Καιρός για φεύγα.
Σαν “σχολάσει” ο κούρος και το ξελογάριασμα, οι στάνες συντάζονται για τα βουνά. Τα στερφοζύγουρα έχουν καιρό τώρα φευγάτα και τα χαμπέρια απ’ τα χωριά είναι καλά. Ο καιρός “πααίνει” βρεχούμενος, τα χιόνια τα έχει φάει ο νοτιάς κι ο ήλιος του Μαΐου. Τα πρόβατα δεν “κολλάνε” πια το χορτάρι του κάμπου που ξεσταχυάζει και στρίβει γιατί νείρεται το παστρικό και νιοφύτρωτο ημεράδι των σπανών, τα γαλάρια λιγοστεύουν το γάλα, τα κατσίκια “βαράνε πίσω”, δεν τους πιάνεται η βοσκή γιατί η ζέστη γίνεται αβάσταχτη. Είναι η εποχή που οι αυτοεξόριστοι νομάδες της Πίνδου κινούν για τα βουνά.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Νίκου Καρατζένη “Οι Νομάδες Κτηνοτρόφοι των Τζουμέρκων”
Μετά το τέλος της ανθοφορίας των εσπεριδοειδών έρχεται η ώρα να ανηφορίσουμε και εμείς για τα ορεινά καθώς εδώ στα χειμαδιά δεν υπάρχει τίποτα πλέον για τις μέλισσες. Πριν όμως αρχίσουμε να περιγράφουμε τις περιπέτειες μας στις αετοκορφές της Πίνδου, αποφασίσαμε να κάνουμε ένα αφιέρωμα στον κάμπο που μας φιλοξενεί τον δύσκολο χειμώνα. Για να γνωρίσουμε καλύτερα τον τόπο απ’ τον οποίο παράγεται το ανοιξιάτικο ανθόμελο.
Το 81% του εδάφους, του νομού Άρτας είναι ορεινό και μόλις το 18% πεδινό. Παρ’ όλα αυτά η πεδιάδα της Άρτας είναι η μεγαλύτερη πεδιάδα της Ηπείρου. Η Ήπειρος είναι ένα κυρίως ορεινό γεωγραφικό διαμέρισμα.
Εδώ καλλιεργείται κυρίως πορτοκάλι, μανταρίνι και ακτινίδιο. Η παραγωγή πορτοκαλιών αγγίζει τους 190.000 τόνους ετησίως. Τα χωριά του κάμπου υπήρξαν για αιώνες παραγωγοί και τροφοδότες της γύρω περιοχής καθώς στα ορεινά οι άνθρωποι λόγω της μορφολογίας του εδάφους ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία.
Περιβόλι με πορτοκαλιές στους Κωστακιούς Άρτας
Οι καλλιέργειες, εναλλάσσονται με θαμνοφράχτες και διάσπαρτα δασύλλια από αιωνόβιες βελανιδιές, φράξους και φτελιές, σχηματίζοντας μαζί με τη βλάστηση των καναλιών, ένα πολύτιμο δίκτυο φυσικών φραχτών όπου καταφεύγει η άγρια ζωή και όπως είναι φυσικό και οι μέλισσες.
Ο Άραχθος ποταμός διασχίζει ολόκληρο τον κάμπο της Άρτας
Ο Άραχθος που πηγάζει από την βόρεια Πίνδο σε υψόμετρο 1.700 μ. και εκβάλλει στον Αμβρακικό κόλπο, χώριζε κάποτε την Ελλάδα απ’ την Οθωμανική αυτοκρατορία. Κατά την τουρκοκρατία, οι εκτάσεις της πεδιάδας ανήκαν στη Βαλιδέ Σουλτάνα, δηλαδή τη μητέρα του ηγεμονεύοντος σουλτάνου και ονομαζόταν “γλυκιά πεδιάδα”.
Το γεφύρι
Εδώ υπάρχει φυσικά και το πιο γνωστό –ίσως– γεφύρι του ελληνικού χώρου. Πρέπει να κτίστηκε στα 1606 ή, κατ’ άλλους, στα 1602. Ο θρύλος λέει ότι ένας μπακάλης, ο Γιάννης Θιακογιάννης, ο Γατοφάγος, ταλαιπωριόταν αφάνταστα κάθε μέρα καθώς το σπίτι του ήταν στη μια πλευρά του ποταμού και το μαγαζί του στην άλλη. Κάποτε, παρουσιάστηκαν εκεί Αλγερινοί πειρατές, οι οποίοι είχαν ληστέψει έναν έμπορο αλλά το μόνο που του βρήκαν ήταν κάποια πιθάρια με λάδι και προσπάθησαν να τα πουλήσουν στους ντόπιους για να τα ξεφορτωθούν. Ο Θιακογιάννης αγόρασε αρκετά και όταν το πρώτο πιθάρι άδειασε διαπίστωσε ότι στον πάτο του υπήρχε χρυσάφι το οποίο δεν είχαν αντιληφθεί οι πειρατές. Έτσι ξαφνικά, ο Θιακογιάννης ο Γατοφάγος έγινε πλούσιος και το πρώτο που σκέφτηκε, ήταν να φτιάξει ένα γεφύρι, για να μπορεί να περνά το ποτάμι χωρίς δυσκολία.
Προσέλαβε 1.300 χτίστες και εξήντα μαθητές και ρίχτηκαν με τα μούτρα στη δουλειά. Ξεκινούσαν με το ξημέρωμα και σταματούσαν μόλις ερχόταν το σκοτάδι. Όμως, την επόμενη μέρα, έπρεπε να ξεκινήσουν πάλι από την αρχή καθώς «ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ γκρεμιζόταν», ώσπου μια μέρα ένα πουλί κάθισε στα θεμέλια κι άρχισε να τραγουδά με ανθρώπινη λαλιά:
«Μαστόροι που το φτιάνετε, αυτό ’ναι τ’ αργυρό γεφύρι.
Αν δεν στοιχειώσετ’ άνθρωπο, γιοφύρι δεν στεργιώνει,
Μουδ’ άνθρωπον από γιαπί, μουδένα αν διαβάτη
Μόνο του πρωτομάστορη να πάρτε την γυναίκα».
Ο πρωτομάστορας πίστεψε ότι το πουλί ήταν άγγελος μεταμορφωμένος και έστειλε ένα μαθητή να φέρει τη γυναίκα του την οποία έχτισαν στα θεμέλια. Στο εξής, κάθε πρωί έβρισκαν το κτίσιμο στο σημείο που το είχαν αφήσει την προηγουμένη. Σε τρία χρόνια τέλειωσαν.
Η τεχνητή λίμνη της Άρτας στο παραποτάμιο πάρκο, που δημιουργήθηκε λόγω του φράγματος είναι ένα σπάνιας ομορφιάς μέρος όπου ζουν χήνες, πάπιες αλλά και κυπρίνοι.
Οι λιμνοθάλασσες του κάμπου
Στον Αμβρακικό κόλπο υπάρχουν τουλάχιστον 20 ακέραιες λιμνοθάλασσες, ουσιαστικά είναι μια μικρογραφία της Μεσογείου. Μια περιοχή με απάνεμους κολπίσκους, ατέλειωτους καλαμιώνες, βάλτους, έλη, κατάφυτα τοπία, αλλά και γραφικά ψαροχώρια. Ένας τόπος που δεν φημίζεται τόσο για τις ελκυστικές παραλίες του όσο για το σημαντικό οικοσύστημα που φιλοξενεί.
Ψαρόβαρκες στο λιμάνι της Σαλαώρας
Το καλοκαίρι εισβάλλουν από το Ιόνιο οι σαρδέλες και τα δελφίνια. Υπάρχει όμως ένα πλήθος μορφών ζωής που βρίσκει καταφύγιο εδώ. Ένας παράδεισος σπάνιων πουλιών (το ιδανικό μέρος για Βird watching) όπως ο λευκοτσικνιάς, ο αργυροτσικνιάς, ο κορμοράνος, το φοινικόπτερο (φλαμίνγκο), ο αγριόκυκνος, ο αργυροπελεκάνος και φυσικά ο ήταυρος απ’ το μούγκρισμα του οποίου έχουν δημιουργηθεί θρύλοι και παραδόσεις. Εδώ διαχειμάζει περίπου το 1/3 του συνολικού πληθυσμού των υδρόβιων πουλιών της χώρας μας.
Φοινικόπτερα (φλαμίνγκο) στις όχθες της λιμνοθάλασσας της Ροδιάς στο Εθνικό Πάρκο Υγροτόπων Αμβρακικού
Το μοναδικό κατοικημένο νησάκι του Αμβρακικού είναι η Κορωνησία, ένα γραφικό ψαροχώρι στο οποίο πας οδικώς μέσα από έναν δρόμο ο ποίος βρέχεται και απ’ τις δύο πλευρές. Το αυτοκίνητο μοιάζει να γλιστρά πάνω στον υγρό καθρέφτη, ενώ τριγύρω το καταπράσινο τοπίο και οι ψαρόβαρκες και τα είδωλά τους που ζωγραφίζουν το νερό δημιουργούν ειδυλλιακές εικόνες. Εδώ γίνεται η Γιορτή της Σαρδέλας.
Κατά τα τέλη του φθινοπώρου, μια «χελοβραδιά», όταν το φεγγάρι βρίσκεται στο τελευταίο τέταρτό του, τα χέλια που έχουν ενηλικιωθεί εδώ ξεκινούν το απίστευτο ταξίδι της επιστροφής από το άνοιγμα του Αμβρακικού μέχρι τον βόρειο Ατλαντικό που διαρκεί 1 χρόνο.
Ο Ρότζερ Μουρ στην ταινία του Τζέιμς Μποντ «Για τα μάτια σου μόνο» που γυρίστηκε στην Ελλάδα έλεγε σε ένα σημείο «Γαρίδες; Ναι, αλλά Αμβρακικού» Και πράγματι οι γαρίδες του κόλπου είναι ιδιαίτερες!
Το μοναστήρι της Παναγίας της Ροδιάς στις όχθες του Αμβρακικού
Σε μια όχθη του Αμβρακικού βρίσκεται η Παναγιά της Ροδιάς, ένα μοναστήρι που πρωτοχτίστηκε το 970 μ.Χ. , όταν στην Κωνσταντινούπολη βασίλευε ο Ιωάννης Τσιμισκής. Και απ’ έξω το καθολικό του μεταβυζαντινού μοναστηριού με τον κυλινδρικό τρούλο είναι ιδιαίτερο, όμως μέσα ο επισκέπτης που θα ανοίξει τη διπλοασφαλισμένη πόρτα του θα βρεθεί κάτω από τον χρωματικό καταρράκτη, ασυνήθιστο στην αυστηρή ορθόδοξη ζωγραφική. Εδώ τον Δεκαπενταύγουστο γίνεται αξέχαστο πανηγύρι.
Ήρθε η ώρα λοιπόν να ανηφορίσουμε μαζί με τα μελίσσια και εμείς όπως και οι κτηνοτρόφοι. Για όλους μας είναι μια στιγμή χαράς και ενθουσιασμού. Για τους κτηνοτρόφους γιατί γυρίζουν πίσω στα χωριά τους και για εμάς γιατί τώρα ξεκινούν οι ανθοφορίες για τις οποίες ετοιμαζόμαστε όλη τη χρονιά. Συνάμα όμως σ’ αυτήν την περιοχή οι μέλισσες συλλέγουν το ανοιξιάτικο ανθόμελο της πορτοκαλιάς με το ιδιαίτερο άρωμα και γεύση.
πηγές από: wikipedia, Το Βήμα, Έθνος