Θαλάσσιο ερύγγιο

Το θαλάσσιο ερύγγιο (Eryngium maritimum) είναι ένα ακανθώδες, πολυετές φυτό, με έντονο μελισσοκομικό ενδιαφέρον, που συναντάται κυρίως σε αμμώδεις παραλίες και αμμοθίνες της Μεσογείου.

 

Είναι γνωστό σε πολλές περιοχές και ως «γαλανόχορτο», «θάλασσιος ελαιόπρινος», «ηρύγγιον το παράλιον», «κροκοδείλεον», «ερύγγιο» κ.α. Χαρακτηρίζεται από τα ιδιαίτερα αγκαθωτά φύλλα του, που έχουν ασημοπράσινη απόχρωση και οδοντωτές άκρες, καθώς και από τα εντυπωσιακά μπλε-μωβ άνθη του που σχηματίζονται κατά τους θερινούς μήνες.

Το θαλάσσιο ερύγγιο προσελκύει πληθώρα επικονιαστών, ιδιαίτερα μέλισσες, καθώς αποτελεί αξιόπιστη πηγή νέκταρος και γύρης (κρεμ χρώματος), ακόμα και σε ξηρές καιρικές συνθήκες, όπου άλλα φυτά μειώνουν την ανθοφορία τους. Έτσι, συνεισφέρει σημαντικά στη διατήρηση της μελισσοπανίδας και αποτελεί σημαντικό καλοκαιρινό μελισσοκομικό φυτό για παράκτιες περιοχές.

Εκτός όμως από την μελισσοκομική του αξία, το θαλάσσιο ερύγγιο είναι γνωστό από την αρχαιότητα και για τις παραδοσιακές του φαρμακευτικές ιδιότητες. Ο Διοσκουρίδης το αναφέρει ως «κροκοδείλεον», κι αναφέρεται στις φαρμακευτικές του ιδιότητες ως αιματαγωγό για τα ρουθούνια της μύτης αλλά κι ως ωφέλιμο για τη σπλήνα.

Χρησιμοποιείται επίσης ως ήπιο διουρητικό και τονωτικό του ουροποιητικού συστήματος, ενώ σε παλαιότερες εποχές πιστευόταν ότι ανακουφίζει και από μικρά οιδήματα ή προβλήματα πέψης. Σήμερα, η χρήση του είναι περιορισμένη, όμως εξακολουθεί να εκτιμάται στη λαϊκή βοτανοθεραπεία σε ορισμένες περιοχές.

Πέρα από τη θεραπευτική του χρήση, το φυτό παίζει και οικολογικό ρόλο, καθώς συγκρατεί την άμμο και συμβάλλει στη σταθερότητα των παράκτιων θινών. Λόγω της συνεχούς υποβάθμισης των αμμοθινών, το θαλάσσιο ερύγγιο είναι προστατευόμενο είδος σε πολλές χώρες και η συλλογή του από το φυσικό του περιβάλλον απαγορεύεται ή περιορίζεται αυστηρά.

Η καλλιέργεια του φυτού για καλλωπιστικούς ή μελισσοκομικούς σκοπούς αποτελεί μια εναλλακτική λύση, καθώς είναι ανθεκτικό στην ξηρασία και την αλατότητα και μπορεί να φυτευτεί σε φτωχά, αμμώδη εδάφη.

Το θαλάσσιο ερύγγιο είναι ένα μοναδικό φυτό της παραλίας που συνδυάζει καλλωπιστική αξία, οικολογική σημασία, φαρμακευτικές ιδιότητες και προσφέρει σημαντική βοήθεια στους μελισσοκόμους και στις μέλισσες, ειδικά το καλοκαίρι.

Η Αγριοκρανιά (Cornus sanguinea)

Η Αγριοκρανιά, γνωστή και ως Βυζοκρανιά, Μαυροβέργι, Μαυροβέργια, Θηλυκράνεια, είναι ένας ιθαγενής φυλλοβόλος θάμνος της Ευρώπης, ο οποίος συναντάται συχνά στην ελληνική ύπαιθρο, σε ημιορεινές και δασικές περιοχές, κυρίως της κεντρικής και βόρειας Ελλάδας.

Ανήκει στην οικογένεια Cornaceae και σε πλήρη ανάπτυξη φτάνει τα πέντε μέτρα, ενώ η διάμετρος του τα τρία μέτρα. Οι βλαστοί του φυτού είναι λεπτοί, ευλύγιστοι και ισχυροί, ενώ το φθινόπωρο αποκτούν ένα έντονο έρυθρο-καστανό χρώμα το οποίο διατηρούν καθ’ όλη τη διάρκεια του χειμώνα. Έχει εξαιρετική αντοχή στις ξηροθερμικές συνθήκες του καλοκαιριού καθώς και στο ψύχος και τον παγετό. 

Η Αγριοκρανιά λειτουργεί υποστηρικτικά στη μελισσοκομία καθώς δεν συγκαταλέγεται στα κύρια μελισσοκομικά φυτά, ωστόσο, η συμβολή της δεν είναι αμελητέα. Δίνει νέκταρ, αλλά σε μέτριες ποσότητες, η παραγωγή του οποίου εξαρτάται από τη θερμοκρασία και την ηλιοφάνεια κατά την περίοδο ανθοφορίας αλλά και την υγρασία του εδάφους. Την Αγριοκρανιά επισκέπτονται και διάφορα είδη άγριων μελισσών.

 

Προσφέρει επίσης ποιοτική γύρη, σε σχετικά καλές ποσότητες, η οποία είναι σημαντική για την ενίσχυση του γόνου κατά την άνοιξη. Η γύρη της είναι ανοιχτού κίτρινου ή μπεζ χρώματος και θεωρείται πλούσια σε πρωτεΐνες και αμινοξέα. Η ανθοφορία της ξεκινάει από τα τέλη Απριλίου και φτάνει μέχρι και τις αρχές Ιουνίου.

Η αγριοκρανιά έχει βαθιές ρίζες στον λαϊκό πολιτισμό, ιδιαίτερα στις αγροτικές κοινότητες. Το ξύλο της είναι εξαιρετικά σκληρό και χρησιμοποιούνταν για καμάκια, κοντάρια, καρφιά και εργαλεία. Εξαιτίας αυτής της ιδιότητας, συνδέθηκε με σκληρότητα και «ανθεκτικότητα» στη λαϊκή σοφία. Γενικότερα το ξύλο του γένους Cornus ήταν περιζήτητο για την κατασκευή πολεμικών εργαλείων λόγω της υψηλής πυκνότητας και αντοχής του.

Η αγριοκρανιά χρησιμοποιούνταν σε φυσικά όρια κτημάτων λόγω της ανθεκτικότητας και της πυκνής κόμης της. Οι καρποί της αποτελούν βασική τροφή για πολλά είδη πουλιών, ιδιαίτερα τον χειμώνα. Συμπερασματικά αν και δεν συγκαταλέγεται στα κύρια μελισσοκομικά φυτά, ωστόσο διαδραματίζει σημαντικό υποστηρικτικό ρόλο στο οικοσύστημα και στη διατροφή των μελισσών.

Ανθεμίς, μαργαρίτα η λευκή

Η Anthemis maritima, γνωστό και ως Μαργαρίτα λευκή ή Ανθέμις, είναι ένα φυτό που ανήκει στην οικογένεια Asteraceae και συναντάται σε περιοχές μεσογειακού κλίματος, κυρίως σε παράκτιες περιοχές και αμμώδη εδάφη.

Είναι ένα πολυετές φυτό που μπορεί να φτάσει σε ύψος τα 40-50 εκ. και διαθέτει χαρακτηριστικά λευκά άνθη, τα οποία αναπτύσσονται σε μορφή κεφαλής (διπλό άνθος) και είναι σε σχήμα μαργαρίτας. Από μελισσοκομική άποψη, το Anthemis maritima παρουσιάζει δυνητικό ενδιαφέρον για τους εξής λόγους: τα άνθη του παράγουν νέκταρ, η ποσότητα και η ποιότητα του οποίου ενδέχεται να ποικίλλουν ανάλογα με τις εδαφοκλιματικές συνθήκες και το στάδιο ανάπτυξης του φυτού.

Τα κίτρινα κεντρικά ανθίδια αποτελούν πηγή γύρης, η οποία είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη των μελισσών. Η ανθοφορία κατά την ανοιξιάτικη και πρώιμη καλοκαιρινή περίοδο συμπίπτει με την περίοδο μέγιστης ανάπτυξης των μελισσοσμηνών και την ανάγκη για αυξημένες ποσότητες τροφής. Η παρουσία της Anthemis maritima μπορεί να συμβάλει στην ενίσχυση των μελισσοσμηνών πριν από την κύρια ανθοφορία.

Αν και δεν υπάρχουν εκτεταμένες αναφορές για την παραγωγή μονοανθικού μελιού από Anthemis maritima, η παρουσία του σε περιοχές με περιορισμένη ανθοφορία άλλων ειδών θα μπορούσε θεωρητικά να οδηγήσει στην παραγωγή μελιού με διακριτικά οργανοληπτικά χαρακτηριστικά.

Αξιοσημείωτο είναι ότι η Anthemis maritima προσελκύει και άλλους επικονιαστές ενισχύοντας τη βιοποικιλότητα της περιοχής. Η καλλιέργεια και η διατήρηση του φυτού σε μελισσοκομικές περιοχές ενισχύει τη συνολική οικολογική ισορροπία, δημιουργώντας ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη και την προστασία των τοπικών οικοσυστημάτων.

Βίκα η μεγαλόανθος

Η Vicia grandiflora Scop. (είδος αγριόβικου) γνωστή και ως «Βίκα η μεγαλόανθος», είναι ένα ετήσιο ή διετές ποώδες φυτό της οικογένειας Fabaceae, αυτοφυές σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης και της δυτικής Ασίας. Στην Ελλάδα απαντάται ευρέως σε χέρσες εκτάσεις, άκρες δρόμων και ελαφρώς καλλιεργούμενες περιοχές. Βοηθάει στην ανοιξιάτικη ανάπτυξη των μελισσών, ιδιαίτερα σε περιοχές με φτωχή φυσική χλωρίδα.

Τα χαρακτηριστικά απρο-κίτρινα, έντονα άνθη της εμφανίζονται από Απρίλιο έως και Ιούνιο, προσφέροντας ζωτικό πρώιμο νέκταρ και γύρη. Το φυτό φτάνει σε ύψος 30–70 cm και προτιμά ηλιόλουστες θέσεις με μέτρια υγρασία. Ανήκει στα ψυχανθή που σχηματίζουν συμβιωτική σχέση με αζωτοδεσμευτικά βακτήρια (Rhizobium spp.), βελτιώνοντας την ποιότητα του εδάφους στο οποίο αναπτύσσονται.

Μελισσοκομική Αξία

Η Vicia grandiflora είναι ελκυστική για τις μέλισσες, ιδιαίτερα κατά τις πρωινές ώρες και παρότι δεν κατατάσσεται στα φυτά υψηλής νεκταροέκκρισης, παράγει επαρκείς ποσότητες νέκταρος για να διατηρεί την κινητικότητα των συλλεκτριών.

Η γύρη της είναι ιδιαιτέρως σημαντική. Αν και απουσιάζουν άμεσες χημικές αναλύσεις για το συγκεκριμένο είδος, μελέτες σε συγγενικά είδη του γένους (Vicia sativa, V. villosa) δείχνουν υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες (>20%) και βασικά αμινοξέα (βλ. Roulston et al., 2000). Αυτή η γύρη χαρακτηρίζεται από υψηλή βιολογική αξία για την εκτροφή γόνου.

Η Vicia grandiflora προτείνεται ως φυτό αγρανάπαυσης, είτε σε καθαρές σπορές είτε σε μίγματα με άλλα ψυχανθή (π.χ. Trifolium spp.), για τη δημιουργία μελισσοκομικών βοσκοτόπων. Μπορεί να καλλιεργηθεί χωρίς απαιτήσεις σε νερό ή λίπανση, λειτουργώντας ως βιώσιμη παρέμβαση χαμηλού κόστους.

Έχει αρκετά οικολογικά και αγρονομικά οφέλη καθώς βελτιώνει τη δομή του εδάφους μέσω αζωτοδέσμευσης, συμβάλλει στη βιοποικιλότητα του τοπίου, λειτουργεί ως προστατευτικό κάλυμμα κατά της διάβρωσης, ενώ παρουσιάζει χαμηλές απαιτήσεις καλλιέργειας, ευνοώντας φιλικές προς το περιβάλλον πρακτικές.

Οι «μακρυμούστακες» άγριες μέλισσες

Καθώς προσπαθούσα να φωτογραφίσω το φυτό εντόπισα στο άνθος της και μία άγρια μέλισσα, του είδους Eucera (εικόνα 1). Ανοίκει στην ίδια οικογένεια με τη γνωστή μας μελιτοφόρα μέλισσα (Apis Mellifera), αλλά είναι αρκετά διαφορετική. Ξεχωρίζουν από τους πολύ μακριούς “μουστάκες” (κεραίες) – χαρακτηριστικό γνώρισμα του γένους και λατρεύουν τους βίκους. Έχουν την ικανότητα να πετούν σε πιο χαμηλές θερμοκρασίες από τις Apis mellifera, και συχνά πιο κοντά στο έδαφος.

Μακρυμούστακη αγριομέλισσα του γένους Eucera.

Σε αντίθεση με τις μελιτοφόρες μέλισσες οι μακρυμούστακες αγριομέλισσες είναι μοναχικές. Κάθε θηλυκό κατασκευάζει μόνο του τη φωλιά του, χωρίς κοινωνική δομή ή βασίλισσα. Συνήθως στο έδαφος, σε αμμώδη ή χαλαρά εδάφη. Οι θηλυκές ανοίγουν κάθε άνοιξη υπόγειους θαλάμους όπου τοποθετούν αποθέματα γύρης και αυγά.

Πολλά είδη του γένους Eucera είναι ειδικοί επικονιαστές (oligolectic bees) με σαφή προτίμηση στα ψυχανθή (π.χ. Vicia, Lathyrus, Trifolium). Ειδικοί επικονιαστές ή ολιγολεκτικές μέλισσες (oligolectic bees) ονομάζονται οι μέλισσες που συλλέγουν γύρη μόνο από έναν περιορισμένο αριθμό φυτικών ειδών, συνήθως εντός ενός μόνο γένους ή φυτικής οικογένειας. Έτσι έχουν κρίσιμο ρόλο σε συγκεκριμένες φυτοκοινωνίες, αφού είναι αποκλειστικοί ή κύριοι επικονιαστές.

Οι μακρυμούστακες αγριομέλισσες σκάβοντας στο έδαφος για να φτιάξουν τη φωλιά τους, συμβάλουν αερισμό του εδάφους αναστέλλοντας την πυκνότητα του, βοηθώντας το να παραμένει πιο αφράτο και πιο εύκολα διαπερατό για το νερό και τα θρεπτικά συστατικά.

Δάφνη (Laurus nobilis)

Η Δάφνη (Laurus nobilis), γνωστή και ως βαγιά, δάφνη, δαφνολιά και φυλλάδα είναι ένα αειθαλές αρωματικό φυτό που απαντάται αυτοφυές στην Ελλάδα, ενώ καλλιεργείται συχνά και ως καλλωπιστικό. Από μελισσοκομική σκοπιά, θεωρείται αξιόλογο φυτό, καθώς προσφέρει τόσο νέκταρ όσο και γύρη στις μέλισσες, συμβάλλοντας στην υποστήριξη των μελισσιών, ιδιαίτερα σε πρώιμες ανοιξιάτικες περιόδους.

Η δάφνη ως μελισσοκομικό φυτό.

Η δάφνη ανθίζει συνήθως από τον Μάρτιο έως τον Απρίλιο, μερικές φορές και μέχρι τον Μάιο, ανάλογα με τις κλιματικές συνθήκες και την περιοχή. Τα άνθη της είναι μικρά, κίτρινα και εμφανίζονται σε ταξιανθίες. Η περίοδος ανθοφορίας της την καθιστά σημαντική για τις μέλισσες, καθώς συμπίπτει με την αρχή της άνοιξης, όταν τα μελίσσια χρειάζονται πόρους για την ανάπτυξη του γόνου.

Η δάφνη παράγει νέκταρ σε μέτριες ποσότητες. Δεν θεωρείται από τα φυτά με την υψηλότερη νεκταροέκκριση, όπως πχ η πορτοκαλιά, αλλά η προσφορά της είναι σταθερή και χρήσιμη, ιδιαίτερα σε περιοχές όπου υπάρχει έλλειψη άλλων ανθοφοριών την ίδια εποχή. Η ποσότητα και η ποιότητα του νέκταρος εξαρτώνται από παράγοντες όπως η υγρασία, η θερμοκρασία και το έδαφος, με τις υγρές και ήπιες καιρικές συνθήκες να ευνοούν την έκκρισή του.

Η γύρη που παράγει η δάφνη είναι πορτοκαλί ή κιτρινοπράσινη στο χρώμα και θεωρείται αρκετά θρεπτική για τις μέλισσες. Είναι ιδιαίτερα πολύτιμη την άνοιξη, καθώς βοηθά στην εκτροφή του γόνου και στην ενίσχυση του πληθυσμού των μελισσιών. Η ποσότητα της γύρης είναι επίσης μέτρια, αλλά η σταθερή διαθεσιμότητά της την καθιστά σημαντική πηγή τροφής.

Το μέλι που προκύπτει από τη δάφνη, αν και πολύ σπάνια παράγεται σε καθαρή μορφή λόγω της ταυτόχρονης ανθοφορίας άλλων φυτών, έχει απαλή γεύση και αρωματικό χαρακτήρα. Η δάφνη δεν είναι από τα κύρια μελισσοκομικά φυτά που οδηγούν σε μεγάλη παραγωγή μελιού, όπως για παράδειγμα τα εσπεριδοειδή. Ωστόσο, η αξία της έγκειται στο ότι καλύπτει τις ανάγκες των μελισσιών σε μια μεταβατική περίοδο, πριν από τις μεγάλες ανοιξιάτικες και καλοκαιρινές ανθοφορίες. Επιπλέον, είναι ανθεκτικό φυτό που ευδοκιμεί σε ποικιλία εδαφών και κλιμάτων, ακόμα και σε ξηρές ή παραθαλάσσιες περιοχές, γεγονός που το καθιστά διαθέσιμο σε πολλές περιοχές.

Η δάφνη στην μυθολογία.

Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, η δάφνη έγινε το ιερό φυτό του Απόλλωνα. Υπάρχουν πολλές εκδοχές του μύθου στον οποίο εμφανίζεται, αλλά η γενική αφήγηση, που βρίσκεται στην ελληνορωμαϊκή μυθολογία, είναι ότι οφείλεται σε κατάρα που έγινε από τη σφοδρή οργή του θεού Έρως, γιου της Αφροδίτης, στον θεό Απόλλωνα (Φοίβος ), έγινε το απρόθυμο αντικείμενο του έρωτα του Απόλλωνα, ο οποίος την κυνήγησε παρά τη θέλησή της.

Η νύμφη Δάφνη, που προσπάθησε να ξεφύγει από την ερωτική καταδίωξη του Απόλλωνα, μεταμορφώθηκε από τον πατέρα της, τον ποταμό Πηνειό, σε δέντρο δάφνης για να γλιτώσει. Ο Απόλλωνας, απογοητευμένος αλλά και με σεβασμό προς τη Δάφνη, όρισε το φυτό ως ιερό του, υπόσχόμενος ότι θα το τιμά αιώνια.

Στους Πυθιακούς Αγώνες, που γίνονταν κάθε τέσσερα χρόνια στους Δελφούς προς τιμή του Απόλλωνα, δόθηκε ως έπαθλο ένα δάφνινο στεφάνι που συγκεντρώθηκε από την κοιλάδα των Τεμπών στη Θεσσαλία. Ως εκ τούτου, αργότερα έγινε συνήθεια να απονέμονται βραβεία με τη μορφή δάφνινο στεφάνων σε νικητές στρατηγούς, αθλητές, ποιητές και μουσικούς, που φοριούνται ως τετράγωνο στο κεφάλι. Ο βραβευμένος ποιητής είναι ένα γνωστό σύγχρονο παράδειγμα ενός τέτοιου βραβευμένου, που χρονολογείται από την πρώιμη Αναγέννηση στην Ιταλία.

Η δάφνη στο φαγητό.

Η δάφνη χρησιμοποιείται συχνά στη μαγειρική των οσπρίων, ιδιαίτερα στην ελληνική κουζίνα, αλλά και σε άλλες μεσογειακές και διεθνείς παραδόσεις. Τα αποξηραμένα φύλλα της προστίθενται σε συνταγές με φασόλια, φακές, ρεβίθια ή άλλα όσπρια για να δώσουν ένα διακριτικό, αρωματικό τόνο στη γεύση τους.

Πέρα από τη γεύση, υπάρχει η λαϊκή πεποίθηση ότι η δάφνη βοηθά στην πέψη των οσπρίων και μειώνει το φούσκωμα, αν και αυτό δεν έχει αποδειχθεί επιστημονικά. Η χρήση της στα όσπρια είναι μια παράδοση που κληροδοτήθηκε από την Αρχαιότητα, όπου το φυτό είχε ήδη θέση στη μαγειρική.

Κυπαρίσσι

Το κυπαρίσσι είναι ένα ψηλό κωνοφόρο, αειθαλές δέντρο που μπορεί να φτάσει μέχρι και τα 30μ. Όπως όλα τα Γυμνόσπερμα, δεν σχηματίζει τυπικά άνθη, αλλά μικρούς αρσενικούς ίουλους, που φέρουν τη γύρη που διασπείρεται με τον άνεμο, και θηλυκούς κώνους. Αυτή την εποχή οι μέλισσες ίσως και λόγω έλλειψης άλλων πηγών, συλλέγουν τη γύρη του.

Σύμφωνα με το μύθο την ονομασία του την οφείλει στον Κυπάρισσο από την Κω που τον μεταμόρφωσε ο θεός Απόλλωνας σε δέντρο έτσι ώστε να παραμείνει αθάνατος, μαζί και η θλίψη του μετά από το θάνατο του αγαπημένου του ελαφιού. Έτσι σύμφωνα με αυτή την άποψη έμεινε ως πένθιμο δέντρο και φυτεύεται σε κοιμητήρια.

Από μελισσοκομικής άποψης, δεν έχει μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς δεν δίνει νέκταρ αλλά αποκλειστικά γύρη, χαμηλού πρωτεϊνικού προφίλ, την οποία όμως οι μέλισσες κυνηγούν καθώς την εποχή που ανθίζει (Φεβρουάριο), δεν υπάρχουν πολλές εναλλακτικές. Παρ’ όλα αυτά οι περισσότεροι μελισσοκόμοι το συμπαθούν και συχνά θα το βρει κανείς φυτεμένο στα μελισσοκομεία, γιατί τα φύλλα του χρησιμοποιούνται στο καπνιστήρι μιας και δίνουν ωραίο άρωμα, κρυώνουν τον καπνό και αποτέπουν τυχόν σπίθες που μπορεί να κάψουν τα φτερά των μελισσών.

Μέλισσες στην ελιά, δύσκολη χρονιά.

Σήμερα παρατήρησα μέλισσες σε μία βρώσιμη ελιά που βρίσκεται κοντά στο μελισσοκομείο και αυτό σίγουρα δεν ήταν καλό. Η ελιά είναι ένα καρποφόρο που δεν έχει κανένα μελισσοκομικό ενδιαφέρον μιας και το νέκταρ της δεν είναι ελκυστικό για τις μέλισσες.

Ανθίζει κατά τα μέσα Απριλίου έως και τέλος Μαΐου ανάλογα με το υψόμετρο της περιοχής. Πλησιάζοντας για να δω τι ακριβώς κάνουν οι μέλισσες στα άνθη της, παρατήρησα ότι συνέλεγαν μια κίτρινη γύρη. Λένε πως για να πάνε μέλισσες στην ελιά πρέπει να είναι απελπισμένες. Να πεινάνε και να μην υπάρχουν άλλα γυρεογόνα φυτά ανθισμένα. Χωρίς άλλες επιλογές επισκέπτονται τις αγριελιές και ορισμένες βρώσιμες ποικιλίες, όπως στη φωτογραφία.

Οι παλιοί συνήθιζαν να λένε «μέλισσες στην ελιά, δύσκολη χρονιά». Και πράγματι η φετινή χρονιά είναι μια απ’ τις χειρότερες των τελευταίων ετών, τουλάχιστον για την Δυτική Ελλάδα. Απίστευτη ανομβρία που διήρκεσε σχεδόν δύο μήνες και μάλιστα μέσα στην άνοιξη σε συνδυασμό με σκόνη που στεγνώνει το νέκταρ. Με όλη τη χορτονομή ξερή και το άνθος της πορτοκαλιάς να έχει πέσει πλέον, είναι λογικό οι μέλισσες να καταφεύγουν όπου βρουν ώστε να συντηρηθούν.

Η μανταρινιά

Η σημαντικότερη ανθοφορία της άνοιξης είναι αυτή των εσπεριδοειδών. Είναι αυτή που θα διεγείρει περισσότερο τα μελίσσια ώστε να αναπτυχθούν και αρκετές φορές θα δώσει και ένα πολύ φίνο ανοιχτόχρωμο μέλι.

Είναι γνωστό ότι αν οι μέλισσες είχαν διαθέσιμες ταυτόχρονα όλες τις ανθοφορίες και μελιτοφορίες, εκεί που θα επέλεγαν να πάνε πρώτα θα ήταν τα εσπεριδοειδή. Στη χώρα μας καλλιεργούνταν κατά κύριο λόγο πορτοκαλιές, όμως τα τελευταία χρόνια και λόγω της πτώσης της τιμής του πορτοκαλιού, αρκετοί παραγωγοί στράφηκαν στις λεμονιές, στις μανταρινιές, αλλά και σε άλλα εσπεριδοειδή.

Η μανταρινιά είναι ένα δέντρο αρκετά ευαίσθητο στο ψύχος. Αναπτύσσεται σε ηλιόλουστες και προστατευμένες από τους δυνατούς ανέμους και τον παγετό θέσεις φύτευσης. Η ιστορία του φρούτου ανάγεται πριν από τρεις χιλιάδες χρόνια, στην Κίνα. Λέγεται ότι τα γευστικά φρούτα πήραν το όνομά τους από τους Μανδαρίνους, τους ανώτερους κρατικούς λειτουργούς της κινεζικής αυτοκρατορίας, εξαιτίας του χρώματος που είχαν οι στολές τους αλλά και γιατί αντάλλασσαν τα φρούτα αυτά ως δώρα.

Τα μανταρίνια Κλημεντίνες πήραν το όνομα τους από τον μοναχό Clement Rodier (1829 – 1904) που εντόπισε την συγκεκριμένη ποικιλία στην Αλγερία. Είναι συνήθως άσπορα, μικρού σχετικά μεγέθους. Είναι διαθέσιμα από τον Νοέμβριο έως τα τέλη Φεβρουαρίου με τις μεγαλύτερες ποσότητες τον Ιανουάριο. Είναι τα εσπεριδοειδή που προτιμούν τα παιδιά. Ο Ρώσος ναύαρχος Λογγίνος Χέιδεν φέρεται να έφερε πρώτος το μανταρίνι στη χώρα μας.

Το νέκταρ της μανταρινιάς, όπως και των υπόλοιπων εσπεριδοειδών, είναι ιδιαίτερα ελκυστικό για τις μέλισσες. Από αυτό το νέκταρ προκύπτει ένα ανοιχτόχρωμο κίτρινο, λεπτόρρευστο, εξαιρετικά αρωματικό μέλι, που κρυσταλλώνει σχετικά γρήγορα (1-3 μήνες). Φημίζεται για την αγχολυτική και καταπραϋντική του δράση. Είναι πλούσιο σε εσπερίνη, μία ιδιαίτερα αντιοξειδωτική ουσία, πολύ θρεπτικό και ιδιαίτερα πλούσιο σε ιχνοστοιχεία ενώ διαθέτει ιδιαίτερα καλά οργανοληπτικά συστατικά. Δίνει επίσης γύρη χρώματος καφεπορτοκαλί σε μικρές ποσότητες. Ανθίζει Απρίλιο – Μάιο.

Η μουσμουλιά

Η μουσμουλιά (επιστ. Εριοβοτρύα η ιαπωνική, Eriobotrya japonica) είναι δέντρο αειθαλές, ιθαγενές της Κίνας και Ιαπωνίας, που φτάνει τα 8 μέτρα. Γνωστή και ως μεσπιλέα (Πελοπόννησος), νεσπολιά ή νοσπολιά (Κέρκυρα), δεσπολιά (Κρήτη) και μεσπιλιά (Κύπρος) έχει μεγάλα δερματώδη, σκληρά πράσινα φύλλα.

Τα άνθη της είναι λευκοκίτρινα με χαρακτηριστική ευχάριστη οσμή πικραμύγδαλου. Η ανθοφορία της ξεκινάει το Νοέμβριο και διαρκεί μέχρι και τον Γενάρη ανάλογα με την περιοχή. Θεωρείται θαυμάσιο μελισσοκομικό φυτό, μιας και ανθίζει σε μια εποχή που δεν υπάρχουν πολλές επιλογές για τις μέλισσες. Οι τελευταίες έλκονται ιδιαίτερα απ’ τα άνθη της, όμως η εκμετάλλευση της εξαρτάται από τις θερμοκρασίες της εποχής.

Η μουσμουλιά δίνει και νέκταρ αλλά και γύρη, χρώματος ωχρόλευκου ή θαμπού μπεζ. Είναι πολύ ανθεκτική στη ζέστη αλλά και το κρύο, αντέχει μέχρι και – 12 βαθμούς. Πολλαπλασιάζεται εύκολα, ενώ έχει και γρήγορη ανάπτυξη. Στην Ελλάδα καλλιεργείται μαζί με άλλα δέντρα και σπανίως συστηματικά, όμως τα τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον για τη μουσμουλιά έχει αναζωπυρωθεί καθώς παράγει φρούτα (τα μούσμουλα) σε μια εποχή που υπάρχει έλλειμμα από φρέσκα φρούτα.

Τα μούσμουλα έχουν γλυκιά και πικάντικη γεύση. Τα καταναλώνουμε και ωμά και αποξηραμένα, ενώ μπορούμε να φτιάξουμε και νόστιμες μαρμελάδες αλλά και λικέρ. Η καρποφορία του δέντρου αρχίζει από τον 5ο – 6ο χρόνο. Πλήρη παραγωγή έχουμε μετά το 10ο και για περίπου 40 χρόνια.

Δενδρολίβανο: ένα σπουδαίο μελισσοκομικό φυτό.

Το δενδρολίβανο (αρχ. ελλ. ἀπόσπληνος), γνωστό και ως αρισμαρί, στην Κύπρο, αλλά και ροσμαρίνι, δυοσμαρίνι, αρισμαρές, λιβανόδενδρο, λασμάρι κ.α., είναι ένας αρωματικός, αειθαλής θάμνος ο οποίος ανήκει στο γένος Ροσμαρίνος και στην οικογένεια των Χειλανθών.

Η λατινική ονομασία του φυτού Rosmarinus σημαίνει δροσιά της θάλασσας και είναι σύνθετη από τις λέξεις ros (δροσιά) και marinus (θαλάσσιος), γιατί πιστευόταν ότι το φυτό μπορεί να αναπτυχθεί χωρίς πότισμα, αρκούμενο μόνο στην υγρασία που έρχεται από τη θάλασσα. Περιέχει τανίνη και αιθέριο έλαιο, το οποίο εξάγεται με απόσταξη κυρίως από τις κορυφές των ανθοφόρων βλαστών.

Είναι πυκνόφυλλος και πολύκλαδος θάμνος με ύψος που δε ξεπερνά τα 2 μέτρα. Τα φύλλα του είναι δερματώδη, μικρά , γραμμοειδή έχουν έντονο ευχάριστο άρωμα που θυμίζει αυτό του τσαγιού και μοιάζουν με πευκοβελόνες. Τα άνθη βρίσκονται κατά ομάδες και βγαίνουν στις μασχάλες των φύλλων. Το χρώμα τους είναι μοβ, κυανόλευκο ή και λευκό. Δεν έχει ιδιαίτερη ανάγκη από πότισμα και μπορεί να φυτρώσει και σε βραχώδεις ορεινές περιοχές. Οι τρυφεροί βλαστοί και τα φύλλα του δενδρολίβανου χρησιμοποιούνται ως αρωματικό σε πολλά φαγητά. Στα ψητά δίνει μία ιδιαίτερη γεύση η οποία είναι ελαφρώς πικρή και λίγο καυτερή.

Θεωρείται σπουδαίο μελισσοκομικό φυτό και οι λόγοι γι αυτό είναι αρκετοί. Έχει πολύ μεγάλης διάρκειας ανθοφορία, η οποία παρουσιάζει δύο μεγάλες κορυφώσεις, μία το φθινόπωρο, κατά τους μήνες Οκτώβρη και Νοέμβρη, αλλά και μία στην καρδιά της άνοιξης, τον Απρίλιο. Τα άνθη του προτιμώνται ιδιαίτερα από τις μέλισσες και γίνονται πηγή για την παραγωγή μελιού. Αυτό όμως που κάνει ακόμα πιο σπουδαία την ανθοφορία του είναι το γεγονός ότι παραμένει ανθισμένο καθ ‘όλη τη διάρκεια του χειμώνα, σε μια περίοδο που οι μέλισσες δεν έχουν άλλες επιλογές τροφής.

Το δενδρολίβανο παρουσιάζει μεγάλη ανθεκτικότητα στις δυσμενείς καιρικές συνθήκες του χειμώνα, ενώ τα άνθη του δεν επηρεάζονται από τους ανέμους ή τις χαμηλές θερμοκρασίες. Ακόμη και το χιόνι και οι βροχές αλλά και ο παγετός ελάχιστα το επηρεάζουν καθώς όταν βγει και πάλι ο ήλιος προσφέρει απλόχερα τη γύρη του. Γι αυτό που είναι γνωστό όμως είναι κυρίως για το πλούσιο νέκταρ του, το οποίο δίνει ένα χρυσοκίτρινο εκλεκτό μέλι με χαρακτηριστικό άρωμα.

Για τους μελισσοκόμους που διατηρούν σταθερά μελισσοκομεία αλλά και στα μελισσοκομεία που χρησιμοποιούνται για το ξεχειμώνιασμα, το δεντρολίβανο αποτελεί μια απ’ τις πρώτες επιλογές φύτευσης. Εκτός όλων των παραπάνω, είναι γενικά χαμηλός θάμνος, και αυτό δίνει τη δυνατότητα να δημιουργηθούν μελισσοκομεία με έντονη ηλιοφάνεια, παράγοντας πολύ σημαντικός στο ξεχειμώνιασμα.

με στοιχεία από Wikipedia