Μέλισσες στην ελιά, δύσκολη χρονιά.

Σήμερα παρατήρησα μέλισσες σε μία βρώσιμη ελιά που βρίσκεται κοντά στο μελισσοκομείο και αυτό σίγουρα δεν ήταν καλό. Η ελιά είναι ένα καρποφόρο που δεν έχει κανένα μελισσοκομικό ενδιαφέρον μιας και το νέκταρ της δεν είναι ελκυστικό για τις μέλισσες.

Ανθίζει κατά τα μέσα Απριλίου έως και τέλος Μαΐου ανάλογα με το υψόμετρο της περιοχής. Πλησιάζοντας για να δω τι ακριβώς κάνουν οι μέλισσες στα άνθη της, παρατήρησα ότι συνέλεγαν μια κίτρινη γύρη. Λένε πως για να πάνε μέλισσες στην ελιά πρέπει να είναι απελπισμένες. Να πεινάνε και να μην υπάρχουν άλλα γυρεογόνα φυτά ανθισμένα. Χωρίς άλλες επιλογές επισκέπτονται τις αγριελιές και ορισμένες βρώσιμες ποικιλίες, όπως στη φωτογραφία.

Οι παλιοί συνήθιζαν να λένε «μέλισσες στην ελιά, δύσκολη χρονιά». Και πράγματι η φετινή χρονιά είναι μια απ’ τις χειρότερες των τελευταίων ετών, τουλάχιστον για την Δυτική Ελλάδα. Απίστευτη ανομβρία που διήρκεσε σχεδόν δύο μήνες και μάλιστα μέσα στην άνοιξη σε συνδυασμό με σκόνη που στεγνώνει το νέκταρ. Με όλη τη χορτονομή ξερή και το άνθος της πορτοκαλιάς να έχει πέσει πλέον, είναι λογικό οι μέλισσες να καταφεύγουν όπου βρουν ώστε να συντηρηθούν.

Η μουσμουλιά

Η μουσμουλιά (επιστ. Εριοβοτρύα η ιαπωνική, Eriobotrya japonica) είναι δέντρο αειθαλές, ιθαγενές της Κίνας και Ιαπωνίας, που φτάνει τα 8 μέτρα. Γνωστή και ως μεσπιλέα (Πελοπόννησος), νεσπολιά ή νοσπολιά (Κέρκυρα), δεσπολιά (Κρήτη) και μεσπιλιά (Κύπρος) έχει μεγάλα δερματώδη, σκληρά πράσινα φύλλα.

Τα άνθη της είναι λευκοκίτρινα με χαρακτηριστική ευχάριστη οσμή πικραμύγδαλου. Η ανθοφορία της ξεκινάει το Νοέμβριο και διαρκεί μέχρι και τον Γενάρη ανάλογα με την περιοχή. Θεωρείται θαυμάσιο μελισσοκομικό φυτό, μιας και ανθίζει σε μια εποχή που δεν υπάρχουν πολλές επιλογές για τις μέλισσες. Οι τελευταίες έλκονται ιδιαίτερα απ’ τα άνθη της, όμως η εκμετάλλευση της εξαρτάται από τις θερμοκρασίες της εποχής.

Η μουσμουλιά δίνει και νέκταρ αλλά και γύρη, χρώματος ωχρόλευκου ή θαμπού μπεζ. Είναι πολύ ανθεκτική στη ζέστη αλλά και το κρύο, αντέχει μέχρι και – 12 βαθμούς. Πολλαπλασιάζεται εύκολα, ενώ έχει και γρήγορη ανάπτυξη. Στην Ελλάδα καλλιεργείται μαζί με άλλα δέντρα και σπανίως συστηματικά, όμως τα τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον για τη μουσμουλιά έχει αναζωπυρωθεί καθώς παράγει φρούτα (τα μούσμουλα) σε μια εποχή που υπάρχει έλλειμμα από φρέσκα φρούτα.

Τα μούσμουλα έχουν γλυκιά και πικάντικη γεύση. Τα καταναλώνουμε και ωμά και αποξηραμένα, ενώ μπορούμε να φτιάξουμε και νόστιμες μαρμελάδες αλλά και λικέρ. Η καρποφορία του δέντρου αρχίζει από τον 5ο – 6ο χρόνο. Πλήρη παραγωγή έχουμε μετά το 10ο και για περίπου 40 χρόνια.

Η ανθοφορία της κουμαριάς

Η κουμαριά (Arbutus Unedo) είναι ένας αειθαλής θάμνος που φύεται στην δυτική και νότια Ευρώπη και στη βόρειο Αφρική (εκτός από την Αίγυπτο και τη Λιβύη). Είναι απ’ τα ωραιότερα φυτά της ελληνικής χλωρίδας.

Ως σκληρόφυλλο φυτό μπορεί να επιβιώσει σε συνθήκες έντονης ηλιακής ακτινοβολίας και ξηρασίας και σε εδάφη μικρής γονιμότητας. Είναι ανθεκτική στις φωτιές και γι αυτό χρησιμοποιείται συχνά στην ανάπλαση δασικών εκτάσεων. Αναπτύσσεται σε όλη την Ελλάδα στην ζώνη των αείφυλλων – πλατύφυλλων, που εκτείνεται από υψόμετρο 100-200 μέχρι και 1.000 μέτρων.

Δεν ρίχνει ποτέ τα φύλλα της και μπορεί να φτάσει μέχρι τα 3 μέτρα. Ο καρπός της που είναι γνωστός ως κούμαρο, είναι δρύπη, σφαιρικός, σαρκώδης με μικρές κωνικές προεξοχές που τον κάνουν να μοιάζει σαν φράουλα. Το χρώμα του αρχικά είναι κίτρινο και όταν ωριμάσει γίνεται κόκκινο. Για την ωρίμανση του καρπού απαιτείται ένας περίπου χρόνος από την ανθοφορία, γι αυτό στα τέλη του φθινοπώρου συναντώνται επάνω στο φυτό συγχρόνως και άνθη και καρποί.

Τα κούμαρα αποτελούν καρπούς ιδιαίτερα σημαντικούς για την διατροφή των ζώων του δάσους, όπως των αρκούδων, των ελαφιών, των αγριόχοιρων και των πτηνών. Η κουμαριά είναι ένα απ’ τα φυτά στο οποίο θα δούμε ταυτόχρονα καρπούς και άνθη. Μάλιστα επειδή οι καρποί της ωριμάζουν για έναν χρόνο, θα δούμε συγχρόνως άνθη, άγουρους και ώριμους καρπούς.

Η ανθοφορία της κουμαριάς ξεκινάει στα μέσα Οκτωβρίου και διαρκεί συνήθως μέχρι τον Δεκέμβριο. Στις μέλισσες αρέσει να επισκέπτονται τα άνθη της κουμαριάς, Μάλιστα αυτά δεν επηρεάζονται από τις καιρικές μεταβολές, όπως είναι η βροχή και οι άνεμοι λόγω του σχήματος τους που είναι καμπανοειδές. Αυτό είναι πολύ σημαντικό για ένα φυτό που ανθίζει στο τέλος του φθινοπώρου.

Ο μόνος παράγοντας που μπορεί να αποτρέψει τις μέλισσες απ’ το να συλλέξουν το νέκταρ της κουμαριάς, είναι το κρύο… Αν η θερμοκρασία πέσει κάτω απ’ τους 13-14ºC δεν θα το συλλέξουν. Το μέλι που προκύπτει από την κουμαριά έχει σκουροχάλκινο χρώμα με γκριζωπές αποχρώσεις και άρωμα μέτριο έως δυνατό. Κρυσταλλώνει αμέσως, λόγω της εποχής. Ουσιαστικά λίγες μέρες μετά τη συλλογή. Είναι σύνηθες άλλωστε να κρυσταλλώνει και πάνω στα πλαίσια, γεγονός που κάνει αδύνατη τη συγκομιδή.

Αφού κρυσταλλώσει αποκτά μια βουτυρένια υφή. Έχει υπόπικρη, πολύ ιδιαίτερη γεύση που το κάνει να ξεχωρίζει απ’ όλα τα άλλα μέλια. Ότι άλλο μέλι (π.χ. ρείκι) κι αν έχουν συλλέξει οι μέλισσες πριν, αν μπει κουμαριά μέσα στην κυψέλη θα το καλύψει σε τέτοιο βαθμό που είναι αδύνατη η αναγνώρισή του με οργανοληπτικό έλεγχο.

Προσωπικά θεωρώ το μέλι της κουμαριάς γκουρμέ. Φυσικά δεν είναι για όλους. Υπάρχουν όμως κάποιοι συνδυασμοί στους οποίους η πικρή γεύση της κουμαριάς δε συγκρίνεται με άλλα μέλια. Για παράδειγμα αφού κρυσταλλώσει και πάρει αυτή τη βουτυρένια υφή, στο γιαούρτι μαζί με γύρη, σκέτο με βρώμη, αλλά και στο τσάι.

Παλαιότερα αρκετοί μελισσοκόμοι (θα τολμήσω να πω ακόμα και σήμερα…) δεν το συνέλεγαν γιατί ο κόσμος δεν το προτιμούσε. Επίσης παρουσιάζει μια επικινδυνότητα για τις μέλισσες και άλλοι πάλι μετέφεραν τα μελίσσια όταν άνθιζε η κουμαριά. Επειδή ανθίζει στο μεταίχμιο του ξεχειμωνιάσματος και σε περίπτωση που η θερμοκρασία πέσει απότομα, οι μέλισσες σταματούν τη συλλογή. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μείνει ασφράγιστο (ανώριμο) μέλι στις κηρήθρες. Υπάρχει λοιπόν πιθανότητα αυτό το νέκταρ ουσιαστικά να υποστεί ζύμωση και να ξινίσει, προκαλώντας προβλήματα στις μέλισσες μέσα στο χειμώνα.

Έτσι προτείνεται κατά την προετοιμασία του ξεχειμωνιάσματος να αφαιρούνται τα πλαίσια με το ανοιχτό μέλι και να παραμένουν μόνο τα σφραγισμένα. Τα σφραγισμένα με κουμαριά μέλια θα αποτελέσουν εξαιρετική τροφή για το χειμώνα και θα λειτουργήσουν διεγερτικά για την βασίλισσα στις αρχές τις άνοιξης. Τα ασφράγιστα μέλια μπορούν να τρυγηθούν, να αποθηκευτούν στην κατάψυξη και αφού αναμιχθούν με νερό να χρησιμοποιηθούν την άνοιξη ως διεγερτικό για τα μελίσσια.

Κουμαρόμελο πριν και αφού έχει κρυσταλλώσει.

Αντίστοιχα αν ο καιρός το επιτρέψει και επιτευχθεί τρύγος κουμαρόμελου, τα ανοιχτά μέλια πρέπει να τρυγηθούν ξεχωριστά ώστε να μην υπάρξει κίνδυνος να υποστεί ζύμωση το μέλι στο βαζάκι. Η υπόπικρη γεύση του, στην οποία οφείλει και την διεθνή ονομασία του ως “bitter honey” αποδίδεται στο γλυκοζίδιο αρβουτίνη. Το μέλι κουμαριάς εμφανίζει υψηλή περιεκτικότητα σε φαινόλες και έντονη αντιοξειδωτική δράση η οποία έχει αποδοθεί στις υψηλές συγκεντρώσεις 2,5-υδροξυφαινυλαοξικό οξύ (homogentisic acid).

Δενδρολίβανο: ένα σπουδαίο μελισσοκομικό φυτό.

Το δενδρολίβανο (αρχ. ελλ. ἀπόσπληνος), γνωστό και ως αρισμαρί, στην Κύπρο, αλλά και ροσμαρίνι, δυοσμαρίνι, αρισμαρές, λιβανόδενδρο, λασμάρι κ.α., είναι ένας αρωματικός, αειθαλής θάμνος ο οποίος ανήκει στο γένος Ροσμαρίνος και στην οικογένεια των Χειλανθών.

Η λατινική ονομασία του φυτού Rosmarinus σημαίνει δροσιά της θάλασσας και είναι σύνθετη από τις λέξεις ros (δροσιά) και marinus (θαλάσσιος), γιατί πιστευόταν ότι το φυτό μπορεί να αναπτυχθεί χωρίς πότισμα, αρκούμενο μόνο στην υγρασία που έρχεται από τη θάλασσα. Περιέχει τανίνη και αιθέριο έλαιο, το οποίο εξάγεται με απόσταξη κυρίως από τις κορυφές των ανθοφόρων βλαστών.

Είναι πυκνόφυλλος και πολύκλαδος θάμνος με ύψος που δε ξεπερνά τα 2 μέτρα. Τα φύλλα του είναι δερματώδη, μικρά , γραμμοειδή έχουν έντονο ευχάριστο άρωμα που θυμίζει αυτό του τσαγιού και μοιάζουν με πευκοβελόνες. Τα άνθη βρίσκονται κατά ομάδες και βγαίνουν στις μασχάλες των φύλλων. Το χρώμα τους είναι μοβ, κυανόλευκο ή και λευκό. Δεν έχει ιδιαίτερη ανάγκη από πότισμα και μπορεί να φυτρώσει και σε βραχώδεις ορεινές περιοχές. Οι τρυφεροί βλαστοί και τα φύλλα του δενδρολίβανου χρησιμοποιούνται ως αρωματικό σε πολλά φαγητά. Στα ψητά δίνει μία ιδιαίτερη γεύση η οποία είναι ελαφρώς πικρή και λίγο καυτερή.

Θεωρείται σπουδαίο μελισσοκομικό φυτό και οι λόγοι γι αυτό είναι αρκετοί. Έχει πολύ μεγάλης διάρκειας ανθοφορία, η οποία παρουσιάζει δύο μεγάλες κορυφώσεις, μία το φθινόπωρο, κατά τους μήνες Οκτώβρη και Νοέμβρη, αλλά και μία στην καρδιά της άνοιξης, τον Απρίλιο. Τα άνθη του προτιμώνται ιδιαίτερα από τις μέλισσες και γίνονται πηγή για την παραγωγή μελιού. Αυτό όμως που κάνει ακόμα πιο σπουδαία την ανθοφορία του είναι το γεγονός ότι παραμένει ανθισμένο καθ ‘όλη τη διάρκεια του χειμώνα, σε μια περίοδο που οι μέλισσες δεν έχουν άλλες επιλογές τροφής.

Το δενδρολίβανο παρουσιάζει μεγάλη ανθεκτικότητα στις δυσμενείς καιρικές συνθήκες του χειμώνα, ενώ τα άνθη του δεν επηρεάζονται από τους ανέμους ή τις χαμηλές θερμοκρασίες. Ακόμη και το χιόνι και οι βροχές αλλά και ο παγετός ελάχιστα το επηρεάζουν καθώς όταν βγει και πάλι ο ήλιος προσφέρει απλόχερα τη γύρη του. Γι αυτό που είναι γνωστό όμως είναι κυρίως για το πλούσιο νέκταρ του, το οποίο δίνει ένα χρυσοκίτρινο εκλεκτό μέλι με χαρακτηριστικό άρωμα.

Για τους μελισσοκόμους που διατηρούν σταθερά μελισσοκομεία αλλά και στα μελισσοκομεία που χρησιμοποιούνται για το ξεχειμώνιασμα, το δεντρολίβανο αποτελεί μια απ’ τις πρώτες επιλογές φύτευσης. Εκτός όλων των παραπάνω, είναι γενικά χαμηλός θάμνος, και αυτό δίνει τη δυνατότητα να δημιουργηθούν μελισσοκομεία με έντονη ηλιοφάνεια, παράγοντας πολύ σημαντικός στο ξεχειμώνιασμα.

με στοιχεία από Wikipedia

Ανθυλλίς η ερμάνειος (αλογοθύμαρο, σουρούπα)

Στους πρόποδες της Πίνδου, στα πετρώδη εδάφη των γκρεμών, συναντά κανείς την περίοδο του Μαΐου – Ιουνίου έναν χαμηλό θάμνο με έντονα κίτρινα άνθη που λατρεύουν οι μέλισσες. Το φυτό Anthyllis hermanniae γνωστό και ως αλογοθύμαρο, σουρούπα, σμυρνιά, καλοκαιρινό ρείκι, αγριοφρυγανιά, κοκκωνόχορτο κ.α. είναι κοινό σε όλη την Ελλάδα, σε άγονους ημιορεινούς αλλά και πεδινούς τόπους.

Θα το συναντήσει κανείς στους πρόποδες των βουνών κοντά στα ρείκια αλλά και στις πλαγιές των νησιών πλάι στα θυμάρια. Είναι ένα είδος που βόσκεται από φυτοφάγα ζώα, αρκετά ανθεκτικό στις καιρικές συνθήκες. Το ύψος του φτάνει το ένα μέτρο και αν προηγηθούν βροχές η ανθοφορία του είναι έντονη και μπορεί να φτάσει και τον ένα μήνα.

Θεωρείται σπουδαίο μελισσοκομικό φυτό καθώς δίνει άφθονο και εκλεκτό νέκταρ απ’ το οποίο προκύπτει ένα ανοιχτόχρωμο κίτρινο μέλι με υπέροχο άρωμα. Δίνει και γύρη χρώματος μπεζ βοηθώντας τα μελίσσια να αναπτυχθούν πριν τη μελιτοφορία της ελάτης και του θυμαριού. Προκαλεί την τάση στις μέλισσες να χτίσουν νέες κηρήθρες, οι οποίες μάλιστα αποκτούν ένα έντονο κίτρινο χρώμα. Τα άνθη του προσελκύουν και άλλα έντομα όπως βομβίνους και πεταλούδες.

Μετά την ανθοφορία γίνεται ξυλώδες με αποτέλεσμα να είναι εξαιρετικά ανθεκτικό στο ξηροθερμικό κλίμα του καλοκαιριού αλλά και στους ανέμους.

Ο Αρκουδόβατος

Το φθινόπωρο είχε μπει για τα καλά και εμείς ανεβαίναμε στα μελίσσια για την πρώτη επιθεώρηση στα ρείκια, όταν στη διαδρομή αντιληφθήκαμε ένα μεθυστικό, δυνατό άρωμα να αναδύεται απ’ το δάσος. Αυτά τα πράγματα δεν είναι τα αφήνεις έτσι. Το φορτηγό, κόντευε τα 25 πια και πάσχιζε στην ανηφόρα. Όταν σταθμεύσαμε στην άκρη του μικρού αλλά ολάνθιστου απ’ τις ακονιζιές δρόμου, έσβησε βγάζοντας έναν ήχο ανακούφισης.

ar1

Κοντοσταθήκαμε όπως πάντα για λίγο να θαυμάσουμε τη λίμνη του Πουρναρίου, αλλά αυτή η υπέροχη μυρωδιά μας προκαλούσε να την ανακαλύψουμε. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη και ακούγονταν οι μέλισσες να δουλεύουν. Καθώς ψάχναμε το βουητό μεγάλωνε ώσπου αντικρίσαμε αυτό το αναρριχώμενο φυτό, που δείχνει τόσο επεκτατικό που φαντάζομαι ότι οι ντόπιοι θα το μισούν. Το άρωμά του ήταν πράγματι εντυπωσιακό από κοντά, ενώ οι μέλισσες εργάζονταν εντατικά στα μικρά του άνθη.

ar2

Τα φύλλα του είναι χαρακτηριστικά δερματώδη, σε σχήμα καρδιάς και τα λευκά ρόδινα άνθη του πολύ μικρά. Αναρριχάται και πιάνεται με έλικες που έχει κάτω απ’ τους μίσχους και πλέκεται τόσο πυκνά που μπορεί να σκοτώσει και δέντρο. Είναι γεμάτο με αγκάθια και έτσι το να απαλλαγείς από το φυτό είναι ένα δύσκολο εγχείρημα. Ακριβώς αυτό όμως το κάνει ιδανικό καταφύγιο για μικρόσωμα ζώα που θέλουν να προστατευτούν από θηρευτές.

ar4

Ανθίζει, ανάλογα το υψόμετρο, από τα μέσα Αυγούστου ως και τα μέσα Νοεμβρίου και δίνει κυρίως γύρη αλλά και νέκταρ. Θα το συναντήσει κανείς μέχρι και στα 1200 μέτρα. Η γύρη του είναι πάρα πολύ σημαντική. Αρκεί για να προετοιμάσει παραφυάδες για το ξεχειμώνιασμα αλλά και να ανασυγκροτήσει ταλαιπωρημένα μελίσσια στο πεύκο. Ο αρκουδόβατος (Smilax aspera) συνυπάρχει με άλλα φυτά στον υπόροφο των πευκοδασών όπου η γύρη είναι υψίστης σημασίας και δυσεύρετη.

ar3

Έχει κόκκινους καρπούς οι οποίοι είναι μια καλή πηγή τροφής για τα πουλιά και συχνά καρποφορεί την ίδια περίοδο με την ανθοφορία. Από τη ρίζα του φτιάχνεται η σαρσαπαρίλλα και άλλες μπίρες, καθώς και τα φυτικά ροφήματα, όπως το δημοφιλές baba roots από την Τζαμάικα.

Με στοιχεία από: pyrgostrifylias

Ακονιζιά. Ένα σπουδαίο μελισσοκομικό φυτό του φθινοπώρου

Μόλις μπει το φθινόπωρο οι άκρες των δρόμων κιτρινίζουν και ένα υπέροχο άρωμα αναβλύζει. Αιτία ένα φυτό που οι μελισσοκόμοι (και ίσως μόνο αυτοί) λατρεύουν και εκτιμούν ιδιαίτερα.

ako1Ακονιζιά στις πλαγιές γύρω από τη λίμνη Πουρναρίου.

Η ακονιζιά, γνωστή και ως αψηφιά, ψίλιθρο, κόνυζα, ψιλόχορτο, ψιλίστρα έχει την επιστημονική ονομασία Διτριχία η ιξώδης (Dittrichia viscosa) προς τιμήν του Γερμανού Βοτανολόγου Manfred Dittrich. Θεωρείται φυτό πολύ μεγάλης μελισσοκομικής σημασίας όχι τόσο για το μέλι του αλλά για την γύρη που δίνει στα μελίσσια από τον Αύγουστο μέχρι και τις αρχές Νοεμβρίου. Σε μια εποχή που η γύρη σπανίζει, η ακονιζιά βοηθά στην εκτροφή του γόνου και την ανανέωση του πληθυσμού των μελισσιών πριν το ξεχειμώνιασμα. Η ανθοφορία της παρουσιάζει μεγάλη σταθερότητα. Η ένταση της επισκεψιμότητας των ανθέων είναι μέτρια προς μεγάλη, δίνει άφθονη γύρη χρώματος κιτρινο-πορτοκαλί και λίγο μέλι το οποίο έχει υποκίτρινο χρώμα.

ako2Μέλισσα συλλέγει σε άνθος ακονιζιάς στην Πίνδο.

Επίσης λέγεται ότι δρα στην καταπολέμηση της βαρρόα. Παλαιότερα μάλιστα την βάζανε στις φωλιές των κλωσσών για να μην πιάνουν ψείρες. Αιτία η ισχυρή μυρωδιά καμφοράς που έχει. Πολλοί μελισσοκόμοι την τοποθετούν χλωρή πάνω στους κηρηθροφορείς η βάζουν μικρά κλαράκια στην είσοδο της κυψέλης ώστε καθώς εισέρχονται οι μέλισσες να τρίβονται και να καθαρίζονται. Αφού ξεραθεί το καίνε στο καπνιστήρι. Μπορεί να περιορίζει τη βαρρόα με βιολογικό τρόπο σε ποσοστό 10-15%.

7Ένας τυπικός ορεινός δρόμος το φθινόπωρο. Ακονιζιές στις άκρες και ρείκια από πάνω.

Η ακονιζιά είναι ιθαγενές φυτό που απαντάται στην ευρύτερη Μεσόγειο σε ξηρές όχθες ποταμών ,σε εγκαταλελειμμένα αγροτεμάχια, στις άκρες των δρόμων μέχρι και 1500 μέτρα υψόμετρο. Την συναντάς ακόμα και στα πιο άγονα και ξηρά εδάφη. Προτιμά γυμνά εδάφη και άκρες δρόμων. Είναι πολυετής πόα  με πράσινα κολλώδη φύλλα και κίτρινες ταξιανθίες, φθάνει τα 60-100εκ ύψος. Είναι πολύ ανθεκτικό φυτό σε ακραίες κλιματικές συνθήκες. Αντέχει στον παγετό (-30° C), στην ξηρασία και στον ήλιο. Παρά το φρέσκο πράσινο χρώμα των φύλλων της και το ελκυστικό των λουλουδιών της, η ακονιζιά ‘’κολλάει’’ στα χέρια εάν την πιάσεις  και μυρίζει πολύ έντονα.

ako3Μέλισσα συλλέγει γύρη ακονιζιάς.

Τον χειμώνα το πάνω μέρος του φυτού «οι μίσχοι» ξηραίνονται. Πολλαπλασιάζετε με σπόρους που παρασύρονται από τον αέρα και δεν προσβάλλετε από ασθένειες. Προσφέρει τροφή σε πλήθος εντόμων και πουλιών. Σε πολλές Αραβικές χώρες την καλλιεργούν ενώ έχει μελετηθεί για το πλήθος των φαρμακευτικών ιδιοτήτων που παρουσιάζει. Χαρακτηρίζεται από υψηλή βιολογική δραστηριότητα όσον αφορά τους μύκητες και τα βακτήρια. Στο Ισραήλ παρασκευάζεται με συμπίεση των φύλλων της, ειδικό βάμμα, που αντικαθιστά το ιώδιο.
πηγές: beeclubpellas

Ζίννια, ένα σπουδαίο καλλωπιστικό φυτό για όλους τους επικονιαστές.

Οι ζίννιες (Zinnia elegans) είναι ετήσια ποώδη καλλωπιστικά φυτά, που ανθίζουν από το Μάιο μέχρι τα μέσα του φθινοπώρου. Η καταγωγή του φυτού είναι από την Κεντρική Αμερική και πιο συγκεκριμένα από το Μεξικό.

img1

Οι ζίννιες είναι φυτά υψηλής καλλωπιστικής αξίας καθώς φυτεύοντας τα, κυρίως ομαδικά, δημιουργούν όμορφες χρωματικές συνθέσεις στον κήπο, με βασική όμως προϋπόθεση να βρίσκονται στο κατάλληλο σημείο και να δέχονται τις σωστές φροντίδες. Παρουσιάζουν εξαιρετική αντοχή στις υψηλές θερμοκρασίες, αλλά δεν αντιδρούν καλά στην ξηρασία. Γενικά, επιθυμούν τα ηλιόλουστα σημεία και είναι ευαίσθητα στις χαμηλές θερμοκρασίες και στους ανέμους.

Τα άνθη της ζίννιας προσελκύουν πάρα πολλές πεταλούδες αλλά και μέλισσες. Τα φωτεινά χρώματα τους, τους τραβούν την προσοχή. Παρέχουν γύρη και νέκταρ. Ο εντομολόγος Chip Taylor από το Πανεπιστήμιο του Κάνσας προτείνει τη φύτευση ζίννιας στους κήπους για να δημιουργήσουμε “σταθμούς τροφής” κατά μήκος της διαδρομής μετανάστευσης των πεταλούδων. Σε αυτούς τους “σταθμούς” οι πεταλούδες μπορούν να πάρουν το νέκταρ που χρειάζονται για το μακρύ ταξίδι τους.

img2

Η μεγάλη διάρκεια άνθησης, η πλούσια ανθοφορία και ο μεγάλος αριθμός ποικιλιών που έχουν δημιουργηθεί καθιστά το φυτό αυτό ιδανικό για παρτέρια, ζαρντινιέρες και ανθώνες φυτεμένα μόνα τους ή σε συνδυασμό με άλλα ποώδη. Τα οφέλη για τον κήπο σας δεν θα είναι μόνο καλλωπιστικά… Θα εντυπωσιαστείτε από τα είδη των πεταλούδων που θα δείτε να προσελκύουν!

Θυμάρι. Ο βασιλιάς του μελιού!

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το θυμάρι είναι το σπουδαιότερο μελισσοκομικό φυτό της Ελλάδας. Η Ελλάδα θεωρείται προνομιούχος χώρα στη μελισσοκομία και αυτό το οφείλει αποκλειστικά στο Θυμάρι. Όλες οι άλλες ποιότητες που παράγονται στην Ελλάδα δεν διαφέρουν ιδιαίτερα απ’ αυτές στα υπόλοιπα μέρη του κόσμου ενώ μάλλον υστερούν σε πολλές από αυτές (Μελισσοκομία Ν. Νικολαΐδη 1947).

thum1

Το θυμάρι ή θύμιο (Θύμος ο κοινός, λατ. Thymus vulgaris) είναι ένας θάμνος μικρού ύψους (έως 30 εκατοστά), με όρθιους βλαστούς, εξαιρετικά ανθεκτικός που αναδύει ένα πολύ ευχάριστο άρωμα. Είναι φυτό πολυετές που αντέχει στην ξηρασία και φυτρώνει σε άγονα και πετρώδη εδάφη. Η ανθοφορία του θυμαριού που διαχωρίζεται σε όψιμα και πρώιμα, αρχίζει στα μεν πρώιμα (παραθαλάσσια μέρη) στα τέλη Μαΐου και στα δε όψιμα (ορεινά) κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο Ιουνίου με αρχές Ιουλίου και διαρκεί 1 μήνα με 40 ημέρες ανάλογα με την εποχή.

P1100123

Στην Ελλάδα υπάρχουν 23 αυτοφυή είδη θυμαριού και τα πιο σημαντικά από αυτά είναι:

1. Αγριοθυμάρι. Θύμος ο κεφαλωτός Thymus capitatus (Μικρός θάμνος με βλαστούς ξυλώδεις ξαπλωμένους. Βρίσκεται σε πολλές βραχώδεις, ορεινές, ξηρές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας.)
2. Χαμοθρούμπι. Θύμος ο γραπτός Τhymus striatus. (Πολύ κοινό σε διάφορες πεδινές περιοχές και λιβάδια της Μακεδονίας και της Θράκης.)
3. Σμάρι.Θύμος η Ζυγίς ή Θύμος ο αττικός Thymus atticus (Βρίσκεται σε διάφορες βραχώδεις περιοχές της Αττικής, της Αχαΐας, Κορινθίας και Ολύμπου.)

P1100039

Ετυμολογικά το θυμάρι ή θύμος όπως το ονόμαζαν οι αρχαίοι, προέρχεται από την λέξη θύω, η οποία αρχικά είχε την σημασία του «βγάζω καπνούς» και αργότερα του «θυσιάζω». Από την ίδια ρίζα προέρχονται και οι λέξεις θυμίαμα και θυμιατίζω. Το θυμάρι περιέχει αιθέριο έλαιο που το κυριότερο συστατικό του είναι η θυμόλη (ποσοστά άνω του 25%) Η θυμόλη έχει αντισηπτική δράση και υπήρξε φυσικός προκάτοχος των σύγχρονων αντιβιοτικών.  Η θυμόλη έχει εφαρμογές και στη μελισσοκομία, αφού μπορεί κανείς να καταπολεμήσει με αυτή βιολογικά το μεγαλύτερο εχθρό της μέλισσας στην Ελλάδα (μετά τον άνθρωπο) τη βαρρόα.

Θυμάρι βρίσκεται σε όλο το νότιο τμήμα της Στερεάς Ελλάδας, σε όλη την Πελοπόννησο, στα νησιά του Αιγαίου, την Κρήτη, τα Ιόνια νησιά αλλά και στα ορεινά της Πίνδου. Εντούτοις οι ποιότητες του θυμαρίσιου μελιού που παράγονται διαφέρουν μεταξύ τους. Αυτό οφείλεται εν μέρη στην διαφορετική σύσταση του εδάφους αλλά κυρίως στην ταυτόχρονη ύπαρξη και άλλων ανθοφοριών, εξαιτίας των οποίων επέρχεται μια φυσική ανάμειξη μελιού από τις ίδιες τις μέλισσες μέσα στις κηρήθρες.

P1100098

Σύμφωνα με την τρέχουσα νομοθεσία, το θυμαρίσιο μέλι πρέπει να περιέχει περισσότερους από 18% γυρεόκοκκους θυμαριού σε σύνολο γυρεοκόκκων. Έτσι για να ονομαστεί ένα μέλι θυμαρίσιο πρέπει έχει περισσότερους από 18% γυρεόκοκκους θυμαριού. Αν έχει από 12% έως 18% το ονομάζουμε μέλι με θυμάρι και αν έχει λιγότερο θεωρείται ανθόμελο.

Το θυμαρίσιο μέλι είναι άριστης ποιότητας, με εξαιρετικό χαρακτηριστικό έντονο άρωμα και κρυσταλλώνει στους 6-18 μήνες, ανάλογα με την περιεκτικότητα σε θυμάρι, όσο περισσότερο τόσο καθυστερεί. Έχει πολύ χαμηλή υγρασία σε σχέση με άλλα ανθόμελα (πχ πορτοκαλιά, παλιούρι κτλ) είναι πιο παχύρρευστο με ανοιχτό κεχριμπαρένιο χρώμα (αυτό της Κρήτης είναι λίγο πιο σκούρο). Αποτελεί περίπου το 10% της παραγωγής του ελληνικού μελιού και είναι το ακριβότερο. Το μοναδικό αρνητικό που έχει το θυμαρίσιο μέλι είναι ότι σε πολύ υψηλές συγκεντρώσεις γυρεόκοκκων που ξεπερνούν το 90% λόγω της μεγάλης περιεκτικότητας σε φρουκτόζη, αφήνει μια αίσθηση καψίματος στο στόμα.

P1100012

Για κάποιες περιοχές της Ελλάδας αποτελεί και τον μοναδικό τρύγο άρα και στόχο για τους μελισσοκόμους. Για παράδειγμα στα Κύθηρα ή στη γενέτειρά μου στα Φαλάσαρνα Χανίων, όλη η προετοιμασία της χρονιάς γίνεται για το θυμάρι. Σε αυτές τις περιοχές όπου δεν υπάρχουν άλλα φυτά για να γίνει πρόσμιξη στο νέκταρ, η περιεκτικότητα είναι πάρα πολύ υψηλή, το μέλι έχει μια ελαφρώς καυστική γεύση αλλά και πολύ πιο έντονο άρωμα. Την εποχή της πλήρης άνθισης μπορείς να αντιληφθείς το άρωμα του μελιού έξω απ’ την κυψέλη!

P1100038

Το πιο φημισμένο θυμαρίσιο μέλι και ίσως το ακριβότερο το βρίσκει κανείς στα Κύθηρα. Στην Κρήτη όμως και συγκεκριμένα στα Σφακιά θα συναντήσετε, το καλύτερο μέλι που έχω δοκιμάσει προσωπικά και είναι το λεγόμενο πευκοθύμαρο του Ομαλού. Παρ’ όλα αυτά όμως η περιοχή που έκανε το θυμάρι παγκοσμίως γνωστό είναι αναμφίβολα ο Υμηττός. Εδώ στην Ήπειρο παράγεται ένα εξαιρετικό μέλι στα ορεινά (στα 1000μ υψόμετρο) από θυμάρι, θρούμπι και ρίγανη το οποίο είναι απίστευτα αρωματικό.

P1090994

Το θυμαρίσιο μέλι είναι ένα προϊόν δύσκολο να παραχθεί, όχι τόσο γιατί τα μελίσσια θέλουν κάποια ιδιαίτερη προετοιμασία πριν αλλά γιατί όσο ανθεκτικό είναι το θυμάρι ως φυτό, τόσο ευαίσθητο είναι το άνθος του. Το θυμάρι για να αποδώσει νέκταρ χρειάζεται μερικές βροχές κατά τον Απρίλιο ή και κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο του Μαΐου, δηλαδή πριν ανθίσει. Η βροχή κατά τη διάρκεια της ανθοφορίας του, συνήθως σταματά τη νεκταροέκκριση για μερικές μέρες και κυρίως αν ακολουθήσει ψυχρός καιρός. Κάποιες φορές η βροχή το κάνει πιο υγρό, άρα όχι και τόσο ελκυστικό για τις μέλισσες. Οι ιδανικές συνθήκες είναι θερμοκρασία 25 με 32° C, δροσερές νύχτες και ζεστές ημέρες με νότιους υγρούς άνεμους. Οι ξηροί, ψυχροί ή ορμητικοί άνεμοι το καταστρέφουν.

P1100124

Επίσης ο ΝΔ άνεμος (λίβας) είναι ο φόβος και ο τρόμος των μελισσοκόμων καθώς αν επικρατήσει έστω και για 1 ημέρα, κατά την ανθοφορία του, σταματά οριστικά τη νεκταροέκκριση. Δυστυχώς αυτός ο καταστρεπτικός άνεμος είναι σύνηθες φαινόμενο την εποχή πλήρης άνθησης και γι αυτό η σοδειά είναι ασφαλέστερη στις πρώιμες τοποθεσίες. Για να δώσει έντονο άρωμα το θυμάρι θέλει θαλασσινή αύρα και ξηροθερμικό κλίμα. Όταν οι συνθήκες είναι ιδανικές οι μέλισσες θα συλλέξουν ικανοποιητικές ποσότητες. Δεν θα γίνουν ποτέ οι τρύγοι που θα γίνουν στο πεύκο ή στο έλατο αλλά το θυμαρίσιο μέλι είναι εμπορικότερο και ακριβότερο.

P1100084

Στα θυμάρια πηγαίνουν τα δυνατά μελίσσια. Εάν τα μελίσσια είναι μέτριας δυναμικότητας δεν προλαβαίνουν στο μικρό διάστημα της ανθοφορίας και να αναπτυχθούν και να παράξουν. Το φυτό δίνει μεν γύρη, χρώματος κρεμ, αλλά σε μικρές ποσότητες. Το θυμάρι είναι φυτό για τρύγο και όχι φυτό ανάπτυξης μελισσοσμηνών. Γι αυτό και οι μελισσοκόμοι πριν την ανθοφορία κάνουν όλες τις απαραίτητες ενέργειες, ούτως ώστε τα μελίσσια τους, να έχουν τον μεγαλύτερο αριθμό πληθυσμού.

Το θυμαρίσιο μέλι είναι περιζήτητο και απ’ τις μεγάλες εταιρείες τυποποίησης μελιού, καθώς αν αναμειχθεί με άλλους τύπους μελιών (ακόμα και σε μικρές ποσότητες), επηρεάζει καθοριστικά το άρωμά τους. Βέβαια καλό είναι να μένετε μακριά από τέτοια μέλια (χαρμάνια) γιατί είναι επεξεργασμένα (βρασμένα) και έχουν χάσει κάθε θρεπτική αξία.

πηγές: wikipedia, Μελισσοκομία Ν. Νικολαίδη, lexigram, bees.gr

Στάχυς ο γερμανικός

Γένος φυτών της οικογένειας των χειλανθών, της τάξης των σωληνανθών είναι γνωστό από την αρχαιότητα. Είναι πολυετές φυτό, γνωστό και ως αγριοασφάκα, αγριοφασκομηλιά και γαϊδουροθύμαρο ενώ φέρει τη λατινική ονομασία Stachys germanica L. Το συνάντησα στο μελισσοκομείο, στις πλαγιές του όρους Ξηροβούνι στην Πίνδο και σε υψόμετρο 200 μέτρων.

st1

Ο στάχυς ο γερμανικός φυτρώνει σε ασβεστούχες ορεινές περιοχές (ξεκινάει από τα 200 και φτάνει έως τα 2000 μέτρα) και όταν τριφτεί με το χέρι βγάζει μία δυσάρεστη δυνατή μυρωδιά. Το είδος stachys affinis καλλιεργείται στη γαλλική κωμόπολη Κροζν ως λαχανικό, για τις θρεπτικές κονδυλώδεις ρίζες του, ενώ θεωρείται φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό.

st2

Τα φύλλα του είναι επιμήκη ή λογχοειδή, λευκοπράσινα με βελούδινο τρίχωμα. Τα άνθη είναι ρόδινα και σχηματίζουν ταξιανθία σε βότρυ. Τα κατώτερα φέρουν μίσχο ενώ τα ανώτερα όχι.

st3

Η στεφάνη είναι ροδοπόρφυρη με πυκνό χνούδι εξωτερικά σχεδόν διπλάσια του κάλυκα. Ανθίζει Μάιο με Σεπτέμβριο.

st4

Τρέφει πολλά έντομα (αγριομέλισσες, βομβίνους κτλ). Δίνει νέκταρ αλλά και λίγη γύρη χρώματος κρεμ. Παρατήρησα ότι έλκει περισσότερο άγριες μέλισσες, παρά μελιτοφόρες. Δεν ξέρω αν οι τελευταίες δυσκολεύονται και πόσο στο να πάρουν το νέκταρ.

st5

Θα το συναντήσει κανείς στα ορεινά, σε ξέφωτα δασών, λιβάδια και πλαγιές βουνών.

πηγές από: Ελληνική Φύση – Βοτανολογία, αγριολούλουδα του Ολύμπου