Εντομολόγοι ανακάλυψαν 71 νέα είδη ιθαγενών μελισσών στην Αυστραλία

Εντομολόγοι ανακάλυψαν 71 νέα είδη ιθαγενών μελισσών στην Αυστραλία, τα οποία ανήκουν στο σπάνιο υπογένος Austrochile (γένος Megachile). Αυτές οι μέλισσες κατασκευάζουν κελιά από ρητίνη, τα οποία προσκολλώνται μεμονωμένα σε κλαδιά ή σε συστάδες στον φλοιό δέντρων.

Οι ερευνητές πρότειναν το όνομα «Μέλισσες ρητίνης» (resin pot bees) ως κοινό όνομα για τις μέλισσες αυτού του υπογένους. Οι μέλισσες αυτές είναι μοναδικές στην Αυστραλία και απαντώνται σε κάθε πολιτεία, εκτός από την Τασμανία.

«Αυτό το σπάνιο υπογένος μελισσών θεωρούνταν προηγουμένως ότι περιλάμβανε επτά είδη, ενώ το 1992 προστέθηκαν ακόμη 18», δήλωσε ο Δρ. Remko Leijs, ερευνητής στο Μουσείο της Νότιας Αυστραλίας. «Με τα χρόνια, ανακαλύψαμε επιπλέον 23 είδη κατά τη διάρκεια αποστολών συλλογής στο πεδίο».

Οι μέλισσες του γένους Megachile συχνά αποκαλούνται φυλλοκόπτριες μέλισσες. Η ετυμολογία του γένους Megachile, μεταφράζεται προχείρως από το αρχαίο ελληνικό (μέγας (μεγάλος) + χείλος)· τα “μεγάλα χείλη” τους και οι ισχυροί σιαγόνες είναι κατάλληλοι για τη συλλογή των υλικών κατασκευής της φωλιάς.

«Υπολογίζεται ότι περίπου το ένα τρίτο των ειδών μελισσών παραμένει άγνωστο στην επιστήμη, και η έλλειψη χρηματοδότησης για ταξινομική έρευνα δυσχεραίνει την αξιολόγηση της κατάστασης διατήρησής τους και τη λήψη μέτρων για την προστασία των ιθαγενών μελισσών», πρόσθεσε η Δρ. Katja Hogendoorn, ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο της Αδελαΐδας. «Παρά τη σημασία τους για το περιβάλλον και την οικονομία ως επικονιαστές ιθαγενών φυτών και καλλιεργειών, η πανίδα των μελισσών της Αυστραλίας παραμένει ελάχιστα γνωστή».

Η ανακάλυψη της ομάδας αυτής αυξάνει τον αριθμό των γνωστών ειδών μελισσών ρητίνης σε 78.

Βιβλιογραφία: The Australian Resin Pot Bees, Megachile (Austrochile) (Hymenoptera: Megachilidae), with descriptions of 71 new species

Θαλάσσιο ερύγγιο

Το θαλάσσιο ερύγγιο (Eryngium maritimum) είναι ένα ακανθώδες, πολυετές φυτό, με έντονο μελισσοκομικό ενδιαφέρον, που συναντάται κυρίως σε αμμώδεις παραλίες και αμμοθίνες της Μεσογείου.

 

Είναι γνωστό σε πολλές περιοχές και ως «γαλανόχορτο», «θάλασσιος ελαιόπρινος», «ηρύγγιον το παράλιον», «κροκοδείλεον», «ερύγγιο» κ.α. Χαρακτηρίζεται από τα ιδιαίτερα αγκαθωτά φύλλα του, που έχουν ασημοπράσινη απόχρωση και οδοντωτές άκρες, καθώς και από τα εντυπωσιακά μπλε-μωβ άνθη του που σχηματίζονται κατά τους θερινούς μήνες.

Το θαλάσσιο ερύγγιο προσελκύει πληθώρα επικονιαστών, ιδιαίτερα μέλισσες, καθώς αποτελεί αξιόπιστη πηγή νέκταρος και γύρης (κρεμ χρώματος), ακόμα και σε ξηρές καιρικές συνθήκες, όπου άλλα φυτά μειώνουν την ανθοφορία τους. Έτσι, συνεισφέρει σημαντικά στη διατήρηση της μελισσοπανίδας και αποτελεί σημαντικό καλοκαιρινό μελισσοκομικό φυτό για παράκτιες περιοχές.

Εκτός όμως από την μελισσοκομική του αξία, το θαλάσσιο ερύγγιο είναι γνωστό από την αρχαιότητα και για τις παραδοσιακές του φαρμακευτικές ιδιότητες. Ο Διοσκουρίδης το αναφέρει ως «κροκοδείλεον», κι αναφέρεται στις φαρμακευτικές του ιδιότητες ως αιματαγωγό για τα ρουθούνια της μύτης αλλά κι ως ωφέλιμο για τη σπλήνα.

Χρησιμοποιείται επίσης ως ήπιο διουρητικό και τονωτικό του ουροποιητικού συστήματος, ενώ σε παλαιότερες εποχές πιστευόταν ότι ανακουφίζει και από μικρά οιδήματα ή προβλήματα πέψης. Σήμερα, η χρήση του είναι περιορισμένη, όμως εξακολουθεί να εκτιμάται στη λαϊκή βοτανοθεραπεία σε ορισμένες περιοχές.

Πέρα από τη θεραπευτική του χρήση, το φυτό παίζει και οικολογικό ρόλο, καθώς συγκρατεί την άμμο και συμβάλλει στη σταθερότητα των παράκτιων θινών. Λόγω της συνεχούς υποβάθμισης των αμμοθινών, το θαλάσσιο ερύγγιο είναι προστατευόμενο είδος σε πολλές χώρες και η συλλογή του από το φυσικό του περιβάλλον απαγορεύεται ή περιορίζεται αυστηρά.

Η καλλιέργεια του φυτού για καλλωπιστικούς ή μελισσοκομικούς σκοπούς αποτελεί μια εναλλακτική λύση, καθώς είναι ανθεκτικό στην ξηρασία και την αλατότητα και μπορεί να φυτευτεί σε φτωχά, αμμώδη εδάφη.

Το θαλάσσιο ερύγγιο είναι ένα μοναδικό φυτό της παραλίας που συνδυάζει καλλωπιστική αξία, οικολογική σημασία, φαρμακευτικές ιδιότητες και προσφέρει σημαντική βοήθεια στους μελισσοκόμους και στις μέλισσες, ειδικά το καλοκαίρι.

Τρύγος στην πορτοκαλιά

Τις τελευταίες χρονιές η άνοιξη έχει γίνει αρκετά απρόβλεπτη με αποτέλεσμα η παραγωγή των ανοιξιάτικων ανθόμελων να έχει δυσκολέψει αρκετά. Στην πεδιάδα της Άρτας μάλιστα, εκεί που απλώνεται ένας από τους μεγαλύτερους πορτοκαλεώνες της Ελλάδας, τα πράγματα τα τελευταία 2-3 χρόνια είχαν γίνει ακόμα χειρότερα λόγω του μαύρου ακανθώδη αλευρώδη, τη λευκή μύγα εσπεριδοειδών που προκαλεί πρόωρη φυλλόπτωση, μείωση φωτοσύνθεσης και γενική κατάπτωση του φυτού.

Φέτος όμως τα πράγματα πήγαν καλύτερα όσον αφορά την παραγωγή μελιού. Τα δέντρα φαίνεται τουλάχιστον ότι ανακάμπτουν. Με το χειμωνα να είναι ήπιος τα μελίσσια βγήκαν με μεγάλους πληθυσμούς, όμως τα κρύα ήρθαν αργότερα, στις αρχές της άνοιξης. Και ενώ αυτό το γεγονός δημιούργησε μεγάλο πρόβλημα στα μελίσσια που βρίσκονταν στο βουνό για το ρείκι, ευνόησε τα μελίσσια που βρίσκονταν στην πορτοκαλιά, καθώς καθυστέρησε την ανθοφορία, η οποία ξεκίνησε στις αρχές Απριλίου, αποφεύγοντας ακραίες θερμοκρασίες.

Με την ανθοφορία να διαρκεί τουλάχιστον ένα μήνα και τα μελίσσια ήδη μεγάλα, όπως ήταν φυσικό υπήρξε μεγάλη τάση για σμηνουργία. Η νεκταροέκκριση εξελίχθηκε ικανοποιητικά μετά από πολύ καιρό και έτσι τρυγήσαμε ανοιξιάτικο μέλι. Ένα μέλι πολύ αρωματικό, ανοιχτόχρωμο και λεπτόρρευστο, γεμάτο από την γεύση των εσπεριδοειδών. Πλούσιο σε εσπερίνη, μία ιδιαίτερα αντιοξειδωτική ουσία, με ιδιαίτερα καλά οργανοληπτικά συστατικά, φημίζεται για την αγχολυτική και καταπραϋντική του δράση.

Αυξάνει η HMF του μελιού στο ζεστό τσάι;

Η υδρόξυμεθυλφουρφουράλη (HMF) είναι μια ένωση που προκύπτει από την αποδόμηση των απλών σακχάρων (όπως είναι η γλυκόζη ή η φρουκτόζη) σε pH μικρότερο από 5. Ενώ βρίσκεται σε μια πληθώρα τροφίμων όπως τα δημητριακά, τον καφέ, τη ζάχαρη, τα οπωροκηπευτικά, το κακάο και άλλα, εντούτοις το μέλι είναι το μοναδικό στο οποίο έχει θεσπιστεί ανώτατο όριο συγκέντρωσης (≤40mg/kg).

Η τιμή της HMF στο μέλι αποτελεί δείκτη ποιότητας καθώς αυτή σχεδόν απουσιάζει από το φρέσκο και ακατέργαστο μέλι, ενώ αυξάνεται ραγδαία με την θερμική επεξεργασία του μελιού, αλλά και έπειτα από μακροχρόνια αποθήκευση, ιδιαίτερα σε ζεστά κλίματα.

Υπάρχει μια διαδεδομένη αντίληψη ότι η θέρμανση του μελιού στο σπίτι (π.χ. σε καυτό τσάι) ενδέχεται να αυξάνει την τιμή της HMF. Ωστόσο πρόσφατες επιστημονικές μελέτες δείχνουν ότι κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Ας δούμε γιατί:

Το μέλι περιέχει ένζυμα (π.χ. γλυκοξειδάση), αντιοξειδωτικά (π.χ. φαινόλες, φλαβονοειδή) και αντιμικροβιακές ενώσεις (π.χ. υπεροξείδιο του υδρογόνου, μεθυλογλυοξάλη). Η θέρμανση σε θερμοκρασίες τυπικές για ζεστό τσάι (80-90°C) μπορεί να μειώσει ελαφρώς τη δραστηριότητα ορισμένων ενζύμων, αλλά οι κύριες αντιοξειδωτικές και αντιμικροβιακές ιδιότητες παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ανέπαφες.

Για παράδειγμα, έρευνα από το 2019 υποδεικνύει ότι η θερμική επεξεργασία σε μέτριες θερμοκρασίες δεν καταστρέφει σημαντικά τις φαινολικές ενώσεις, οι οποίες είναι βασικές για την αντιοξειδωτική δράση του μελιού.

Μια άλλη μελέτη από το 2021 ανέφερε ότι το μέλι, ακόμα και όταν προστίθεται σε ζεστά ροφήματα, διατηρεί την ικανότητά του να καταπολεμά βακτήρια όπως ο Staphylococcus aureus και ο Pseudomonas aeruginosa, λόγω της σταθερότητας των φυσικών του συστατικών.

Σε ένα πείραμα που διεξήχθη στην Ελλάδα και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μελισσοκομική Επιθεώρηση (Μαρ-Απρ 2025), εξετάστηκαν 5 διαφορετικές ποικιλίες ελληνικών μελιών σε πράσινο τσάι, όπου μετρήθηκε η HMF πριν και μετά. Η θερμοκρασία που έφτασε το τσάι ήταν 97,6°C (αρχική θερμοκρασία βρασμού). Πρέπει να τονιστεί εδώ ότι το μέλι δεν βράζει μαζί με το τσάι, αλλά διαλύεται σ’ αυτό αφού πρώτα απομακρυνθεί το τσάι από τη φωτιά.

Σε όλα τα δείγματα δεν παρουσιάστηκε σημαντική αύξηση της HMF. Ενδεικτικά σε μέλι με αρχική τιμή HMF 4,2 μετά την προσθήκη στο τσάι η τιμή ανέβηκε στα 5,5, ενώ σε άλλο δείγμα με αρχική τιμή 7,18 έφτασε στα 7,5.

Οι ερευνητές θεωρούν ως βασική αιτία για τη μη σημαντική αύξηση της HMF την απότομη πτώση της θερμοκρασίας του τσαγιού, η οποία ήταν της τάξης των 20°C στα πρώτα 3 λεπτά. Επίσης η τιμή του pH του τσαγιού σε ρόφημα μαζί με το μέλι είναι 6 και άρα δεν επιτρέπει την άνοδο της HMF.

Η HMF φαίνεται ότι αυξάνεται σημαντικά έπειτα παρατεταμένη θέρμανση σε υψηλές θερμοκρασίες (>100°C, όπως για παράδειγμα κατά την παστερίωση) και σε μικρότερες θερμοκρασίες όταν παραμείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Η HMF είναι ένα φυσικό υποπροϊόν στο μέλι που χρησιμεύει ως δείκτης ποιότητας και επεξεργασίας. Η παρουσία της σε χαμηλά επίπεδα είναι φυσιολογική και ασφαλής. Η προσθήκη μελιού σε ζεστό τσάι προκαλεί ελάχιστη αύξηση της HMF, που δεν επηρεάζει την ποιότητα ή την ασφάλεια. Για καλύτερη διατήρηση των ιδιοτήτων του μελιού, προτιμήστε ακατέργαστο μέλι και αποφύγετε την υπερβολική θέρμανση (>90°C) για παρατεταμένο χρόνο.

 

Βιβλιογραφία:

Antibacterial Potency of Honey – Najla A Albaridi 2019

Antimicrobial Activity of Honey against Oral Microorganisms: Current Reality, Methodological Challenges and Solutions – Diego Romário-Silva, Severino Matias Alencar, Bruno Bueno-Silva 2022

5-Hydroxymethylfurfural (HMF) levels in honey and other food products: effects on bees and human health – Ummay Mahfuza Shapla, Md. Solayman, Nadia Alam, Md. Ibrahim Khalil & Siew Hua Gan 2018

Διερεύνηση της HMF του μελιού σε ζεστό τσάι (Μελισσοκομική Επιθεώρηση Μαρ-Απρ 2025)- Γρηγοριάδου Ναταλία, Βελιαϊ Ειρήνη

Μέλι και στοματική υγεία

Το μέλι έχει μελετηθεί για τις πιθανές επιδράσεις του στη στοματική υγεία, με αποτελέσματα που δείχνουν ότι έχει οφέλη λόγω των αντιμικροβιακών και αντιφλεγμονωδών ιδιοτήτων του.

Αντιμικροβιακή δράση
Το μέλι έχει αποδεδειγμένα αντιμικροβιακή δράση λόγω της παρουσίας υπεροξειδίου του υδρογόνου και άλλων ενώσεων, που καταπολεμούν βακτήρια όπως Streptococcus mutans, Streptococcus gordonii, Campylobacter rectus και Eubacterium nodatum. Όταν το ένζυμο γλυκοζοξειδάση, που προστίθεται από τις μέλισσες στο νέκταρ, αντιδρά με τη γλυκόζη και το νερό, παράγεται υπεροξείδιο του υδρογόνου. Το υπεροξείδιο του υδρογόνου είναι ένα ισχυρό οξειδωτικό μέσο που μπορεί να βλάψει τα βακτηριακά κύτταρα.

Επίπλέον η υψηλή συγκέντρωση σακχάρων στο μέλι αφυδατώνει τα βακτηριακά κύτταρα, εμποδίζοντας την ανάπτυξή τους, ενώ το όξινο pH του μελιού (συνήθως μεταξύ 3.5 και 5.5) αναστέλλει την ανάπτυξη πολλών βακτηρίων. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αντιμικροβιακή δράση του μελιού μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τον τύπο του μελιού.

Αντιφλεγμονώδης δράση
Το μέλι έχει αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες που μπορούν να βοηθήσουν στη μείωση της φλεγμονής σε περιπτώσεις ουλίτιδας ή περιοδοντίτιδας και προάγει την επούλωση πληγών στη στοματική κοιλότητα. Η εφαρμογή μελιού σε μικρές πληγές ή έλκη στο στόμα μπορεί να επιταχύνει την επούλωση λόγω της ικανότητάς του να προάγει την αναγέννηση ιστών.

Αποτρέπει την ανάπτυξη βιοφίλμ μικροβίων και μειώνει την παραγωγή οξέων που διαβρώνουν το σμάλτο των δοντιών. Βρέθηκε επίσης ότι μειώνει τα προβλήματα που προκαλούνται σε άτομα που υποβάλλονται σε ακτινοθεραπεία κεφαλής και του τραχήλου για στοματική βλεννογονίτιδα, ξηροστομία και υποτροπιάζουσες πληγές.

Όπως και με τις αντιμικροβιακές ιδιότητες, η έκταση των αντιφλεγμονωδών ιδιοτήτων μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τον τύπο του μελιού και την περιεκτικότητά του σε συγκεκριμένες βιοδραστικές ενώσεις.

Ορισμένες εργαστηριακές μελέτες έχουν δείξει ότι το μέλι μπορεί να προκαλέσει λιγότερη απομεταλλικοποίηση της αδαμαντίνης σε σύγκριση με τη γλυκόζη ή τη φρουκτόζη. Συμπερασματικά λοιπόν θα μπορούσαμε να πούμε ότι το μέλι παρουσιάζει θετική δράση στη στοματική υγεία λόγω των αντιμικροβιακών και αντιφλεγμονωδών ιδιοτήτων του, ιδιαίτερα όταν χρησιμοποιείται με μέτρο.

Η Αγριοκρανιά (Cornus sanguinea)

Η Αγριοκρανιά, γνωστή και ως Βυζοκρανιά, Μαυροβέργι, Μαυροβέργια, Θηλυκράνεια, είναι ένας ιθαγενής φυλλοβόλος θάμνος της Ευρώπης, ο οποίος συναντάται συχνά στην ελληνική ύπαιθρο, σε ημιορεινές και δασικές περιοχές, κυρίως της κεντρικής και βόρειας Ελλάδας.

Ανήκει στην οικογένεια Cornaceae και σε πλήρη ανάπτυξη φτάνει τα πέντε μέτρα, ενώ η διάμετρος του τα τρία μέτρα. Οι βλαστοί του φυτού είναι λεπτοί, ευλύγιστοι και ισχυροί, ενώ το φθινόπωρο αποκτούν ένα έντονο έρυθρο-καστανό χρώμα το οποίο διατηρούν καθ’ όλη τη διάρκεια του χειμώνα. Έχει εξαιρετική αντοχή στις ξηροθερμικές συνθήκες του καλοκαιριού καθώς και στο ψύχος και τον παγετό. 

Η Αγριοκρανιά λειτουργεί υποστηρικτικά στη μελισσοκομία καθώς δεν συγκαταλέγεται στα κύρια μελισσοκομικά φυτά, ωστόσο, η συμβολή της δεν είναι αμελητέα. Δίνει νέκταρ, αλλά σε μέτριες ποσότητες, η παραγωγή του οποίου εξαρτάται από τη θερμοκρασία και την ηλιοφάνεια κατά την περίοδο ανθοφορίας αλλά και την υγρασία του εδάφους. Την Αγριοκρανιά επισκέπτονται και διάφορα είδη άγριων μελισσών.

 

Προσφέρει επίσης ποιοτική γύρη, σε σχετικά καλές ποσότητες, η οποία είναι σημαντική για την ενίσχυση του γόνου κατά την άνοιξη. Η γύρη της είναι ανοιχτού κίτρινου ή μπεζ χρώματος και θεωρείται πλούσια σε πρωτεΐνες και αμινοξέα. Η ανθοφορία της ξεκινάει από τα τέλη Απριλίου και φτάνει μέχρι και τις αρχές Ιουνίου.

Η αγριοκρανιά έχει βαθιές ρίζες στον λαϊκό πολιτισμό, ιδιαίτερα στις αγροτικές κοινότητες. Το ξύλο της είναι εξαιρετικά σκληρό και χρησιμοποιούνταν για καμάκια, κοντάρια, καρφιά και εργαλεία. Εξαιτίας αυτής της ιδιότητας, συνδέθηκε με σκληρότητα και «ανθεκτικότητα» στη λαϊκή σοφία. Γενικότερα το ξύλο του γένους Cornus ήταν περιζήτητο για την κατασκευή πολεμικών εργαλείων λόγω της υψηλής πυκνότητας και αντοχής του.

Η αγριοκρανιά χρησιμοποιούνταν σε φυσικά όρια κτημάτων λόγω της ανθεκτικότητας και της πυκνής κόμης της. Οι καρποί της αποτελούν βασική τροφή για πολλά είδη πουλιών, ιδιαίτερα τον χειμώνα. Συμπερασματικά αν και δεν συγκαταλέγεται στα κύρια μελισσοκομικά φυτά, ωστόσο διαδραματίζει σημαντικό υποστηρικτικό ρόλο στο οικοσύστημα και στη διατροφή των μελισσών.

Σαραγλί Θάσου

Το σαραγλί είναι ένα από τα ωραιότερα σιροπιαστά γλυκά που υπάρχουν! Σε όλη την Ελλάδα είναι με φύλλα και γέμιση. Στη Θάσο όμως παρασκευάζεται μόνο με τρία χοντρά φύλλα ζύμης, μπόλικο ελαιόλαδο και το εξαίσιο πευκόμελό της.

time

Χρόνος Εκτέλεσης
145′ Λεπτά
merides

Μερίδες
10-12
difficulty

Δυσκολία
Μέτριας δυσκολίας

Υλικά για τη ζύμη:
500 γρ. (4 κούπες) αλεύρι γ.ο.χ.
1/2 κουτ. σούπας μπέικιν πάουντερ
2 κουτ. σούπας ελαιόλαδο + επιπλέον για τα φύλλα
1/2 κουτ. γλυκού αλάτι
περίπου 300 ml (1½ κούπα) νερό

Υλικά για τη γέμιση:
μπόλικη καρυδόψιχα τριμμένη

Υλικά για το σιρόπι:
400 ml (2 κούπες) νερό
100 γρ. (1/2 κούπα) ζάχαρη
340 γρ. (1 κούπα) μέλι

Εκτέλεση – Ζύμη:
1. Για το σαραγλί Θάσου, ανακατεύουμε όλα τα υλικά εκτός από το νερό, το οποίο ρίχνουμε σταδιακά και ζυμώνουμε μέχρι να γίνει μια μαλακή ζύμη. Μπορεί να χρειαστούμε λιγότερο ή περισσότερο νερό.
2. Αφήνουμε τη ζύμη να ξεκουραστέι για 30 λεπτά.
3. Τη χωρίζουμε στα τρία.
4. Σε αλευρωμένη επιφάνεια ανοίγουμε με τον πλάστη κάθε κομμάτι σε μακρόστενο φύλλο 32 x 50 εκ.
5. Σουρώνουμε το ένα φύλλο σαν πλισέ και το βάζουμε σε ένα λαδωμένο ταψί διαμέτρου 32-34 εκ. Επαναλαμβάνουμε με τα υπόλοιπα 2 φύλλα, τοποθετώντας τα το ένα δίπλα στο άλλο, καλύπτοντας όλο τον πυθμένα.
6. Ραντίζουμε τα φύλλα με λάδι και ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο, στους 160°C, για 30 λεπτά μέχρι να ροδίσουν.
7. Ξεφουρνίζουμε και αφήνουμε το γλυκό να κρυώσει

Εκτέλεση – Σιρόπι:
1. Βράζουμε όλα τα υλικά για 7-8 λεπτά (από τη στιγμή που θα αρχίσει να κοχλάζει το σιρόπι).
2. Περιχύνουμε το κρύο σαραγλί με το καυτό σιρόπι και το αφήνουμε περίπου 1 ώρα να απορροφηθεί.
3. Πασπαλίζουμε με την καρυδόψιχα και σερβίρουμε.

Η συνταγή πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ζάχαρη & Αλεύρι, τεύχος 47.

* Το Ορεινό Μέλι συνιστά να μη μαγειρεύετε θερμαίνοντας το μέλι σε θερμοκρασίες μεγαλύτερες των 45-50 °C γιατί έτσι χάνονται όλα του τα θρεπτικά συστατικά. *

πηγή: gastronomos.gr

Ανθεμίς, μαργαρίτα η λευκή

Η Anthemis maritima, γνωστό και ως Μαργαρίτα λευκή ή Ανθέμις, είναι ένα φυτό που ανήκει στην οικογένεια Asteraceae και συναντάται σε περιοχές μεσογειακού κλίματος, κυρίως σε παράκτιες περιοχές και αμμώδη εδάφη.

Είναι ένα πολυετές φυτό που μπορεί να φτάσει σε ύψος τα 40-50 εκ. και διαθέτει χαρακτηριστικά λευκά άνθη, τα οποία αναπτύσσονται σε μορφή κεφαλής (διπλό άνθος) και είναι σε σχήμα μαργαρίτας. Από μελισσοκομική άποψη, το Anthemis maritima παρουσιάζει δυνητικό ενδιαφέρον για τους εξής λόγους: τα άνθη του παράγουν νέκταρ, η ποσότητα και η ποιότητα του οποίου ενδέχεται να ποικίλλουν ανάλογα με τις εδαφοκλιματικές συνθήκες και το στάδιο ανάπτυξης του φυτού.

Τα κίτρινα κεντρικά ανθίδια αποτελούν πηγή γύρης, η οποία είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη των μελισσών. Η ανθοφορία κατά την ανοιξιάτικη και πρώιμη καλοκαιρινή περίοδο συμπίπτει με την περίοδο μέγιστης ανάπτυξης των μελισσοσμηνών και την ανάγκη για αυξημένες ποσότητες τροφής. Η παρουσία της Anthemis maritima μπορεί να συμβάλει στην ενίσχυση των μελισσοσμηνών πριν από την κύρια ανθοφορία.

Αν και δεν υπάρχουν εκτεταμένες αναφορές για την παραγωγή μονοανθικού μελιού από Anthemis maritima, η παρουσία του σε περιοχές με περιορισμένη ανθοφορία άλλων ειδών θα μπορούσε θεωρητικά να οδηγήσει στην παραγωγή μελιού με διακριτικά οργανοληπτικά χαρακτηριστικά.

Αξιοσημείωτο είναι ότι η Anthemis maritima προσελκύει και άλλους επικονιαστές ενισχύοντας τη βιοποικιλότητα της περιοχής. Η καλλιέργεια και η διατήρηση του φυτού σε μελισσοκομικές περιοχές ενισχύει τη συνολική οικολογική ισορροπία, δημιουργώντας ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη και την προστασία των τοπικών οικοσυστημάτων.

Βίκα η μεγαλόανθος

Η Vicia grandiflora Scop. (είδος αγριόβικου) γνωστή και ως «Βίκα η μεγαλόανθος», είναι ένα ετήσιο ή διετές ποώδες φυτό της οικογένειας Fabaceae, αυτοφυές σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης και της δυτικής Ασίας. Στην Ελλάδα απαντάται ευρέως σε χέρσες εκτάσεις, άκρες δρόμων και ελαφρώς καλλιεργούμενες περιοχές. Βοηθάει στην ανοιξιάτικη ανάπτυξη των μελισσών, ιδιαίτερα σε περιοχές με φτωχή φυσική χλωρίδα.

Τα χαρακτηριστικά απρο-κίτρινα, έντονα άνθη της εμφανίζονται από Απρίλιο έως και Ιούνιο, προσφέροντας ζωτικό πρώιμο νέκταρ και γύρη. Το φυτό φτάνει σε ύψος 30–70 cm και προτιμά ηλιόλουστες θέσεις με μέτρια υγρασία. Ανήκει στα ψυχανθή που σχηματίζουν συμβιωτική σχέση με αζωτοδεσμευτικά βακτήρια (Rhizobium spp.), βελτιώνοντας την ποιότητα του εδάφους στο οποίο αναπτύσσονται.

Μελισσοκομική Αξία

Η Vicia grandiflora είναι ελκυστική για τις μέλισσες, ιδιαίτερα κατά τις πρωινές ώρες και παρότι δεν κατατάσσεται στα φυτά υψηλής νεκταροέκκρισης, παράγει επαρκείς ποσότητες νέκταρος για να διατηρεί την κινητικότητα των συλλεκτριών.

Η γύρη της είναι ιδιαιτέρως σημαντική. Αν και απουσιάζουν άμεσες χημικές αναλύσεις για το συγκεκριμένο είδος, μελέτες σε συγγενικά είδη του γένους (Vicia sativa, V. villosa) δείχνουν υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες (>20%) και βασικά αμινοξέα (βλ. Roulston et al., 2000). Αυτή η γύρη χαρακτηρίζεται από υψηλή βιολογική αξία για την εκτροφή γόνου.

Η Vicia grandiflora προτείνεται ως φυτό αγρανάπαυσης, είτε σε καθαρές σπορές είτε σε μίγματα με άλλα ψυχανθή (π.χ. Trifolium spp.), για τη δημιουργία μελισσοκομικών βοσκοτόπων. Μπορεί να καλλιεργηθεί χωρίς απαιτήσεις σε νερό ή λίπανση, λειτουργώντας ως βιώσιμη παρέμβαση χαμηλού κόστους.

Έχει αρκετά οικολογικά και αγρονομικά οφέλη καθώς βελτιώνει τη δομή του εδάφους μέσω αζωτοδέσμευσης, συμβάλλει στη βιοποικιλότητα του τοπίου, λειτουργεί ως προστατευτικό κάλυμμα κατά της διάβρωσης, ενώ παρουσιάζει χαμηλές απαιτήσεις καλλιέργειας, ευνοώντας φιλικές προς το περιβάλλον πρακτικές.

Οι «μακρυμούστακες» άγριες μέλισσες

Καθώς προσπαθούσα να φωτογραφίσω το φυτό εντόπισα στο άνθος της και μία άγρια μέλισσα, του είδους Eucera (εικόνα 1). Ανοίκει στην ίδια οικογένεια με τη γνωστή μας μελιτοφόρα μέλισσα (Apis Mellifera), αλλά είναι αρκετά διαφορετική. Ξεχωρίζουν από τους πολύ μακριούς “μουστάκες” (κεραίες) – χαρακτηριστικό γνώρισμα του γένους και λατρεύουν τους βίκους. Έχουν την ικανότητα να πετούν σε πιο χαμηλές θερμοκρασίες από τις Apis mellifera, και συχνά πιο κοντά στο έδαφος.

Μακρυμούστακη αγριομέλισσα του γένους Eucera.

Σε αντίθεση με τις μελιτοφόρες μέλισσες οι μακρυμούστακες αγριομέλισσες είναι μοναχικές. Κάθε θηλυκό κατασκευάζει μόνο του τη φωλιά του, χωρίς κοινωνική δομή ή βασίλισσα. Συνήθως στο έδαφος, σε αμμώδη ή χαλαρά εδάφη. Οι θηλυκές ανοίγουν κάθε άνοιξη υπόγειους θαλάμους όπου τοποθετούν αποθέματα γύρης και αυγά.

Πολλά είδη του γένους Eucera είναι ειδικοί επικονιαστές (oligolectic bees) με σαφή προτίμηση στα ψυχανθή (π.χ. Vicia, Lathyrus, Trifolium). Ειδικοί επικονιαστές ή ολιγολεκτικές μέλισσες (oligolectic bees) ονομάζονται οι μέλισσες που συλλέγουν γύρη μόνο από έναν περιορισμένο αριθμό φυτικών ειδών, συνήθως εντός ενός μόνο γένους ή φυτικής οικογένειας. Έτσι έχουν κρίσιμο ρόλο σε συγκεκριμένες φυτοκοινωνίες, αφού είναι αποκλειστικοί ή κύριοι επικονιαστές.

Οι μακρυμούστακες αγριομέλισσες σκάβοντας στο έδαφος για να φτιάξουν τη φωλιά τους, συμβάλουν αερισμό του εδάφους αναστέλλοντας την πυκνότητα του, βοηθώντας το να παραμένει πιο αφράτο και πιο εύκολα διαπερατό για το νερό και τα θρεπτικά συστατικά.

Άνοιξη στο βουνό

Στο μελισσοκομείο στην Πίνδο, στα 550μ., κατά τους μήνες Δεκέμβριο και Ιανουάριο η χαμηλότερη θερμοκρασία που καταγράψαμε ήταν 2°C, κάτι που εδώ και 10 χρόνια που κάνουμε μετρήσεις δεν είχε ξανασυμβεί.

Άνοιξη στο μελισσοκομείο.

Έτσι, παρά το απογοητευτικό φθινόπωρο, τα μελίσσια βγήκαν απ’ το χειμώνα χωρίς απώλειες, προσμένοντας την άνοιξη. Φέτος αποφασίσαμε ένα μεγάλο μέρος του κοπαδιού να μεταφερθεί στον κάμπο για την πορτοκαλιά και τα υπόλοιπα να παραμείνουν στα ημιορεινά για το ρείκι και την κουτσουπιά.

Στον κάμπο οι πορτοκαλιές τα τελευταία χρόνια υπέφεραν από το μαύρο ακανθώδη αλευρώδη, επηρεάζοντας αρνητικά την παραγωγή, όμως επειδή φέτος φαίνονταν να ανακάμπτουν, αποφασίσαμε να κάνουμε μια μεταφορά.

Το μελισσοκομικό εργαστήριο.

Απ’ την άλλη στο βουνό οι ανθοφορίες μπορεί να μην έχουν την έκρηξη της πορτοκαλιάς, έχουν το πλεονέκτημα όμως ότι διαδέχονται η μία την άλλη μέχρι το καλοκαίρι όπου θα μεταφερθούν στα ορεινά για τα δασόμελα. Οι τελευταίες βροχές ήταν απαραίτητες και μας γεμίζουν αισιοδοξία. Ας έχουμε μια καλή μελισσοκομική χρονιά, με υγιή και δυνατά μελίσσια!