Την ώρα που μελέτες του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών που δημοσιεύτηκαν μόλις την προηγούμενη εβδομάδα προειδοποιούν ότι απαιτείται άμεσα επείγουσα και συλλογική δράση, οι πετρελαϊκές εταιρείες αναφέρουν αστρονομικά κέρδη σύμφωνα με την Guardian.
Έπειτα από μια σειρά πολύ σοβαρών αναφορών ο διακεκριμένος Σουηδός επιστήμονας Γιόχαν Ρόκστρεμ δήλωσε ότι απαιτείται συλλογική δράση από όλα τα έθνη του κόσμου περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ώστε να αποφευχθεί η κλιματική κατάρρευση, όμως οι γεωπολιτικές εντάσεις βρίσκονται σε υψηλό επίπεδο.
«Ο κόσμος πλησιάζει όλο και πιο κοντά σε μη αναστρέψιμες αλλαγές… ο χρόνος τελειώνει πραγματικά πολύ, πολύ γρήγορα» λέει. Οι εκπομπές πρέπει να μειωθούν περίπου στο μισό έως το 2030 για να επιτευχθεί ο διεθνώς συμφωνημένος στόχος του περιορισμού της αύξησης της θερμοκρασίας στους 1,5°C, όμως νέες μελέτες δείχνουν ότι αυτό είναι πρακτικά ανεφάρμοστο πια. Αν ο στόχος ξεπεραστεί ακόμα και κατά μισή μονάδα , στους 2°C, ο πλανήτης ξεπερνά τις κόκκινες γραμμές που επιτρέπουν την επιβίωσή του.
Την περασμένη Πέμπτη, η Shell και η TotalEnergies διπλασίασαν τα τριμηνιαία κέρδη τους σε περίπου 10 δισ. δολάρια. Οι δύο πολυεθνικοί γίγαντες πετρελαίου και φυσικού αερίου απολαμβάνουν τα αυξημένα κέρδη τους καθώς η ζήτηση μετά την πανδημία αλλά και την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, αυξήθηκε. Όμως όλες οι εκθέσεις του ΟΗΕ διαπιστώνουν ότι είναι πρακτικά αδύνατος ο στόχος του 1,5°C, ότι η πρόοδος είναι «θλιβερά ανεπαρκής» και ότι ο μόνος τρόπος πλέον για να περιοριστούν οι εκπομπές άνθρακα είναι ένας «ταχύς μετασχηματισμός των κοινωνιών» με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει.
Η Μετεωρολογική Υπηρεσία του ΟΗΕ αναφέρει ότι οι εκπομπές των κυριότερων αερίων που συμβάλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου, έφθασαν σε ιστορικά υψηλά επίπεδα ρεκόρ το 2021, με μια ιδιαίτερα ανησυχητική αύξηση των εκπομπών μεθανίου. Απ’ την άλλη η έκθεση της Διεθνούς Οργάνωσης Ενέργειας ενώ αναφέρει ότι οι υψηλές τιμές ενέργειας ωθούν τα έθνη προς την καθαρή ενέργεια προειδοποιεί ότι πλέον αυτό δεν θα ήταν αρκετό για να αποφευχθούν σοβαρές κλιματικές επιπτώσεις.
Ο Γιόχαν Ρόκστρεμ διευθυντής του Ινστιτούτου Πότσνταμ για την Έρευνα των Κλιματικών Επιπτώσεων στη Γερμανία, έγινε γνωστός με την ερευνητική του εργασία για το πλαίσιο των πλανητικών ορίων, που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 2009. Σύμφωνα με αυτό η ανθρωπότητα έχει ξεπεράσει ήδη τα τέσσερα από τα εννέα όρια που διατηρούν τον πλανήτη μας φιλόξενο για ζωή.
«Η κατάσταση είναιζοφερή», δήλωσε ο καθηγητής Σάιμον Λιούις από το Πανεπιστημιακό Κολέγιο Λονδίνου. «Η Shell είχε κέρδη 26 δισεκατομμυρίων λιρών φέτος, οι εκπομπές άνθρακα επανήλθαν στα προ πανδημίας επίπεδα, ενώ 53.000 άνθρωποι πέθαναν από ζέστη στην Ευρώπη το καλοκαίρι και οι πλημμύρες έχουν εκτοπίσει εκατομμύρια από τη Νιγηρία στο Πακιστάν».
Ο Ρόκστρεμ είναι απαισιόδοξος. Θεωρεί ότι η επερχόμενη σύνοδος κορυφής για την Κλιματική Αλλαγή δεν θα φέρει καμία πρόοδο. Χώρες όπως το Πακιστάν θα απαιτήσουν χρηματοδότηση για την ανοικοδόμηση μετά τις κλιματικές καταστροφές και οι πλούσιες χώρες που είναι και υπεύθυνες για τις υψηλές εκπομπές έχουν ήδη απορρίψει αυτό το σενάριο. «Το ρήγμα μεταξύ Βορρά και του Νότου βαθαίνει και αυτό ακριβώς δεν χρειαζόμαστε τώρα».
«Μερικοί υποστηρίζουν ότι οι άνθρωποι είναι αρκετά έξυπνοι να αναπτυχτούν ακόμα κι αν η Γη απομακρυνθεί από τη σταθερότητα της Ολόκαινου Περιόδου. Αλλά γιατί να πάρουμε αυτό το ρίσκο;»
Μια Βρετανική έρευνα που δημοσιεύτηκε φέτος επιβεβαιώνει αυτό που έχουν επισημάνει αρκετοί μελισσοκόμοι ανά τον κόσμο την τελευταία δεκαετία. Τα φυτά ανθίζουν ένα μήνα νωρίτερα λόγω της αύξησης της θερμοκρασίας, που οφείλεται στην κλιματική αλλαγή.
Μια μέλισσα πάνω σε μια ονοβρυχίδα, ένα αγριολούλουδο της οικογένειας των μπιζελιών.
Επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ ανέλυσαν τις ανθοφορίες 406 ειδών και βρήκαν μια μετατόπιση 26 ημερών κατά μέσο όρο, νωρίτερα, σε σχέση με τη δεκαετία του 1980, η οποία οφείλεται στις υψηλότερες θερμοκρασίες της άνοιξης. Τα βότανα παρουσίασαν τη μεγαλύτερη μετατόπιση (32 ημέρες) σε σύγκριση με τους θάμνους και τα δέντρα, γεγονός που μπορεί να υποδηλώνει ότι επηρεάζονται περισσότερο από την κλιματική αλλαγή λόγω του μικρότερου χρόνου μεταξύ των γενεών τους.
Μια άλλη μελέτη Αμερικανών επιστημόνων του 2020, διαπίστωσε ότι η δραστηριότητα των μελισσών ήταν λιγότερο ευαίσθητη στις θερμοκρασιακές μεταβολές σε σχέση με τα φυτά. Αυτό έχει σοβαρό αντίκτυπο στο οικοσύστημα καθώς φυτά και επικονιαστές δεν συγχρονίζονται, ένα φαινόμενο γνωστό στην εξελικτική βιολογία ως «Χρονική Αναντιστοιχία».
Το φυτό Corydalis ambigua. Οι μέλισσες δεν συγχρονίζονται μαζί του πλέον.
Αυτό επιβεβαιώνει άλλα προηγούμενα ευρήματα όπως μια έρευνα σε ορεινές περιοχές της Ιαπωνίας σύμφωνα με την οποία το φυτό Corydalis ambigua, της οικογένειας της παπαρούνας, άνθιζε νωρίτερα μέσα στο έτος λόγω του ότι έλιωναν και τα χιόνια νωρίτερα, αλλά οι επικονιαστές του δεν είχαν κάνει παρόμοια προσαρμογή. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει λιγότερη επικονίαση και τελικά λιγότερους σπόρους.
Στη Βρετανία περίπου το ένα πέμπτο των καλλιεργειών γονιμοποιείται από έντομα, με αποτέλεσμα μια πρώιμη ανθοφορία να βλάπτει τις αποδόσεις. Αλλά και οι ίδιοι οι επικονιαστές κινδυνεύουν καθώς αυτό το φαινόμενο οδηγεί σε διατροφικό κενό. Το μεγαλύτερο πρόβλημα το έχουν τα έντομα που τρέφονται αποκλειστικά από ένα είδος φυτού, όπως για παράδειγμα η μέλισσα Melitta dimidiata η οποία συλλέγει γύρη αποκλειστικά από ένα αγριολούλουδο της οικογένειας των μπιζελιών, την ονοβρυχίδα.
Πάντως μακροπρόθεσμα σύνολα δεδομένων μπορούν να γίνουν ένα πολύτιμο εργαλείο για τον εντοπισμό αυτών των αναντιστοιχιών. Υπάρχουν επίσης συστήματα παρακολούθησης της επιστήμης των πολιτών όπως αυτά που συλλέγονται από την Εταιρεία Καταγραφής Μελισσών, Σφηκών και Μυρμηγκιών, η οποία έχει αρχεία από τον 19ο αιώνα που μπορούν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε καλύτερα τις χρονικές αναντιστοιχίες.
Η γλυφοσάτη είναι ένα ευρέως φάσματος συστηματικό ζιζανιοκτόνο και ξηραντικό καλλιεργειών που χρησιμοποιείται για να εξοντώσει ζιζάνια, κυρίως μονοετών πλατύφυλλων και αγρωστωδών που ανταγωνίζονται τις καλλιέργειες. Η ζιζανιοκτόνα δράση του ανακαλύφθηκε από τον χημικό της Monsanto, Τζον Ε. Φρανζ το 1970 και τέσσερα χρόνια αργότερα διατέθηκε στην αγορά για γεωργική χρήση με την εμπορική ονομασία Roundup.
Σύντομα η Monsanto διέθεσε στην αγορά και τις γενετικά τροποποιημένες καλλιέργειες με αντοχή στη γλυφοσάτη, που επέτρεψε στους αγρότες να εξοντώνουν τα ζιζάνια χωρίς να βλάπτονται οι καλλιέργειές τους. Το 2007 η γλυφοσάτη ήταν το πιο ευρέως χρησιμοποιούμενο ζιζανιοκτόνο στον αμερικάνικο γεωργικό τομέα, και το δεύτερο πιο χρησιμοποιούμενο (μετά από το 2,4-D) στους οικιακούς κήπους.
Το ζιζανιοκτόνο αυτό είναι διασυστηματικό, μη εκλεκτικό, δηλαδή μετακινείται ελεύθερα στους ιστούς των φυτών και καταστρέφει ανεξέλεγκτα. Λόγω των υπολειμμάτων που αφήνει στα φυτικά προϊόντα, των επιβλαβών τους επιδράσεων στην ανθρώπινη υγεία (ο ΠΟΥ το έχει ταξινομήσει ως “πιθανώς καρκινογόνο για τον άνθρωπο“, κατηγορία 2Α) και τις δυσμενείς επιπτώσεις που προκαλεί στο οικοσύστημα, απαγορεύτηκε η χρήση του σε αρκετές χώρες όπως η Αργεντινή, Αυστραλία, Αυστρία, Βέλγιο, Βραζιλία, Καναδάς, Δανία, Τσεχία, Γαλλία, Ιταλία, Ινδία κ.ά. Δυστυχώς στην Ελλάδα το Υπουργείο Γεωργικής Ανάπτυξης ενέκρινε τη χρήση της γλυφοσάτης και χορήγησε πενταετή άδεια διάθεσης στην αγορά μέχρι το τέλος του 2023.
Σχετικά με τις μέλισσες. Οι πρώτες μελέτες έδειξαν ότι η γλυφοσάτη ήταν σχετικά ακίνδυνη για τις μέλισσες, το γόνο και την ανάπτυξη τους. Πρόσφατες όμως μελέτες που δημοσιεύτηκαν το 2021 έδειξαν ότι είναι τοξική για τις μέλισσες. Συσσωρεύεται σε μικρές συγκεντρώσεις στη γύρη και το νέκταρ οι οποίες δεν θανατώνουν άμεσα τις μέλισσες. Η κατανάλωση όμως έστω και μικρών ποσοτήτων αλλοιώνει τη φυσική χλωρίδα του εντέρου των μελισσών δηλαδή θανατώνει τους λακτοβάκιλους, τα ωφέλιμα βακτήρια, τους ζυμομύκητες και άλλους χρήσιμους μικροοργανισμούς με αποτέλεσμα οι μέλισσες να γίνονται περισσότερο επιρρεπείς σε παθογόνες ασθένειες και να μειώνεται σημαντικά η διάρκεια ζωής τους.
Παράλληλα οι υψηλές συγκεντρώσεις γλυφοσάτης στο Roundup που φτάνουν τα 480 g/L βρέθηκαν τοξικές για τους βομβίνους και τις αγριομέλισσες που φωλιάζουν στο έδαφος καθώς το ζιζανιοκτόνο αυτό προσροφάται έντονα από το έδαφος. Λόγω της υψηλής αυτής τοξικότητάς του, επηρεάζεται σημαντικά η επικονίαση με όλες τις δυσμενείς επιπτώσεις στον περιβάλλον.
πηγές: wikipedia, Ανδρέας Θρασυβούλου Ομότιμος Καθηγητής Μελισσοκομίας
Αμερικανοί και Κινέζοι ερευνητές ανακάλυψαν στοιχεία που αποδεικνύουν ότι υπήρχαν έντομα επικονιαστές πριν από 99 εκατομμύρια χρόνια, δηλαδή όταν ακόμα οι πτερόσαυροι κυριαρχούσαν στους ουρανούς.
Από την εποχή του Δαρβίνου, πιστεύεται ότι η επικονίαση με έντομα έπαιξε τεράστιο ρόλο στην απότομη αύξηση της ποικιλίας των ανθοφόρων φυτών που έλαβε χώρα κατά την Κρητιδική περίοδο (145-66 εκατομμύρια χρόνια πριν). Αλλά ενώ τα ανθοφόρα φυτά και τα έντομα ήταν και τα δύο παρόντα εκείνη την εποχή, υπήρχαν ελάχιστα απολιθώματα που να αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς αυτούς.
Σ’ αυτή τη νέα μελέτη οι ερευνητές εντόπισαν ένα είδος σκαθαριού λουλουδιών (Angimordella burmitina) παγιδευμένο σε κεχριμπάρι ηλικίας 99 εκατομμυρίων ετών, το οποίο βρέθηκε βαθιά μέσα σε ορυχείο της Μιανμάρ. Μελετώντας δομές όπως τα στοματικά του μέρη και το σχήμα του σώματός του κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το σκαθάρι αυτό ήταν επικονιαστής.
Στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας ένα ομοεστιακό οπτικό μικροσκόπιο, ανακάλυψαν ότι υπήρχαν κόκκοι γύρης κρυμμένοι μέσα σε μικροσκοπικές τρίχες στο σώμα του σκαθαριού, υποδηλώνοντας ότι επισκεπτόταν φυτά. Μελέτησαν επίσης τη γύρη που διατηρήθηκε στο κεχριμπάρι και διαπίστωσαν ότι το σχήμα και το μέγεθός της υποδηλώνουν ότι είχε εξελιχθεί για να εξαπλώνεται μέσω των εντόμων.
«Είναι εξαιρετικά σπάνιο να βρεθεί ένα δείγμα, όπου τόσο το έντομο όσο και η γύρη διατηρούνται σε ένα μόνο απολίθωμα», δήλωσε ο καθηγητής βιολογίας David Dilcher που συμμετείχε στην έρευνα. «Εκτός από τη σημασία ως η πρώτη γνωστή άμεση απόδειξη της επικονίασης των ανθοφόρων φυτών από έντομα, αυτό το δείγμα απεικονίζει τέλεια τη συνεργατική εξέλιξη των φυτών και των ζώων κατά τη διάρκεια αυτής της χρονικής περιόδου, κατά την οποία έλαβε χώρα μια πραγματική έκρηξη στην ανάπτυξη των ανθοφόρων φυτών.»
Πριν από αυτή τη μελέτη, οι παλαιότερες άμεσες ενδείξεις για έντομα που επικονιάζουν ανθοφόρα φυτά προέρχονταν από περίπου 49 εκατομμύρια χρόνια πριν, κατά την εποχή της Παλαιογενούς περιόδου. Η σχέση μεταξύ των εντόμων που επικονιάζουν και των ανθοφόρων φυτών θεωρείται συχνά ως ένα από τα θαύματα της εξέλιξης, καθώς το καθένα απαιτεί από το άλλο για να ευδοκιμήσει.
Όραση ονομάζεται η αντίληψη των φωτεινών ερεθισμάτων του περιβάλλοντος μέσω ενός αισθητήριου οργάνου, του οφθαλμού και η μετέπειτα επεξεργασία και μορφοποίηση του σήματος αυτού από τον εγκέφαλο. Αν θέταμε λοιπόν το ερώτημα «βλέπουν τα φυτά;» τι θα απαντούσατε; Μάλλον όχι θα έλεγαν οι περισσότεροι μιας και τα φυτά δε διαθέτουν ούτε αισθητήρια όργανα ούτε εγκέφαλο. Είναι όμως έτσι;
Κι όμως τα φυτά όχι μόνο αντιλαμβάνονται το φως αλλά μπορούν και υπολογίζουν το χρόνο μέσω αυτού! Άλλωστε η επιβίωση οποιουδήποτε οργανισμού, όσο απλός κι αν είναι (ή φαίνεται ότι είναι), θα ήταν αδύνατη αν δεν είχε αντίληψη του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο βρίσκεται. Στα φυτά, τα φωτεινά ερεθίσματα είναι αυτά που θέτουν σε κίνηση μια σειρά από δευτερογενείς βιοχημικές αλλαγές που έχουν ως αποτέλεσμα την αναπτυξιακή απόκριση του φυτού. Το φυτό αντιλαμβάνεται το φως.
Το φως όμως δεν το αντιλαμβάνονται μόνο τα φυτά αλλά και τα σπέρματα (σπόροι). Κάποια φυτά για να φυτρώσουν δεν αρκεί μόνο η διαβροχή αλλά απαιτείται και φως. Είναι γεγονός ότι από τη στιγμή που το φως ασκεί επίδραση στον οργανισμό (είτε φυτό, είτε σπέρμα), πρέπει να υπάρχει κάποιος φωτοδέκτης, διότι είναι προφανές ότι για να επιδράσει το φως πρέπει να απορροφηθεί.
Έπειτα από μία δεκαετία πειραμάτων γύρω στα 1960, εντοπίστηκε αυτός ο φωτοδέκτης και ονομάστηκε φυτόχρωμα. Το πείραμα είχε ως εξής: ένα σπέρμα εκτίθεται σε μονοχρωματικό φως, δηλαδή σε φως από το οποίο έχουν αφαιρεθεί όλα τα μήκη κύματος (δηλαδή όλα τα χρώματα) εκτός από ένα. Μπορεί να φυτρώσει ή όχι, ανάλογα με την ικανότητα του φωτοδέκτη να απορροφά ή όχι το συγκεκριμένο φως. Βρέθηκε ότι το φυτόχρωμα διεγείρεται στο μέγιστο βαθμό με ερυθρό φως στα 660nm και επανέρχεται σε μη ενεργό μορφή στα 730nm.
Το φυτόχρωμα ουσιαστικά λειτουργεί σα βαλβίδα που ανοίγει, επιτρέποντας τη φύτρωση ή κλείνει ευνοώντας το λήθαργο ανάλογα με τον αριθμό φωτονίων στην ερυθρή (γύρω στα 660nm) ή την εγγύς υπέρυθρη, που δε βλέπει το ανθρώπινο μάτι, (γύρω στα 730nm) περιοχή του φάσματος. Όταν υπερισχύουν τα ερυθρά, το σπέρμα φυτρώνει, όταν υπερισχύουν τα υπέρυθρα ή απουσιάζουν και οι δύο τύποι φωτονίων, δηλαδή στο σκοτάδι, το σπέρμα παραμένει σε λήθαργο.
Η πληροφορία για την θέση του σπέρματος είναι ζωτικής σημασίας. Ένα μικρό σπέρμα για παράδειγμα πρέπει να γνωρίζει αν βρίσκεται στην επιφάνεια του εδάφους ή κάτω από αυτό και πόσο πριν αποπειραθεί να φυτρώσει, καθώς αν βρίσκεται βαθιά είναι καταδικασμένο να αποτύχει λόγω του φτωχού ενδοσπερμίου που διαθέτει. Η πληροφορία αυτή έρχεται από το φως. Γιατί όμως ο φωτοδέκτης λειτουργεί στα όρια μεταξύ της ορατής και εγγύς υπέρυθρης περιοχής του φάσματος;
Υπάρχουν φυτά που αναπτύσσονται στη σκιά και άλλα που επιδιώκουν να βλέπουν το φως του ήλιου. Το σπέρμα λοιπόν ενός ηλιόφιλου φυτού θα αποτύχει αν η θέση που βρίσκεται σκιάζεται από άλλα φυτά. Πρέπει να γνωρίζει αν υπάρχουν ή όχι άλλα φυτά από πάνω του. Τα φύλλα απορροφούν έντονα στην ιώδη/μπλε περιοχή (400-500nm) και στην πορτοκαλί/ερυθρή περιοχή (600-700nm) του ορατού φάσματος. Το εγγύς υπέρυθρο όμως (700-800nm) δεν απορροφάται και διαπερνά το φύλλωμα. Μπορεί να είναι αόρατο στο ανθρώπινο μάτι, αλλά είναι ορατό από το σπέρμα, το οποίο με αυτή την πληροφορία μπορεί να ανιχνεύσει αν υπάρχουν φυτά από πάνω του ή όχι.
Ο φωτοϋποδοχέας δεν περιορίζεται μόνο στην ανίχνευση της θέσης του σπέρματος, αλλά επηρεάζει και τις αναπτυξιακές διαδικασίες, αν για παράδειγμα η ανάπτυξη θα είναι ταχύτερη ή βραδύτερη. Όπως όμως και τα σπέρματα έτσι και τα φυτά οφείλουν να γνωρίζουν τους γείτονες τους. Ισοϋψής γείτονας σημαίνει και επίδοξος ανταγωνιστής για το φως, ειδικά αν διαθέτει μεγαλύτερη ταχύτητα ανάπτυξης. Σε αυτή την περίπτωση ανιχνεύουν το φως που αντανακλάται από τα φύλλα, δηλαδή το πράσινο και όχι το διερχόμενο από αυτά, όπως στην προηγούμενη περίπτωση.
Ο ανταγωνισμός βέβαια για το φως μεταξύ γειτονικών φυτών που οδηγεί στην ανάπτυξη, από ένα ύψος και μετά σταματά. Ίσως η δυσκολία να τραβήξει νερό μέχρι εκεί πάνω, ίσως η δυσκολία αντιμετώπισης των ανέμων και η αδυναμία συγκράτησης του βάρους, ο περαιτέρω ανταγωνισμός δεν ευνοεί κανέναν και έτσι επέρχεται συμβιβασμός, που στην περίπτωση του δάσους εκφράζεται με έναν μέσο με μικρές αποκλίσεις ύψος των δέντρων.
Τα φυτά λοιπόν μπορεί να μη διαθέτουν οφθαλμούς, βλέπουν όμως και μάλιστα σχεδόν από κάθε τους κύτταρο. Και παρά την απουσία κεντρικού συντονιστικού συστήματος (εγκεφάλου), επεξεργάζονται αυτά τα μηνύματα με τρόπο διάχυτο με σχετική ανεξαρτησία των συστατικών μερών κάθε φυτού. Κάθε κλαδί πρέπει να εντοπίσει μόνο του το περιβάλλον στο οποίο βρέθηκε. Και αυτό είναι το πιο εντυπωσιακό. Κανένα κεντρικό όργανο δε θα μπορούσε να ανιχνεύσει τόσο καλά το φως σε κάθε γωνιά ενός τόσο περίπλοκου αρχιτεκτονικά οργανισμού.
Ο χρόνος
Για έναν ακίνητο οργανισμό όπως τα φυτά είναι καίριας σημασίας η μέτρηση του χρόνου, καθώς τους δίνει τη δυνατότητα να προβλέψουν τις επερχόμενες αλλαγές των εποχών και να προετοιμαστούν κατάλληλα. Η προγραμματισμένη πτώση των φύλλων για παράδειγμα πριν την έλευση του χειμώνα είναι μια εξαιρετικά «ευφυής» διαδικασία, που θέτει σε λήθαργο το σώμα του φυτού, εφοδιάζοντας παράλληλα το χώμα με θρεπτικά στοιχεία. Δεδομένου ότι η διαδικασία της γήρανσης των φύλλων ξεκινάει νωρίτερα από την έλευση του χειμώνα, το φυτό ανιχνεύει έγκαιρα κάποια σήματα από το περιβάλλον και μπαίνει σ’ αυτή την αναπτυξιακή απόκριση.
Ποια όμως σήματα είναι τόσο αξιόπιστα ώστε να μην πέσουν τα φύλλα νωρίτερα ή αργότερα; Το αν κάνει κρύο ή ζέστη θα μπορούσε να μας δώσει την πληροφορία για το αν είναι καλοκαίρι ή χειμώνας. Αν όμως ήταν μια κρύα νύχτα της άνοιξης ή του φθινοπώρου; Η θερμοκρασία θα μπορούσε να παραπλανήσει το φυτό, δε μπορεί να βασιστεί σε αυτή. Κάθε φυλλοβόλο είδος έχει ένα δικό του «παράθυρο» 2-3 εβδομάδων κατά το οποίο ρίχνει τα φύλλα κάθε χρόνο και το τηρεί αυστηρά χωρίς να ξεγελιέται από διακυμάνσεις της θερμοκρασίας. Πως το κάνει αυτό;
Ο πιο αξιόπιστος τρόπος είναι να υπολογίσεις το χρόνο. Πως μπορείς όμως χωρίς ρολόι και ημερολόγιο να βρεις την ημερομηνία; Μια αξιόπιστη μέθοδος είναι η μέτρηση της διάρκειας της ημέρας και της νύχτας. Όμως και πάλι υπάρχουν δύο ημέρες μέσα στο χρόνο που έχουν ίδια διάρκεια ημέρας και νύχτας. Ο καλύτερος τρόπος είναι να υπολογίζεις τη διάρκεια της ημέρας καθημερινά ώστε να μπορείς να καταλάβεις αν η ημέρα μικραίνει ή μεγαλώνει. Αυτό ακριβώς κάνουν τα περισσότερα φυτά. Μετρούν καθημερινά τη διάρκεια της ημέρας (μέσω του φωτός) και αντιλαμβάνονται το χρόνο που περνά.
Η μέτρηση αυτή γίνεται μέσω του φυτοχρώματος. Αυτός ο φωτοδέκτης είναι που περνά από την ενεργό μορφή στη μη ενεργό, ανάλογα με το φως που δέχεται και άρα και στο σκοτάδι της νύχτας. Όταν η περίοδος της νύχτας υπερβεί μια κρίσιμη τιμή, το φυτό μπαίνει σε διαδικασία γήρανσης των φύλλων. Το βιολογικό ρολόι των φυτών υπολογίζει με μεγάλη ακρίβεια τη φωτοπερίοδο. Ακόμα και εκεί όμως υπάρχει μια απόκλιση πχ στην άνθιση σε φυτά του ίδιου είδους που βρίσκονται σε διαφορετικά υψόμετρα. Εκεί η θερμοκρασία επιταχύνει ή καθυστερεί τη διαδικασία, σε καμία περίπτωση όμως δεν επηρεάζει το αρχικό σήμα αλλά μόνο εντός του «παραθύρου» που ορίζεται από τη φωτοπερίοδο.
Έπειτα απ’ όλα αυτά θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι τα φυτά δεν είναι τόσο απλοί οργανισμοί όσο νομίζαμε. Διαθέτουν κάποια μορφή ευφυΐας, αντιλαμβάνονται το περιβάλλον γύρω τους και μεταβάλουν τη συμπεριφορά τους ανάλογα. Σε κάθε περίπτωση έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Βιβλιογραφία:
Γενική Βοτανική (Γιώργος Αϊβαλάκις, Γεώργιος Καραμπουρνιώτης, Κώστας Φασσέας)
Γενική Οικολογία (Δέσποινα Βώκου)
Φυσιολογία Φυτών (Ridge Irene)
Τι θα έβλεπε η Αλίκη στη χώρα των φυτών (Γιάννης Μανέτας)
Ο μεταδιδακτορικός ερευνητής, Γιούτα Νακάσε, από το Πανεπιστήμιο Σίνσου στο Ναγκάνο της Ιαπωνίας, παρατήρησε ότι κάτι περίεργο συνέβαινε κατά τις επισκέψεις μιας μέλισσας του είδους Lasioglossum apristum σε άνθη ορτανσίας και αποφάσισε να κάνει μια έρευνα.
Μέλισσα του είδους Lasioglossum apristum
Τα στρεψίπτερα είναι μια αρκετά μικρή τάξη εντόμων και θεωρούνται ενδοπαράσιτα. Τα αρσενικά ενήλικα άτομα του είδους Halictoxenos borealis μπορούν και πετούν αλλά ζουν ελάχιστα, ίσα για να ζευγαρώσουν. Τα θηλυκά όμως αυτού του είδους δεν έχουν φτερά, πόδια ή κεραίες. Είναι ενδοπαράσιτα σε άλλα έντομα. Μπορούν να κινηθούν μόνο ως προνύμφες πρώτου σταδίου, περίοδο κατά την οποία αναζητούν ξενιστή, στον οποίο και θα μείνουν για το υπόλοιπο της ζωής τους. Κι όμως καταφέρνουν να ζευγαρώσουν παρά το γεγονός ότι ζουν μέσα σε ένα άλλο έντομο, χωρίς δυνατότητα κίνησης, απελευθερώνοντας μια φερομόνη, που προσκαλεί τα αρσενικά.
Το στρεψίπτερο Halictoxenos borealis πάνω στην μέλισσα Lasioglossum apristum
Παρατηρώντας λοιπόν μέλισσες που παρασιτούνταν καθώς επισκέπτονταν ταξιανθίες ορτανσίας, οι οποίες δίνουν μόνο γύρη και καθόλου νέκταρ, ο Νακάσε διαπίστωσε ότι δεν συνέλεγαν ούτε κατανάλωναν αυτή τη γύρη (δεν βρέθηκαν υπολείμματα στο έντερο τους), σε αντίθεση με τις μέλισσες του ίδιου είδους που δεν παρασιτούνταν. Αντιθέτως παρουσίαζαν μια περίεργη συμπεριφορά κάμπτοντας τους κοιλιακούς τους προς τα κάτω αγγίζοντας το φυτό.
Αυτή η ιδιόμορφη συμπεριφοράπαρατηρήθηκε μόνο σε μέλισσες που παρασιτούνταν από θηλυκά στρεψίπτερα που βρίσκονταν στο στάδιο απελευθέρωσηςπρονυμφών. Τα θηλυκά στρεψίπτερα του είδους Halictoxenos borealis δεν γεννούν αυγά, αλλά απελευθερώνουν προνύμφες πρώτου σταδίου. Σύμφωνα με τον Νακάσε η συμπεριφορά αυτή είναι απόδειξη ότι τα παράσιτα Halictoxenos borealis, όταν φτάσουν σε μια ορισμένη ηλικία μπορούν να τροποποιήσουν τη συμπεριφορά του ξενιστή τους, προς όφελός τους, ή για να το θέσουμε αλλιώς ελέγχουν το νου του. Οι μέλισσες πλέον δεν επισκέπτονται το άνθος για να τραφούν αλλά για να εναποθέσουν τα στρεψίπτερα τις προνύμφες τους.
Η Γη έχει ηλικία 4,6 δισεκατομμύρια έτη. Το γήινο περιβάλλον κατά τη νεότητα της Γης ήταν ιδιαίτερα αφιλόξενο. Έπειτα από 400 με 600 εκατομμύρια χρόνια από την δημιουργία του πλανήτη και τη σταδιακή μείωση της θερμοκρασίας του, σχηματίστηκαν οι πρώτοι ωκεανοί, από συμπύκνωση των υδρατμών της ατμόσφαιρας.
Η Λιθανθρακοφόρος περίοδος των απέραντων ελωδών δασών.
Το γεγονός αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό καθώς η ζωή είναι συνυφασμένη με την ύπαρξη νερού, ωστόσο η θερμοκρασία των ωκεανών ήταν ακόμα πολύ υψηλή (80-90°C). Η ατμόσφαιρα περιείχε ελάχιστο οξυγόνο (λιγότερο από 0,001%) σε σύγκριση με το 21% που υπάρχει σήμερα, ενώ αντίστοιχα το διοξείδιο του άνθρακα ήταν 5%, πολύ πάνω από το σημερινό 0,036%, προκαλώντας ένα τεράστιας κλίμακας φαινόμενο του θερμοκηπίου.
Πριν από 3,7 δισεκατομμύρια έτη η Γη έχοντας καταφέρει να διατηρήσει την ατμόσφαιρά της, περνάει σε μια περίοδο ηρεμίας όπου οι επιθέσεις αστεροειδών μειώνονται καθοριστικά, επιτρέποντας την σταδιακή ψύξη του πλανήτη σε θερμοκρασίες που ευνοούσαν την εμφάνιση ζωής. Η ζωή εμφανίστηκε πριν από 3,8 έως 3,6 δισεκατομμύρια έτη στη θάλασσα, όπου και παρέμεινε για περίπου 3,2 δισεκατομμύρια χρόνια.
Ο λόγος γι αυτό ήταν γιατί δεν υπήρχε ακόμη το στρατοσφαιρικό στρώμα του όζοντος το οποίο απορροφά την βλαβερή υπεριώδη ακτινοβολία. Το στρώμα αυτό δημιουργήθηκε σταδιακά από την δραστηριότητα της φωτοσύνθεσης που είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του οξυγόνου, τη δημιουργία του προστατευτικού στρώματος του όζοντος και της μείωσης του διοξειδίου του άνθρακα με συνέπεια την άμβλυνση των θερμοκηπιακών φαινομένων και την επικράτηση πιο ήπιων θερμοκρασιών.
Οι πρώτοι οργανισμοί ήταν αναγκαστικά αναερόβιοι, προσαρμοσμένοι στην έλλειψη οξυγόνου, όμως αργότερα εμφανίστηκαν τα κυανοβακτήρια που παρήγαγαν οξυγόνο ως παραπροϊόν κατά τη φωτοσύνθεση. Σήμερα αιωρούνται ως πλαγκτονικά σε θάλασσες και λίμνες. Θεωρείται ότι το φράγμα του 0,1% στην συγκέντρωση του οξυγόνου στην ατμόσφαιρα ξεπεράστηκε πριν από 2,2 δισεκατομμύρια έτη, όταν και άρχισε να σχηματίζεται η στρατοσφαιρική στιβάδα του όζοντος.
Με τη δημιουργία της αερόβιας φωτοσύνθεσης η ζωή έπαψε να περιορίζεται τοπικά γύρω από θερμές πηγές και για πρώτη φορά στην ιστορία παγκοσμιοποιήθηκε. Ωστόσο ακόμα μόνο μέσα στη θάλασσα. Χρειάστηκε άλλο 1,5 δισεκατομμύρια χρόνια μέχρι τα πρώτα φυτά να βγουν στην ξηρά. Αυτό που είναι σημαντικό είναι ότι το οξυγόνο αυτή την περίοδο έφτασε το 10% (21% σήμερα), ενώ το διοξείδιο του άνθρακα μειώθηκε στο 0,5% (0,036% σήμερα).
Ο αποικισμός της ξηράς από τα φυτά δεν ήταν εύκολος, συνέβη όμως πριν από 450 εκατομμύρια χρόνια. Το άγονο σεληνιακό τοπίο της Γης δίνει τη θέση του σε έναν πράσινο κόσμο, καλυμμένο από κάθε μορφή βλάστησης, συμπεριλαμβανομένου τους δάσους. Η ρύθμιση οξυγόνου και διοξειδίου του άνθρακα είναι πλέον αποκλειστική ευθύνη των χερσαίων φυτών, που αυξάνουν το μεν οξυγόνο στα επικίνδυνα επίπεδα του 25-30% και μειώνουν το διοξειδίου του άνθρακα στο 0,05% κατά τη Λιθανθρακοφόρο περίοδο, των μεγάλων δασών.
Ενώ το οξυγόνο ήταν αποτέλεσμα της φωτοσύνθεσης, η μείωση του διοξειδίου του άνθρακα οφείλεται στην αποσάθρωση του εδάφους από τη δημιουργία ριζών. Οι υψηλές όμως συγκεντρώσεις οξυγόνου ήταν επικίνδυνες επειδή προκαλούσαν αυτόματες πυρκαγιές, οι οποίες κατέστρεψαν σημαντικό μέρος της βλάστησης, οδηγώντας τελικά σε μια ισορροπία, σταθεροποιώντας το οξυγόνο σε τιμές κοντά στο 20-22% κατά τα τελευταία 170 εκατομμύρια χρόνια.
Οι διακυμάνσεις αυτές επηρεάζονται από τη φωτοσύνθεση αλλά και από βίαια φυσικά φαινόμενα, όπως εκρήξεις ηφαιστείων και πτώσεις ουράνιων σωμάτων. Για παράδειγμα στο τέλος της Πέρμιας περιόδου, πριν από 250 εκατομμύρια χρόνια δημιουργήθηκε από τεκτονικές κινήσεις του φλοιού της Γης η υπερ-ήπειρος Παγγαία. Η τεράστια ηφαιστειακή δραστηριότητα που τη συνόδευσε εξαπλασίασε τη συγκέντρωση διοξειδίου του άνθρακα μέσα σε μόλις 10.000 χρόνια.
Αντίστοιχα η πτώση αστεροειδούς στο τέλος της Κρητιδικής περιόδου, πριν από 65 εκατομμύρια χρόνια, όταν και εξαφανίστηκαν οι δεινόσαυροι, αύξησε το διοξείδιο του άνθρακα στο 20%. Τα τελευταία 400.000 χρόνια έφτασε τις χαμηλότερες τιμές από τη δημιουργία της Γης, κυμαινόμενο μεταξύ 0,018 και 0,028%. Η ανθρωπογενής αύξηση όμως μετά τη βιομηχανική επανάσταση κατά 50% περίπου στα τελευταία 300 χρόνια, θεωρείται ταχύτερη από εκείνη που προκλήθηκε από τα ηφαίστεια κατά τη δημιουργία της Παγγαίας. Τότε οι κλιματικές αλλαγές οδήγησαν στην εξαφάνιση του 90% των ζωικών ειδών. Τώρα;
Αυτά και πολλά ακόμα ενδιαφέροντα θα βρείτε στο βιβλίο του Γιάννη Μανέτα: Τι θα έβλεπε η Αλίκη στη χώρα των φυτών.
Η κατανομή των εργασιών σε ένα μελίσσι είναι στενά συνδεδεµένη µε την ηλικία τους, αν και αυτό μπορεί να αλλάξει όταν οι συνθήκες το επιτάσσουν. Σε γενικές γραμμές πάντως οι μεγαλύτερης ηλικίας μέλισσες ασχολούνται με τη συλλογή. Αναμφισβήτητα η πιο επικίνδυνη εργασία είναι η συλλογή νερού.
Οι συλλέκτριες νερού θεωρούνται οι εμπειρότερες μέλισσες και ασχολούνται αποκλειστικά με αυτό, αντίθετα με τις νεκταροσυλλέκτριες και τις γυρεοσυλλέκτριες που μπορεί να αλλάξουν καθήκοντα. Οι ανιχνεύτριες μέλισσες χρησιμοποιώντας τα αισθητήρια κύτταρα που βρίσκονται στα τελευταία 8 άρθρα της κεραίας τους, μπορούν να εντοπίσουν το νερό από την υψηλότερη σχετική υγρασία που υπάρχει στον αέρα πάνω από την πηγή του νερού. Είναι σε θέση να ανιχνεύσουν διαφορές μέχρι και 5% στην σχετική υγρασία!
Η συλλογή του νερού εξαρτάται από τις ανάγκες του μελισσιού. Οι αποθηκάριες μέλισσες έχουν το ρόλο της αποθήκευσης και της επιμελητείας. Διατηρούν στον πρόλοβό τους αραιωμένο διάλυμα μελιού σε πυκνότητα γύρω στο 60%. Εάν παρατηρηθεί σχετική έλλειψη νερού, η πυκνότητα ζαχάρου στον πρόλοβό τους αυξάνει και αυτό διεγείρει τις μέλισσες να ζητήσουν εντονότερα νερό από τις νεροσυλλέκτριες.
Ένα μελίσσι χρειάζεται από 25 γραμμάρια έως 300 γραμμάρια νερού την ημέρα. Οι ανάγκες σε νερό αυξάνονται όταν οι θερμοκρασίες είναι υψηλές, έπειτα από μετακινήσεις και όταν εκτρέφουν εντατικά γόνο. Σε περίοδο καύσωνα στην Αυστραλία 150 μελίσσια άδειασαν 200 λίτρα νερό από ένα μεγάλο βαρέλι σε διάστημα τριών ωρών!
Johansson & Johansson (1979).
Providing Honeybees mith water.
Bee World 61 (1):11-17 54-
M.E 1994 .σελ. 300.
Συνέντευξη με τον Μαρτίνο Γκαίτλιχ, βιολόγο-περιβαλλοντολόγο και συγγραφέα πολλών βιβλίων για το ελληνικό τοπίο και το φυσικό περιβάλλον.
Στην Ελλάδα, όσο κι αν ακούγεται παράξενο, η δασική βλάστηση έχει αυξηθεί, παρά τις πυρκαγιές. Υπήρξαν βεβαίως και τοπικές μειώσεις, με εντονότερη την αποδάσωση σε παράκτιες, τουριστικές και πεδινές περιοχές. Οι δασικές πυρκαγιές υπήρχαν και πριν την εμφάνιση του ανθρώπου. Αλλά και στη σημερινή εποχή, βάσει όλων των δεδομένων, οι εμπρησμοί αποτελούν ένα δευτερεύον υποσύνολο. Ο ανθρώπινος παράγοντας, εκούσιος ή ακούσιος, είναι μεν υπαρκτός, αλλά το πραγματικό πρόβλημα είναι η γειτνίαση και η διείσδυση των οικισμών μέσα σε αυτά. Οι ζώνες ανάμειξης και διεπαφής δασών και οικισμών, αυξάνουν τον κατακερματισμό του δάσους, τον κίνδυνο για καταστροφικές πυρκαγιές, και την πιθανότητα για ανθρώπινες απώλειες.
Κύριε Γκαίτλιχ, ποιοί φταίνε για τις φωτιές στα δάση; οι εμπρηστές, οι οικοπεδοφάγοι, οι εχθροί μας;
Υπάρχουν σίγουρα αρκετοί αστικοί μύθοι γύρω από το θέμα αυτό. Ας αρχίσουμε απομυθοποιώντας τον τελευταίο που αναφέρατε, με τη βοήθεια της απλής λογικής: Συχνά ακούμε ότι οι Τούρκοι ή κάποιοι «ξένοι πράκτορες» βάζουν τις φωτιές στα δάση της χώρας μας, όμως ας θυμηθούμε ότι οι δασικές πυρκαγιές δεν είναι ένα αποκλειστικά ελληνικό πρόβλημα αλλά, αντιθέτως, είναι ένα συχνότατο φαινόμενο στις χώρες της Μεσογείου, καθώς και σε άλλες περιοχές που έχουν παρόμοιο κλίμα, όπως η Καλιφόρνια και η Αυστραλία. Αν ίσχυε λοιπόν η θεωρία των «ξένων πρακτόρων», τότε ποιοι βάζουν τις φωτιές στην Ισπανία; Μήπως οι Πορτογάλοι; Ας προσεγγίσουμε λοιπόν το θέμα βασιζόμενοι στα δεδομένα και όχι σε θεωρίες συνωμοσίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία των αρμόδιων κρατικών υπηρεσιών, οι περισσότερες δασικές πυρκαγιές οφείλονται αποδεδειγμένα σε αμέλεια. Βέβαια και η αμέλεια αποτελεί κι αυτή μια μορφή εμπρησμού, απλώς χωρίς πρόθεση και κίνητρο. Θυμάμαι έναν γνωστό καθηγητή Οικολογίας που συνήθιζε να λέει ότι ένας από τους κυριότερους εμπρηστές στην Ελλάδα είναι η ΔΕΗ, εννοώντας τους σπινθήρες από τους προβληματικούς μετασχηματιστές και τα υπέργεια καλώδια του δικτύου. Ασφαλώς και δεν αρνούμαι την ύπαρξη των εσκεμμένων πυρκαγιών και μάλιστα πάντα με ενδιέφερε η ιστορική και κοινωνική διερεύνησή τους, καθώς και η διαχρονική επίδραση ειδικά των κτηνοτροφικών πυρκαγιών στο τοπίο, αν και αυτό είναι ένα εντελώς διαφορετικό κεφάλαιο. Στη σημερινή εποχή όμως, βάσει όλων των δεδομένων, είναι σαφές ότι οι εκούσιοι εμπρησμοί αποτελούν ένα δευτερεύον υποσύνολο. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι ο ανθρώπινος παράγοντας, εκούσιος ή ακούσιος, είναι μεν υπαρκτός, όμως ας μην ξεχνάμε ότι οι δασικές πυρκαγιές υπήρχαν στον μεσογειακό χώρο και πριν από την παρουσία του ανθρώπου. Όποια κι αν είναι τα αίτια, ανθρωπογενή ή φυσικά, έχουν μικρή σημασία στην εξέλιξη των πυρκαγιών, στις ζημίες και στην καταστροφικότητά τους. Όσοι λοιπόν διατείνονται ότι πίσω από τις δασικές πυρκαγιές στην Ελλάδα βρίσκονται πάντα κάποιοι εμπρηστές, κάνουν μία εσφαλμένη απλούστευση και αστοχούν στην προσέγγιση της ουσίας του προβλήματος. Και, ακόμα χειρότερα, απομακρύνουν τη συζήτηση από τη βαθύτερη κατανόηση του φαινομένου των πυρκαγιών στα μεσογειακά δάση.
Έχετε υποστηρίξει με διάφορες ευκαιρίες, ότι παρά τις εκτεταμένες πυρκαγιές, το συνολικό δάσος στην Ελλάδα …αυξάνεται. Μαγική εικόνα; Ζούμε σε μια δασωμένη χώρα και δεν το ξέρουμε;
Η αύξηση της δασοκάλυψης της Ελλάδας δεν είναι μία άποψη ή ένας ισχυρισμός κάποιων. Είναι μια αντικειμενική διαπίστωση που βασίζεται σε συγκρίσεις αεροφωτογραφιών, ιστορικών φωτογραφιών, καθώς και δορυφορικών λήψεων. Όλες οι σχετικές μελέτες που έχουν γίνει και όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, δείχνουν μία ξεκάθαρη αύξηση. Το ποσοστό των δασών στη χώρα μας ξεπερνά το 25%. Αντιλαμβάνεστε ότι αν συμπεριλάβουμε τους θαμνώνες, τότε το ποσοστό αυτό προφανώς είναι ακόμα μεγαλύτερο. Η σημαντικότερη αύξηση της δασοκάλυψης στην Ελλάδα ξεκίνησε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, λόγω της μείωσης του πληθυσμού της υπαίθρου και ιδίως λόγω της σταδιακής εγκατάλειψης των ορεινών και ημιορεινών περιοχών. Ένας άλλος, δευτερεύων, παράγοντας ήταν η σταδιακή μείωση της χρήσης των καυσόξυλων στη θέρμανση και στο μαγείρεμα. Σε μια γενική θεώρηση λοιπόν, ναι, έχει συνολικά σημειωθεί αύξηση των εκτάσεων με δασική βλάστηση, παρά τις πυρκαγιές. Υπήρξαν βεβαίως και τοπικές μειώσεις, με εντονότερη την αποδάσωση κυρίως σε παράκτιες και πεδινές περιοχές. Η απάντηση ωστόσο στο ερώτημά σας αν «ζούμε σε μια δασωμένη χώρα» είναι κάτι διαφορετικό που αφορά μάλλον σε μία εντύπωση, η οποία εξαρτάται από το πού βρίσκεται κανείς και ποιον ρωτάει: Εάν ρωτήσετε έναν τουρίστα, θα λάβετε διαφορετική απάντηση αν η συζήτησή σας γίνεται σε ένα τυπικό Κυκλαδονήσι, και διαφορετική στην Ευρυτανία. Επίσης, άλλη απάντηση θα σας δώσει ένας Άραβας και άλλη ένας Σκανδιναβός.
Δάσος χαλεπίου πεύκης στην Κεφαλλονιά.
Το σοβαρότερο πρόβλημα είναι προφανώς οι πυρκαγιές στα πευκοδάση. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Αρχικά να διευκρινίσουμε ότι όταν ο κόσμος αναφέρεται στα «πευκοδάση» εννοεί τα δάση της χαλεπίου και της τραχείας πεύκης. Έχει σημασία η διάκριση αυτή διότι στην Ελλάδα υπάρχουν συνολικά 7 διαφορετικά είδη πεύκων, τα οποία όμως εμφανίζουν ποικίλα οικολογικά χαρακτηριστικά και απαντώνται σε διαφορετικά ενδιαιτήματα, όπως για παράδειγμα το μαυρόπευκο και το ρόμπολο που είναι τυπικά ορεινά είδη πεύκης. Αντίθετα, η χαλέπιος και η τραχεία πεύκη βρίσκονται σε χαμηλά συνήθως υψόμετρα, καθώς και σε παράκτιες και νησιωτικές περιοχές. Όσο και αν ξενίσει κάποιους αυτό που θα πω, τα πευκοδάση αυτά καίγονται τουλάχιστον μία ή δύο φορές μέσα σε κάθε αιώνα. Αυτό ήταν και παραμένει ένα φυσιολογικό φαινόμενο, άρρηκτα συνδεδεμένο με τα μεσογειακά δασικά οικοσυστήματα. Γι’ αυτό και οι καλοκαιρινές πυρκαγιές στη χώρα μας, σε μεγάλο βαθμό, ταυτίζονται με τα δάση χαλεπίου και τραχείας πεύκης, καθώς και με τους μεσογειακούς θαμνότοπους. Οι ανθρωπογενείς παράγοντες έχουν αναμφίβολα πυκνώσει τις φωτιές στα οικοσυστήματα αυτά, ωστόσο η φυσική σύνδεση των δασών με τη φωτιά, παραμένει. Για να επανέλθω όμως στο ερώτημά σας, το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι η φωτιά στα πευκοδάση αλλά η γειτνίαση με τους οικισμούς και η διείσδυση των οικισμών μέσα σε αυτά. Δηλαδή δημιουργείται μία ζώνη διεπαφής δασών και κατοικημένων περιοχών, η οποία αυξάνει τον κατακερματισμό του δάσους, τον κίνδυνο για καταστροφές σπιτιών και την πιθανότητα για ανθρώπινες απώλειες.
Δάσος μαύρης πεύκης. Αναπτύσσεται σε υψόμετρο από 400 μέχρι 1800μ.
Το δάσος καίγεται. Αυτό είναι αναπόφευκτο και μοιραίο; Πότε είναι «οικολογική καταστροφή» και πότε όχι;
Πρώτα-πρώτα να ξεκαθαρίσουμε ότι οι οικολογικές επιπτώσεις μιας πυρκαγιάς και οι επιπτώσεις στους ανθρώπους, είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα. Επίσης να τονίσω ότι -αντίθετα με τα όσα ακούγονται κατά καιρούς στα δελτία ειδήσεων – δεν υπάρχουν παρθένα δάση χαλεπίου ή τραχείας πεύκης. Όπως προανέφερα, τα δάση αυτά έχουν εξελιχθεί σε άμεση σχέση με τη φωτιά και είναι απόλυτα προσαρμοσμένα σε αυτήν. Ως εκ τούτου δεν μιλάμε για μία οικολογική καταστροφή αλλά για ένα στιγμιότυπο στη διαδοχή των μεσογειακών δασικών οικοσυστημάτων, το οποίο κάποια στιγμή θα συμβεί. Αντιλαμβάνομαι τα συνταρακτικά συναισθήματα που προκαλεί η εικόνα μιας δασικής πυρκαγιάς, όμως αυτό δεν συνεπάγεται αυτομάτως με οικολογική καταστροφή. Εκείνο που είναι πραγματικά καταστροφικό, ως προς τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, είναι όταν καίγονται δάση τα οποία δεν είναι προσαρμοσμένα στον κύκλο των συχνών περιοδικών πυρκαγιών, όπως τα ελατοδάση και ορισμένα δάση αρκεύθων. Ας δούμε με προσοχή τα πρώτα διδάγματα από το, σχετικά πρόσφατο, τραγικό παράδειγμα στην Πάρνηθα, μετά τη φωτιά που είχαμε το καλοκαίρι του 2007: Το καμένο πευκοδάσος που υπήρχε στα χαμηλότερα μέρη, έχει αναγεννηθεί, σε αρκετά σημαντικό βαθμό, και μάλιστα επεκτείνεται. Αντίθετα, το ελατοδάσος δεν δείχνει κανένα απολύτως σημάδι αναγέννησης. Ο λόγος για τη διαφορά αυτή είναι ότι το έλατο έχει ανάγκη από την ύπαρξη μιας «πρόδρομης βλάστησης», από κάποια συγκεκριμένα δασικά είδη, η οποία θα εξασφαλίσει τις απαραίτητες συνθήκες υγρασίας, σκιάς και προστασίας, μέσα στις οποίες θα μπορέσουν να αναπτυχθούν οι σπόροι και κατόπιν τα μικρά έλατα. Ως εκ τούτου, η φυσική αποκατάσταση του ελατοδάσους, εφόσον δεν παρεμποδιστεί από ανθρωπογενείς παράγοντες, θα χρειαστεί πάρα πολλές δεκαετίες. Σε κάποιες περιπτώσεις, ενδέχεται να μην γίνει ποτέ. Είναι λοιπόν επιτακτική ανάγκη να κατανοηθεί η αξία και η μοναδικότητα των δασών αυτών. Πρέπει να κατανοήσουμε ότι δεν είναι όλα τα δάση ίδια. Δηλαδή, πρέπει να μπορούμε να διακρίνουμε την οικολογική διάσταση των δασών, ως οικοσυστήματα, και να μην τα βλέπουμε μόνον ως παραγωγούς οξυγόνου.
Το θρυλικό Μικρό Χωριό Ευρυτανίας είναι χτισμένο μέσα σε πυκνό ελατοδάσος σε υψόμετρο 950μ.
Χρειαζόμαστε πράγματι αναδασώσεις, ή η αναγέννηση θα έρθει από μόνη της;
Ο γενικός κανόνας είναι ότι η καλύτερη αναδάσωση είναι η φυσική αναδάσωση. Αυτό βέβαια υπό την προϋπόθεση ότι θα αφήσουμε τη φύση ανενόχλητη και εφόσον δεν αλλάξει η χρήση γης μετά τη φωτιά. Στα πευκοδάση, η μεσολάβηση ενός χρονικού διαστήματος δεκαπενταετίας ή εικοσαετίας ανάμεσα σε δύο διαδοχικές πυρκαγιές, δεν εμποδίζει την αναγέννηση και διατήρηση των πευκοδασών. Πρέπει λοιπόν να γίνει από όλους κατανοητό, ότι ένα πευκοδάσος που έχει καεί, θα ξαναγίνει δάσος, μετά από δυο δεκαετίες περίπου, μέσω της φυσικής αναδάσωσης. Εάν όμως οι φωτιές επαναληφθούν σε μικρότερα χρονικά διαστήματα, τότε τα πεύκα δεν προλαβαίνουν να φτάσουν στην ηλικία παραγωγής κουκουναριών, άρα και σπερμάτων, οπότε το πευκοδάσος δεν μπορεί να αναγεννηθεί. Αντιστοίχως, για τους λόγους που προανέφερα, αυτή η αδυναμία αναγέννησης ισχύει και στις κατηγορίες των δασών που δεν είναι προσαρμοσμένα στις πυρκαγιές. Κατά συνέπεια, οι τεχνητές αναδασώσεις είναι μερικές φορές αναγκαίες. Ωστόσο, στην πλειονότητα των περιπτώσεων δεν απαιτούνται, και, σίγουρα, δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως πανάκεια. Επίσης, δεν μπορούν να γίνουν από τον οποιονδήποτε φορέα, καλοπροαίρετο έστω, χωρίς επιστημονικό σχεδιασμό. Αναφέρω ενδεικτικά ορισμένα χαρακτηριστικά λάθη που γίνονται στις αναδασώσεις, όπως για παράδειγμα να γίνονται οι φυτεύσεις από ανεκπαίδευτους εθελοντές, συχνά σε λάθος εποχή ή με λάθος είδη δέντρων. Επίσης, ακόμα συχνότερα, δεν λαμβάνεται υπόψη η διαδικασία της φυσικής αποκατάστασης που μπορεί να έχει ήδη ξεκινήσει σε μια καμένη έκταση, ούτε η ευπαθής άγρια χλωρίδα που αναπτύσσεται στις περιοχές αυτές, όπως για παράδειγμα κάποια ενδημικά αγριολούλουδα τα οποία μπορεί να απειληθούν από τις, κατά τα άλλα καλοπροαίρετες, δενδροφυτεύσεις. Δυστυχώς βλέπουμε αρκετά τέτοια παραδείγματα, όπου γίνεται περισσότερο κακό παρά καλό. Η αποκατάσταση ενός καμένου δάσους είναι μια πολυσύνθετη και σίγουρα όχι άμεση διαδικασία, ενώ ο κόσμος θέλει γρήγορες λύσεις και εύπεπτες απαντήσεις.
Δάσος βελανιδιάς στην Αιτωλοακαρνανία.
Μήπως θα βοηθούσε αν στις πυρόπληκτες περιοχές φυτεύαμε άλλα είδη: βελανιδιές, κυπαρίσσια ή ευκαλύπτους;
Θα ξεκινήσω απαντώντας για τους ευκαλύπτους: Η απάντηση είναι κατηγορηματικά, όχι! Ως προς τα άλλα είδη, θα έλεγα, κατά περίπτωση, και ναι και όχι. Εξηγούμαι: Οι ευκάλυπτοι, αν και έχουν ένα ελληνοπρεπέστατο όνομα, είναι δέντρα που κατάγονται από την Αυστραλία. Μπορούμε να συνεχίσουμε να τους φυτεύουμε σε κήπους και σε δενδροστοιχίες, ωστόσο δεν έχουν θέση στις αναδασώσεις, για πολλούς λόγους. Πρωτίστως βέβαια, διότι δεν ανήκουν στα ελληνικά δασικά οικοσυστήματα και, επιπλέον, είναι και εύφλεκτα φυτά. Όπως ανέφερα και πριν, οι τεχνητές αναδασώσεις χρειάζονται επιστημονικό σχεδιασμό. Σύμφωνα λοιπόν με όλα τα επιστημονικά δεδομένα, που προκύπτουν από τις νεότερες έρευνες, είναι εντελώς εσφαλμένη πρακτική η χρήση ξενικών ειδών στην αποκατάσταση των δασικών οικοσυστημάτων. Ορισμένα τέτοια ξενικά είδη μάλιστα έχουν γίνει επίμονα ζιζάνια, όπως για παράδειγμα ο Αείλανθος, που είχε φυτευτεί ευρύτατα ως ταχυαυξές είδος. Οι βελανιδιές, τα κυπαρίσσια, καθώς και άλλα ιθαγενή δασικά είδη, μπορούν ασφαλώς να χρησιμοποιηθούν σε αναδασώσεις, στα κατάλληλα για αυτά ενδιαιτήματα (θέσεις) και έπειτα από σχετική ειδική μελέτη. Εν αντιθέσει με τα πεύκα, οι βελανιδιές είναι λιγότερο εύφλεκτα δέντρα και «επενδύουν» στον χρόνο. Είναι μακρόβια και βραδυαυξή φυτά και, κάποια είδη όπως η ήμερη βελανιδιά και η χνοώδης δρυς, μπορούν κάλλιστα να χρησιμοποιηθούν σε πολλές περιοχές χαμηλού και μέσου υψομέτρου. Ας μην σπεύσουμε όμως να προτείνουμε την πλήρη αντικατάσταση των πευκοδασών με άλλα είδη. Ας θυμηθούμε ότι τα πευκοδάση έχουν και οικονομική σημασία, καθώς φιλοξενούν παραγωγικές δραστηριότητες, με πρώτη και καλύτερη τη μελισσοκομία για την παραγωγή του πευκόμελου από τη μαρσαλίνα των πεύκων. Η «δαιμονοποίηση» του πεύκου όπως συνέβη και μετά από την πρόσφατη κακοκαιρία «Μήδεια», τον περασμένο χειμώνα, παραβλέπει το γεγονός ότι κάθε είδος δέντρου και κάθε δασικό οικοσύστημα, έχει τη δική του σημασία και αξία.
Πευκοδάσος στην Παραμυθιά Θεσπρωτίας.
Σύμφωνα με αυτά που επισημάνατε, θα μπορούσαμε να πούμε ότι και στα θέματα αυτά υπάρχει έλλειμμα οικολογικής γνώσης;
Δεν πρόκειται απλώς για ένα έλλειμμα γνώσης. Είναι τόσο μεγάλες οι ελλείψεις των γνώσεων του κοινού στον κλάδο της Οικολογίας, όπως άλλωστε και στη Βιολογία γενικότερα, ώστε δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι υπάρχει πραγματικά ένας οικολογικός αναλφαβητισμός! Τα περισσότερα παιδιά που τελειώνουν στη σημερινή εποχή το σχολείο, δεν ξέρουν να ξεχωρίσουν τα βασικά είδη δέντρων και θάμνων της ελληνικής δασικής βλάστησης, ούτε καν τα είδη των δέντρων που απαντώνται μέσα στην πόλη, στη γειτονιά τους. Επιτρέψτε μου εδώ να αναφέρω ότι, τα τελευταία χρόνια, υπάρχει μια συστηματική υποβάθμιση της διδασκαλίας της Βιολογίας, στη σχολική εκπαίδευση. Ένα από τα πιο σκανδαλώδη παραδείγματα είναι το ότι ποτέ δεν διδάσκεται η Εξέλιξη στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, γεγονός που δημιουργεί – μεταξύ των άλλων – και σοβαρότατες αδυναμίες κατανόησης βασικών καθημερινών ζητημάτων, όπως διαπιστώσαμε και στην πανδημία του covid-19. Για να επιστρέψουμε όμως στο θέμα των δασικών πυρκαγιών, το έλλειμμα της γνώσης δεν αφορά μόνο την ελλιπή σχολική εκπαίδευση. Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης έχουν επίσης μεγάλη ευθύνη σε αυτό. Οι περισσότεροι δημοσιογράφοι, δυστυχώς, έχουν πολύ λίγες γνώσεις για το θέμα. Στην καλύτερη περίπτωση, οι γνώσεις αυτές φτάνουν το πολύ μέχρι το λεγόμενο «τρίγωνο της φωτιάς», θερμότητα-οξυγόνο-καύσιμο, δηλαδή τους τρεις βασικούς παράγοντες που συντελούν σε μια πυρκαγιά. Στη χειρότερη περίπτωση, απλώς επαναλαμβάνουν διάφορα κλισέ, για την «πύρινη λαίλαπα που κατακαίει το πράσινο και τις ανθρώπινες περιουσίες».
Η πρόσφατη φωτιά στο πευκοδάσος της Βαρυμπόμπης.
Για το ρόλο της κτηνοτροφίας και της βόσκησης, υπάρχουν συγκρουόμενες απόψεις. Που βρίσκεται η οικολογική αλήθεια;
Η βόσκηση στα δασικά οικοσυστήματα έχει μεγάλη σημασία, είτε πρόκειται για αποτέλεσμα της παρουσίας άγριων φυτοφάγων ζώων, όπως τα ελάφια και τα ζαρκάδια, είτε για την εκτροφή αιγοπροβάτων. Η βόσκηση που γίνεται στο πλαίσιο της παραδοσιακής εκτατικής κτηνοτροφίας μπορεί να αποτελεί μέρος της αειφορικής διαχείρισης του δάσους. Προσοχή: αναφέρομαι στη βόσκηση, όχι στην υπερβόσκηση. Η υπερβόσκηση, δηλαδή η υπέρβαση της φέρουσας ικανότητας, είναι πρόβλημα και παράγοντας υποβάθμισης των δασών. Ενταγμένη όμως στο κατάλληλο διαχειριστικό σχέδιο και τηρώντας τις προδιαγραφές που ορίζει η βοσκοϊκανότητα του κάθε δάσους, η εκτατική κτηνοτροφία συμβάλλει στη διατήρηση των διάκενων, των ξέφωτων και των λιβαδιών, και κατ’ επέκταση στην ποικιλότητα του δασικού περιβάλλοντος.
Πόσα και ποια μέτρα πυροπροστασίας και πυρόσβεσης χρειαζόμαστε τελικά; Και ποιες είναι οι νέες συνθήκες που δημιουργεί η κλιματική αλλαγή;
Θα σας απαντήσω, στο πλαίσιο του δικού μου γνωστικού αντικειμένου, για τα μέτρα διαχείρισης που συμβάλλουν στην πρόληψη και αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών. Αρχικώς θεωρώ ότι πρέπει να γίνει απολύτως κατανοητή η σχέση του πευκοδάσους, και γενικότερα των μεσογειακής δασικής βλάστησης, με τη φωτιά. Η φωτιά αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του κύκλου της διαδοχής των οικοσυστημάτων αυτών και προϋπήρχε της ανθρώπινης παρουσίας σε αυτά. Ασφαλώς, η συνειδητοποίηση του φαινομένου αυτού δεν μας απαλλάσσει από τις ευθύνες μας. Είναι όμως μία οικολογική παράμετρος, την οποία πρέπει οπωσδήποτε να λάβουμε υπόψη μας, έτσι ώστε να γίνουμε αποτελεσματικότεροι στο σχεδιασμό της πυρόσβεσης και της δασοπροστασίας. Οι υπηρεσίες, καθώς και όσοι ζουν κοντά σε πευκοδάση, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι σίγουρα μια πυρκαγιά θα εκδηλωθεί σε αυτά, μέσα στη διάρκεια ενός κύκλου μερικών δεκαετιών. Επιπλέον, θα πρέπει να γνωρίζουν ότι όσο περισσότερος χρόνος έχει περάσει από την τελευταία πυρκαγιά τόσο περισσότερο αυξάνεται ο κίνδυνος για να συμβεί μια νέα μεγάλη πυρκαγιά, καθώς συσσωρεύεται καύσιμη ύλη και δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για συνοδές καταστροφές. Ο κίνδυνος αυτός όμως μπορεί να μειωθεί με την κατάλληλη διαχείριση της βιομάζας. Και, γενικά, ένα διαχειριζόμενο πευκοδάσος είναι λιγότερο ευάλωτο στις πυρκαγιές από ένα μη-διαχειριζόμενο. Δεν πρέπει να ξεχνάμε άλλωστε ότι τα πευκοδάση είχαν πολλές ανθρώπινες δραστηριότητες στο παρελθόν. Είναι πολύ λυπηρό το γεγονός ότι σήμερα αντιμετωπίζονται, σχεδόν αποκλειστικά, ως εν δυνάμει χώρος παραθεριστικής κατοικίας. Στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής πυροπροστασίας, μπορούν και πρέπει να ενταχθούν και μέτρα διαχείρισης που θα περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, τόσο την επιλεκτική υλοτομία όσο και τη βόσκηση. Η εφαρμογή τέτοιων διαχειριστικών πρακτικών, έχει επιπροσθέτως και οφέλη για την τοπική οικονομία και απασχόληση, καθώς οι συγκεκριμένες δραστηριότητες παρουσιάζουν και παραγωγικό ενδιαφέρον. Άλλα μέτρα που σίγουρα θα συμβάλλουν στην προστασία των δασών, είναι η υπογειοποίηση του ηλεκτρικού δικτύου, η ολοκλήρωση των δασικών χαρτών και η διασφάλιση του δασικού χαρακτήρα της χρήσης γης και μετά τη φωτιά. Ως προς την κλιματική αλλαγή, είναι σαφές ότι οι καύσωνες θα γίνουν συχνότεροι και ότι θα σημειώνονται και εκτός των θερινών μηνών, οπότε πρέπει αρχικά να διευρυνθεί η θεσμοθετημένη αντιπυρική περίοδος. Υπό το πρίσμα αυτών των μελλοντικών συνθηκών, θα πρέπει να αξιοποιηθούν όλα τα διαθέσιμα εργαλεία πυροπροστασίας και πυρόσβεσης, τα οποία έχουν ήδη δείξει θετικά αποτελέσματα, στην Ελλάδα ή και σε άλλες χώρες. Προς αυτήν την κατεύθυνση, μπορούμε να μάθουμε να δουλεύουμε μαζί με τη φωτιά, είτε με ελεγχόμενη καύση σε επίφοβες περιοχές κατά τους χειμερινούς μήνες, είτε με το λεγόμενο «αντιπύρ», δηλαδή τη χρήση φωτιάς μικρής έντασης και ελεγχόμενης συμπεριφοράς η οποία θα ανακόψει την πυρκαγιά. Αντιθέτως, ξεπερασμένες πρακτικές και εσφαλμένες παρεμβάσεις, όπως η πρόσφατη αποψίλωση της αναγέννησης του δάσους Κουκουναριάς στον Σχινιά, τον περασμένο Ιούνιο, για αντιπυρικούς λόγους υποτίθεται, αποτελούν παράδειγμα προς αποφυγή. Μας δείχνουν, δυστυχώς, ότι έχουμε ακόμα πολύ δρόμο να διανύσουμε μέχρι να μάθουμε να προστατεύουμε τα δάση μας με γνώση και αποτελεσματικότητα.
Ο Σουν Ρίις μαζί με το μικρότερο γιο του, απολάμβαναν τη βόλτα τους με τα ποδήλατα κάτω απ’ τον απογευματινό ήλιο, στις δασικές εκτάσεις που βρίσκονται κοντά στο σπίτι τους, βόρεια της Κοπεγχάγης, όταν ο Ρίις παρατήρησε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά στη φύση. Για την ακρίβεια, κάτι έλειπε.
Ήταν καλοκαίρι. Πήγαιναν αρκετά γρήγορα, αλλά περιέργως δεν «έτρωγαν» έντομα στο πρόσωπο. Για μια στιγμή, ο Ρίις αναπόλησε την παιδική του ηλικία στο Λόλαντ, ένα νησί της Δανίας στη Βαλτική Θάλασσα. Εκείνα τα χρόνια κατά τις καλοκαιρινές του βόλτες με το ποδήλατο, έπρεπε να κλείνει το στόμα του ώστε να αποφύγει τα έντομα· αναπόφευκτα όμως κατάπινε κάποια. Θυμήθηκε επίσης ότι ταξιδεύοντας με τους γονείς του, το παρμπρίζ του αυτοκινήτου τους λερώνονταν από έντομα που έπεφταν πάνω και συχνά έπρεπε να χρησιμοποιήσουν τους υαλοκαθαριστήρες καθώς δε μπορούσαν να δουν. Όλα αυτά όμως φαίνονταν πολύ μακρινά πια. Δε μπορούσε να θυμηθεί την τελευταία φορά που καθάρισε το παρμπρίζ του απ’ τα έντομα. Αναρωτήθηκε μάλιστα αν οι κατασκευαστές αυτοκινήτων είχαν εφεύρει κάποια νέα ειδική επίστρωση ώστε να τα αποφύγουν. Όχι. Η φύση είχε σημάνει κάποιου είδους συναγερμό. Πού είχαν πάει όλα αυτά τα έντομα; Και πότε; Και γιατί δεν το είχε παρατηρήσει ως τώρα;
Παρακολουθώντας το γιο του να κάνει ποδήλατο κυριεύτηκε από τη μελαγχολική σκέψη, ότι από την παιδική ηλικία του παιδιού έλειπε αυτή η εμπειρία που ο ίδιος ως παιδί είχε. Ήταν ένα είδος νοσταλγίας το οποίο όμως δε μπορούσε να κλονίσει το αίσθημα της απώλειας. «Υποθέτω ότι είναι ανθρώπινο να πιστεύεις ότι όλα ήταν καλύτερα όταν ήσουν παιδί», σκέφτηκε. «Ίσως δεν μου άρεσε όταν ήμουν στο ποδήλατό μου και έτρωγα όλα αυτά τα έντομα, αλλά κοιτάζοντας σήμερα πίσω, νομίζω ότι είναι κάτι που όλοι πρέπει να βιώσουν».
Γνώρισα τον Ρίις μια καυτή μέρα του Ιουνίου. Ήταν καθηγητής μαθηματικών σε ένα λύκειο της περιοχής. Ανησυχούσε για το ότι δεν είχε ολοκληρώσει κάποιες τελευταίες λεπτομέρειες για την τελετή αποφοίτησης του σχολείου εκείνο το βράδυ, αλλά φαινόταν πως είχε μια σημαντική δουλειά να κάνει πρώτα.Από το γκαράζ του, πήρε ένα μεγάλο, περίεργο δίχτυ και το έδεσε στην οροφή του αυτοκινήτου του. Ήταν ένα λευκό δίχτυ το οποίο προσάρμοσε με κάποιους ιμάντες. «Αυτό δεν είναι 100% νόμιμο» είπε «αλλά υποθέτω ότι για χάρη της επιστήμης…». Η παρουσία των εντόμων είναι «ουσιώδης» για τη σωστή λειτουργία όλων των οικοσυστημάτων καθώς είναι πολύτιμοι επικονιαστές και ανακυκλωτές θρεπτικών ουσιών, ενώ αποτελούν τροφή για αρκετά πλάσματα.
Ο Ρίις δεν ήταν ο μόνος άνθρωπος που είχε παρατηρήσει την παρακμή τους. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι επιστήμονες διαπίστωσαν πρόσφατα ότι ο πληθυσμός των πεταλούδων μονάρχης μειώθηκε κατά 90% τα τελευταία 20 χρόνια. Μια απώλεια 900 εκατομμυρίων πεταλούδων! Ο βομβίνος με τις σκουριασμένες κηλίδες (Bombus affinis) που κάποτε ζούσε σε 28 πολιτείες των ΗΠΑ, παρουσίασε μείωση του πληθυσμού του, κατά 87% την ίδια περίοδο. Για τα λιγότερο μελετημένα είδη εντόμων ένας ερευνητής μου είπε «Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να σηκώσουμε τα χέρια μας και να πούμε -Δεν είναι πλέον εδώ!». Ωστόσο, το πιο ανησυχητικό πράγμα δεν ήταν η εξαφάνιση ορισμένων ειδών. Ήταν η βαθύτερη ανησυχία ότι ένας ολόκληρος κόσμος εντόμων έχει χαθεί αθόρυβα και πως αυτό θα μπορούσε να επηρεάσει τον πλανήτη με άγνωστο τρόπο.
Επειδή τα έντομα είναιδυσδιάκριτα και δύσκολο να εντοπιστούν, ο φόβος ότι μπορεί να υπάρχουν πολύ λιγότερα από ό,τι πριν ήταν αρκετά έντονος. Ο κόσμος το παρατήρησε στις αυλές του, στις καλλιέργειες, στα φώτα των στύλων τα βράδια. Η αίσθηση ανάμεσα στους ανθρώπους ήταν τόσο έντονηπου οι εντομολόγοι έδωσαν ένα όνομα στο φαινόμενο αυτό. Το ονόμασαν το φαινόμενο του παρμπρίζ.
Το φαινόμενο του παρμπρίζ εμφανίστηκε μετά το 2000 όταν έπειτα από μεγάλα ταξίδια οι οδηγοί παρατήρησαν ότι δεν χρειαζόταν να καθαρίσουν τα τζάμια από τα έντομα.
Για να δοκιμάσει αυτό που ήταν κατά κύριο λόγο μια απλή υποψία, με περιθώρια λάθους, ο Ρίις και 200 άλλοι Δανοί περιπλανήθηκαν καθ’ όλο τον Ιούνιο με τα εξοπλισμένα αυτοκίνητά τους στους δρόμους της χώρας τους. Ήταν μέρος μιας έρευνας που πραγματοποιήθηκε από το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Δανίας, μια κοινή προσπάθεια του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης, του Πανεπιστημίου του Ώρχους και του Κρατικού Πανεπιστημίου της Βόρειας Καρολίνας. Τα δίχτυα θα έπαιζαν το ρόλο του παρμπρίζ καθώς ο Ρίις και οι υπόλοιποι διέσχιζαν διάφορους οικότοπους, αστικές περιοχές, δάση, γεωργικές εκτάσεις και υγρότοπους ελπίζοντας να ποσοτικοποιήσουν την αποπροσανατολιστική αίσθηση ότι, όπως το έθεσε ένας από τους μελετητές, «κάτι από το παρελθόν λείπει στο παρόν».
Όταν οι ερευνητές άρχισαν να σχεδιάζουν τη μελέτη αυτή, το 2016, δεν ήταν σίγουροι αν θα έβρισκαν εθελοντές να συμμετάσχουν. Μια άλλη μελέτη όμως από τη Γερμανία ήρθε για να φέρει για τα καλά το πρόβλημα της παρακμής των εντόμων στο προσκήνιο. Σύμφωνα με αυτή τη μελέτη μετρώντας απλώς κατά βάρος το σύνολο των ιπτάμενων εντόμων στα Γερμανικά φυσικά καταφύγια, διαπιστώνονταν μείωση κατά 75% σε μόλις 27 χρόνια! Μάλιστα κατά την περίοδο του καλοκαιριού η πτώση ήταν 82%.
Ο Ρίιςέμαθε για τη μελέτη από μια ομάδα μαθητών του σε ένα από τα μαθήματά του.Πρέπει να έχουν κάνει κάποιο λάθος στην αναφορά τους, σκέφτηκε.Αλλά δεν είχαν.Η μελέτη σύντομα γίνεται, σύμφωνα με τον ιστότοπο Altmetric, το έκτο πιο συζητημένο επιστημονικό έγγραφο του 2017. Οι τίτλοι των ειδησιογραφικών πρακτορείων σε όλο τον κόσμο είναι βαρύγδουποι και προειδοποιούν για έναν «Αρμαγεδδών των εντόμων».
Λίγες μέρες μετά τη δημοσίευση αυτής της Γερμανικής μελέτης, το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Δανίας άρχισε να δέχεται δεκάδες αιτήσεις εθελοντών για συμμετοχή στη δική του έρευνα. Φαινόταν ότι υπήρχαν άνθρωποι σαν τον Ρίις παντού, άνθρωποι που είχαν παρατηρήσει μια αλλαγή, αλλά δεν ήξεραν τι να κάνουν. Πώς θα μπορούσε να εξαφανιστεί κάτι τόσο θεμελιώδες όσο τα έντομα απ’ τον ουρανό; Και τι θα γινόταν ο κόσμος χωρίς αυτά;
Όποιος έχει τύχει να επιστρέψει σε κάποιο παιδικό του στέκι θα έχει παρατηρήσει ότι όλα πλέον του φαίνονται κάπως μικρότερα. Αυτό δείχνει ότι οι άνθρωποι δεν είναι σπουδαίοι στο να θυμούνται το παρελθόν με ακρίβεια. Επίσης ο Καναδός φυσιοδίφης Τζον Άκορν έλεγε ότι «οι άνθρωποι είναι εξαιρετικά κακοί στο να εντοπίζουν μεταβολές μέσα στο χρόνο». Και αυτό ισχύει ιδιαίτερα για αλλαγές στον φυσικό κόσμο. Είναι αδύνατο να διατηρηθεί μια σταθερή προοπτική. Όπως παρατήρησε ο Ηράκλειτος πριν από 2.500 χρόνια: «Κανείς δεν μπορεί να μπει στο ίδιο ποτάμι δύο φορές».
Μια μελέτη του 1995 των Peter H. Kahn και Batya Friedman, για τον τρόπο με τον οποίο ορισμένα παιδιά στο Χιούστον αντιλαμβάνονταν την υποβάθμιση του περιβάλλοντος, μας έδειξε κάτι πολύ σημαντικό: Με την πάροδο του χρόνου το μέγεθος της περιβαλλοντικής υποβάθμισης αυξάνεται. Κάθε γενιά όμως, μη έχοντας βιωματική αίσθηση του παρελθόντος, θεωρεί την εκάστοτε κατάσταση δεδομένη, αδυνατώντας να αντιληφθεί τις αλλαγές που πραγματικά έχουν συντελεστεί. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του φαινομένου είναι οι ψαράδες στα Φλόριντα Κις, οι οποίοι για χρόνια φωτογραφίζονταν καμαρωτοί κρατώντας τα ψάρια που μόλις είχαν πιάσει. Η Λόρεν Μακλένακαν, θαλάσσιος βιολόγος, εντόπισε και ανέδειξε αυτό το φαινόμενο, το οποίο ονομάζεται «The shifting baselines syndrome». Τα ψάρια στις φωτογραφίες γίνονταν ολοένα και μικρότερα, σε σημείο που οι ψαράδες πλέον φωτογραφίζονταν με ψάρια που παλαιότερα αγνοούσαν, ρίχνοντάς τα πίσω στη θάλασσα. Τα χαμόγελα στα πρόσωπα τους όμως, παρέμεναν στο ίδιο μέγεθος. Δεν είχαν αίσθηση της αλλαγής που είχε συντελεστεί.
Τα έντομα είναι το κομμάτι της άγριας φύσης με το οποίο έχουμε περισσότερο επαφή. Μια αράχνη στο μπάνιο, ένα μυρμήγκι που προσπαθεί να τρυπώσει στο βάζο με το μέλι, μια ενοχλητική μύγα, ένα κουνούπι που δεν μας αφήνει να κοιμηθούμε κτλ. Απ’ την άλλη πλευρά όμως τα έντομα αποτελούν ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια του πλανήτη μας, μια υπενθύμιση του πόσο λίγα γνωρίζουμε για το τι συμβαίνει στον κόσμο γύρω μας.
Έχουμε ταυτοποιήσει ένα εκατομμύριο είδη εντόμων, θρίπες, ψαράκια, μυρμηλεοντίδες, τριχόπτερα, κερκοποειδή και άλλες τεράστιες οικογένειες εντόμων που οι περισσότεροι από εμάς δεν μπορούν καν να αναγνωρίσουν. Πιστεύουμε ότι τα γνωρίζουμε καλά, αλλά αυτό δεν ισχύει. Υπάρχουν 12.000 είδη μυρμηγκιών, σχεδόν 20.000 είδη μελισσών και περίπου 400.000 είδη σκαθαριών. Μόλις 5 κυβικά εκατοστά χώμα μπορεί να φιλοξενούν 200 μοναδικά είδη ακάρεων. Και όμως οι εντομολόγοι εκτιμούν ότι όλη αυτή η καταπληκτική και απίστευτη ποικιλία αντιπροσωπεύει ίσως μόνο το 20% της πραγματικής, ότι υπάρχουν εκατομμύρια είδη που είναι εντελώς άγνωστα στην επιστήμη.
Το 70% όλων των ειδών του πλανήτη είναι έντομα. Ποτέ δεν πέρασε απ’ το μυαλό των εντομολόγων του παρελθόντος ότι θα μπορούσαν να εξαφανιστούν. Έτσι αφοσιώθηκαν στις μελέτες για τους κύκλους ζωής τους και στην ταξινόμηση των ειδών, κάτι που τους γοήτευε, με αποτέλεσμα ελάχιστοι να σκεφτούν να τα μετρήσουν ή να καταγράψουν κάτι τόσο βαρετό όσο ο αριθμός τους.Εκτός αυτού η μέθοδος παρακολούθησης είναι πολύ αργή, κουραστική και ασυνήθιστη δουλειά. Για να αποκτήσουν κάποιο νόημα τα δεδομένα μπορεί να χρειαστεί να περιμένουν ακόμα και δεκαετίες. Εκτός αυτού ποιος θα χρηματοδοτούσε τέτοιου είδους έρευνα; Το μεγαλύτερο μέρος των ακαδημαϊκών χρηματοδοτήσεων αφορά βραχυπρόθεσμες έρευνες.
Όταν οι εντομολόγοι άρχισαν να παρατηρούν και να ερευνούν τη μείωση του πληθυσμού των εντόμων, ήρθαν αυτομάτως αντιμέτωποι με την απουσίαπληροφοριών από το παρελθόν, που θα τους έδινε τη δυνατότητα να συγκρίνουν τα τωρινά δεδομένα. Μετράμε εκατοντάδες σκαθάρια αυτή τη στιγμή, για παράδειγμα, αλλά τι γίνεται αν υπήρχαν 100.000 πριν από δύο γενιές; Ο Ρομπ Νταν βιολόγος στο πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίναςέψαξε πρόσφατα μελέτες που δείχνουν την επίδραση των φυτοφαρμάκων στον πληθυσμό των εντόμων που ζουν στα κοντινά δάση. Έκπληκτος διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν τέτοιες μελέτες.«Αγνοήσαμε πραγματικά βασικές ερωτήσεις», είπε.
Μπορεί οι εντομολόγοι να μη διέθεταν δεδομένα, είχαν όμως μερικές πολύ ανησυχητικές ενδείξεις. Ταυτόχρονα με την αίσθηση ότι έβλεπαν λιγότερα έντομα στις παγίδες που χρησιμοποιούσαν στα πειράματά τους, έρχονταν νέα δεδομένα από τη Βρετανία, από καλά μελετημένα έντομα όπως οι μέλισσες, οι πεταλούδες και τα σκαθάρια, όπου διαπιστώνονταν μείωση κατά μέσο όρο κατά 45%.
Οι εντομολόγοι γνωρίζουν επίσης ότι η κλιματική αλλαγή και η συνολική υποβάθμιση των οικοτόπων παγκοσμίως είναι κακά νέα για τη βιοποικιλότητα εν γένει και ότι τα έντομα αντιμετωπίζουν τις ιδιαίτερες προκλήσεις που θέτονται από τα ζιζανιοκτόνα και τα φυτοφάρμακα, μαζί με τις επιπτώσεις της απώλειας των ενδιαιτημάτων τους αλλά και της αστικοποίησης. Ερευνητές ανακάλυψαν ότι τα ψάρια έβρισκαν όλο και λιγότερα εφημερόπτερα για να τραφούν. Ορνιθολόγοι διαπίστωσαν επίσης ότι τα πουλιά που βασίζονται στα έντομα για φαγητό αντιμετώπιζαν προβλήματα: 8 στις 10 πέρδικες έχουν εξαφανιστεί από τα γαλλικά αγροτικά εδάφη. 50% και 80% η μείωση στα αηδόνια και τα τρυγόνια. Τα μισά από όλα τα πτηνά στις καλλιεργήσιμες περιοχές της Ευρώπης εξαφανίστηκαν σε μόλις τρεις δεκαετίες. Στη Δανία ο ορνιθολόγος Άντερς Τούτροπ, ήταν αυτός που είχε την ιδέα της μετατροπής των αυτοκινήτων σε ανιχνευτές εντόμων για τη μελέτη του φαινομένου του παρμπρίζ, καθώς παρατήρησε ότι οι κουκουβάγιες, τα δεντρογέρακα και οι μελισσοφάγοι που βασίζουν τη διατροφή τους στα έντομα, είχαν εξαφανιστεί ξαφνικά από το τοπίο.
Χρειάζονται μόλις 2 λεπτά για να προσαρμοστεί το δίχτυ στην οροφή του αυτοκινήτου. Ο καιρός πρέπει να είναι καλός και η μέγιστη ταχύτητα τα 50χλμ την ώρα.
Τα σημάδια ήταν σίγουρα ανησυχητικά, αλλά δεν έπαυαν να παραμένουν απλά σημάδια που δεν αρκούν ώστε να γίνουν σημαντικές ανακοινώσεις σχετικά με την υγεία των εντόμων στο σύνολό της ή να τεκμηριωθεί μια ευρεία μείωση των ειδών. «Δεν υπάρχουν ποσοτικά δεδομένα για τα έντομα, οπότε αυτή είναι απλώς μια υπόθεση», μου εξήγησε ο Χανς ντε Κρόον, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ράντμπουντ της Ολλανδίας. Σίγουρα όχι η δήλωση που θα στείλει τον κόσμο στα οδοφράγματα.
Και ύστερα ήρθε η Γερμανική μελέτη…
Η μελέτη του Κρέφελντ.
Οι αριθμοί που αποκαλύπτονταν από την Γερμανική μελέτη ήταν αμείλικτοι, υποδηλώνοντας τον αποδεκατισμό ολόκληρου του κόσμου των εντόμων, ακόμη και σε προστατευόμενες περιοχές όπου τα έντομα θα έπρεπε να βρίσκονται σε λιγότερο στρεσογόνες καταστάσεις. Η ταχύτητα και η κλίμακα της μείωσης ήταν συγκλονιστική ακόμη και για εντομολόγους που μελετούσαν τις μέλισσες, γνώριζαν το πρόβλημα και ήδη ανησυχούσαν. Τα αποτελέσματα όμως ήταν εκπληκτικά και για έναν άλλο λόγο.Τα πολυετή σύνολα δεδομένων σχετικά με την αφθονία των εντόμων δεν προήλθαν από πανεπιστημιακούς κύκλους, αλλά από μια μικρή κοινότητα ενθουσιωδών εντομολόγων, ερασιτεχνών κατά κύριο λόγο, στην επαρχιακή Γερμανική πόλη του Κρέφελντ.
Τα μέλη της Εντομολογικής Κοινότητας του Κρέφελντ επί το έργον.
Το Κρέφελντβρίσκεται μισή ώρα με το αυτοκίνητο έξω από το Ντίσελντορφ, κοντά στη δυτική όχθη του Ρήνου. Είναι μια πόλη με τούβλινα σπιτάκια, ανθισμένους κήπους και ένα γραφικό δημοτικό πάρκο. Κοντά στο κέντρο της παλιάς πόλης, μια χάρτινη πινακίδα, όχι πολύ μεγαλύτερη από μια επαγγελματική κάρτα, μας ενημερώνει για την έδρα της Εντομολογικής Ένωσης Entomologischer Verein Krefeld (EVK), της οποίας η έρευνα προκάλεσε τόση αναταραχή. Όταν ιδρύθηκε, το 1905, λειτουργούσε σε ένα κτήριο το οποίο καταστράφηκε μετά το βομβαρδισμό της πόλης από τους Βρετανούς κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Πριν πέσουν οι βόμβες μέλη της Ένωσης είχαν προλάβει να μεταφέρουν σχολαστικά τα πολύτιμα αρχεία, που περιείχαν καταχωρήσεις ερευνών αλλά και συλλογές εντόμων, πολλές απ’ τα οποίες χρονολογούνταν από τη δεκαετία του 1860, σε μια υπόγεια αποθήκη.
Σήμερα, η EVK χρησιμοποιεί ένα παλιό τριώροφο σχολείο ως αποθηκευτικό χώρο και αριθμεί γύρω στα 60 μέλη, αρκετοί εκ των οποίων είναι χομπίστες. Μάλιστα το 1979 σε έναν εξ’ αυτών, τον Ζίγκφριντ Σίμορεκ ο οποίος δεν είχε καταφέρει να μπει στο πανεπιστήμιο, απονεμήθηκε επίτιμο διδακτορικό από το Ελβετικό Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Ζυρίχης για την έρευνά του σχετικά με τα ξυλοφάγα έντομα.
Ο εντομολόγος Τόμας Χόρεν στα αρχεία της Εντομολογικής Ένωσης του Κρέφελντ.
Αν τύχει ποτέ να ξεναγηθείτε εκεί και να δείτε τις συλλογές θα παρατηρήσετε ότι υπάρχουν δωμάτια που περιέχουν για παράδειγμα αποκλειστικά Λεπιδόπτερα! Θα δείτε πως οι παλιές σχολικές αίθουσες έχουν μετατραπεί σε κάτι που θυμίζει βιβλιοθήκη με ράφια γεμάτα βιβλία, αλλά στην πραγματικότητα είναι αναρίθμητα ξύλινα κουτιά που περιέχουν καρφιτσωμένες πεταλούδες και μέλισσες που μαζεύτηκαν πολύ πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο! Κατά την περίοδο από το 1880 έως το 1930! Ενώ υπάρχουν συρτάρια μέσα στα οποία βρίσκονται μέλισσες από νέες συλλογές… μόλις 30 ετών.
Υπάρχουν όμως και ράφια που κρατούν πραγματικά βιβλία. Σε ένα απ’ αυτά μέτρησα 31 τόμους από μια σειρά με τον τίτλο «Σκαθάρια της Κεντρικής Ευρώπης». Υπήρχε ένα βιβλίο 395 σελίδων στο οποίο ήταν καταχωρημένα και κατηγοριοποιημένα δείγματα της σφήκας αραχνών (σφήκες της οικογένειας Pompilidae), τα οποία συλλέχθηκαναπό τη δυτική Παλεαρκτική Ζώνη από το 1948 έως το 2008. Ρώτησα τον Μάρτιν Σονγκ ο οποίος εκτελεί καθήκοντα επιμελητή στην EVK από το 1987 και ήταν ένας από τους συγγραφείς της Γερμανικής μελέτης αν αυτό το διάστημα των 50 ετών, που αναφέρονταν στο εξώφυλλο του βιβλίου, ήταν το διάστημα κατά το οποίο συλλέγονταν τα δείγματα. «Όχι» μου απάντησε. «Αυτό ήταν το διάστημα που χρειάστηκε ο συγγραφέας για τη μελέτη του».
Ο Σονγκ είναι μια βιβλική μορφή, που σε προκαλεί να του κάνεις ερωτήσεις. Όμως τα έντομα είναι το μόνο για το οποίο δείχνει πρόθυμος να μιλήσει. «Αυτό που είναι σημαντικό είναι η μείωση του πληθυσμού των εντόμων και όχι οι λεπτομέρειες σχετικά με τη ζωή των εντομολόγων» μου εξηγεί με κάπως αυστηρό ύφος. Το δικό του όνομα μαζί με αυτό του συνεργάτη του Βέρνερ Στένμαν ήταν αυτά μεταξύ άλλων αυτά που υπέγραφαν την περίφημη πλέον μελέτη που δημοσιεύτηκε το 2017 στο περιοδικό PLOS One. Κανένας τους δεν δέχτηκε να απαντήσει στις ερωτήσεις σχετικά με τις καθημερινές τους δουλειές. Ο Σονγκ θεωρεί ότι είναι λάθος να επικεντρώνεται η προσοχή του κόσμου σε αυτόν ως άτομο και όχι στην έρευνα. Έτσι δεν θέλησε να μιλήσει ούτε για το τι τον ώθησε να αφιερώσει τόσο μεγάλο μέρος της ζωής του για τη μελέτη των σφηκών. «Συνήθως ασχολούμαστε με τη ζωή κάποιου όταν αυτός πεθαίνει» είπε χαρακτηριστικά.
Ο Μάρτιν Σονγκ εκτελεί καθήκοντα επιμελητή στην Ένωση από το 1987, όταν αντικατέστησε τον θρυλικό Ζίγκφριντ Σίμορεκ.
Υπήρχε ένας λόγος για αυτή την επιφυλακτικότητα. Τα ειδησεογραφικά πρακτορεία τους χαρακτηρίζουν ξανά και ξανά ως «ερασιτέχνες» και αυτό είναι κάτι που δεν αρέσει στα μέλη της Ένωσης. Είναι κάτι που αντικατοπτρίζει τα πιστεύω τους. Έχουν διαφορετική αντίληψη σχετικά με το τι σημαίνει να είσαι ειδικός ή ακόμα και επιστήμονας – τι σημαίνει να είσαι μαθητής του φυσικού κόσμου. Οι ερασιτέχνες παρέχουν εδώ και πολύ καιρό μεγάλο μέρος των γνώσεων που έχουμε σχετικά με τη φύση. Όλες αυτές οι μελέτες για τις μέλισσες ή τις πεταλούδες εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την κινητοποίηση εθελοντών. Οι αριθμοί που αποκάλυψαν την τρομακτική μείωση των πτηνών συγκεντρώθηκαν επίσης με αυτόν τον τρόπο και επειδή τα πουλιά μπορεί να είναι δύσκολο να εντοπιστούν, οι εθελοντές συχνά χρειάστηκε να μάθουν να τα αναγνωρίζουν από τους ήχους τους. Η Βρετανία που είναι η καλύτερα μελετημένη περιοχή στον πλανήτη έχει σπουδαία παράδοση στους φυσιολάτρες.
Όσο τεχνολογικά εξελιγμένοι και να είμαστε, ο φυσικός κόσμος εξακολουθεί να είναι πολύ μεγάλος και περίπλοκος και ο καλύτερος τρόπος για να μάθουμε τι συμβαίνει είναι να αφιερώσουν πολύ χρόνο, πολλοί άνθρωποι. Εξάλλου η ετυμολογική προέλευση του όρου «ερασιτέχνης» είναι εραστής της τέχνης. Αρκετοί ερασιτέχνες φυσιοδίφες καθοδηγούνται από το πάθος τους και ακολουθούν μια μακρά παράδοση. Σκεφτείτε για παράδειγμα κατά τη βικτωριανή εποχή πόσοι άνθρωποι έψαχναν πεταλούδες εξοπλισμένοι με απόχες, τις οποίες στη συνέχεια τοποθετούσαν στους Θαλάμους Αξιοπερίεργων Αντικειμένων, αλλά και τον γνωστό συγγραφέα Βλαντιμίρ Ναμπόκοφτου οποίου οι θεωρίες σχετικά με την εξέλιξη των κοινών μπλε πεταλούδων, ενώ αρχικά αγνοήθηκαν, τελικά επιβεβαιώθηκαν με τη μέθοδο του DNA, 30 χρόνια μετά το θάνατό του. Αλλά ακόμα και το νεαρό Κάρολο Δαρβίνο που παράτησε τα μαθήματά του στο Καίμπριτζ για να μαζέψει σκαθάρια στο Wicken Fen και κάποτε έβαλε ένα ζωντανό σκαθάρι στο στόμα του, επειδή τα χέρια του ήταν ήδη γεμάτα.
Ο συγγραφέας Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ ήταν ένας παθιασμένος εντομολόγος με εξειδίκευση στις πεταλούδες. Για έξι χρόνια υπήρξε επιμελητής στο Μουσείο Συγκριτικής Ζωολογίας του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, ενώ δημοσίευσε και δώδεκα εργασίες σχετικά με την ταξινόμηση.
Η Εντομολογική Ένωση του Κρέφελντ (EVK) είναι εθελοντική και τα περισσότερα μέλη της, ζουν κάνοντας άλλες δουλειές. Η γνώση τους όμως σχετικά με τα έντομα είναι βαθύτατη και την απέκτησαν έπειτα από πολλά χρόνια ενασχόλησης κάτι που άλλοι άνθρωποι θεωρούν εμμονή. Κάποιοι μελετούν την οικολογία ή την εξελικτική ταξινομία των αγαπημένων τους ειδών ή απλώς χαρτογραφούν τους πληθυσμούς τους. Σύμφωνα με τον Σονγκ από τα 63 μέλη το ένα τρίτο έχει πανεπιστημιακή εκπαίδευση σε τομείς όπως η βιολογία ή οι γεωπιστήμες. Κάποιοι άλλοι είναι «εξαιρετικά εξειδικευμένοι και με υψηλά προσόντα, αλλά δεν επισκέφτηκαν ποτέ το πανεπιστήμιο», ενώ οι υπόλοιποι είναι ερασιτέχνες που βρίσκονται ακόμη στη διαδικασία του να γίνουν εντομολόγοι, «Κάποιοι από αυτούς μπορεί επίσης να έχουν πτυχίο από το πανεπιστήμιο, αλλά κατά την άποψή μας, είναι αρχάριοι».
Ο Σουηδός εντομολόγος Ρενέ Μαλαίζ, εφευρέτης της παγίδας Μαλαίζ, μέσα σε ένα άλλο δημιούργημά του, τον ατομικό υπνόσακο τον οποίο κατασκεύασε κατά την στρατιωτική του θητεία στο Βάξχολμ το 1914.
Μια απ’ τις βασικές τους εργασίες τους είναι η δημιουργία και τοποθέτηση των παγίδων Μαλαίζ, μια παγίδα εντόμων που μοιάζει με σκηνή και εφευρέθηκε από τον Σουηδό εντομολόγο Ρενέ Μαλαίζ το 1934. Καθώς τα έντομα εισέρχονται συναντούν τη μαύρη σήτα που βρίσκεται περιμετρικά και τα περισσότερα ανεβαίνουν προς τη λευκή οροφή σε μια προσπάθεια να ξεφύγουν. Εκεί συναντούν ένα μπουκάλι συλλογής όπου παγιδεύονται μόνιμα. Το μπουκάλι περιέχει αιθανόλη για τη διατήρηση των οργανισμών και του DNA τους. Η παγίδα θεωρητικά μπορεί να λειτουργεί επ’ αόριστον καθώς μόνο το μπουκάλι αντικαθίσταται περιοδικά (συνήθως μία φορά την εβδομάδα), καθιστώντας αυτή την τεχνική δειγματοληψίας πολύ χαμηλού κόστους.
Ο Μάρτιν Σονγκ σε νεότερη ηλικία καθώς ελέγχει το μπουκάλι συλλογής μιας παγίδας Μαλαίζ.
Λόγω των αυστηρών επιστημονικών προτύπων της Ένωσης χρησιμοποιούνται πανομοιότυπες παγίδες, ραμμένες από ένα πρότυπο που χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά το 1982 και τοποθετούνται πάντα στα ίδια ακριβώς σημεία. Ο Σονγκ μου έδειξε το πρωτότυπο με μεγάλη υπευθυνότητα. Κάποια στιγμή αγόρασαν τόσο μεγάλη ποσότητα αιθανόλης που προσέλκυσαν την προσοχή της Δίωξης Ναρκωτικών. Τα μέλη της Ένωσης άρχισαν να παρατηρούν τη μείωση του πληθυσμού των εντόμων, παράλληλα με τους εντομολόγους στον υπόλοιπο κόσμο, όμως εδώ υπήρχε ένα μέτρο σύγκρισης. «Δεν πετάμε τίποτα, αποθηκεύουμε τα πάντα» μου εξηγεί ο Σονγκ. «Αυτό μας δίνει σήμερα τη δυνατότητα να επιστρέψουμε στο παρελθόν».
Οι εντομολόγοι του Κρέφελντ επιβεβαίωσαν ότι ο συνολικός αριθμός των εντόμων που συλλέχθηκαν το 2016 ήταν 75% χαμηλότερος από το ίδιο σημείο το 1989. Επίσης πριν από 30 χρόνια ένα μπουκάλι 1 λίτρου αρκούσε για μια εβδομάδα, ενώ σήμερα ένα μπουκάλι μισού λίτρου είναι υπέρ-αρκετό. Όμως θα χρειαζόταν χρόνια επίπονης εργασίας για την αναγνώριση όλων των εντόμων στα μπουκάλια. Έτσι η ομάδα χρησιμοποίησε μια τυποποιημένη μέθοδο για τη ζύγιση των εντόμων στο αλκοόλ, η οποία μας έφερε στο φως μια τρομακτική ιστορία δείχνοντας μας απλά πόσο μειώθηκε η συνολική μάζα εντόμων με την πάροδο του χρόνου. «Η μείωση του βάρους αυτού του μείγματος έχει τελείως διαφορετικό νόημα από την εξαφάνιση κάποιων ειδών» λέει χαρακτηριστικά ο Σονγκ.
Αυτό που χάθηκε. Οι εντομολόγοι του Κρέφελντ συνέλεξαν έντομα για δύο εβδομάδες τον Αύγουστο του 1994 (αριστερά) και στην ίδια τοποθεσία Αύγουστο του 2016 (δεξιά). Παρόμοια δεδομένα συλλέχθηκαν από 63 προστατευόμενες περιοχές στη Γερμανία και έδωσαν συγκλονιστικά αποτελέσματα: μείωση 75% στη βιομάζα εντόμων μεταξύ 1989 και 2016.
Η ομάδα του Κρέφελντσυνεργάστηκε με τον Χανς ντε Κρόον αλλά και άλλους επιστήμονεςοι οποίοι πραγματοποίησαν μια ανάλυσητων δεδομένων αυτών, ελέγχοντας παράλληλα πράγματα, όπως την χλωρίδα της περιοχής, τις καιρικές συνθήκες και τη δασική κάλυψη κατά τις διακυμάνσεις των πληθυσμών των εντόμων.Η τελική μελέτη εξέτασε 63 φυσικούς οικότοπους που αντιπροσωπεύουν σχεδόν 46 χρόνια δειγματοληψίας, διαπιστώνοντας σταθερές μειώσεις παντού. Αυτό ώθησε τους συγγραφείς να γράψουν ότι «Δεν είναι απλώς κάποια είδη υπό εξαφάνιση, αλλά όλα τα έντομα στο σύνολό τους έχουν αποδεκατιστεί τις τελευταίες δεκαετίες.»
«Για πολλούς επιστήμονες αυτά τα δεδομένα ήταν πολύ βαρετά» λέει ο Ρομπ Νταν «αλλά αυτοί οι άνθρωποι το βρήκαν όμορφο. Ήταν αυτοί που πρόσεχαν τη Γη για όλους εμάς.»
Η εποχή της μοναξιάς
Η τρέχουσα απώλεια της βιοποικιλότητας είναι ευρέως γνωστή ως η έκτη εξαφάνιση. Η έκτη φορά στην παγκόσμια ιστορία που ένας μεγάλος αριθμός ειδών εξαφανίζεται. Η διαφορά απ’ τις προηγούμενες είναι ότι αυτή τη φορά λόγω της ανθρώπινης δραστηριότητας ο ρυθμός εξαφάνισης έχει επιταχυνθεί ασυνήθιστα. Η πρώτη υπολογίζεται ότι συνέβη πριν από περίπου 440 εκατ. χρόνια, στο μεταίχμιο της Ορδοβίκιας και της Σιλούριας περιόδου, όταν εξαφανίστηκε το 85% όλων των ειδών. Αργότερα, προς το τέλος της Δεβόνιας περιόδου, πριν από περίπου 360 εκατ. χρόνια, εξαφανίστηκε το 70% όλων των ειδών.
Ακολούθησε η μεγαλύτερη μαζική εξαφάνιση που έχει καταγραφεί ποτέ στον πλανήτη, όταν κατά την Πέρμια περίοδο, πριν από 252 εκατ. χρόνια, εξαλείφθηκαν πάνω από το 90% των ειδών (ανάμεσα στα οποία και οι περίφημοι τριλοβίτες), στο λυκόφως της Παλαιοζωικής εποχής. Μετά από 50 εκατ. περίπου χρόνια, στο τέλος της Τριασικής περιόδου, εξαφανίστηκε το 70% των τότε ειδών, γεγονός που σήμανε την αρχή της κυριαρχίας των δεινοσαύρων, οι οποίοι γνώρισαν και αυτοί με τη σειρά τους την εξαφάνιση πριν από 65 εκατ. χρόνια, στο τέλος της Κρητιδικής περιόδου.
Η εξαφάνιση είναι μια τραγωδία. Δεν υπάρχει επιστροφή από αυτήν. Αλλά η εξαφάνιση δεν είναι η μόνη τραγωδία την οποία βιώνουμε. Υπάρχουν είδη που εξακολουθούν να υπάρχουν, αλλά ως σκιά του εαυτού τους. Στο βιβλίο του «The Once and Future World» ο Καναδός δημοσιογράφος Τζ. Β. Μακίνον παρουσιάζει καταγραφές των τελευταίων αιώνων που μας αποκαλύπτουν αυτό που μόλις χάθηκε. «Στο Βόρειο Ατλαντικό ένα κοπάδι μπακαλιάροι σταματά ένα μεγάλο πλοίο, στην Μεσο-Ατλαντική υφαλορράχη. Έξω από το Σίδνεϊ της Αυστραλίας ο καπετάνιος του πλοίου από το μεσημέρι μέχρι το απόγευμα πλέει συνεχώς ανάμεσα σε φάλαινες. Οι πρωτοπόροι του Ειρηνικού αναφέρουν συχνά στις Αρχές ότι τα κανό τους κινδυνεύουν να ανατραπούν εξαιτίας των σολομών που πηδούν. Υπήρχαν αναφορές για λιοντάρια στη νότια Γαλλία και θαλάσσιων ίππων στον Τάμεση. Για κοπάδια πουλιών τόσο μεγάλα που χρειάστηκαν τρεις μέρες μέχρι να φανεί και πάλι ο ουρανός, αλλά και για 100 γαλάζιες φάλαινες στον Νότιο Ωκεανό για κάθε μία που βλέπουμε σήμερα.» Αυτά δεν είναι αξιοθέατα κάποιας προϊστορικής εποχής γράφει ο Μακίνον. «Μιλάμε για πράγματα που είδαν ανθρώπινα μάτια. Πράγματα που υπάρχουν στην ανθρώπινη μνήμη».
Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Τζ. Β. Μακίνον, ο οποίος συνεργάζεται με τα New Yorker και National Geographic.
Ενώ γράφονταν αυτό το άρθρο οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι η μεγαλύτερη αποικία βασιλικών πιγκουίνων στον κόσμο συρρικνώθηκε κατά 88% σε 35 χρόνια. Και ότι το 97% του ερυθρού τόνου του Ατλαντικού, ενός από τα μεγαλύτερα ψάρια με οστέινο σκελετό, έχει χαθεί. Ο αριθμός του μασητικού παιχνιδιού για μωρά «Σόφι η καμηλοπάρδαλη» που πουλήθηκε στη Γαλλία σε ένα χρόνο είναι εννέα φορές μεγαλύτερος από αυτό των καμηλοπαρδάλεων που εξακολουθούν να ζουν στην Αφρική.
Οι τίγρεις συνεχίζουν να υπάρχουν αλλά αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι το 93% της γης στην οποία ζούσαν κάποτε, σήμερα είναι χωρίς τίγρεις. Αυτό δεν είναι απλώς νοσταλγία. Τα μεγάλα ζώα και ειδικά τα κορυφαία αρπακτικά, όπως οι τίγρεις, συνδέουν τα οικοσυστήματα μεταξύ τους και μεταφέρουν ενέργεια και πόρους απλά περπατώντας, τρώγοντας, αφοδεύοντας και πεθαίνοντας. Στα βάθη των ωκεανών, σε μέρη φτωχά σε θρεπτικά συστατικά, τα κουφάρια των φαλαινών αποτελούν τη βάση ολόκληρων οικοσυστημάτων. Η απουσία ενός και μόνο είδους και συγκεκριμένα ενός κορυφαίου θηρευτή μπορεί να επηρεάζει τη δομή ολόκληρου του οικοσυστήματος, ένα φαινόμενο που ονομάζεται τροφικός καταρράκτης.
Οι επιστήμονες έχουν αρχίσει πλέον να χρησιμοποιούν τον όρο «λειτουργική εξαφάνιση» αντί του «αριθμητική εξαφάνιση». Το ανησυχητικό με αυτό τον όρο είναι ότι υποδηλώνει πως ο πληθυσμός ενός είδους έχει περάσει το σημείο πέρα από το οποίο δεν υπάρχει επιστροφή. Τα είδη αυτά εξακολουθούν να υπάρχουν αλλά δεν είναι σε θέση να επηρεάσουν τον τρόπο λειτουργίας ενός οικοσυστήματος και δε θα καταφέρουν ποτέ να ανακάμψουν. Κάποιοι δεν το χαρακτηρίζουν ως εξαφάνιση ενός είδους, αλλά όλων των αλληλεπιδράσεών του με το περιβάλλον. Μια μελέτη του 2013 που δημοσιεύτηκε στο Nature, ανέφερε ότι η απώλεια ακόμη και του 30% του πληθυσμού ενός είδους αρκεί για να αποσταθεροποιήσει τους πληθυσμούς άλλων ειδών σε τέτοιο βαθμό που να οδηγήσει ακόμα και στην ολοκληρωτική εξαφάνισή τους.
Κατά ένα ειρωνικό τρόπο ο φυσιοδίφης εξερευνητής Γκέοργκ Στέλλερ, ο άνθρωπος που ανακάλυψε σ’ ένα ταξίδι του τη γιγάντια θαλάσσια αγελάδα, που πήρε και το όνομά του, ήταν αυτός που μας έδειξε και πως να την πιάσουμε και να την φάμε.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του φαινομένου του τροφικού καταρράκτη είναι οι θαλάσσιες ενυδρίδες. Όταν σχεδόν εξαφανίστηκαν από τον Βόρειο Ειρηνικό, τα θήραμά τους, οι αχινοί αυξήθηκαν τόσο πολύ που αποδεκάτισαν τα υποθαλάσσια δάση, μετατρέποντας τον βυθό σε ένα άγονο περιβάλλον, συμβάλλοντας τελικά στην εξαφάνιση των θαλάσσιων αγελάδων του Στέλλερ, οι οποίες ήδη κινδύνευαν από την υπεραλίευση.
Εκτιμάται ότι από το 1970 οι πληθυσμοί των άγριων ζώων της Γης έχουν μειωθεί κατά 60%. Μια έρευνα που δημοσιεύθηκε στα Πρακτικά της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών ανέφερε ότι αν μελετήσουμε τα θηλαστικά κατά βάρος θα διαπιστώσουμε ότι το 96% αυτής της βιομάζας είναι άνθρωποι και εκτρεφόμενα ζώα. Μόλις το 4% είναι άγρια ζώα. Ζούμε σε μια περίοδο η οποία χαρακτηρίστηκε Ανθρωπόκαινος, δηλαδή μια γεωλογική εποχή κατά την οποία ο κόσμος διαμορφώνεται από την ανθρώπινη δραστηριότητα.
Η αποσύνθεση των εντόμων είναι ζωτικής σημασίας καθώς μέσω αυτής ανακυκλώνονται θρεπτικές ουσίες στο έδαφος, αναπτύσσονται τα φυτά και το οικοσύστημα παραμένει υγιές. Αυτός ο ρόλος των εντόμων δεν είναι εμφανής, μέχρι ξαφνικά να γίνει.
Όταν εισήγαγαν τα βοοειδή στην Αυστραλία στις αρχές του 19ου αιώνα, ήρθαν αντιμέτωποι με το πρόβλημα των περιττωμάτων τους. Για κάποιο λόγο η κοπριά των αγελάδων χρειάζονταν μήνες ή και χρόνια για να αποσυντεθεί. Οι αγελάδες αρνούνταν να φάνε κοντά στην κοπριά, απαιτώντας όλο και περισσότερη γη για βόσκηση. Υπήρχαν τόσο πολλές μύγες εξαιτίας της κοπριάς, που η χώρα έγινε διάσημη για τα αστεία καπέλα (Cork Hat) που φορούσαν οι κτηνοτρόφοι για να τις διώχνουν, καθώς ήταν αδύνατο να σταθείς χωρίς προστασία. Από τα καπέλα κρέμονταν κορδόνια στις άκρες των οποίων υπήρχαν φελλοί και με την κίνηση του κεφαλιού έδιωχναν τα έντομα. Μόλις το 1951 ένας επισκέπτης εντομολόγος εντόπισε που οφείλονταν το πρόβλημα. Τα τοπικά έντομα είχαν εξελιχθεί να τρέφονται με τα πιο ινώδη απορρίμματα των μαρσιποειδών. Δε μπορούσαν να χωνέψουν τα περιττώματα των αγελάδων. Για τα επόμενα 25 χρόνια, η εισαγωγή, η καραντίνα και η απελευθέρωση δεκάδων ειδών σκαθαριών κοπριάς έγινε εθνική προτεραιότητα.
Απλώς δεν γνωρίζουμε όλα όσα κάνουν τα έντομα. Μόλις το το 2% των ασπόνδυλων ειδών έχει μελετηθεί αρκετά ώστε να είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε εάν κινδυνεύουν να εξαφανιστούν και τι είδους επιπτώσεις θα είχε μια πιθανή απώλειά τους. Οι επιστήμονες περιγράφουν έναν κόσμο χωρίς έντομα με λέξεις όπως χάος, κατάρρευση, Αρμαγεδδών. Ο Γουίλσον έχει περιγράψει τον κόσμο χωρίς έντομα, ως έναν κόσμο όπου τα περισσότερα χερσαία ζώα και φυτά θα έχουν εξαφανιστεί. Έναν κόσμο όπου για μια περίοδο θα ευδοκιμούν οι μύκητες και θα ακμάζει η σήψη και ο θάνατος. Το ανθρώπινο είδος θα επιβιώνει μέσω των ανεμόφυλλων καλλιεργειών, όπως τα δημητριακά και της θαλάσσιας αλιείας, παρά τη μαζική πείνα και τους πολέμους για τους πόρους. «Ο άνθρωπος θα παλεύει να επιβιώσει σε έναν κατεστραμμένο κόσμο, παγιδευμένος σε μια σκοτεινή εποχή».
Ο λόγος λοιπόν για τον οποίο το φαινόμενο του παρμπρίζ είναι τόσο ανησυχητικό δεν είναι βεβαίως η νοσταλγία. Τον Οκτώβριο, ένας εντομολόγος μου έστειλε ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με τον χαρακτηριστικό τίτλο στο θέμα «Holy Fuck!»και ένα συνημμένο στο οποίο υπήρχε μια μελέτη από τα Πρακτικά της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών με τον τίτλο «Μετά το Κρέφελντ, το Πουέρτο Ρίκο». Η μελέτη περιελάμβανε δεδομένα από τη δεκαετία του 1970 και από τις αρχές του 2010, καθώς ο βιολόγος Μπραντ Λίστερ επέστρεψε στο προστατευόμενο τροπικό δάσος Λουκίλιο, στο βορειοανατολικό Πουέρτο Ρίκο, όπου είχε μελετήσει σαύρες και κυρίως τα θήραμά τους, 40 χρόνια πριν. Ο Λίστερ μαζί με τον συνεργάτη του Αντρές Γκαρσία τοποθέτησαν παγίδες με κόλλα και δίχτυα στο δάσος, στα ίδια ακριβώς μέρη με αυτά της δεκαετίας του 1970. Αυτή τη φορά όμως έπιασαν πολύ, πολύ λιγότερα έντομα. Για την ακρίβεια 10 έως 60 φορές λιγότερη βιομάζα αρθροπόδων από πριν. Είναι εύκολο να διαβάσετε αυτόν τον αριθμό ως 60% λιγότερο, αλλά στην πραγματικότητα είναι εξήντα φορές λιγότερο! Δηλαδή εκεί που είχαν πιάσει 473 χιλιόγραμμα τώρα βρήκαν μόλις 8…
«Αντιλαμβάνεστε ότι αυτό είναι καταστροφικό» είχε πει τότε ο Λίστερ. Αλλά ακόμη πιο τρομακτική ήταν η επίπτωση της απώλειας στο οικοσύστημα καθώς ήταν εμφανείς οι σοβαρές μειώσεις και στον αριθμό των σαυρών, των πουλιών και των βατράχων. Η μελέτη έκανε λόγο για έναν τροφικό καταρράκτη που λάμβανε χώρα από κάτω προς τα πάνω και είχε ως συνέπεια την κατάρρευση της τροφικής αλυσίδας στο συγκεκριμένο δάσος. Τα εισερχόμενα του Λίστερ γέμισαν γρήγορα με μηνύματα άλλων επιστημόνων και ειδικά από άτομα που μελετούσαν τα ασπόνδυλα και του έγραφαν ότι έβλεπαν παρόμοια τρομακτική πτώση. Ακόμα και ο Λίστερ βρήκε κάποιες απ’ αυτές τις απώλειες συγκλονιστικές λέγοντας χαρακτηριστικά «Δεν είχα ιδέα για την κρίση του γαιοσκώληκα!»
Το πιο παράξενο σύμφωνα με τον Λίστερ είναι ότι παρά τις τεράστιες απώλειες, οι περισσότερες παραμένουν αόρατες για έναν απλό άνθρωπο που περπατά π.χ. στο τροπικό δάσος του Λουκίλιο στο Πουέρτο Ρίκο. Ακόμα και για τον ίδιο, το δάσος έδειχνε ακόμα φαντασμαγορικό με τους καταρράκτες και την πυκνή του βλάστηση. Πρέπει να είσαι ειδικός για να παρατηρήσεις ότι κάτι λείπει. Οι αλλαγές όμως θα γίνουν σύντομα εμφανείς.
Μέλη της Εντομολογικής Ένωσης του Κρέφελντ. Η μελέτη τους σχετικά με τη μείωση των εντόμων προκάλεσε έντονη ανησυχία παγκοσμίως.
Τα έντομα του δάσους που μελέτησε ο Λίστερ δεν αντιμετώπιζαν προβλήματα από τα φυτοφάρμακα ή κάποιου είδους απώλεια των ενδιαιτημάτων τους, δύο καθοριστικούς παράγοντες στη μελέτη του Κρέφελντ. Αντ’ αυτού σύμφωνα με τον βιολόγο η κυριότερη αιτία εδώ, είναι η κλιματική αλλαγή εξαιτίας της οποίας έχουν αυξηθεί οι θερμοκρασίες κατά δύο βαθμούς Κελσίου σε σχέση με την έρευνα του 1970. Είναι γνωστό από άλλες έρευνες ότι τα έντομα που ζουν στα τροπικά δάση είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα στις θερμοκρασιακές μεταβολές. Για παράδειγμα υπάρχουν αναφορές από επιστήμονες για σκαθάρια τα οποία εκτέθηκαν εργαστηριακά σε υψηλότερες θερμοκρασίες και παρουσίασαν μείωση της γονιμότητας τους.
Ο Χανς ντε Κρόον χαρακτηρίζει τη ζωή των εντόμων σήμερα ως έναν αγώνα επιβίωσης, όπου «από μια όαση που σιγοσβήνει προσπαθούν να φτάσουν σε μια άλλη, όταν στο ενδιάμεσο βρίσκεται μια έρημος ή στη χειρότερη περίπτωση μια δηλητηριώδης έρημος». Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλούν τα νεονικοτινοειδή, που ως νευροτοξίνες επιτίθενται στο κεντρικό νευρικό σύστημα των εντόμων, έχουν συνδεθεί με την Διαταραχή Κατάρρευσης Αποικιών (CCD) των μελισσών και επηρεάζουν το περιβάλλον καθώς συσσωρεύονται μιας και διασπώνται αργά. Μελισσοκόμοι απ’ όλο τον κόσμο ανέφεραν ότι τα μελίσσια τους κατέρρεαν αλλά δεν έβρισκαν νεκρές μέλισσες. Οι κυψέλες άδειαζαν μυστηριωδώς. Σύμφωνα με μια θεωρία οι νευροτοξίνες κατέστρεφαν το σύστημα προσανατολισμού των μελισσών με αποτέλεσμα να μη βρίσκουν τον δρόμο της επιστροφής.
Από τη στιγμή που έγινε γνωστή η μελέτη του Κρέφελντ, ερευνητές σε όλο τον κόσμο άρχισαν να αναζητούν άλλες ξεχασμένες αποθήκες πληροφοριών που ενδέχεται να μας δώσουν ακόμα καλύτερη εικόνα. Επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο Ράντμπουντ του Ναϊμέχεν ανέλυσαν δεδομένα που ανήκαν σε ολλανδικές εντομολογικές εταιρείες, σχετικά με τα σκαθάρια και τους σκόρους και διαπίστωσαν σημαντικές πτώσεις (72% και 54% αντίστοιχα), κάτι που επιβεβαιώνει το Κρέφελντ. Ο Ρουλ Φαν Κλιντ, ερευνητής από το Γερμανικό Κέντρο Ολοκληρωμένης Έρευνας για τη Βιοποικιλότητα, παραδέχτηκε ότι όπως και οι περισσότεροι εντομολόγοι πριν από τον Κρέφελντ, δεν ενδιαφερόταν για τη βιομάζα. Τώρα ψάχνει για ιστορικά σύνολα δεδομένων, πολλά από τα οποία ξεκίνησαν ως μελέτες γεωργικών παρασίτων, όπως μια μελέτη δεκαετιών για ακρίδες στο Κάνσας, που θα μπορούσε να βοηθήσει στη δημιουργία μιας πιο εμπεριστατωμένης εικόνας για το τι συμβαίνει.
Ο διακεκριμένος καθηγητής Άρθουρ Σαπίρο μελετά τις διακυμάνσεις του πληθυσμού των πεταλούδων στην Καλιφόρνια τα τελευταία 46 χρόνια.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ένα από τα λίγα πολυετή σύνολα δεδομένων σχετικά με την αφθονία των εντόμων προέρχεται από το έργο του Άρθουρ Σαπίρο, ενός παθιασμένου εντομολόγου από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια. Το 1972 ο Σαπίρο ξεκίνησε να περπατά στην κεντρική κοιλάδα της Καλιφόρνιας, μετρώντας πεταλούδες και έκανε μια μελέτη για το πώς οι βραχυπρόθεσμες καιρικές διακυμάνσεις επηρέαζαν τους πληθυσμούς τους. Όσο περισσότερο συνέλεγε δείγματα, τόσο πιο πολύτιμα έγιναν τα δεδομένα του. «Και να ‘μαι λοιπόν, στο 46ο έτος!» λέει. Σχεδόν μισός αιώνας κατά τον οποίο περνούσε πέντε ημέρες την εβδομάδα, από τα τέλη της άνοιξης έως το τέλος του φθινοπώρου, παρατηρώντας τις πεταλούδες. Ο Σαπίρο είχε διαπιστώσει την συνολική μείωση του αριθμού των εντόμων και θεωρεί ότι αυτά που φέρνει στο φως η έρευνα του Κρέφελντ είναι πιθανό να συμβαίνουν και στον υπόλοιπο κόσμο. «Αλλά, φυσικά, δεν μελετάω ολόκληρο τον κόσμο», πρόσθεσε «Εγώ μελετάω τον I-80» (αυτοκινητόδρομος που συνδέει το Σαν Φρανσίσκο της Καλιφόρνια με το Τίνεκ στο Νιου Τζέρσι).
Σήμερα γίνονται συνεχώς νέες προσπάθειες για τη δημιουργίαπερισσότερων προγραμμάτων παρακολούθησης εντόμων σε σχέση με το παρελθόν. Για παράδειγμα σε ένα πιλοτικό πρόγραμμα στη Γερμανία οι ερευνητές στράφηκαν σε εθελοντές, χομπίστες και φυσιοδίφες, όπως έγινε και στο Κρέφελντ, ώστε να κατέχουν τις απαραίτητες γνώσεις. «Δεν είναι εύκολο να εντοπιστούν αυτά τα είδη», λέει η Αλέτα Μπον, του Γερμανικού Κέντρου Ολοκληρωμένης Έρευνας για τη Βιοποικιλότητα, η οποία επιβλέπει το έργο. Απαιτούνται εξαιρετικές δεξιότητες για μια τέτοια εργασία. «Αυτοί οι άνθρωποι εκπαιδεύονται για δεκαετίες μαζί με άλλους ερασιτέχνες ώστε να μπορούν να αναγνωρίζουν για παράδειγμα, σκαθάρια με βάση τα γεννητικά τους όργανα».
Το αυτοκίνητο του Άντερς Τούτροπ, ειδικά διαμορφωμένο ώστε να συλλέγει έντομα.
Αυτή η παράδοση που έχει η Ευρώπη στους ερασιτέχνες φυσιολάτρες μας αποκαλύπτει γιατί τόσες πολλές από τις ενδείξεις σχετικά με την πτώση της βιοποικιλότητας των εντόμων προέρχονται από αυτήν. Ο καθηγητής Άντερς Τούτροπ για παράδειγμα πήρε την ιδέα για το λευκό δίχτυ στην οροφή του αυτοκινήτου από έναν χομπίστα που συνέλεγε σκαθάρια με αυτό τον τρόπο. Αν δεν υπήρχαν οι ερασιτέχνες θα γνωρίζαμε ελάχιστα. Υπό μια έννοια το ότι φτάσαμε ως εδώ οφείλεται κατά κύριο λόγο στο φαινόμενο του παρμπρίζ. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που η Ευρώπη δρα πολύ γρηγορότερα απ’ τον υπόλοιπο κόσμο. Το ενδιαφέρον οδηγεί στην παρακολούθηση, έπειτα στην ευαισθητοποίηση, έπειτα στην ανησυχία και τέλος στηνδράση.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη εφαρμόσει ορισμένα μέτρα για να βοηθήσει τους επικονιαστές, συμπεριλαμβανομένης της αυστηρότερης ρύθμισης για τα φυτοφάρμακα σε σχέση π.χ. με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ωστόσο, η ανατροπή της κατάστασης απαιτεί πολύ περισσότερα από αυτό. Πάντως διάφορες δημιουργικές προσεγγίσεις όπως η ενσωμάτωση οικοτόπων εντόμων σε αστικούς δρόμους κ.α. δείχνουν την ευαισθητοποίηση του κόσμου. Πρέπει όμως να βρούμε τις αιτίες, οι οποίες είναι πολύ βαθιές. Γιατί όπως λέει ο Λίστερ «Η φύση είναι ανθεκτική, αλλά την πιέζουμε σε τέτοια άκρα που τελικά θα προκαλέσουμε την κατάρρευση του συστήματος».
Πρωτοβουλίες ώστε να δημιουργηθούν περιοχές φιλικές προς τα έντομα είναι ελπιδοφόρες αλλά έχουν κυρίως συμβολικό χαρακτήρα. Χρειάζονται ριζοσπαστικές αλλαγές ώστε να ξεπεραστεί η κρίση.
Οι επιστήμονες ελπίζουν ότι τελικά τα έντομα θα καταφέρουν να προσαρμοστούν. Ενώ οι τίγρεις τείνουν να γεννούν τρία ή τέσσερα μικρά κάθε φορά, ένας σκόρος φάντασμα (Hepialus humuli) στην Αυστραλία καταγράφηκε κάποτε να γεννά 29.100 αυγά ενώ είχε ακόμα 15.000 στις ωοθήκες του. Αυτό είναι ένα μοναδικό χαρακτηριστικό των εντόμων που θα τους επιτρέψει να ανακάμψουν, αλλά μόνο εάν τους δοθεί ο χώρος και η ευκαιρία να το κάνουν. Κάποιο μέσο έγραψε ότι «η κατάσταση μπορεί να αντιστραφεί, αρκεί κυρίως να ξανασχεδιαστεί με πιο «βιολογικό» τρόπο η γεωργία και να γίνονται αυστηρότεροι έλεγχοι στα φυτοφάρμακα». Είναι όμως αυτό αρκετό;
Τα φυτοφάρμακα είναι απλώς ένας απ’ τους παράγοντες που οδήγησαν στην κρίση. Όπως είδαμε από την έρευνα του Λίστερ παρατηρήθηκε μείωση του αριθμού των εντόμων σε απομακρυσμένο, προστατευόμενο τροπικό δάσος όπου δεν υπάρχουν φυτοφάρμακα. Δεν αρκεί λοιπόν απλώς μια στροφή προς τη βιολογική γεωργία, τη στιγμή που τα κρουαζιερόπλοια για παράδειγμα, χρησιμοποιούν μαζούτ, λόγω του χαμηλότερου κόστους του, συμβάλλοντας σημαντικά στην ατμοσφαιρική ρύπανση, ή όταν η ταχύτατα αναπτυσσόμενη βιομηχανία του φοινικέλαιου απαιτεί συνεχώς νέα τροπικά δάση για αποψίλωση. Σύμφωνα με το EurActiv η ναυτιλία αντιπροσωπεύει σήμερα το 2-3% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου και αν ήταν χώρα θα ήταν η έβδομη μεγαλύτερη πηγή εκπομπών στον πλανήτη, ενώ το 49% του συνόλου της πρόσφατης αποψίλωσης των τροπικών δασών είναι αποτέλεσμα παράνομων εργασιών εκκαθάρισης για σκοπούς εμπορικής γεωργίας, συμβάλλοντας κατά 25% στις ετήσιες εκπομπές ορυκτών καυσίμων της ΕΕ.
Η εποχή που η οικολογία μπορούσε να σταθεί ως μονοδιάστατο κίνημα, αγνοώντας τα ταξικά ζητήματα έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Ένα σύστημα παραγωγής που σκοπό έχει την κυριαρχία πάνω στη φύση, αντιμετωπίζοντας τη βιόσφαιρα ως κάτι δίχως εγγενή αξία, ως έναν πόρο που πρέπει να αξιοποιηθεί από το κεφάλαιο, θα οδηγούσε αναπόφευκτα στην καταστροφή. Όπως πολύ εύστοχα το είχε θέσει ο Μάρεϋ Μπούκτσιν «οι αιτίες της σημερινής οικολογικής κρίσης βρίσκονται στις ιεραρχικές δομές κυριαρχίας και εκμετάλλευσης που χαρακτηρίζουν την καπιταλιστική κοινωνία». Οικολογία και καπιταλισμός είναι έννοιες αντίθετες μεταξύ τους. Η φύση δεν είναι εμπόρευμα και οποιαδήποτε απόπειρα να θεωρηθεί ως τέτοιο και να ενταχθεί στους νόμους της αυτορυθμιζόμενης αγοράς είναι παράλογη. Ο πλανήτης δε μπορεί να αντέξει για πολύ ακόμα μια κοινωνία που βασίζεται στο κέρδος, την υπερκατανάλωση και τη λογική τοις «πάσι θυσία» οικονομικής ανάπτυξης. Γι αυτό κάθε προσπάθεια σταδιακής και εκ των έσω αναμόρφωσης του σημερινού συστήματος είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.
Ο διαστημικός επιστήμονας Δρ. Σταμάτης Κριμιζής δήλωσε πρόσφατα σε μία συνέντευξη του, ότι «η ανθρωπότητα δεν πρέπει να εναποθέσει τις ελπίδες της στον εποικισμό άλλων πλανητών αλλά στην διατήρηση της ζωής στη Γη». Αν δούμε το ζήτημα ρεαλιστικά η αποίκιση κάποιου απ’ τους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος αναμένεται σε 100 με 200 χρόνια και μιλάμε για υπόγειες αποικίες. Όχι κάτι ιδιαίτερα ελκυστικό. Πολύ δύσκολα θα καταφέρουμε να γίνουμε διαστημικός πολιτισμός και να προσεγγίσουμε κάποιον άλλο κατοικήσιμο πλανήτη, σε λιγότερο από μία χιλιετία. Θα καταφέρουμε όμως να επιβιώσουμε τόσο; Ενώ τίθεται και το ερώτημα: έχουμε το δικαίωμα να εισβάλουμε σε αυτούς τους κόσμους; Ό,τι έχουμε αυτή στη στιγμή είναι αυτός ο βράχος πάνω στον οποίο στεκόμαστε. Κατά κάποιο τρόπο είμαστε φυλακισμένοι εδώ. Όσο δύσκολο κι αν φαντάζει αυτή τη στιγμή, είναι ώρα για ριζοσπαστικές αλλαγές γιατί όπως έλεγε ο Μπούκτσιν «εάν δεν κάνουμε το αδύνατο, θα βρεθούμε αντιμέτωποι με το αδιανόητο».
Βασισμένο στην έρευνα της Μπρουκ Τζάρβις δημοσιογράφου των New York Times
Διαταραχή Κατάρρευσης Αποικιών: Colony Collapse Disorder: A Descriptive Study
Dennis vanEngelsdorp, Jay D. Evans, Claude Saegerman, Chris Mullin, Eric Haubruge, Bach Kim Nguyen, Maryann Frazier, Jim Frazier, Diana Cox-Foster, Yanping Chen, Robyn Underwood, David R. Tarpy, Jeffery S. Pettis