη και μετά ο πληθυσμός τραβάει την ανηφόρα, χάρη στους επισκέπτες, ντόπιους και μη, που τιμούν δεόντως το χωριό.

5Το Βουργαρέλι

Στο Βουργαρέλι θα κάνεις λοιπόν μια στάση στη μεγάλη, πλακόστρωτη πλατεία του χωριού με τα πελώρια πλατάνια, τις ταβέρνες και τα καφενεία και φυσικά τις βρύσες του! Τα τρεχούμενα νερά είναι άλλωστε κυρίαρχο στοιχείο της ζωής στα Τζουμέρκα, θα τα συναντάς συνέχεια. Στις πολλές του βρύσες μάλιστα οφείλει (κατά μία εκδοχή) και το όνομά του το χωριό, από τον θόρυβο που κάνουν τα πλούσια νερά αναβλύζοντας. Κάποιες από τις πετρόκτιστες κρήνες έχουν και τα ονόματά τους, η Αρχόντω, η Κρυστάλλω, η κρήνη του καπετάν Γιάννη. Ο τοπικός θρύλος θέλει μάλιστα το νερό τους να εξασφαλίζει σε όποιον το πιει και… νύφη απ’ τα Τζουμέρκα!

Στην πλατεία θα δεις και τον ναό του Αγίου Νικολάου, όμως δεν θα ’ναι και το μοναδικό προσκύνημα στο Βουργαρέλι. Στις βορειότερες άκρες του χωριού θα δεις το παλιό μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου (περίπου του 1360), προστάτη της περιοχής. Η σημασία του μεγάλη και πολλαπλή: αξίζει να δεις τις τριακοσίων ετών αγιογραφίες στο καθολικό του ναού, αξίζει επίσης να ρωτήσεις και για την ιστορία του, για τότε που Ηπειρώτες και Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί με πρώτο όλων των Γεώργιο Καραϊσκάκη συγκεντρώθηκαν εδώ και άναψαν τη φλόγα της Επανάστασης στα Τζουμέρκα.

6Τα Θεοδώριανα, ένα χωριό που τον χειμώνα δεν φιλοξενεί περισσότερους από 25-30 κατοίκους, όμως το καλοκαίρι ξεπερνά πολλές φορές και τους δύο χιλιάδες. Φωτογραφία: Ηρακλής Μήλας

Λίγο έξω από το Βουργαρέλι, στα 3 χλμ. περίπου απ’ το χωριό (θέση Παλαιοχώρι), θα βρεις ακόμη ένα σπουδαίο όσο και ασυνήθιστο θρησκευτικό μνημείο. Είναι η Κόκκινη Εκκλησία ή Παναγία Βελλάς, ένα βυζαντινό στολίδι ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής, με πιο χαρακτηριστικό στοιχείο τα κόκκινα κεραμικά (εξ ου και το όνομά της). Οι αγιογραφίες της πάνε πίσω μέχρι και στο 1295, γι’ αυτό και πολλές απ’ αυτές διακρίνονται πλέον με δυσκολία.

Συνεχίζοντας από το Βουργαρέλι, θα κινηθείς είτε προς τα ανατολικά και βόρεια, με κατεύθυνση προς Αθαμάνιο και Θεοδώριανα, είτε προς δυτικά και βόρεια, προς Κυψέλη, Αγναντα και τελικό προορισμό τους Μελισσουργούς.

1Το όμορφο χωριό Αγναντα. Φωτογραφία: Ηρακλής Μήλας

Τέρμα Θεού ή αρχή του κόσμου;

Αν αποφασίσεις να συνεχίσεις λοιπόν προς τα ανατολικά, το πρώτο χωριό που θα συναντήσεις, μόλις 5 χλμ. από το Βουργαρέλι, είναι το Αθαμάνιο, όμορφο και φροντισμένο, με τους ξενώνες του και την οργιαστική του βλάστηση. Από εδώ ξεκινά μια συγκλονιστική διαδρομή που λίγες φορές θα έχεις την ευκαιρία να κάνεις, μέχρι τον ορεινό οικισμό των Θεοδώριανων.

Από το Αθαμάνιο συνεχίζεις βορειότερα και ετοιμάζεσαι για συνεχείς στροφές που θα σε φέρνουν όλο και ψηλότερα, μπαίνοντας για τα καλά στον ορεινό όγκο των Αθαμανικών ορέων. Ο δρόμος θέλει προσοχή, όμως τι να πεις και για το τοπίο, που θα σε αναγκάζει σε συνεχείς στάσεις για να βεβαιώνεσαι πως αυτά που βλέπεις υπάρχουν στα αλήθεια και δεν είναι παραίσθηση;

2Οι καταρράκτες της Σούδας, κοντά στα Θεοδώριανα. Φωτογραφία: Ηρακλής Μήλας

Η πρώτη απαραίτητη στάση είναι στο διάσελο του Σταυρού (1.440-1.450 μ. υψόμετρο), με τη συγκλονιστική θέα: κορυφογραμμές της νότιας Πίνδου, ένα μεγάλο κομμάτι της λεκάνης του Αχελώου, ο αρτινός κάμπος και στο βάθος ο Αμβρακικός κόλπος. Θυμήσου πως τον χειμώνα, σαν βαραίνει πολύ ο καιρός, ο Σταυρός μαζεύει πολύ χιόνι και το πέρασμα συχνά κλείνει. Πολύ κοντά στο διάσελο, στη θέση Λιβάδι, βρίσκεται και το πάρκο χειμερινών δραστηριοτήτων, που τα Σαββατοκύριακα του χειμώνα (και τις αργίες) συγκεντρώνει πολλούς φίλους των χειμερινών σπορ.

3Η Κόκκινη Εκκλησιά (ή Βασιλομονάστηρο ή Παναγία Βελλάς). Φωτογραφία: Ηρακλής Μήλας

Από το Αθαμάνιο μέχρι τα Θεοδώριανα η διαδρομή είναι συνολικά 16 χλμ., oι στροφές πολλές κι οι κορυφές που παρατηρείς ακόμη περισσότερες, η μια ψηλότερη από την άλλη. Η υψηλότερη όλων είναι το Καταφίδι, στα 2.393 μ., ή «Πυραμίδα» όπως την αποκαλούν εδώ. Καθώς προχωράς, ο δρόμος πολλές φορές μοιάζει να «χώνεται» στα βάθη των βουνών, ο ορίζοντας συχνά χάνεται και μονάχα λίγο πριν φτάσεις στα Θεοδώριανα ανοίγει ξανά και το βλέμμα αγκαλιάζει τις άγριες πλαγιές των Αθαμανικών.

Τα Θεοδώριανα είναι ένα χωριό που τον χειμώνα δεν φιλοξενεί παραπάνω από 25-30 κατοίκους, όμως το καλοκαίρι ξεπερνά πολλές φορές και τους δύο χιλιάδες. Σε υψόμετρο 950 μ., τέρμα Θεού για κάποιους, ευλογημένη αρχή για άλλους, το χωριό μοιάζει απόλυτα εναρμονισμένο με το συγκλονιστικής ομορφιάς τοπίο, οι κεραμοσκεπές του φαίνονται σαν να ξεπηδούν απ’ τα βράχια, σωστές αετοφωλιές. Παλιό χωριό κι αυτό, με το όνομά του να αναφέρεται ως Θεοδώριανα ήδη από το 1695 σε βενετσιάνικους καταλόγους, ζει σήμερα από την κτηνοτροφία που αριθμεί πάνω από δεκαπέντε χιλιάδες πρόβατα.

Πολλά από αυτά βόσκουν στο οροπέδιο της Κωστηλάτας, άλλη μια τοποθεσία με τη δική της παρουσία στις σελίδες της Ιστορίας. Η Κωστηλάτα ανήκε κάποτε σε Τούρκους αγάδες, την απέκτησαν ντόπιοι τσιφλικάδες και έπειτα από αγώνες πέρασε στα χέρια του τοπικού αναγκαστικού συνεταιρισμού. Είναι όμως ονομαστή και για τις δεκάδες πηγές της, για το νερό που εμφιαλώνεται και κυκλοφορεί κι αυτό με την επωνυμία «Κωστηλάτα», για τις νεροτριβές της κι επίσης για τους καταρράκτες της, που έχουν νερό όλο τον χρόνο, με γνωστούς εκείνους της Σούδας (οδηγεί ένα μονοπάτι 15’ περίπου).

Εντυπωσιακοί καταρράκτες και διαδρομές στις όχθες της λίμνης

Για να συνεχίσεις τη διαδρομή μετά τα Θεοδώριανα, θα πρέπει αναγκαστικά να γυρίσεις πίσω. Σύνδεση άλλη δεν υπάρχει, με εξαίρεση τον χωματόδρομο που συνεχίζει βόρεια προς τους Μελισσουργούς, που θα πάρεις μόνο αν ο καιρός το επιτρέπει και έχεις απόλυτη εμπιστοσύνη στο αυτοκίνητό σου. Τζουμέρκα είναι αυτά, δεν αστειεύονται!

4Οι απομονωμένοι Μελισσουργοί, που δεν έχουν άμεση σύνδεση με κανένα άλλο χωριό της Αρτας. Φωτογραφία: Ηρακλής Μήλας

Επιστροφή στο Βουργαρέλι λοιπόν, κι αυτήν τη φορά διάλεξε τον δρόμο προς τα νοτιοδυτικά, προς το Κάτω Αθαμάνιο και το φράγμα του Πουρναρίου. Δεν θα χρειαστεί να φτάσεις μέχρι το υδροηλεκτρικό φράγμα, αξίζει ωστόσο να έρθεις μέχρι τον οικισμό της Κάτω Καλεντίνης, που ένα μέρος του έχει χαθεί κάτω από τα νερά της τεχνητής λίμνης που δημιουργήθηκε τη δεκαετία του ’80. Μένοντας εκτός κεντρικού δρόμου, μπορείς να ακολουθήσεις τους επαρχιακούς δρόμους που κινούνται όλο και πιο κοντά στις όχθες της τεχνητής λίμνης και του Αραχθου: Δίστρατο, Τραπεζάκι, Φτέρη και Βαθύκαμπος είναι μικρά χωριά χωρίς υποδομές, στα οποία αξίζει ωστόσο να αφιερώσεις ένα μέρος από τον χρόνο σου για να τα ανακαλύψεις.

Στο χωριό του Κ. Μπαλάφα

Ξανά στον κεντρικό δρόμο και πορεία προς τα βορειοδυτικά. Πρώτος σταθμός η Κυψέλη, περίπου 10 χλμ. από το Βουργαρέλι, το χωριό όπου γεννήθηκε ο Κώστας Μπαλάφας, ο «φωτογράφος της Αντίστασης». Χτισμένο στις πλαγιές του βουνού, με υψομετρική διαφορά ανάμεσα στα ψηλότερα και τα χαμηλότερα σπίτια της, η Κυψέλη έχει περίπου εκατό μόνιμους κατοίκους. Μια βόλτα στα ωραία καφενεία της πλατείας είναι επιβεβλημένη, όπως επίσης και μια επίσκεψη στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης και Ζωής, του Παντελή Καραλή, κι αυτό στην πλατεία. Ο χώρος του δεν είναι πολύ μεγάλος, όμως θα χάσεις τον νου σου απ’ όσα θα δεις εδώ μέσα: χιλιάδες αντικείμενα για το σπίτι, το χωράφι, τη ζωή και την παράδοση του τόπου, αποτέλεσμα δεκαετιών προσεκτικής και επίμονης συλλογής.

5Το γεφύρι του Βρατσίστα στην Ανω Καλεντίνη. Φωτογραφία: Ηρακλής Μήλας

Στο τρίστρατο προς Καλλονή και Ράμια στρίβεις δεξιά και χαράζεις πορεία προς βορρά. Θα περάσεις τα χωριά Ράμια και Λεπιανά, θα στρίψεις ξανά προς αριστερά και θα κατευθυνθείς προς Κάτω Γραικικό και την Παναγιά τη Χρυσοσπηλιώτισσα. Η εκκλησία βρίσκεται σε μια μάλλον δυσπρόσιτη μα πολύ όμορφη τοποθεσία, και μετράει ούτε λίγο ούτε πολύ εννέα (με δέκα) αιώνες ζωής (11ος αι.). Κάποτε υπήρχε ολόκληρο μοναστηριακό συγκρότημα εδώ, ωστόσο μονάχα τούτος ο ναός έχει απομείνει. Κάποιες μαρτυρίες μιλούν για την εικόνα της που εμφανίστηκε σε μια κοντινή σπηλιά, άλλες πως η εκκλησία λειτούργησε κάποτε και ως κρυφό σχολείο.

6Βοσκότοπος στα τζουμέρκα. Η κτηνοτροφία είναι από τις βασικές ασχολίες της περιοχής.

Περίπου 15 χλμ. ΒΑ από το Κάτω Γραικικό είναι ο Καταρράκτης, χωριό που θεωρείται από πολλούς ως ανερχόμενο τουριστικά, χάρη ?τι άλλο;- στους καταρράκτες του που τον χειμώνα, ή έπειτα από βροχές, είναι στ’ αλήθεια εντυπωσιακοί! Ομως, και μέσα στο χωριό η παρουσία του υγρού στοιχείου είναι εμφανής, με πιο χαρακτηριστικό δείγμα την κρήνη με τις τέσσερις βρύσες – λεοντοκεφαλές! Δυο βήματα από τον Καταρράκτη είναι το μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης (18ος αι.), ενώ λίγα χιλιόμετρα νοτιότερα θα βρεις και το γνωστό δασικό χωριό Κέδρος.

Φτιαγμένα από νερό και λιθάρια

Από τον Καταρράκτη θα συνεχίσεις την πορεία προς βορρά. Πριν φτάσεις στα Αγναντα, αξίζει να κάνεις μια μικρή παράκαμψη για να πλησιάσεις ξανά τις όχθες του Αραχθου και να δεις ό,τι έχει απομείνει σήμερα από το διάσημο γεφύρι της Πλάκας.

Τα μανιασμένα νερά κατάφεραν να το ρίξουν, μα πιο δυνατός από τον κρότο που έκανε πέφτοντας αντήχησε ο στεναγμός των κατοίκων της περιοχής που είδαν ένα τέτοιο στολίδι να σωριάζεται… Ηταν βλέπεις το μεγαλύτερο μονότοξο γεφύρι στα Βαλκάνια, η καμάρα του άνοιγε στα 40 μ. και το ύψος του έφτανε τα 20 μ. Ευχής έργον θα ’ναι οι πολυπόθητες εργασίες αποκατάστασης να γίνουν γρήγορα πραγματικότητα.

7Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου: εδώ γεννήθηκε ο Γεώργιος Καραϊσκάκης

Ορεινό κεφαλοχώρι από τα λίγα είναι τα Αγναντα ή η Αγναντα, όπως συνηθίζουν να το αποκαλούν οι ντόπιοι. Οπως παντού στα Τζουμέρκα, έτσι κι εδώ η παρουσία του νερού είναι καταλυτική, με τους νερόμυλους και τις ντριστέλες (νεροτριβές) να είναι απόλυτα ενταγμένοι στον ιστό του χωριού. Φυσικά θα καθίσεις στην πλατανοσκέπαστη πλατεία του οικισμού, θα παραγγείλεις το καφεδάκι σου με νερό δροσερό κατευθείαν από τα Τζουμέρκα και θα επιτρέψεις στον εαυτό σου να χαθεί σε μια βόλτα στα καλντερίμια του χωριού.

Λίγο βορειότερα από τα Αγναντα, στα όρια πια της Αρτας με τα Γιάννενα, βρίσκονται οι Κτιστάδες, το τελευταίο χωριό των Κεντρικών Τζουμέρκων πριν από τις πινακίδες που πληροφορούν για την αλλαγή νομού. Δεν θέλει πολλή σκέψη για το πώς πήρε το όνομά του το χωριό: από την τέχνη των κατοίκων του, που κάποτε το εγκατέλειπαν για μήνες χτίζοντας τα σπίτια του κόσμου εδώ κι εκεί.

Φεύγοντας από τους Κτιστάδες, συμβαίνει το εξής παράδοξο: Τελειώνει η Αρτα, όχι όμως και τα Κεντρικά Τζουμέρκα, τελειώνει ο νομός, αλλά η διαδρομή έχει ακόμα κάμποσα χιλιόμετρα. Τι συμβαίνει; Απλώς, ο δρόμος μέχρι τους Μελισσουργούς περνάει υποχρεωτικά από την επικράτεια των Ιωαννίνων, κι έτσι θα χρειαστεί να βγεις για λίγο από τα όρια της Αρτας, να περάσεις τα Πράμαντα, κι έπειτα να ξαναμπείς Αρτα και να συνεχίσεις μέχρι το χωριό. Οχι πως θα το έπαιρνες είδηση δηλαδή αν δεν υπήρχε η σχετική σήμανση· είπαμε, τα Τζουμέρκα δεν καταλαβαίνουν από οριοθετήσεις…

8Το καταπράσινο οροπέδιο του Γάβρογου.

Οι… ιδιαίτεροι Μελισσουργοί
Οι Μελισσουργοί λοιπόν δεν έχουν άμεση σύνδεση με κανένα άλλο χωριό της Αρτας. Μονάχα ο δύσβατος χωματόδρομος που οδηγεί στα Θεοδώριανα υπάρχει, όπως είπαμε, ωστόσο το να περάσεις πάνω από τον αυχένα των Τζουμέρκων δεν είναι και το ευκολότερο πράγμα στον κόσμο, εκτός πια κι αν επιλέξεις να τον περπατήσεις, οπότε τότε μάλλον αλλάζει το θέμα!

Εδώ θα δεις ένα από τα ωραιότερα χωριά των Τζουμέρκων, με την πελώρια πλατεία του, με την εκκλησία του Αγίου Νικολάου και με τους φιλόξενους κατοίκους του, που μπορεί να είναι ελάχιστοι (δεν ξεπερνούν τους 35-40), μα είναι πάντα ανοιχτοί.

Εδώ λοιπόν, στην καρδιά των Αθαμανικών ορέων, στα Κεντρικά Τζουμέρκα, είναι το πιο ταιριαστό σημείο για να γραφτεί ο επίλογος της περιήγησής μας σε μια από τις πιο συγκλονιστικές περιοχές της Ελλάδας!…

Η γενέτειρα του ηρωικού «γιου της καλογριάς»

Το όνομα και τα κατορθώματά του τα γνωρίζουν και όσοι δεν έχουν ασχοληθεί ποτέ με τη μελέτη της Ιστορίας. Η προσωπικότητα του Γεώργιου Καραϊσκάκη είναι τόσο λαμπερή που αρκεί από μόνη της για να τραβήξει την προσοχή αλλά και να εκπροσωπήσει μια ολόκληρη περιοχή. Οχι πως λείπουν από τον ομώνυμο δήμο τα αξιοθέατα με παρελθόν και ενδιαφέρον, μα όταν γεννήθηκε στα μέρη σου ένας ήρωας αυτού του διαμετρήματος, όλα τα υπόλοιπα αναπόφευκτα περνούν σε δεύτερη μοίρα.

Ο ήρωας γεννήθηκε λοιπόν το 1782, σ’ ένα κελί του μοναστηριού της Κοίμησης, στη Σκουληκαριά. Το προσωνύμιο που τον συνόδευε πάντα ήταν «ο γιος της καλογριάς», από τη μάνα του Ζωΐτσα Ντιμισκή που ζούσε στο μοναστήρι. Τον είπαν Γεώργιο, για χάρη του αγίου, όταν βρέφος λίγων ημερών ακόμα τον μετέφερε η μητέρα του στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου, στο Μαυρομάτι Καρδίτσας. Αργότερα, τον πήγε στα χωριά του Βάλτου, στον εξάδελφό της Δημήτριο Ισκο, και καθώς ήταν αδύνατος και καχεκτικός, τον είπαν «μικρό, μαύρο Ισκο», δηλαδή Καραϊσκάκη. Πολύ αργότερα, επέστρεψε στη γενέτειρά του Σκουληκαριά. Εδώ ήταν η έδρα και η βάση του για τις στρατιωτικές του δράσεις στην ευρύτερη περιοχή. Σήμερα, ο νυν καλλικρατικός δήμος φέρει το όνομά του.

Στη Σκουληκαριά φυλάσσονται και τα οστά του ήρωα, σε ένα σεντούκι που βρίσκεται στην πλατεία του χωριού, δίπλα στην προτομή του. Για ασφάλεια, δεν μπορεί να ανοίξει παρά μόνο με την ταυτόχρονη χρήση τριών κλειδιών που κρατούν (πάλι για λόγους ασφαλείας) τρεις διαφορετικοί άνθρωποι.

9

Το δεύτερο Ζάλογγο
Πέρα από την ιστορία του Καραϊσκάκη, η ευρύτερη περιοχή έχει να επιδείξει ορισμένα πολύ ενδιαφέροντα θρησκευτικά μνημεία. Στα όρια του νομού της Αρτας με τη Θεσσαλία, κοντά στο όμορφο χωριό Πηγές (περίπου 50 χλμ. από την Ανω Καλεντίνη, έδρα του δήμου) βρίσκεται η ιστορική Ιερά Μονή Σέλτσου. Η σημασία της πολλαπλή: σπουδαίο θρησκευτικό μνημείο αλλά και «ένα δεύτερο Ζάλογγο», όπως λένε χαρακτηριστικά οι ντόπιοι.

Το μοναστήρι χτίστηκε στα τέλη του 17ου αι., κατά πάσα πιθανότητα από Αρτινούς καπεταναίους, όπως μαρτυρά και η απεικόνισή τους στο εσωτερικό του ναού. Το 1804, περίπου πεντακόσιες γυναίκες και παιδιά έφτασαν εδώ κυνηγημένοι από τους άντρες του Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Για να μην πέσουν στα χέρια τους, ο θρύλος λέει πως προτίμησαν να πέσουν στα νερά του Αχελώου, που κυλά κάτω από το χωριό και το μοναστήρι.

Για να έρθεις μέχρι εδώ θα ακολουθήσεις έναν σχετικά βατό χωματόδρομο από τις Πηγές (περίπου 5 χλμ.), πολύ καλή ιδέα μάλιστα είναι να το επισκεφτείς στο πανηγύρι που γίνεται κάθε χρόνο στις 23 Αυγούστου.

Ακόμη ένα σπουδαίο μοναστήρι που πρέπει να επισκεφτείς είναι η «Κυρά της ορεινής Αρτας», η γυναικεία μονή της Παναγιάς της Ροβέλιστας, ανάμεσα στην Ανω Καλεντίνη και το Βελετζικό. Αν και η ίδρυσή της δεν έχει ακόμη ταυτοποιηθεί χρονικά, κάποιες πηγές αναφέρουν πως χτίστηκε τον 10ο αι.! Η θέα στα βουνά είναι πραγματικά συγκλονιστική. Επίσης, πολύ κοντά στο μοναστήρι, στο χωριό Ασφακερό, θα βρεις ακόμη ένα ενδιαφέρον μνημείο, την Κόκκινη Εκκλησία του Βελεντζικού, κτίσμα του 1615.

Για το τέλος, τι θα ’λεγες για μια βόλτα… πάνω από τον Αχελώο; Οχι με αεροπλάνο, αλλά με την περαταριά του Μεσόπυργου! Στο μικρό χωριό Μεσόπυργος, λοιπόν, στα όρια με την Καρδίτσα, θα βρεις ένα χειροκίνητο τελεφερίκ με συρματόσχοινο που από το 1960 μέχρι σήμερα διασχίζει σε λίγα δευτερόλεπτα τον ποταμό και σε περνά στην άλλη όχθη του! Μια εμπειρία που πρέπει να βιώσεις…

πηγή: Έθνος, Γιάννης Μαντάς

Oδοιπορικό στη γη της Ηπείρου: Η πόλη της Άρτας

Από τα πανέμορφα Ζαγοροχώρια μέχρι τα μαγευτικά Θεσπρωτικά παράλια και από τα ορεινά Τζουμέρκα της Άρτας μέχρι την Πρέβεζα και την Πάργα η Ήπειρος παραμένει το τελευταίο παρθένο γεωγραφικό διαμέρισμα της Ελλάδας. Εδώ θα επισκεφτείτε Βυζαντινά μνημεία και πέτρινα γεφύρια, θα κάνετε ράφτινγκ σε ποτάμια αλλά και ορειβασία στις κορυφές τις Πίνδου.

mnc707_1032

Το ιστορικό γεφύρι Άρτας είναι από τα πλέον φημισμένα ηπειρώτικα γεφύρια. Βρίσκεται στα νοτιοδυτικά της πόλης και την ενώνει με την απέναντι εύφορη πεδιάδα με τα πορτοκάλια. Χτίστηκε γύρω στο 1602-1606 Η ορμητικότητα του ποταμού, το μαλακό έδαφος λόγω των επιχώσεων και οι ιδιαίτερες απαιτήσεις της κατασκευής θα πρέπει να δυσκόλεψαν πολύ τη θεμελίωση του γεφυριού, αλλά και τις επισκευές που ακολούθησαν. Οι δυσκολίες αυτές σε συνδυασμό με τον φόβο του λαού για τα στοιχειά της φύσης δημιούργησαν το γνωστό θρύλο της γυναίκας του πρωτομάστορα που έπρεπε να θυσιαστεί για να στεριώσει το γεφύρι.

aa

Το κάστρο της Άρτας χτισμένο στα μέσα του 13ου αιώνα διατηρείται σε άριστη κατάσταση, αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα της κοσμικής αρχιτεκτονικής των βυζαντινών χρόνων και της μεσαιωνικής φυσιογνωμίας της Άρτας. Ο λοφίσκος στον οποίο είναι κτισμένο, θεωρήθηκε στρατηγική θέση κι από τους αρχαίους Αμβρακιώτες. Είναι ένα από τα σημαντικότερα αξιοθέατα της περιοχής. Ο πανύψηλος πύργος του ρολογιού μπροστά από το κάστρο κτίστηκε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας (1875) με πολύ ευαισθησία, ώστε να φαντάζει ως φυσική προέκταση του τείχους.

aa

Η Μονή Κάτω Παναγιάς χτίστηκε το 13ο αιώνα από τον Μιχαήλ Δούκα Κομνηνό, Δεσπότη της Ηπείρου. Σήμερα το μοναστήρι κρατιέται ζωντανό χάρη στη συνεχή φροντίδα των γυναικών μοναχών που μένουν εκεί. Διατηρεί εξωτερικά σχεδόν στο ακέραιο την αρχική του λαμπρότητα και εσωτερικά την παλιά μυσταγωγική του ατμόσφαιρα.

aa

Ο πιο γνωστός βυζαντινός ναός του νομού. Χτίστηκε τον 13ο αιώνα από τον Νικηφόρο τον Α’ Κομνηνό Δούκα, στην ακμή της ιστορίας του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Από την μεγάλη σταυροπηγιακή μονή σώζονται σήμερα ο ναός, η Τράπεζα και 16 κελιά. Ο ναός εντυπωσιάζει με τις εξωτερικές και εσωτερικές αρχιτεκτονικές καινοτομίες του, ενώ μοναδικός στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική είναι ο τρόπος στήριξης του κεντρικού τρούλου όπου και σώζεται το ψηφιδωτό του Παντοκράτορα.

aa2

Η πρωτοτυπία του σχεδίου της, οι αρχιτεκτονικές της καινοτομίες και η πλούσια κεραμοπλαστική της διακόσμηση την καθιστούν μοναδικό δείγμα βυζαντινής ναοδομίας σε όλο τον ορθόδοξο χριστιανικό κόσμο. Οι πολλές φθορές συντέλεσαν στο να χάσει ο ναός ένα μεγάλο μέρος από την παλιά του εσωτερική λαμπρότητα, διατήρησε ωστόσο το επιβλητικό του μεγαλείο.

aa

Ο Ναός της πολιούχου της Άρτας, Αγίας Θεοδώρας, και ένας πυλώνας είναι τα μόνα σωσμένα τμήματα μονής που ιδρύθηκε το 13ο αιώνα από τη βασίλισσα του Δεσποτάτου Θεοδώρα. Ιδρύθηκε προς τιμήν του Αγίου Γεωργίου και λειτούργησε ως γυναικείο μοναστήρι. Μετά το θάνατο του συζύγου της, η Θεοδώρα εμόνασε στη μονή, τάφηκε εκεί και ο ναός τιμάται στο όνομά της.

aa

Ο ναός του Αγίου Βασιλείου βρίσκεται στην παλιά συνοικία του Τουρκοπάζαρου της Άρτας και χρονολογείται στο τέλος του 14ου αιώνα, ενώ το σωζόμενο στρώμα τοιχογραφιών το 17ο αιώνα. Εξωτερικά φέρει πλούσιο κεραμοπλαστικό διάκοσμο και δύο εφυαλωμένες εικόνες στο αέτωμα της ανατολικής πλευράς: των Τριών Ιεραρχών και της Σταύρωσης. Πρόκειται για ένα διακοσμητικό κομψοτέχνημα.

aa

Μια από τις νεότερες ανακαλύψεις του αρχαιολογικού χώρου της αρχαίας Αμβρακίας, είναι αυτό το μικρό θεατράκι που είναι το μικρότερο από τα όλα αρχαία ελληνικά θέατρα. Βρίσκεται στο κέντρο της πόλης και ανακαλύφθηκε τυχαία κατά την διάρκεια οικοδομικών εργασιών. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις χτίστηκε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Πύρρου, όταν έκανε την Αμβρακία πρωτεύουσα του βασιλείου. Το θέατρο δεν κατασκευάστηκε με τη συνήθη πρακτική των αρχαίων Eλλήνων στην πλαγιά κάποιου φυσικού υψώματος, αλλά με επιχωμάτωση. Αυτό ίσως δικαιολογεί και το μικρό του μέγεθος.

aa

Απλωμένη αμφιθεατρικά από τους πρόποδες έως την κορυφή σχεδόν της βορειοδυτικής πλαγιάς του λόφου Περάνθη η Άρτα ατενίζει ολόκληρο τον κάμπο. Χτισμένη πάνω στα ερείπια της αρχαίας Αμβρακίας, η οποία χρονολογείται από τον 7ο αιώνα π.Χ., υπήρξε εκτός από πρωτεύουσα του Κράτους των Μολοσσών του βασιλιά Πύρρου, κατά την ελληνιστική περίοδο, και έδρα του Δεσποτάτου της Ηπείρου που ίδρυσαν οι Κομνηνοί-Δούκες μετά την Άλωση της Πόλης από τους Σταυροφόρους το 1204 ενώ απέκτησε την ανεξαρτησία της από τους Τούρκους το 1881, πρώτη σ’ όλη την Ήπειρο.

πηγές από: epirustreasures.gr, wikipedia