Στη λίμνη Πουρναρίου για την κουμαριά

Κάθε φθινόπωρο γίνεται ένας μικρός απολογισμός της χρονιάς που πέρασε. Δυστυχώς η φετινή χρονιά ήταν για τη μελισσοκομία, μακράν η χειρότερη, τουλάχιστον όσων χρόνων έχω ζήσει εγώ.


Ο περσινός χειμώνας ήταν ήπιος με αποτέλεσμα τα μελίσσια να μην καταπονηθούν ιδιαίτερα και να βγουν δυνατά, νωρίς την άνοιξη, γεμίζοντας αισιοδοξία τους μελισσοκόμους για τη συνέχεια. Η άνοιξη όμως δεν ήρθε ποτέ. Παρατεταμένες αλλά και άκαιρες βροχοπτώσεις, κρύο μέχρι και στις αρχές του καλοκαιριού, δημιούργησαν πολλά προβλήματα στην ανάπτυξη των σμηνών.

Δεν θυμάμαι άλλη χρονιά να ξεκινάω την εκτροφή βασιλισσών τόσο αργά, ουσιαστικά στις αρχές του καλοκαιριού και να βάζω τις βασίλισσες στις παραφυάδες, δέκα μέρες μετά στα μέσα του Ιούνη, υπό βροχή.

Ανοιξιάτικα μέλια δεν είδαμε καθόλου, αλλά και μετά στα δάση (έλατα και βελανιδιές) με το σταγονόμετρο. Την κρύα και βροχερή άνοιξη ακολούθησε ένα μακρύ και ξηρό καλοκαίρι. Φωτιές στον Έβρο και καταστροφές. Ελάχιστα μελίσσια κατέβηκαν στον κάμπο τον Αύγουστο υπό το φόβο των ψεκασμών, με αποτέλεσμα όσα έμειναν στο βουνό να πεινάσουν.

Το πεύκο κι αυτό με διακυμάνσεις. Δεν είναι πια η σταθερή νομή στην οποία βασιζόμασταν για να βγουν τα σπασμένα της χρονιάς. Αρχές φθινοπώρου και οι πλημμύρες της Θεσσαλίας δίνουν το τελειωτικό χτύπημα σε πολλούς. Το μόνο φως μέσα σ’ αυτό το σκοτάδι ο κισσός και ο αρκουδόβατος.

Κισσός και αρκουδόβατος

Εκείνες οι βροχές στα τέλη του Αυγούστου ήταν ό,τι χρειάζονταν. Όπου υπήρχε κισσός βούιζε ο τόπος απ’ τις μέλισσες. Η κίτρινη γύρη του τις έκανε να πάρουν τα πάνω τους. Μαζί και ο αρκουδόβατος, έδωσε λίγο μελάκι. Το φθινοπωρινό ρείκι, τουλάχιστον εδώ στην περιοχή της Πίνδου, δεν ευνοήθηκε απ’ τις υψηλές θερμοκρασίες και «κάηκε» γρήγορα, προσφέροντας λίγα.

Τελευταία ανθοφορία της χρονιάς, η κουμαριά. Μέλι για λίγους, αλλά εκλεκτούς. Έχει τις προϋποθέσεις να πάει καλά και να δώσει στα μελίσσια τις προμήθειες του χειμώνα. Βροχές προηγήθηκαν. Όχι πολλές, αλλά καλές. Αν και οι θερμοκρασίες είναι κοντά στα φυσιολογικά για την εποχή επίπεδα θα πάει καλά.

Χωρίς κουμαριά το φετινό φθινόπωρο

Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος οι παραφυάδες και ένα μεγάλο μέρος του κοπαδιού μεταφέρθηκε στα ημιορεινά της Πίνδου για τις φθινοπωρινές ανθοφορίες. Κισσός, ακονιζιά, αρκουδόβατος απ’ τα τέλη Σεπτεμβρίου, ρείκι τον Οκτώβριο και κουμαριά το Νοέμβριο εξασφαλίζουν στα μελίσσια τις προμήθειες του χειμώνα και αν ο καιρός είναι ευνοϊκός δίνουν και τρύγο.

Φθινόπωρο και άνοιξη στη λίμνη Πουρναρίου.

Τελευταία όμως, όλο και πιο συχνά το φθινόπωρο είναι φτωχό. Οι υψηλές θερμοκρασίες και η παρατεταμένη ανομβρία των δύο πρώτων μηνών, που τείνουν να γίνουν καθεστώς, δε δίνουν τη δυνατότητα στα φυτά να ευδοκιμήσουν. Η ανθοφορία της ερείκης διαρκεί ελάχιστα πια, με αποτέλεσμα οι μέλισσες να μη μπορούν να την εκμεταλλευτούν και να χάνουν την πολύτιμη για την εποχή ανάπτυξη που προσφέρει.

Και ενώ η κουμαριά θεωρείται πιο ανθεκτική στις καιρικές μεταβολές, τελευταία δείχνει ότι επηρεάζεται καθοριστικά και αυτή από την κλιματική αλλαγή. Η κουμαριά για να αποδώσει χρειάζεται βροχές στις αρχές του φθινοπώρου και κρύο κατά την άνθιση, ή πιο σωστά τις συνηθισμένες για την εποχή του Νοεμβρίου θερμοκρασίες. Όμως φέτος ούτε βροχές είχαμε κατά την περίοδο Σεπτεμβρίου- Οκτωβρίου, ενώ οι θερμοκρασίες μέχρι και τα μέσα Νοεμβρίου ήταν αρκετά υψηλές με αποτέλεσμα να «στεγνώσει» το άνθος.

Από τότε και μετά ο καιρός χάλασε απότομα και οι μέλισσες κλείστηκαν στις κυψέλες τους με αποτέλεσμα να μη συλλέξουν μέλι. Φαίνεται ότι πλέον έχουν χαθεί οριστικά οι εποχές του φθινοπώρου και της άνοιξης και έχουμε μόνο δύο εποχές με μια απότομη και εξαιρετικά σύντομη μεταβατική περίοδο, ένα φαινόμενο αρκετά αρνητικό για την παραγωγή μελιού.

 

 

Τρύγοι στα ορεινά

Έπειτα από έναν παρατεταμένο χειμώνα, εξαιτίας του οποίου χάθηκε ένας ανοιξιάτικος μήνας ανάπτυξης, ο Μάρτιος, τα μελίσσια που ξεχειμώνιασαν στο βουνό, άργησαν να αναπτυχθούν και κατά συνέπεια να γίνουν παραγωγικά, με αποτέλεσμα να χαθούν οι ελπίδες για ανοιξιάτικα μέλια, ενώ οδήγησαν σε μια αργοπορημένη είσοδο στα έλατα.

Παρ’ όλα αυτά και παρά τα σκαμπανεβάσματα, τα έλατα δούλεψαν μετά από χρόνια και μάλιστα αρκετά ικανοποιητικά, ακόμα και για εμάς τους αργοπορημένους, δίνοντάς μας έναν καλό, τηρουμένων των αναλογιών, τρύγο. Το μεγαλύτερο μέρος των μελισσιών όμως προετοιμαζόταν για τη βελανιδιά καθώς δεν προλάβαιναν να είναι έτοιμα πιο πριν.

Και πράγματι όσοι επιχείρησαν να μπουν νωρίς στη βελανιδιά τρύγησαν αρκετό μέλι. Δυστυχώς για μια ακόμη χρονιά μια βροχή αρκούσε για να χαλάσει τη μελιτοφορία στις αρχές Ιουλίου, με αποτέλεσμα τα μελίσσια που έφυγαν απ’ τα έλατα για να πάνε στη βελανιδιά να μην προλάβουν πολλά πράγματα.

Παρά τις δυσκολίες πάντως το βουνό φέτος έδωσε εξαιρετικής ποιότητας μέλι. Αμέσως μετά τον τρύγο τα μελίσσια μεταφέρθηκαν στα πεδινά ώστε να βρουν γύρες και να γίνουν οι απαραίτητες θεραπείες για τη βαρρόα, η οποία φέτος ταλαιπωρεί αρκετά τα μελίσσια. Οι βροχές του Αυγούστου ήταν πολύτιμες και ευπρόσδεκτες, γεμίζοντας μας ελπίδες για ένα ολάνθιστο φθινόπωρο.

 

 

 

Ο τρύγος του πευκόμελου στη μετά Εύβοια εποχή

Μετά τα γεγονότα του Αυγούστου στην Β. Εύβοια και τη μεγαλύτερη καταστροφή από φωτιά στην ιστορία της Ελλάδας (αυτό που χάθηκε ήταν το 10-12% των δασών ολόκληρης της χώρας), το πλήγμα για την ελληνική μελισσοκομία ήταν τεράστιο. Εκεί παράγονταν το 1/3 του πευκόμελου όλης της χώρας.

Δεδομένου ότι μεγαλύτερο μέρος των μελισσοκόμων της νότιας και κεντρικής Ελλάδας που ζούσαν από το πεύκο της Εύβοιας θα έπρεπε να αναζητήσουν αλλού την τύχη τους, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι στα υπόλοιπα πευκοδάση θα δημιουργούνταν το αδιαχώρητο. Στη Χαλκιδική ήδη από τα τέλη του καλοκαιριού ιδιοκτήτες γης που βρίσκονταν δίπλα στα δάση, απαιτούσαν από τους παραγωγούς ιδιαίτερα υψηλά αντίτιμα, που ξεπερνούσαν τα 400-500€ για να φιλοξενήσουν μελίσσια για 20-30 ημέρες, αυξάνοντας σημαντικά το κόστος παραγωγής.

Με όλα αυτά τα προβλήματα αλλά και την απαγόρευση πρόσβασης στα δάση που επιβλήθηκε στους μελισσοκόμους από την κυβέρνηση με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου για πάνω από ένα μήνα, καταλήξαμε τελικά στα πεύκα της δυτικής Ελλάδας, όπου ήταν ήδη δύσκολο να βρεις τόπο, τουλάχιστον για μεγάλα κοπάδια.

Εκτός από την Β. Εύβοια, από τις φωτιές φέτος το καλοκαίρι πλήγηκε και η Τουρκία, με αποτέλεσμα το πευκόμελο, ένα μέλι που παράγεται αποκλειστικά στη λεκάνη της μεσογείου και κυρίως σ’ αυτές τις δύο χώρες, να θεωρείται πλέον σπάνιο. Το πευκόμελο είναι ένα πραγματικά εξαιρετικό μέλι, που προέρχεται από μελιτώματα της Μαρσαλίνας της Ελληνικής (Marchalina hellenica), γνωστής και ως εργάτης του πεύκου ή βαμβακάδα. Θεωρείται και όχι άδικα ένα απ’ τα πιο θρεπτικά ελληνικά μέλια.

Δυστυχώς κατά το παρελθόν διάφορες περιβαλλοντικές οργανώσεις, στη διαμάχη που είχε δημιουργηθεί σχετικά με το κατά πόσο η Μαρσαλίνα πληγώνει το δέντρο και η οποία τελικά οδήγησε στην απαγόρευση των εμβολιασμών από το Υπουργείο στις δασικές εκτάσεις του Νομού Αττικής, σε μια προσπάθεια να δυσφημίσουν και να μποϊκοτάρουν το πευκόμελο ώστε να πιέσουν την κατάσταση είχαν επιδοθεί σε έναν πόλεμο συκοφάντησης του μελιού αυτού, φυσικά με ψευδή στοιχεία.

Σύμφωνα με αυτά το πευκόμελο προέρχεται από τα περιττώματα του σκουληκιού των πεύκων. Μερίδα των βίγκαν μάλιστα υιοθέτησε αυτή την άποψη, πηγαίνοντας την και ακόμη παραπέρα, λέγοντας ότι το πευκόμελο είναι ουσιαστικά ζωικό προϊόν και γι αυτό δεν θα πρέπει να καταναλώνεται. Φυσικά τα πράγματα δεν είναι έτσι. Τα έντομα της οικογένειας Ομόπτερα στην οποία ανήκει ο εργάτης του πεύκου μυζούν πολύ μεγάλες ποσότητες χυμών (100 φορές περίπου το βάρος τους). Η περίσσεια αυτή υγρασία και σάκχαρα απομακρύνονται με την εξής διαδικασία: Στο πρόσθιο μέρος του μεσαίου εντέρου υπάρχει ένα φίλτρο μέσω του οποίου, σάκχαρα και υγρασία, μεταπηδούν στο πίσω έντερο και απομακρύνονται άμεσα μέσω του απευθυσμένου ως μελίτωμα.

Δεν περνά δηλαδή ο χυμός από την διαδικασία της πέψης και της απορρόφησης. Συνεπώς το μελίτωμα δεν έχει καμία σχέση με περίττωμα και το πευκόμελο σε καμία περίπτωση δε μπορεί να θεωρηθεί ζωικό προϊόν. Δεν είναι κάτι που περισσεύει μετά από απομάκρυνση θρεπτικών συστατικών, όπως στα περιττώματα, αλλά ο χυμός ανεπεξέργαστος, τον οποίο στη συνέχεια συλλέγουν οι μέλισσες.

Εφημερίδες της εποχής με χαρακτηριστικούς εμπρηστικούς τίτλους. Από το αρχείο του καθηγητή κ. Ανδρέα Θρασυβούλου.

Αντίστοιχα όχι μόνο δεν υπάρχει καμία μελέτη που να ενοχοποιεί τον εργάτη για την ξήρανση των πεύκων, αλλά η μοναδική ερευνητική εργασία του εντόμου αυτού είναι του καθηγητή Δασολογίας Καϊλίδη Δημήτρη, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Δασικά Χρονικά το 1965 (81/82(7-8):161-181) και η οποία κατέληγε στο συμπέρασμα ότι ο εργάτης δε βλάπτει τα πεύκα.

Φυσικοχημικά χαρακτηριστικά πευκόμελου

Το πευκόμελο έχει τα τυπικά χαρακτηριστικά μελιού μελιτώματος, δηλαδή υψηλή συγκέντρωση τέφρας, υψηλό pH και αγωγιμότητα και χαμηλά ανάγοντα σάκχαρα. Η θρεπτική αξία του πευκόμελου οφείλεται στο μεγάλο αριθμό διαφορετικών ουσιών που συνυπάρχουν στη σύστασή του. Ξεχωριστή θέση κατέχουν τα ιχνοστοιχεία, τα οποία βρίσκονται σε μεγάλες συγκεντρώσεις στο Ελληνικό πευκόμελο, χαρακτηρίζοντάς το ως μέλι υψηλής θρεπτικής αξίας.

Η χημική σύσταση του ελληνικού πευκόμελου (Θρασυβούλου, Μανίκης, Τανανάκη, Τσέλλιος, Καραμπουρνιώτη, Δήμου 2001)

Λόγω της χαμηλής συγκέντρωσης σακχάρων, δεν θεωρείται πολύ γλυκό μέλι. Έχει χρώμα σκούρο κεχριμπάρι (λίγο πιο σκούρο από το θυμαρίσιο). Το άρωμά του θυμίζει έντονα το πικάντικο άρωμα του πευκοδάσους ενώ η γεύση του είναι υπόγλυκη με ξυλώδεις νότες ξηρών καρπών και πεύκου.

Αν δε βρέξει, θα μελώσει

Έπειτα από περιόδους παρατεταμένης ανομβρίας, τα φυτά δεν είναι σε θέση να δώσουν νέκταρ και γι αυτό οι μέλισσες πρέπει να στραφούν στα μελιτώματα. Αυτός είναι ο λόγος που οι παλιοί έλεγαν «Αν δε βρέξει, θα μελώσει».

Βγαίνοντας από τη χειρότερη άνοιξη της τελευταίας δεκαετίας, με σημαντικές ανθοφορίες όπως το ρείκι και η πορτοκαλιά να μην αποδίδουν απολύτως τίποτα, η προσοχή των περισσοτέρων έπεσε στον έλατο, ο οποίος ξεκίνησε μεν ενθαρρυντικά αλλά κι αυτός έπεσε πριν καν βγει ο Μάης, αποδεικνύοντας ότι όχι μόνο έχει μικρύνει το χρονικό παράθυρο των ανθοφοριών – μελιτοφοριών, αλλά κυρίως ότι έχει μετακινηθεί ο χρόνος έναρξης τους. Μπορούμε να πούμε πια ότι ο έλατος είναι μια ανοιξιάτικη μελιτοφορία και αυτό είναι ένα νέο δεδομένο το οποίο οφείλουμε να διαχειριστούμε.

Με αυτά κατά νου πήρα την απόφαση να μπω στη βελανιδιά νωρίτερα από ποτέ. Είχα ήδη μεταφέρει από τα τέλη Μαΐου μελίσσια ως δείκτες και τα δεδομένα που έστελναν ήταν αρκετά ικανοποιητικά. Το δάσος πάντως ήταν ακόμα άδειο από μελισσάδες. Η βελανιδιά αρχικά κατά την περίοδο του Ιουνίου δίνει μελίτωμα από το φύλλο και αργότερα τον Ιούλιο δίνει από το βελανίδι. Το μέλι που παράγεται απ’ το βελανίδι είναι πιο βαρύ σε γεύση.

Δυστυχώς οι έρευνες στην Ελλάδα για την αναγνώριση και ταυτοποίηση των εντόμων που θεωρούνται υπεύθυνα για την παραγωγή μελιτώματος, το οποίο στη συνέχεια συλλέγουν οι μέλισσες και το μετατρέπουν σε αυτό που ονομάζουμε μέλι βελανιδιάς, είναι ελάχιστες. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι υπάρχουν 6 μελιτογόνα είδη που παρασιτούν στη βελανιδιά εκ των οποίων το πιο διαδεδομένο είναι το Parthenolecanium rufulum, το οποίο θεωρείται ως η κύρια πηγή μελιτώματος. Ακολουθούν τα Eulecanium tiliae και Eriococcus sp.

Η βελανιδιά έδωσε αρκετό μέλι το πρώτο εικοσαήμερο του Ιουνίου. Στη συνέχεια ο έντονος καύσωνας έκανε την εμφάνισή του ακόμα και σε αυτά τα υψόμετρα, καταστρέφοντας ουσιαστικά το μελίτωμα το οποίο ξίνισε και δεν το συνέλεγαν οι μέλισσες. Έτσι το ρίσκο της έγκαιρης εισόδου στο δάσος βγήκε σε καλό, δεδομένου ότι οι μέλισσες δε μπορούν να παραμείνουν για μεγάλο χρονικό διάστημα στα δάση λόγω έλλειψης γύρης. Ο τρύγος πραγματοποιήθηκε στα μέσα Ιουλίου και αμέσως έγινε μεταφορά στον κάμπο ώστε τα μελίσσια να ανασυγκροτηθούν. Δυστυχώς οι συνεχιζόμενες υψηλές θερμοκρασίες σε συνδυασμό με την παρατεταμένη ανομβρία δεν έχει βοηθήσει τα μελίσσια και αυτό στο οποίο ελπίζουμε πλέον είναι τα πρωτοβρόχια.

Φθινόπωρο στο βουνό

Μέχρι να μπει ο Οκτώβρης είχαμε ολοκληρώσει τις μεταφορές των μελισσιών στο βουνό για τις φθινοπωρινές ανθοφορίες της ερείκης και της κουμαριάς, εκτός από λίγων που παρέμειναν στα πεύκα. Ερείκη, ακονιζιά, κισσός και αρκουδόβατος ποτίστηκαν πολύ καλά απ’ τις βροχές και δίνουν ακόμα αρκετή γύρη.

Φθινόπωρο πάνω απ’ τη λίμνη Πουρναρίου.

Τα μελίσσια έχουν δυναμώσει, ανανέωσαν πληθυσμούς και δείχνουν έτοιμα για την κουμαριά που αναμένεται από μέρα σε μέρα. Αν δεν πέσει απότομα η θερμοκρασία τον Νοέμβριο ελπίζουμε ότι θα έχουμε μια καλή ανθοφορία που θα δώσει μέλι. Θυμίζουμε ότι το μέλι της κουμαριάς είναι πολύ ιδιαίτερο με χαρακτηριστική υπόπικρη γεύση και σκουροχάλκινο χρώμα.

Κουμαριά έτοιμη να ανθίσει!

Μέσα σε όλα αυτά άνθισαν και οι κουτσουπιές για δεύτερη φορά φέτος και μάλιστα τις δουλεύουν οι μέλισσες. Εκμεταλλευόμενοι τις ευνοϊκές συνθήκες της εποχής αποφασίσαμε να φυτέψουμε κάποια καρποφόρα δέντρα με μελισσοκομικό ενδιαφέρον.

Ανθισμένη κουτσουπιά το φθινόπωρο.

Αχλαδιές, αμυγδαλιές, βυσσινιές, μηλιές, φουντουκιές και καστανιές φυτεύτηκαν με σκοπό να ομορφύνουν το αγρόκτημα, να μας δώσουν καρπούς αλλά και να προσφέρουν νέκταρ και γύρη στις μέλισσες. Ιδίως οι καστανιές που ανθίζουν σε μια περίοδο που η περιοχή εδώ δεν έχει να δώσει πολλά.

Ακονιζιά, δίνει ακόμα γύρη.

Κάποια φυτά όπως για παράδειγμα η φουντουκιά που είναι αυτόστειρο φυτό, χρειάζονται και δεύτερη ποικιλία για την επικονίαση, γι αυτό απαιτείται μια μικρή έρευνα πριν την φύτευση. Αρκετές μελέτες έχουν δείξει ότι η σταυρεπικονίαση οδηγεί σε αύξηση στην καρπόδεση όπως και σε καλύτερη ποιότητα καρπών.

Καστανιά Πηλίου, δύο ετών. Προτιμάει τα όξινα εδάφη.

Έρευνα χρειάζεται επίσης και για την επιλογή του σημείου φύτευσης. Η παρουσία εδάφους με φτέρες παραδείγματος χάριν είναι δείκτης όξινου εδάφους φιλικού προς την καστανιά. Ελπίζουμε ότι εδώ θα βρουν τις συνθήκες που επιθυμούν και ότι μια μέρα θα πιούμε καφέ στη σκιά τους.

Πίσω στη λίμνη

Πως και πως περίμενα αυτές τις βροχές του Σεπτέμβρη. Είναι ο καθοριστικότερος παράγοντας για την έκβαση του φθινοπώρου και τα τελευταία χρόνια είχαν γίνει σπάνιες με αποτέλεσμα το μέλι της κουμαριάς να βγαίνει αρκετά δύσκολα.

Μπορεί η βασική ανθοφορία του φθινοπώρου εδώ στη λίμνη του Πουρναρίου στην Πίνδο, να είναι η κουμαριά, που λαμβάνει χώρα το Νοέμβριο, όμως ρυθμιστής του φθινοπώρου ήταν και θα είναι το ρείκι. Το φθινοπωρινό ρείκι, ανθίζει λίγο πριν την κουμαριά και μπορεί εδώ, να μη δίνει αμιγές μέλι όπως την άνοιξη, η ένταση της ανθοφορίας του όμως είναι αυτή που θα δώσει την δυνατότητα στις μέλισσες να δημιουργήσουν μεγάλους πληθυσμούς ικανούς να εκμεταλλευτούν την ανθοφορία της κουμαριάς.

Και για να συμβεί αυτό το ρείκι χρειάζεται νερό, ειδικά έπειτα από άνυδρα, θερμά και ξηρά καλοκαίρια. Εκτός της ερείκης και της πολύτιμης γύρης της, στην περιοχή υπάρχουν και άλλα αξιόλογα γυρεοδοτικά φυτά που ανθίζουν από τις αρχές ως τα μέσα του φθινοπώρου, όπως ο κισσός, η ακονιζιά και ο αρκουδόβατος και προετοιμάζουν τις μέλισσες για το ξεχειμώνιασμα.

Με αρκετά μελίσσια στα πεύκα για το “δεύτερο βάρεμα”, φόρτωσα όσα ήταν στον κάμπο, περιμένοντας όμως μερικές μέρες ώστε να στεγνώσει το χώμα και να μπορώ να φορτώσω και να ξεφορτώσω με το φορτηγό χωρίς απρόοπτα. Έπειτα απ’ τα χωματουργικά έργα που είχαν γίνει στο μελισσοκομείο την άνοιξη, η όλη διαδικασία έγινε πια πολύ πιο εύκολη, αν και έχουν να γίνουν ακόμα πολλά. Οι νύχτες που έχει φεγγάρι είναι ιδανικές για μεταφορές μελισσιών και η θέα της λίμνης το βράδυ μοναδική.

Φθινόπωρο στα πεύκα

Υπό τον φόβο ενός πιθανού lockdown λόγω της πανδημίας, δίστασα να φύγω μακριά για τη μελιτοφορία του πεύκου και έτσι μετακινήθηκα προς το πευκοδάσος της Παραμυθιάς στην Θεσπρωτία. Στην περιοχή αυτή, όπως διαπίστωσα, παράγεται ένα ιδιαίτερα αρωματικό μέλι, λόγω του ξηρού κλίματος αλλά και της έντονης παρουσίας άγριων αρωματικών φρυγάνων, όπως το θυμάρι, το θρούμπι και η ρίγανη, ενώ στην πεδιάδα της Παραμυθιάς καλλιεργούνται τσάι, δεντρολίβανο και δάφνη.

Έτσι αποφάσισα να φέρω τα μελίσσια νωρίς ώστε να βρουν τον χρόνο οι μέλισσες να βοσκήσουν στα φυτά αυτά μέχρι να ξεκινήσει το πεύκο. Το πευκοδάσος είναι ορεινό και κυριαρχεί η χαλέπιος πεύκη (Pinus halepensis). Το μελισσοκομείο στήθηκε στα 550μ στις πλαγιές του όρους Γκορίλα (από το παλαιοσλαβικό Gor που σημαίνει βουνό). Η Παραμυθιά ήταν μια μικρή βυζαντινή πόλη, κτισμένη το 1.000 π.Χ. κοντά στον ποταμό Αχέροντα που πηγάζει από τα όρη του Σουλίου και εκβάλλει στο Ιόνιο Πέλαγος.

Η πρόσβαση στην περιοχή είναι εύκολη μιας και οι δρόμοι είναι αρκετά καλοί, όμως η εγκατάσταση μελισσιών μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα δύσκολη καθώς οι πλαγιές είναι απόκρημνες και οι χώροι περιορισμένοι. Το πευκόμελο προέρχεται από τις μελιτώδεις εκκρίσεις του εντόμου Marchalina hellenica γνωστό ως βαμβακάδα ή εργάτης του πεύκου και θεωρείται μοναδικό παγκοσμίως, καθώς παράγεται αποκλειστικά στη λεκάνη της μεσογείου.

Λόγω της χαμηλής συγκέντρωσης σακχάρων παρουσιάζει ήπια γλυκύτητα, ενώ θεωρείται ένα απ’ τα θρεπτικότερα μέλια, χάρη στα πολλά ιχνοστοιχεία και ανόργανα άλατα που περιέχει. Το μέλι της εσοδείας του 2020 αναδίδει ένα πικάντικο άρωμα πευκοδάσους, βύνης και άγριων φρυγάνων. Έχει υπόγλυκη γεύση με ξυλώδεις νότες ξηρών καρπών και πεύκου, ενώ το χρώμα του είναι κεχριμπαρένιο.

Ορεινές μελισσοπεριπέτειες

Κόντευε μεσάνυχτα όταν πλησίαζα στα ελάτια στα ορεινά της Πίνδου. Ήμουν φορτωμένος με λίγα μελίσσια και μια μελισσοκομική ζυγαριά. Τα μελίσσια αυτά θα είχαν τον ρόλο του δείκτη, θα έστελναν δηλαδή δεδομένα για την πορεία της μελιτοφορίας.

Βρισκόμασταν στα μέσα Μαΐου, αργά τη νύχτα, σε υψόμετρο 1050μ και παρ’ όλα αυτά η ζέστη ήταν πρωτοφανής. Θα θυμάστε ίσως το κύμα καύσωνα των ημερών εκείνων. Ο δρόμος κακοτράχαλος, εγκαταλειμμένος, σχεδόν επικίνδυνος. Σε κάποιο σημείο χτύπησα σε μια πέτρα τη μπουκάλα της υδραυλικής πόρτας, η οποία είναι σπαστή, κάτω απ’ την καρότσα του φορτηγού.

Όταν έφτασα, την κατέβασα για να ξεφορτώσω, όμως για κακή μου τύχη μετά επειδή έχανε λάδια δεν ξανανέβαινε. Έτσι έμεινα μόνος, νύχτα, μέσα στο δάσος με το φορτηγό να μη μπορεί να μετακινηθεί καθώς η πόρτα ακουμπούσε στο έδαφος και δεν έβρισκα τρόπο να την ανεβάσω. Η οδική βοήθεια δεν ερχόταν και έτσι αφού πάλεψα αρκετή ώρα κατάφερα με έναν ιμάντα να την σηκώσω λίγο ώστε να μην ακουμπά κάτω και να μπορέσω να οδηγήσω μέχρι το συνεργείο.

Στο διάστημα που ακολούθησε οι υψηλές θερμοκρασίες των πρώτων ημερών έδωσαν την θέση τους στο κρύο και έπειτα στις βροχές του Ιουνίου. Και τα δέντρα και οι μέλισσες στρεσαρίστηκαν και έτσι για μια ακόμη χρονιά δεν κατέστη εφικτός ο τρύγος στα έλατα. Το τελευταίο δεκαήμερο του Ιούνη, αποδέχτηκα την ήττα και αποφάσισα να σηκώσω τα μελίσσια και να τα μεταφέρω σε χαμηλότερο υψόμετρο, στις βελανιδιές.

Οι βελανιδιές ξεκινούν αρχικά να δίνουν απ’ το φύλλο ένα μελίτωμα  απ’ το οποίο προκύπτει ένα μέλι όχι τόσο σκούρο και παχύρρευστο όσο αυτό που δίνει λίγο αργότερα απ’ το βελανίδι. Οι συνθήκες σε γενικές γραμμές ήταν καλές. Τα δέντρα είχαν ποτιστεί απ’ τις βροχές του Ιουνίου αρκετά ικανοποιητικά και η θερμοκρασία είχε σταθεροποιηθεί σε σχέση με το προηγούμενο διάστημα.

Και πράγματι τα μελίσσια έστειλαν τα πρώτα θετικά μηνύματα στα τέλη Ιουνίου. Δεδομένου ότι η άνοιξη ήταν καταστροφική φέτος, φόρτωσα ό,τι είχαν και δεν είχα. Μετέφερα πρώτα τα μελίσσια του κάμπου και στη συνέχεια αυτά που βρίσκονταν στα ρείκια. Τις ίδιες μέρες ξεφόρτωναν πολλοί μελισσοκόμοι.

Για ένα διάστημα μιας εβδομάδας με δέκα μέρες περίπου τα πράγματα κυλούσαν ιδανικά. Έπειτα η βελανιδιά για κάποιο λόγο τον οποίο δεν μπόρεσα να εντοπίσω σταμάτησε τη μελιτοέκκριση, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν αρκετές προσδοκίες καθώς υπήρχε άφθονο βελανίδι. Την τελευταία εβδομάδα του Ιουλίου τρύγησα όσο μέλι είχαν μαζέψει οι μέλισσες. Τα περισσότερα μελίσσια έδειχναν καταπονημένα και αρκετά πεσμένα κυρίως σε γόνους, δείγμα έλλειψης γύρης.

Αμέσως μετά τον τρύγο έκανα θεραπεία για την βαρρόα με ταινίες οξαλικού οξέως και μεταφορά στον κάμπο, μια διαδικασία η οποία διασπείρει καλύτερα το οξαλικό, καθιστώντας το πιο αποτελεσματικό απέναντι στη βαρρόα. Ο Αλέξανδρος Γκουσιάρης την είχε περιγράψει αναλυτικά στο περιοδικό Μελισσοκομική Επιθεώρηση ως Varroa’s Road Trip Therapy Application (VRTTA). Στον κάμπο ελπίζω ότι οι μέλισσες θα βρουν γύρες οι οποίες θα τις βοηθήσουν να ανασυνταχθούν και να προετοιμαστούν εν όψει του χειμώνα.

Το μέλι της βελανιδιάς είναι σκουρόχρωμο, παχύρρευστο, με δυνατή, γεμάτη γεύση. Σύμφωνα με το ΑΠΘ θεωρείται το μέλι με την ισχυρότερη αντιοξειδωτική δράση και ως ένα απ’ τα θρεπτικότερα. Έχει εφιδρωτικές ιδιότητες, ενώ διαθέτει στυπτικές, απολυμαντικές και επουλωτικές ιδιότητες.

Οι άνθρωποι των αετοκορφών, της αυγής, του ήλιου και των καταιγίδων

«Στη διχάλα του δρόμου θα σου αφήσω μια κλάρα, ώστε να ξέρεις ποιο μονοπάτι ν’ ακολουθήσεις. Εγώ θα σε περιμένω λίγο παρακάτω» μου είπε και κλείσαμε το τηλέφωνο. Ακούγονταν αρκετά ηλικιωμένος. Ήταν ακόμα πρωί και η υγρασία στην περιοχή ήταν έντονη. Όταν τον συνάντησα ήταν με την κυρά του. Χαιρετηθήκαμε σαν να γνωριζόμασταν από καιρό· χαιρέτησα και αυτήν, αλλά δεν μου έδωσε σημασία.

Το Ορεινό Μέλι απέκτησε το δικό του σπίτι. Ένα παλιό παραδοσιακό πέτρινο στα ορεινά της Ηπείρου.

Καθώς προχωρούσαμε γύρισα και την κοίταξα. Φαίνονταν βυθισμένη στις σκέψεις της. «Δυστυχώς τα έχει χαμένα εδώ και χρόνια» μου έγνεψε ο κυρ Ηλίας. «Ας καθίσουμε εκεί, ώστε να μπορούμε να την βλέπουμε, γιατί καμιά φορά χάνεται». Το σπίτι του κυρ Ηλία βρισκόταν στον μικρό συνοικισμό της Διάκου που δεν πρέπει να ξεπερνούσε τους 25-30 κατοίκους, σε μια ημιορεινή περιοχή πάνω από τη λίμνη Πουρναρίου. Μια λίμνη η οποία απέπνεε μια μοναδική αίσθηση γαλήνης, με τα σχεδόν ατάραχα νερά της.

Η θέα της λίμνης.

Αμέσως πρόσεξα τα μελίσσια του, τα οποία μάλιστα πρέπει να ήταν καμιά εξηνταριά! Ο κυρ Ηλίας ήταν πλέον 90 ετών και το γεγονός ότι σ’ αυτήν την ηλικία διατηρούσε τόσο πολλά μελίσσια ήταν εντυπωσιακό! Δεν είχα ιδέα ότι ήταν μελισσοκόμος. Είχαμε γνωριστεί στα πλαίσια της αναζήτησης που έκανα στην γύρω περιοχή ώστε να βρω έναν χώρο στον οποίο θα δημιουργούσα ένα μελισσοκομικό εργαστήρι.

Ακριβώς δίπλα απ’ το μελισσοκομείο του, παρατήρησα ότι καλλιεργούσε ζαμπέλα. Αφού χάθηκε για λίγο μέσα στην αποθήκη του, ξαναβγήκε κρατώντας ένα μπουκάλι με τσίπουρο το οποίο μου χάρισε. Ο κυρ Ηλίας ήταν νομάς μελισσοκόμος της Πίνδου την χρυσή εποχή τη μελισσοκομίας, πριν τον ερχομό της βαρρόα. Τότε είχε 100 μελίσσια απ’ τα οποία παρήγαγε γύρω στους 5 τόνους (!!) αδιανόητες σοδειές σήμερα.  Πλέον εδώ και αρκετά χρόνια διατηρούσε ένα στατικό μελισσοκομείο με περίπου 60 κυψέλες, συμπληρώνοντας απλώς την σύνταξή του.

Πανοραμική άποψη της λίμνης

Η θέα της λίμνης ήταν μοναδική και η γαλήνη της περιοχής κάτι ανεκτίμητο. Έχοντας για αρκετά χρόνια περιπλανηθεί με τις μέλισσες στις πλαγιές της Πίνδου, είχα απορρίψει τις περιοχές των μεγάλων υψομέτρων, για χρήση σταθερού μελισσοκομείου, λόγω του κρύου, αλλά και την πεδιάδα με τους πορτοκαλεώνες, καθώς εκεί κατά καιρούς είχα αντιμετωπίσει αρκετά προβλήματα στην ανάπτυξη των μελισσών, πιθανότατα λόγω της αλόγιστης χρήσης φυτοφαρμάκων.

Έτσι είχα καταλήξει να ψάχνω στις περιοχές που βρίσκονταν ενδιάμεσα, σε υψόμετρο 400-500 μέτρων, μιας και ήταν μακριά από καλλιέργειες, δεν είχαν πολύ βαρύ χειμώνα, αλλά κυρίως επειδή παρείχαν δύο βασικές ανθοφορίες ανά έτος. Ανοιξιάτικο ρείκι και φθινοπωρινή κουμαριά.

Ο κυρ Ηλίας ήταν μελισσοκόμος όταν εγώ ήμουν ακόμη αγέννητος κι όμως δεν σταμάταγε να με ρωτάει πράγματα. Έκανε σαν μικρό παιδί. «Τι κάνεις για το άκαρι; Πως το χρησιμοποιείς το οξαλικό οξύ; Είναι δύσκολη η ενστάλαξη; Γιατί τα χέρια μου τρέμουν και φοβάμαι τις αυστηρές δοσολογίες». Ήξερε κάθε φυτό και βότανο της Πίνδου, πιθανότατα όπως κανένας άλλος, αλλά δεν προλάβαινα να τον ρωτήσω τίποτα, γιατί το πάθος του να μάθει ήταν μεγαλύτερο απ’ το να μεταδώσει τις δικές του γνώσεις.

Ένα πράγμα που αγαπώ σ’ αυτή τη δουλειά είναι ότι μπορείς να κάτσεις στο ίδιο τραπέζι με έναν ενενηντάχρονο και όχι μόνο να μιλάς για ώρες, αλλά να υπόσχεσαι ότι θα ξανάρθεις για καφέ και μελισσοκουβέντα.

Το μελισσοκομείο μου κατά την περίοδο της άνοιξης.

Τα περισσότερα μέρη που μου υπέδειξε ο κυρ Ηλίας ήταν δασωμένοι αγροί, τους οποίους οι ιδιοκτήτες τους είχαν εγκαταλείψει για μια καλύτερη ζωή στην Αθήνα ή τα γύρω κεφαλοχώρια, αλλά και παλιά ερειπωμένα πέτρινα σπίτια, που έμοιαζαν σαν να περίμεναν στωικά κάποιον να τα κατοικήσει. Συνεχίζοντας να ψάχνω, λίγα χιλιόμετρα απ’ το σπίτι του κυρ Ηλία, μέσω ενός κακοτράχαλου και δύσβατου δρόμου έφτασα σε μια εξίσου μαγική αλλά και εγκαταλελειμμένη περιοχή.

Έναν ακόμα πιο μικρό οικισμό του οποίου οι δόξες έμοιαζαν να έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Έφερε την περίεργη ονομασία Ρουμάνια, από την τουρκική λέξη orman που σημαίνει δάσος και συχνά αναφέρεται στο αδιάβατο δάσος λόγω της πυκνής βλάστησης. Πολλά χωριά της περιοχής έφεραν ξενικά (κυρίως σλαβικά) ονόματα όπως το Κορφοβούνι, το μεγαλύτερο απ’ όλα, το οποίο παλαιότερα ονομαζόταν Μπρένιστα, κάτι το οποίο άλλαξε το 1928 με απόφαση της τότε κυβέρνησης με σκοπό να δοθεί μια πιο “ελληνική” φυσιογνωμία στο Κράτος…

Το παλιό πέτρινο σπίτι του κυρ Κώστα στα Ρουμάνια Κορφοβουνίου.

Υπήρξαν και άλλοι οικισμοί στην περιοχή με σλαβικά ονόματα όπως η Νεζερίστρα, η Νησίστα, η Αβαρίτσα κ.α. Φαντάζομαι ότι τα Ρουμάνια θα ξέφυγαν αυτών των μαζικών μετονομασιών. Σήμερα αριθμούν 10 κατοίκους, όλοι τους ηλικιωμένοι. Εκεί, σε ένα στενό και απόκρημνο δρομάκι, μια φθινοπωρινή μέρα του Σεπτέμβρη, γνώρισα τον κύριο Κώστα, που ζούσε με μόνη συντροφιά τα λιγοστά πρόβατά του.

Με θέα πάντα τα γαλάζια νερά της τεχνητής λίμνης του Πουρναρίου, που τόσο άλλαξε τη μοίρα αυτού του τόπου, δεν σταμάτησε να μου μιλάει για τα μέρη που έζησε και που αρκετά από αυτά ήταν πλέον σκεπασμένα απ’ τα νερά της λίμνης. Ο μεγάλος του καημός ήταν η ερήμωση της περιοχής, λόγω του υδροηλεκτρικού φράγματος και του οδικού δικτύου που δεν έγινε ποτέ, με αποτέλεσμα το χωριό να αποκοπεί και οι κάτοικοι να αναγκαστούν να μεταναστεύσουν.

Είχα ξεκινήσει αρχικά φέρνοντας λίγα μελίσσια κατά τους φθινοπωρινούς μήνες, τα οποία λίγο πριν μπει ο χειμώνας, φόρτωνα στον «καρνάβαλο» για τα χειμαδιά του κάμπου, όπου ο καιρός είναι πιο ήπιος και την άνοιξη έπαιρνα και πάλι τα βουνά. Ο «καρνάβαλος» ήταν ένα παλιό φορτηγό Mercedes, στο οποίο είχα δώσει αυτό το παρατσούκλι επειδή παρουσίαζε συχνά βλάβες. Το είχα δανειστεί από το θρυλικό λεωφορείο του Βασίλη Τάτση, που έκανε τα επεισοδιακά δρομολόγια των δεκαετιών 1950-60 στην περιοχή αυτή.

Ο αυθεντικός «καρνάβαλος» του Βασίλη Τάτση κατά τα τέλη της δεκαετίας του 50 με αρχές 60.

Με τα χρόνια όμως, από απλώς ένα φθινοπωρινό μελισσοκομείο έγινε η βάση μου. Εδώ έκανα εκτροφή βασιλισσών, εδώ έκοβα τις παραφυάδες μου και από εδώ ξεκινούσα, όταν ο καιρός μαλάκωνε για τις περιοχές των μεγάλων υψομέτρων.

«Κάποτε εδώ ήταν πυκνό δάσος από πουρνάρια και βελανιδιές» μου είπε μια μέρα ο κυρ Κώστας, καθώς είχα κάτσει να ξεκουραστώ απ’ την επιθεώρηση των μελισσιών. «Όμως στις αρχές του 20ου αιώνα, το τοπίο είχε ήδη αλλάξει. Εξαιτίας της εντατικής κτηνοτροφίας και της υλοτόμησης, κυριάρχησε η χαμηλή βλάστηση, τα ρείκια και οι κουμαριές. Οι περιοχές γύρω απ’ τις όχθες του Αράχθου ήταν αρκετά εύφορες. Καλλιεργούνταν ακόμη και καπνός, τον οποίο έκοβαν στον ταμπακόμυλο που υπήρχε στην περιοχή της Διάκου». Ο μύλος αυτός λειτούργησε τον δέκατο ένατο αιώνα και ο ιδιοκτήτης του, ονόματι Γεωργάκης, ήταν κρητικής καταγωγής. Λέγεται μάλιστα ότι ήταν σπάνιας αρχιτεκτονικής κατασκευής, ενώ ερείπια και λιγοστές πέτρες υπάρχουν ακόμη και σήμερα εκεί.

Με την έναρξη των έργων για την κατασκευή του υδροηλεκτρικού φράγματος την δεκαετία του 70, τα πράγματα άλλαξαν. Όταν έγινε η οριστική έμφραξη της σήραγγας και ξεκίνησε να γεμίζει ο ταμιευτήρας, πολλά χωριά και περιουσίες χάθηκαν. «Ο οικισμός της κάτω Καλεντίνης εγκαταλείφθηκε και καταποντίστηκε, όπως και αρκετοί άλλοι που ήταν γύρω απ’ το ποτάμι. Τις περιόδους της παρατεταμένης ανομβρίας, όταν πέφτει η στάθμη της λίμνης, μπορείς να δεις κάποια κτίρια να αποκαλύπτονται, με πιο εντυπωσιακό όλων το παλιό δημοτικό σχολείο», σηκώθηκε και μου έδειξε με το χέρι του απέναντι.

Πράγματι, στις αρχές του φθινοπώρου δημιουργείται ένα μυστήριο, σχεδόν απόκοσμο σκηνικό, όπου μέσα στην ομίχλη του πρωινού, οι στέγες ξεπροβάλλουν απ’ τα νερά, σα φαντάσματα του παρελθόντος. Εδώ πάνω το νερό μπορεί να μην έφτασε, άλλαξε όμως ριζικά τις ζωές των κατοίκων, πολλοί ισχυρίζονται και το μικροκλίμα της περιοχής. «Στο πέτρινο δημοτικό σχολείο του χωριού, που κτίστηκε το 1934, κάποια περίοδο ο χώρος που χρησιμοποιούνταν ως κατοικία του δασκάλου μετατράπηκε σε δεύτερη αίθουσα διδασκαλίας, λόγω των πολλών μαθητών. Το 1981, την χρονιά που ολοκληρώθηκε το φράγμα, το σχολείο έκλεισε λόγω έλλειψης μαθητών…».

Αν γινόταν πράξη ο περίφημος παραλίμνιος δρόμος που θα αποκαθιστούσε εκείνους που διακόπηκαν από τα νερά και θα αξιοποιούσε τη λίμνη, ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά και ο τόπος να μην ερήμωνε. Το σίγουρο είναι ότι η ΔΕΗ δεν έκανε τίποτα απ’ όσα υποσχέθηκε ως αντισταθμιστικά οφέλη για να βοηθηθεί η περιοχή. Απ’ την άλλη όμως το δάσος που είχε χαθεί εξαιτίας της εντατικής κτηνοτροφίας του προηγούμενου αιώνα, είχε αρχίσει να ανακάμπτει και πάλι. Οι παραλίμνιες ζώνες σήμερα θεωρούνται εξαιρετικά παρθένες, κατάφυτες από βελανιδιές, πουρνάρια, αριές, μυρτιές, κουτσουπιές, πλατάνια, ενώ παραμένουν ανέγγιχτες από τον μαζικό τουρισμό.

Το παλιό πέτρινο σπίτι του κυρ Κώστα, χωρίς την πλακοσκεπή η οποία κατέρρευσε.

«Ο πατέρας μου θα ήταν σήμερα 112 ετών…», ο κυρ Κώστας υπολόγιζε την ηλικία των νεκρών σαν να συνέχιζαν να ζουν, μια πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση, μια άλλη φορά μου είχε αναφέρει και τον παππού του, ο οποίος θα ήταν 136 ετών «…ο πατέρας μου ήταν σιδεράς. Πριν την δημιουργία της λίμνης, έρχονταν από τα γύρω χωριά, για να τους κάνει διάφορες εργασίες. Μέχρι και την δεκαετία του 50 δεν υπήρχαν χρήματα εδώ. Έτσι γίνονταν ανταλλαγή προϊόντων, τα οποία φόρτωναν και μετέφεραν με ζώα. Πήγαιναν στους αλευρόμυλους της περιοχής να αλέσουν τα γεννήματα όπως τα λέγαν παλιά, τα σιτάρια και τα καλαμπόκια.

Η πεζούλα στην οποία βρίσκεται το ερειπωμένο σπίτι δεν είναι προσβάσιμη με αυτοκίνητο.

Ό,τι είχε έφερνε ο καθένας. Όσοι δεν είχαν κάτι να ανταλλάξουν, πρόσφεραν εργασία. Όλοι τότε στο χωριό ζούσαν απ’ τα κήπια και έτσι ο πατέρας μου τους έβαζε να σκάβουν λάκκες (πεζούλες) ώστε να τις καλλιεργήσουμε για το σπίτι. Ό,τι βλέπεις εδώ έχει σκαφτεί με το χέρι, με σκαμπάνια, φτιάρια και παραμίνες. Όπως καταλαβαίνεις ήταν μια σκληρή και επίπονη εργασία. Οι χώροι που χρησιμοποιείς σήμερα για τα μελίσσια, έχουν δημιουργηθεί με αυτό τον τρόπο. Σκάβοντας με το χέρι, απ’ την αυγή μέχρι το σούρουπο, από ανθρώπους που δεν είχαν κάτι να ανταλλάξουν…»

Πράγματι όταν κάποια στιγμή αργότερα, έλεγξα τους δασικούς χάρτες της περιοχής, οι πεζούλες αυτές υπήρχαν ήδη το 1945. «Μέχρι να τελειώσει η δουλειά έμεναν στο σπίτι μας». Ένα πέτρινο σπίτι του 1935. Υπήρχε μία πέτρα με χαραγμένη την ημερομηνία επάνω δεξιά, εγκαταλελειμμένο εδώ και σχεδόν 40 χρόνια. Ακόμα και έτσι όμως άντεξε μέχρι το 2010 όταν και η βαριά παραδοσιακή πλακοσκεπή του κατέρρευσε.

«Την δεκαετία του 90, είχε πέσει πάνω του μια τεράστια βελανιδιά και παρ’ όλα αυτά δεν έπαθε σοβαρή ζημιά. Δυστυχώς όμως έβαζε νερό και με τον καιρό σάπισαν τα δοκάρια που συγκρατούσαν την σκεπή με αποτέλεσμα να πέσει. Κανένας δεν τα βάζει με το νερό… Είχε βοηθήσει όλο το χωριό για να χτιστεί, όταν παντρεύτηκαν οι γονείς μου. Αντί δώρου. Έτσι έκαναν εδώ».

Η πέτρα με την ημερομηνία κατασκευής του σπιτιού.

Δεν μπορώ να περιγράψω με λόγια την αίσθηση που μου προκάλεσε η θέα την πρώτη φορά που βρέθηκα σ’ αυτό το σπίτι. Αν μπορούσε με κάποιο τρόπο να αναστηλωθεί, διατηρώντας όσο γίνεται την αισθητική του, θα μπορούσε να γίνει ένα εξαιρετικό παραδοσιακό μελισσοκομικό εργαστήρι. Δίπλα απ’ το σπίτι μάλιστα ο πατέρας του κυρ Κώστα διατηρούσε κάποτε μέλισσες μέσα σε κουβέλια, τις παλιές παραδοσιακές κυψέλες που φτιάχνονταν από κούφιους κορμούς δέντρων.

Η θέα απ’ το εγκαταλελειμμένο πέτρινο σπίτι του κυρ Κώστα.

«Οι περισσότεροι έφυγαν μετά το φράγμα. Τότε δεν υπήρχε ούτε αυτός ο τσιμεντένιος δρόμος που υπάρχει σήμερα και δεν υπήρχαν δουλειές εδώ. Έπρεπε να περπατάνε 2 ώρες μέχρι να φτάσουν στον Έλατο και να βρουν κανένα μεροκάματο».

Υπήρχαν αρκετά θέματα για τα οποία έπρεπε να πάρω αποφάσεις. Για παράδειγμα η περιοχή αυτή είχε αρκετά απότομες πλαγιές, πολύ πυκνή βλάστηση και οι περισσότερες πεζούλες δεν ήταν προσβάσιμες με αυτοκίνητο. Η μεταφορά των μελισσιών από εκεί ήταν πολύ δύσκολη και κουραστική, οπότε θα έπρεπε να ανοιχτούν δρόμοι ώστε να μπορεί να φορτώνει και να ξεφορτώνει το φορτηγό. Επίσης η κίνηση με το φορτηγό, στους στενούς και απόκρημνους αγροτικούς δρόμους της περιοχής, ήταν αρκετά δύσκολη έως και επικίνδυνη, ειδικά τις νύχτες που γίνονται οι μεταφορές.

Το οδικό δίκτυο στα Ρουμάνια αποτελείται κυρίως από δύσβατους χωματόδρομους και έναν κεντρικό στενό τσιμεντένιο δρόμο.

Θυμάμαι ένα πρωί ότι είχα πετύχει τον κυρ Κώστα σ’ αυτή την ηλικία να σκαρφαλώνει με μία αυτοσχέδια σκάλα στον στύλο της ΔΕΗ για να αλλάξει τη λάμπα, καθώς κανείς δεν έρχονταν να το κάνει αυτό. Τι ειρωνεία! Αυτοί που υπόσχονταν αντισταθμιστικά μέτρα δεν έρχονταν τώρα να αλλάξουν ούτε τις λάμπες. Συνάμα όταν χιόνιζε τον χειμώνα, τα Ρουμάνια παρέμεναν αποκλεισμένα μέχρι να λιώσει το χιόνι, μιας και τα εκχιονιστικά δεν πήγαιναν ποτέ εκεί. Μία χρονιά μάλιστα είχα διασχίσει πεζός τα χιονισμένα βουνά για να δω σε τι κατάσταση βρίσκονταν τα μελίσσια που ήταν θαμμένα για μέρες κάτω απ’ το χιόνι. Δεν ήταν λοιπόν παράδεισος. Ήταν όμως ένα μέρος στο οποίο με οδήγησαν οι μέλισσες και αυτό που πάντα έκανα είναι να τις ακολουθώ.

«Δεν μου έχουν απομείνει πολλά χρόνια ζωής. Θα ήθελα να περάσω τα τελευταία μου, ήσυχα, ψαρεύοντας στην Κορωνησία. Κουράστηκα εδώ πάνω… Με πονάει που βλέπω το πατρικό μου να έχει μετατραπεί σε χαλάσματα. Αν πιστεύεις ότι μπορείς να του δώσεις και πάλι ζωή θα μου έδινες μεγάλη χαρά.» μου είπε κάποια στιγμή ο κυρ Κώστας.

Το μελισσοκομείο μου κατά την περίοδο της άνοιξης.

Είχε φτάσει μεσημέρι μέχρι να ξεμπερδέψουμε με διάφορα γραφειοκρατικά και να γίνουμε δεκτοί στο γραφείο του εκτιμητή της εφορίας Άρτας. Μέχρι εκεί βέβαια είχαν προηγηθεί 8 μήνες σε πολεοδομίες, δασαρχεία, δήμους κτλ. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχε γίνει αγοραπωλησία οικοπέδου στην περιοχή και έτσι ο υπάλληλος της εφορίας έπρεπε να προσδιορίσει την αντικειμενική αξία ώστε να προκύψει ο φόρος μεταβίβασης.

Ένα μέρος της έκτασης που θέλαμε να μεταβιβάσουμε ήταν εντός σχεδίου και ως εκ τούτου είχε διαφορετική φορολογία απ’ τους αγρούς. Έβγαλε ένα βιβλίο, το οποίο πρέπει να ήταν εκεί από την σύσταση του ελληνικού κράτους, μιας και το χαρτί είχε σχεδόν λιώσει, ενώ στις χειρόγραφες σελίδες του, με δυσκολία μπορούσες να διακρίνεις τι έγραφε. Εκεί υπήρχαν όλοι οι οικισμοί και τα χωριά του νομού με τις αντικειμενικές αξίες που τους είχαν δοθεί.

Αφού σκέφτηκε για αρκετή ώρα, γυρίζοντας με μεγάλη προσοχή τις εύθραυστες σελίδες του βιβλίου του, με κοίταξε και μου είπε «Τα βουνά έχουν εγκαταλειφθεί απ’ τους ανθρώπους. Όσοι έχουν απομείνει εκεί πάνω είναι ήρωες και το γεγονός ότι ένας νέος όπως εσύ, θέλει να πάει να δουλέψει εκεί, είναι πολύ σημαντικό. Όμως δε μπορώ να ορίσω πολύ χαμηλή τιμή γιατί μετά θα μου πουν ότι κάνω κοινωνική πολιτική.»

Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί μου τα είπε όλα αυτά. Ίσως να σκέφτηκε ότι με 1 στους 2 ανθρώπους να ζει πλέον στην πόλη, η πολιτεία θα έπρεπε να δίνει κίνητρα στους νέους να επιστρέψουν στα ορεινά της Ηπείρου. Προσωπικά πιστεύω πως ό,τι κίνητρα και διευκολύνσεις ήταν να δοθούν, δόθηκαν στις πολυεθνικές των εξορύξεων.

Η θέα της λίμνης από τα Ρουμάνια. Στο βάθος διακρίνονται τα Τζουμέρκα.

Σε αυτή την ξεχασμένη γη λοιπόν, έβαλα μπρος να φτιάξω ένα μελισσοκομικό εργαστήρι και ένα μουσείο ελεύθερο για το κοινό. Έναν χώρο όπου ο επισκέπτης θα μπορεί να δει από κοντά αντικείμενα της δουλειάς, κοφίνια, κουβέλια, βρασκιά και παλιές κυψέλες αλλά και διάφορα αγροτικά εργαλεία μιας άλλης εποχής. Όλη η υπόλοιπη έκταση θα αφεθεί στην ίδια τη φύση και θα γίνουν μόνο μικρές επεμβάσεις, που σκοπό θα έχουν να καταστούν προσβάσιμες κάποιες πλαγιές.

* Ο τίτλος του άρθρου είναι δανεισμένος από το εξαιρετικό βιβλίο του Νίκου Καρατζένη Οι νομάδες κτηνοτρόφοι των Τζουμέρκων (οι άνθρωποι των αετοκορφών, της αυγής, του ήλιου και των καταιγίδων). Άρτα 1991.

Στράτος Σαραντουλάκης
Μελισσοκόμος