Η Αγριοκρανιά (Cornus sanguinea)

Η Αγριοκρανιά, γνωστή και ως Βυζοκρανιά, Μαυροβέργι, Μαυροβέργια, Θηλυκράνεια, είναι ένας ιθαγενής φυλλοβόλος θάμνος της Ευρώπης, ο οποίος συναντάται συχνά στην ελληνική ύπαιθρο, σε ημιορεινές και δασικές περιοχές, κυρίως της κεντρικής και βόρειας Ελλάδας.

Ανήκει στην οικογένεια Cornaceae και σε πλήρη ανάπτυξη φτάνει τα πέντε μέτρα, ενώ η διάμετρος του τα τρία μέτρα. Οι βλαστοί του φυτού είναι λεπτοί, ευλύγιστοι και ισχυροί, ενώ το φθινόπωρο αποκτούν ένα έντονο έρυθρο-καστανό χρώμα το οποίο διατηρούν καθ’ όλη τη διάρκεια του χειμώνα. Έχει εξαιρετική αντοχή στις ξηροθερμικές συνθήκες του καλοκαιριού καθώς και στο ψύχος και τον παγετό. 

Η Αγριοκρανιά λειτουργεί υποστηρικτικά στη μελισσοκομία καθώς δεν συγκαταλέγεται στα κύρια μελισσοκομικά φυτά, ωστόσο, η συμβολή της δεν είναι αμελητέα. Δίνει νέκταρ, αλλά σε μέτριες ποσότητες, η παραγωγή του οποίου εξαρτάται από τη θερμοκρασία και την ηλιοφάνεια κατά την περίοδο ανθοφορίας αλλά και την υγρασία του εδάφους. Την Αγριοκρανιά επισκέπτονται και διάφορα είδη άγριων μελισσών.

 

Προσφέρει επίσης ποιοτική γύρη, σε σχετικά καλές ποσότητες, η οποία είναι σημαντική για την ενίσχυση του γόνου κατά την άνοιξη. Η γύρη της είναι ανοιχτού κίτρινου ή μπεζ χρώματος και θεωρείται πλούσια σε πρωτεΐνες και αμινοξέα. Η ανθοφορία της ξεκινάει από τα τέλη Απριλίου και φτάνει μέχρι και τις αρχές Ιουνίου.

Η αγριοκρανιά έχει βαθιές ρίζες στον λαϊκό πολιτισμό, ιδιαίτερα στις αγροτικές κοινότητες. Το ξύλο της είναι εξαιρετικά σκληρό και χρησιμοποιούνταν για καμάκια, κοντάρια, καρφιά και εργαλεία. Εξαιτίας αυτής της ιδιότητας, συνδέθηκε με σκληρότητα και «ανθεκτικότητα» στη λαϊκή σοφία. Γενικότερα το ξύλο του γένους Cornus ήταν περιζήτητο για την κατασκευή πολεμικών εργαλείων λόγω της υψηλής πυκνότητας και αντοχής του.

Η αγριοκρανιά χρησιμοποιούνταν σε φυσικά όρια κτημάτων λόγω της ανθεκτικότητας και της πυκνής κόμης της. Οι καρποί της αποτελούν βασική τροφή για πολλά είδη πουλιών, ιδιαίτερα τον χειμώνα. Συμπερασματικά αν και δεν συγκαταλέγεται στα κύρια μελισσοκομικά φυτά, ωστόσο διαδραματίζει σημαντικό υποστηρικτικό ρόλο στο οικοσύστημα και στη διατροφή των μελισσών.

Ανθεμίς, μαργαρίτα η λευκή

Η Anthemis maritima, γνωστό και ως Μαργαρίτα λευκή ή Ανθέμις, είναι ένα φυτό που ανήκει στην οικογένεια Asteraceae και συναντάται σε περιοχές μεσογειακού κλίματος, κυρίως σε παράκτιες περιοχές και αμμώδη εδάφη.

Είναι ένα πολυετές φυτό που μπορεί να φτάσει σε ύψος τα 40-50 εκ. και διαθέτει χαρακτηριστικά λευκά άνθη, τα οποία αναπτύσσονται σε μορφή κεφαλής (διπλό άνθος) και είναι σε σχήμα μαργαρίτας. Από μελισσοκομική άποψη, το Anthemis maritima παρουσιάζει δυνητικό ενδιαφέρον για τους εξής λόγους: τα άνθη του παράγουν νέκταρ, η ποσότητα και η ποιότητα του οποίου ενδέχεται να ποικίλλουν ανάλογα με τις εδαφοκλιματικές συνθήκες και το στάδιο ανάπτυξης του φυτού.

Τα κίτρινα κεντρικά ανθίδια αποτελούν πηγή γύρης, η οποία είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη των μελισσών. Η ανθοφορία κατά την ανοιξιάτικη και πρώιμη καλοκαιρινή περίοδο συμπίπτει με την περίοδο μέγιστης ανάπτυξης των μελισσοσμηνών και την ανάγκη για αυξημένες ποσότητες τροφής. Η παρουσία της Anthemis maritima μπορεί να συμβάλει στην ενίσχυση των μελισσοσμηνών πριν από την κύρια ανθοφορία.

Αν και δεν υπάρχουν εκτεταμένες αναφορές για την παραγωγή μονοανθικού μελιού από Anthemis maritima, η παρουσία του σε περιοχές με περιορισμένη ανθοφορία άλλων ειδών θα μπορούσε θεωρητικά να οδηγήσει στην παραγωγή μελιού με διακριτικά οργανοληπτικά χαρακτηριστικά.

Αξιοσημείωτο είναι ότι η Anthemis maritima προσελκύει και άλλους επικονιαστές ενισχύοντας τη βιοποικιλότητα της περιοχής. Η καλλιέργεια και η διατήρηση του φυτού σε μελισσοκομικές περιοχές ενισχύει τη συνολική οικολογική ισορροπία, δημιουργώντας ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη και την προστασία των τοπικών οικοσυστημάτων.

Βίκα η μεγαλόανθος

Η Vicia grandiflora Scop. (είδος αγριόβικου) γνωστή και ως «Βίκα η μεγαλόανθος», είναι ένα ετήσιο ή διετές ποώδες φυτό της οικογένειας Fabaceae, αυτοφυές σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης και της δυτικής Ασίας. Στην Ελλάδα απαντάται ευρέως σε χέρσες εκτάσεις, άκρες δρόμων και ελαφρώς καλλιεργούμενες περιοχές. Βοηθάει στην ανοιξιάτικη ανάπτυξη των μελισσών, ιδιαίτερα σε περιοχές με φτωχή φυσική χλωρίδα.

Τα χαρακτηριστικά απρο-κίτρινα, έντονα άνθη της εμφανίζονται από Απρίλιο έως και Ιούνιο, προσφέροντας ζωτικό πρώιμο νέκταρ και γύρη. Το φυτό φτάνει σε ύψος 30–70 cm και προτιμά ηλιόλουστες θέσεις με μέτρια υγρασία. Ανήκει στα ψυχανθή που σχηματίζουν συμβιωτική σχέση με αζωτοδεσμευτικά βακτήρια (Rhizobium spp.), βελτιώνοντας την ποιότητα του εδάφους στο οποίο αναπτύσσονται.

Μελισσοκομική Αξία

Η Vicia grandiflora είναι ελκυστική για τις μέλισσες, ιδιαίτερα κατά τις πρωινές ώρες και παρότι δεν κατατάσσεται στα φυτά υψηλής νεκταροέκκρισης, παράγει επαρκείς ποσότητες νέκταρος για να διατηρεί την κινητικότητα των συλλεκτριών.

Η γύρη της είναι ιδιαιτέρως σημαντική. Αν και απουσιάζουν άμεσες χημικές αναλύσεις για το συγκεκριμένο είδος, μελέτες σε συγγενικά είδη του γένους (Vicia sativa, V. villosa) δείχνουν υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες (>20%) και βασικά αμινοξέα (βλ. Roulston et al., 2000). Αυτή η γύρη χαρακτηρίζεται από υψηλή βιολογική αξία για την εκτροφή γόνου.

Η Vicia grandiflora προτείνεται ως φυτό αγρανάπαυσης, είτε σε καθαρές σπορές είτε σε μίγματα με άλλα ψυχανθή (π.χ. Trifolium spp.), για τη δημιουργία μελισσοκομικών βοσκοτόπων. Μπορεί να καλλιεργηθεί χωρίς απαιτήσεις σε νερό ή λίπανση, λειτουργώντας ως βιώσιμη παρέμβαση χαμηλού κόστους.

Έχει αρκετά οικολογικά και αγρονομικά οφέλη καθώς βελτιώνει τη δομή του εδάφους μέσω αζωτοδέσμευσης, συμβάλλει στη βιοποικιλότητα του τοπίου, λειτουργεί ως προστατευτικό κάλυμμα κατά της διάβρωσης, ενώ παρουσιάζει χαμηλές απαιτήσεις καλλιέργειας, ευνοώντας φιλικές προς το περιβάλλον πρακτικές.

Οι «μακρυμούστακες» άγριες μέλισσες

Καθώς προσπαθούσα να φωτογραφίσω το φυτό εντόπισα στο άνθος της και μία άγρια μέλισσα, του είδους Eucera (εικόνα 1). Ανοίκει στην ίδια οικογένεια με τη γνωστή μας μελιτοφόρα μέλισσα (Apis Mellifera), αλλά είναι αρκετά διαφορετική. Ξεχωρίζουν από τους πολύ μακριούς “μουστάκες” (κεραίες) – χαρακτηριστικό γνώρισμα του γένους και λατρεύουν τους βίκους. Έχουν την ικανότητα να πετούν σε πιο χαμηλές θερμοκρασίες από τις Apis mellifera, και συχνά πιο κοντά στο έδαφος.

Μακρυμούστακη αγριομέλισσα του γένους Eucera.

Σε αντίθεση με τις μελιτοφόρες μέλισσες οι μακρυμούστακες αγριομέλισσες είναι μοναχικές. Κάθε θηλυκό κατασκευάζει μόνο του τη φωλιά του, χωρίς κοινωνική δομή ή βασίλισσα. Συνήθως στο έδαφος, σε αμμώδη ή χαλαρά εδάφη. Οι θηλυκές ανοίγουν κάθε άνοιξη υπόγειους θαλάμους όπου τοποθετούν αποθέματα γύρης και αυγά.

Πολλά είδη του γένους Eucera είναι ειδικοί επικονιαστές (oligolectic bees) με σαφή προτίμηση στα ψυχανθή (π.χ. Vicia, Lathyrus, Trifolium). Ειδικοί επικονιαστές ή ολιγολεκτικές μέλισσες (oligolectic bees) ονομάζονται οι μέλισσες που συλλέγουν γύρη μόνο από έναν περιορισμένο αριθμό φυτικών ειδών, συνήθως εντός ενός μόνο γένους ή φυτικής οικογένειας. Έτσι έχουν κρίσιμο ρόλο σε συγκεκριμένες φυτοκοινωνίες, αφού είναι αποκλειστικοί ή κύριοι επικονιαστές.

Οι μακρυμούστακες αγριομέλισσες σκάβοντας στο έδαφος για να φτιάξουν τη φωλιά τους, συμβάλουν αερισμό του εδάφους αναστέλλοντας την πυκνότητα του, βοηθώντας το να παραμένει πιο αφράτο και πιο εύκολα διαπερατό για το νερό και τα θρεπτικά συστατικά.

Άνοιξη στο βουνό

Στο μελισσοκομείο στην Πίνδο, στα 550μ., κατά τους μήνες Δεκέμβριο και Ιανουάριο η χαμηλότερη θερμοκρασία που καταγράψαμε ήταν 2°C, κάτι που εδώ και 10 χρόνια που κάνουμε μετρήσεις δεν είχε ξανασυμβεί.

Άνοιξη στο μελισσοκομείο.

Έτσι, παρά το απογοητευτικό φθινόπωρο, τα μελίσσια βγήκαν απ’ το χειμώνα χωρίς απώλειες, προσμένοντας την άνοιξη. Φέτος αποφασίσαμε ένα μεγάλο μέρος του κοπαδιού να μεταφερθεί στον κάμπο για την πορτοκαλιά και τα υπόλοιπα να παραμείνουν στα ημιορεινά για το ρείκι και την κουτσουπιά.

Στον κάμπο οι πορτοκαλιές τα τελευταία χρόνια υπέφεραν από το μαύρο ακανθώδη αλευρώδη, επηρεάζοντας αρνητικά την παραγωγή, όμως επειδή φέτος φαίνονταν να ανακάμπτουν, αποφασίσαμε να κάνουμε μια μεταφορά.

Το μελισσοκομικό εργαστήριο.

Απ’ την άλλη στο βουνό οι ανθοφορίες μπορεί να μην έχουν την έκρηξη της πορτοκαλιάς, έχουν το πλεονέκτημα όμως ότι διαδέχονται η μία την άλλη μέχρι το καλοκαίρι όπου θα μεταφερθούν στα ορεινά για τα δασόμελα. Οι τελευταίες βροχές ήταν απαραίτητες και μας γεμίζουν αισιοδοξία. Ας έχουμε μια καλή μελισσοκομική χρονιά, με υγιή και δυνατά μελίσσια!

Φτωχή η φετινή άνοιξη

Έπειτα από ένα αρκετά δυνατό φθινόπωρο, το οποίο έδωσε την δυνατότητα στα μελίσσια να ξεχειμωνιάσουν με ικανοποιητικές προμήθειες, αλλά και έναν ήπιο χειμώνα, όπου είχαμε ελάχιστες απώλειες, αναμέναμε μια δυνατή άνοιξη.

Τα μελίσσια βγήκαν απ’ τον χειμώνα με μεγάλους πληθυσμούς με αποτέλεσμα να αναπτυχθούν γρήγορα και να είναι έτοιμα στην πορτοκαλιά. Οι θερμοκρασίες όμως παρέμειναν σχετικά χαμηλές (22-25°C) κατά το μεγαλύτερο μέρος της ανθοφορίας και έτσι η νεκταροέκκριση ήταν περιορισμένη.

Οι ιδανικές θερμοκρασίες για να δώσει μέλι η πορτοκαλιά είναι 28-32°C. Προς το τέλος της ανθοφορίας που πιάσαμε αυτές τις θερμοκρασίες είδαμε τις ζυγαριές να στέλνουν κάποια θετικά μηνύματα, όμως ήταν αργά πια για να ελπίζουμε σε κάποιο τρύγο.

Ένα μέρος των μελισσιών φορτώθηκε ήδη και μετακινήθηκε στα ορεινά ώστε να δουλέψει σε λαδανιές, φράξους, πουρνάρια όπου θα βρει γύρες. Τα υπόλοιπα προετοιμάζονται για τον έλατο, ο οποίος φαίνεται ότι θα είναι όψιμος φέτος.

Τρύγος στην πορτοκαλιά

Μέχρι το τέλος σχεδόν του 18ου αιώνα η εξαγωγή μελιού απ’ την κηρήθρα ήταν μία πολύ δύσκολη διαδικασία. Απαιτούσε την σύνθλιψη της κηρήθρας με αποτέλεσμα την καταστροφή της. Αυτό ανάγκαζε τις μέλισσες να ξαναχτίζουν απ’ την αρχή με αποτέλεσμα να σπαταλούν πολύ νέκταρ. Αρχικά η κυψέλη κινητών πλαισίων του Langstroth το 1852 και ο μελιτοεξαγωγέας που λειτουργούσε με τη μέθοδο της φυγοκέντρισης του Francesco De Hruschka που παρουσίασε το 1865 σε ένα μελισσοκομικό συνέδριο στην Τσεχία, άλλαξαν ριζικά την ιστορία της μελισσοκομίας.

P1060044-aΧειροκίνητος μελιτοεξαγωγέας τεσσάρων πλαισίων.

Λένε πως ο Hruschka συνέλαβε την ιδέα της εξαγωγής του μελιού με τη φυγόκεντρο δύναμη, παρακολουθώντας τον γιο του να παίζει με μία κηρήθρα, την οποία περιέστρεφε πάνω απ’ το κεφάλι του, με αποτέλεσμα να πετάγεται το μέλι. Έτσι εμπνεύστηκε τον μελιτοεξαγωγέα (αυτός στην εικόνα δεν διαφέρει και πολύ) ο οποίος δεν κατέστρεφε τις κηρήθρες, οι οποίες επέστρεφαν στα μελίσσια για να ξαναγεμίσουν αργότερα πάλι με μέλι.

P1050870-b

Με την ανθοφορία της πορτοκαλιάς να έχει φτάσει στο τέλος της και τα δέντρα κουρασμένα από τον βαρύ φετινό χειμώνα, να μην έχουν αποδώσει τα μέγιστα, αποφασίσαμε ό,τι πλαίσια με μέλι υπήρχαν στα μελίσσια να το τρυγήσουμε. Η επιλογή των πλαισίων γίνεται με βάση την ωριμότητα του μελιού. Όταν οι μέλισσες το φέρουν στην κατάλληλη μορφή, το σφραγίζουν. Τα πλαίσια τινάζονται ώστε να φύγουν οι μέλισσες, οι οποίες συνήθως αρνούνται να το εγκαταλείψουν. Αφού συλλέξουμε τα πλαίσια με ένα μαχαίρι απολεπισμού ή πυρούνα ξεσφραγίζονται και μπαίνουν στον μελιτοεξαγωγέα.

P1060046-cΜαχαίρι απολεπίσματος με το οποίο ξεσφραγίζεται η κηρήθρα ώστε να απελευθερωθεί το μέλι.

Εκεί τα πλαίσια αρχίζουν να περιστρέφονται, αρχικά αργά γιατί λόγω του βάρους του μελιού υπάρχει κίνδυνος να ξεκολλήσουν οι κηρήθρες. Το μέλι ρέει από μια κάνουλα και συλλέγεται σε ένα βαρέλι αφού πρώτα περάσει από μία σήτα όπου φιλτράρεται από ξένα σώματα (κεριά, τυχόν μέλισσες κτλ).

P1060047-dΧειροκίνητος μελιτοεξαγωγέας εν λειτουργία. Το μέλι, καθώς περιστρέφεται το πλαίσιο, τινάζεται στα τοιχώματα και μαζεύεται στη βάση.

Το μέλι στη συνέχεια πρέπει να ωριμάσει για περίπου 20 μέρες και να γίνει η διαύγαση. Στο μέλι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο απ’ το λάδι. Λόγω του ειδικού του βάρους οτιδήποτε ξένο ανεβαίνει στην επιφάνεια (στο λάδι πηγαίνει στον πάτο). Έτσι είτε το αφαιρούμε με μία κουτάλα, είτε αντλούμε από κάτω.

P1060111-e

Η πορτοκαλιά δίνει ένα ανοιχτόχρωμο αρωματικό πολύ γλυκό μέλι. Φέτος όμως είναι η τρίτη συνεχόμενη χρονιά που δεν δίνει αποδόσεις στην Άρτα. Έτσι το μέλι έχει μια πιο ήπια γεύση κλασικού ελληνικού ανοιξιάτικου ανθόμελου.