Μετά τα γεγονότα του Αυγούστου στην Β. Εύβοια και τη μεγαλύτερη καταστροφή από φωτιά στην ιστορία της Ελλάδας (αυτό που χάθηκε ήταν το 10-12% των δασών ολόκληρης της χώρας), το πλήγμα για την ελληνική μελισσοκομία ήταν τεράστιο. Εκεί παράγονταν το 1/3 του πευκόμελου όλης της χώρας.
Δεδομένου ότι μεγαλύτερο μέρος των μελισσοκόμων της νότιας και κεντρικής Ελλάδας που ζούσαν από το πεύκο της Εύβοιας θα έπρεπε να αναζητήσουν αλλού την τύχη τους, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι στα υπόλοιπα πευκοδάση θα δημιουργούνταν το αδιαχώρητο. Στη Χαλκιδική ήδη από τα τέλη του καλοκαιριού ιδιοκτήτες γης που βρίσκονταν δίπλα στα δάση, απαιτούσαν από τους παραγωγούς ιδιαίτερα υψηλά αντίτιμα, που ξεπερνούσαν τα 400-500€ για να φιλοξενήσουν μελίσσια για 20-30 ημέρες, αυξάνοντας σημαντικά το κόστος παραγωγής.
Με όλα αυτά τα προβλήματα αλλά και την απαγόρευση πρόσβασης στα δάση που επιβλήθηκε στους μελισσοκόμους από την κυβέρνηση με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου για πάνω από ένα μήνα, καταλήξαμε τελικά στα πεύκα της δυτικής Ελλάδας, όπου ήταν ήδη δύσκολο να βρεις τόπο, τουλάχιστον για μεγάλα κοπάδια.
Εκτός από την Β. Εύβοια, από τις φωτιές φέτος το καλοκαίρι πλήγηκε και η Τουρκία, με αποτέλεσμα το πευκόμελο, ένα μέλι που παράγεται αποκλειστικά στη λεκάνη της μεσογείου και κυρίως σ’ αυτές τις δύο χώρες, να θεωρείται πλέον σπάνιο. Το πευκόμελο είναι ένα πραγματικά εξαιρετικό μέλι, που προέρχεται από μελιτώματα της Μαρσαλίνας της Ελληνικής (Marchalina hellenica), γνωστής και ως εργάτης του πεύκου ή βαμβακάδα. Θεωρείται και όχι άδικα ένα απ’ τα πιο θρεπτικά ελληνικά μέλια.
Δυστυχώς κατά το παρελθόν διάφορες περιβαλλοντικές οργανώσεις, στη διαμάχη που είχε δημιουργηθεί σχετικά με το κατά πόσο η Μαρσαλίνα πληγώνει το δέντρο και η οποία τελικά οδήγησε στην απαγόρευση των εμβολιασμών από το Υπουργείο στις δασικές εκτάσεις του Νομού Αττικής, σε μια προσπάθεια να δυσφημίσουν και να μποϊκοτάρουν το πευκόμελο ώστε να πιέσουν την κατάσταση είχαν επιδοθεί σε έναν πόλεμο συκοφάντησης του μελιού αυτού, φυσικά με ψευδή στοιχεία.
Σύμφωνα με αυτά το πευκόμελο προέρχεται από τα περιττώματα του σκουληκιού των πεύκων. Μερίδα των βίγκαν μάλιστα υιοθέτησε αυτή την άποψη, πηγαίνοντας την και ακόμη παραπέρα, λέγοντας ότι το πευκόμελο είναι ουσιαστικά ζωικό προϊόν και γι αυτό δεν θα πρέπει να καταναλώνεται. Φυσικά τα πράγματα δεν είναι έτσι. Τα έντομα της οικογένειας Ομόπτερα στην οποία ανήκει ο εργάτης του πεύκου μυζούν πολύ μεγάλες ποσότητες χυμών (100 φορές περίπου το βάρος τους). Η περίσσεια αυτή υγρασία και σάκχαρα απομακρύνονται με την εξής διαδικασία: Στο πρόσθιο μέρος του μεσαίου εντέρου υπάρχει ένα φίλτρο μέσω του οποίου, σάκχαρα και υγρασία, μεταπηδούν στο πίσω έντερο και απομακρύνονται άμεσα μέσω του απευθυσμένου ως μελίτωμα.
Δεν περνά δηλαδή ο χυμός από την διαδικασία της πέψης και της απορρόφησης. Συνεπώς το μελίτωμα δεν έχει καμία σχέση με περίττωμα και το πευκόμελο σε καμία περίπτωση δε μπορεί να θεωρηθεί ζωικό προϊόν. Δεν είναι κάτι που περισσεύει μετά από απομάκρυνση θρεπτικών συστατικών, όπως στα περιττώματα, αλλά ο χυμός ανεπεξέργαστος, τον οποίο στη συνέχεια συλλέγουν οι μέλισσες.
Εφημερίδες της εποχής με χαρακτηριστικούς εμπρηστικούς τίτλους. Από το αρχείο του καθηγητή κ. Ανδρέα Θρασυβούλου.
Αντίστοιχα όχι μόνο δεν υπάρχει καμία μελέτη που να ενοχοποιεί τον εργάτη για την ξήρανση των πεύκων, αλλά η μοναδική ερευνητική εργασία του εντόμου αυτού είναι του καθηγητή Δασολογίας Καϊλίδη Δημήτρη, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Δασικά Χρονικά το 1965 (81/82(7-8):161-181) και η οποία κατέληγε στο συμπέρασμα ότι ο εργάτης δε βλάπτει τα πεύκα.
Φυσικοχημικά χαρακτηριστικά πευκόμελου
Το πευκόμελο έχει τα τυπικά χαρακτηριστικά μελιού μελιτώματος, δηλαδή υψηλή συγκέντρωση τέφρας, υψηλό pH και αγωγιμότητα και χαμηλά ανάγοντα σάκχαρα. Η θρεπτική αξία του πευκόμελου οφείλεται στο μεγάλο αριθμό διαφορετικών ουσιών που συνυπάρχουν στη σύστασή του. Ξεχωριστή θέση κατέχουν τα ιχνοστοιχεία, τα οποία βρίσκονται σε μεγάλες συγκεντρώσεις στο Ελληνικό πευκόμελο, χαρακτηρίζοντάς το ως μέλι υψηλής θρεπτικής αξίας.
Η χημική σύσταση του ελληνικού πευκόμελου (Θρασυβούλου, Μανίκης, Τανανάκη, Τσέλλιος, Καραμπουρνιώτη, Δήμου 2001)
Λόγω της χαμηλής συγκέντρωσης σακχάρων, δεν θεωρείται πολύ γλυκό μέλι. Έχει χρώμα σκούρο κεχριμπάρι (λίγο πιο σκούρο από το θυμαρίσιο). Το άρωμά του θυμίζει έντονα το πικάντικο άρωμα του πευκοδάσους ενώ η γεύση του είναι υπόγλυκη με ξυλώδεις νότες ξηρών καρπών και πεύκου.