Δάφνη (Laurus nobilis)

Η Δάφνη (Laurus nobilis), γνωστή και ως βαγιά, δάφνη, δαφνολιά και φυλλάδα είναι ένα αειθαλές αρωματικό φυτό που απαντάται αυτοφυές στην Ελλάδα, ενώ καλλιεργείται συχνά και ως καλλωπιστικό. Από μελισσοκομική σκοπιά, θεωρείται αξιόλογο φυτό, καθώς προσφέρει τόσο νέκταρ όσο και γύρη στις μέλισσες, συμβάλλοντας στην υποστήριξη των μελισσιών, ιδιαίτερα σε πρώιμες ανοιξιάτικες περιόδους.

Η δάφνη ως μελισσοκομικό φυτό.

Η δάφνη ανθίζει συνήθως από τον Μάρτιο έως τον Απρίλιο, μερικές φορές και μέχρι τον Μάιο, ανάλογα με τις κλιματικές συνθήκες και την περιοχή. Τα άνθη της είναι μικρά, κίτρινα και εμφανίζονται σε ταξιανθίες. Η περίοδος ανθοφορίας της την καθιστά σημαντική για τις μέλισσες, καθώς συμπίπτει με την αρχή της άνοιξης, όταν τα μελίσσια χρειάζονται πόρους για την ανάπτυξη του γόνου.

Η δάφνη παράγει νέκταρ σε μέτριες ποσότητες. Δεν θεωρείται από τα φυτά με την υψηλότερη νεκταροέκκριση, όπως πχ η πορτοκαλιά, αλλά η προσφορά της είναι σταθερή και χρήσιμη, ιδιαίτερα σε περιοχές όπου υπάρχει έλλειψη άλλων ανθοφοριών την ίδια εποχή. Η ποσότητα και η ποιότητα του νέκταρος εξαρτώνται από παράγοντες όπως η υγρασία, η θερμοκρασία και το έδαφος, με τις υγρές και ήπιες καιρικές συνθήκες να ευνοούν την έκκρισή του.

Η γύρη που παράγει η δάφνη είναι πορτοκαλί ή κιτρινοπράσινη στο χρώμα και θεωρείται αρκετά θρεπτική για τις μέλισσες. Είναι ιδιαίτερα πολύτιμη την άνοιξη, καθώς βοηθά στην εκτροφή του γόνου και στην ενίσχυση του πληθυσμού των μελισσιών. Η ποσότητα της γύρης είναι επίσης μέτρια, αλλά η σταθερή διαθεσιμότητά της την καθιστά σημαντική πηγή τροφής.

Το μέλι που προκύπτει από τη δάφνη, αν και πολύ σπάνια παράγεται σε καθαρή μορφή λόγω της ταυτόχρονης ανθοφορίας άλλων φυτών, έχει απαλή γεύση και αρωματικό χαρακτήρα. Η δάφνη δεν είναι από τα κύρια μελισσοκομικά φυτά που οδηγούν σε μεγάλη παραγωγή μελιού, όπως για παράδειγμα τα εσπεριδοειδή. Ωστόσο, η αξία της έγκειται στο ότι καλύπτει τις ανάγκες των μελισσιών σε μια μεταβατική περίοδο, πριν από τις μεγάλες ανοιξιάτικες και καλοκαιρινές ανθοφορίες. Επιπλέον, είναι ανθεκτικό φυτό που ευδοκιμεί σε ποικιλία εδαφών και κλιμάτων, ακόμα και σε ξηρές ή παραθαλάσσιες περιοχές, γεγονός που το καθιστά διαθέσιμο σε πολλές περιοχές.

Η δάφνη στην μυθολογία.

Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, η δάφνη έγινε το ιερό φυτό του Απόλλωνα. Υπάρχουν πολλές εκδοχές του μύθου στον οποίο εμφανίζεται, αλλά η γενική αφήγηση, που βρίσκεται στην ελληνορωμαϊκή μυθολογία, είναι ότι οφείλεται σε κατάρα που έγινε από τη σφοδρή οργή του θεού Έρως, γιου της Αφροδίτης, στον θεό Απόλλωνα (Φοίβος ), έγινε το απρόθυμο αντικείμενο του έρωτα του Απόλλωνα, ο οποίος την κυνήγησε παρά τη θέλησή της.

Η νύμφη Δάφνη, που προσπάθησε να ξεφύγει από την ερωτική καταδίωξη του Απόλλωνα, μεταμορφώθηκε από τον πατέρα της, τον ποταμό Πηνειό, σε δέντρο δάφνης για να γλιτώσει. Ο Απόλλωνας, απογοητευμένος αλλά και με σεβασμό προς τη Δάφνη, όρισε το φυτό ως ιερό του, υπόσχόμενος ότι θα το τιμά αιώνια.

Στους Πυθιακούς Αγώνες, που γίνονταν κάθε τέσσερα χρόνια στους Δελφούς προς τιμή του Απόλλωνα, δόθηκε ως έπαθλο ένα δάφνινο στεφάνι που συγκεντρώθηκε από την κοιλάδα των Τεμπών στη Θεσσαλία. Ως εκ τούτου, αργότερα έγινε συνήθεια να απονέμονται βραβεία με τη μορφή δάφνινο στεφάνων σε νικητές στρατηγούς, αθλητές, ποιητές και μουσικούς, που φοριούνται ως τετράγωνο στο κεφάλι. Ο βραβευμένος ποιητής είναι ένα γνωστό σύγχρονο παράδειγμα ενός τέτοιου βραβευμένου, που χρονολογείται από την πρώιμη Αναγέννηση στην Ιταλία.

Η δάφνη στο φαγητό.

Η δάφνη χρησιμοποιείται συχνά στη μαγειρική των οσπρίων, ιδιαίτερα στην ελληνική κουζίνα, αλλά και σε άλλες μεσογειακές και διεθνείς παραδόσεις. Τα αποξηραμένα φύλλα της προστίθενται σε συνταγές με φασόλια, φακές, ρεβίθια ή άλλα όσπρια για να δώσουν ένα διακριτικό, αρωματικό τόνο στη γεύση τους.

Πέρα από τη γεύση, υπάρχει η λαϊκή πεποίθηση ότι η δάφνη βοηθά στην πέψη των οσπρίων και μειώνει το φούσκωμα, αν και αυτό δεν έχει αποδειχθεί επιστημονικά. Η χρήση της στα όσπρια είναι μια παράδοση που κληροδοτήθηκε από την Αρχαιότητα, όπου το φυτό είχε ήδη θέση στη μαγειρική.

Αφρικανική σκόνη. Πόσο επηρεάζει τα μελίσσια;

Η αφρικανική σκόνη, που προέρχεται κυρίως από την έρημο Σαχάρα και μεταφέρεται μέσω των ανέμων στη χώρα μας, έχει αρνητικές επιπτώσεις στις μέλισσες, οι οποίες δείχνουν να περιορίζουν τις πτήσεις τους έως και να σταματούν να δουλεύουν. Αν και οι έρευνες για το συγκεκριμένο θέμα είναι περιορισμένες και οι επιπτώσεις εξαρτώνται από τη συχνότητα, την ένταση και τη διάρκεια του φαινομένου, ας δούμε γιατί οι μέλισσες αντιδρούν μ’ αυτό τον τρόπο.

Η αφρικανική σκόνη συχνά μειώνει την ορατότητα και την ποιότητα του φωτός. Αυτό μπορεί να επηρεάσει την ικανότητα των μελισσών να προσανατολίζονται και να συλλέγουν τροφή, οδηγώντας σε μειωμένη δραστηριότητα έξω από την κυψέλη. Συγκεκριμένα η αλλαγή στην πόλωση του φωτός είναι ένας πιθανός παράγοντας που θα μπορούσε να εξηγήσει τη μειωμένη δραστηριότητα των μελισσών έξω από την κυψέλη κατά τη διάρκεια επεισοδίων αφρικανικής σκόνης.

Οι μέλισσες χρησιμοποιούν τη γωνία των ακτίνων του ήλιου ως βασικό εργαλείο για τον προσανατολισμό τους. Η αφρικανική σκόνη, όταν βρίσκεται σε υψηλές συγκεντρώσεις στην ατμόσφαιρα, διασκορπίζει το φως με διαφορετικό τρόπο. Τα μικροσκοπικά σωματίδια σκόνης αλλάζουν τα μοτίβα πόλωσης, μειώνοντας την καθαρότητα του σήματος που οι μέλισσες βασίζονται για να προσανατολιστούν. Αυτό μπορεί να προκαλέσει σύγχυση ή αβεβαιότητα, με αποτέλεσμα οι μέλισσες να προτιμούν να παραμένουν στην κυψέλη αντί να βγουν για συλλογή τροφής. Επιπλέον, η μειωμένη ένταση του φωτός και η θολούρα που προκαλεί η σκόνη ενισχύουν αυτή την επίδραση.

Επιστημονικές μελέτες για τον προσανατολισμό των μελισσών έχουν δείξει ότι είναι εξαιρετικά ευαίσθητες σε τέτοιες αλλαγές. Για παράδειγμα, πειράματα όπως αυτό του Karl von Frisch αλλά και του Rüdiger Wehner που χρησιμοποίησαν φίλτρα για να διαταράξουν την πόλωση, έχουν αποδείξει ότι όταν το πολωμένο φως διαταράσσεται, οι μέλισσες δυσκολεύονται να προσανατολιστούν.

Επίσης η γύρη μπορεί να επηρεαστεί από την αφρικανική σκόνη, και αυτό έχει έμμεσες συνέπειες τόσο για τα φυτά όσο και για τις μέλισσες που εξαρτώνται από αυτήν ως βασική πηγή τροφής. Όταν η αφρικανική σκόνη μεταφέρεται από τον αέρα και κατακάθεται, μπορεί να καλύψει τα άνθη των φυτών. Αυτό δημιουργεί ένα φυσικό “στρώμα” πάνω στη γύρη, το οποίο μπορεί να δυσκολέψει τις μέλισσες να τη συλλέξουν αποτελεσματικά. Η σκόνη μπορεί να αναμειχθεί με τη γύρη, μειώνοντας την καθαρότητα ή την ελκυστικότητά της.

Η σκόνη από τη Σαχάρα συχνά μεταφέρει μικροποσότητες μετάλλων (π.χ. σίδηρο, μαγνήσιο) και άλλα στοιχεία. Αν και αυτά μπορεί να λειτουργούν ως θρεπτικά συστατικά για τα φυτά σε μικρές δόσεις, σε μεγαλύτερες ποσότητες ή σε συνδυασμό με ρύπους (π.χ. από βιομηχανικές περιοχές που διασχίζει η σκόνη), ενδέχεται να αλλοιώνουν τη χημική σύσταση της γύρης. Αυτό μπορεί να επηρεάσει τη γεύση, τη θρεπτική αξία ή ακόμα και την πέψη της από τις μέλισσες αλλά και την ανάπτυξη των νεαρών μελισσών.

Η σκόνη, καλύπτοντας τα φυτά, μπορεί να εμποδίσει τη φωτοσύνθεση ή να επηρεάσει την επικονίαση, καθώς τα έντομα δυσκολεύονται να φτάσουν στα άνθη. Αν η σκόνη παραμένει για μεγάλο διάστημα ή συνδυάζεται με ακραίες καιρικές συνθήκες (π.χ. ξηρασία), τα φυτά ενδέχεται να παράγουν λιγότερη γύρη, μειώνοντας τη διαθέσιμη τροφή για τις μέλισσες.

Στην πράξη λοιπόν, η επίδραση εξαρτάται από την ένταση του φαινομένου. Στην Ελλάδα, όπου η αφρικανική σκόνη εμφανίζεται συχνά την άνοιξη (μια κρίσιμη περίοδος για τη συλλογή γύρης), οι μελισσοκόμοι μπορεί να παρατηρούν μικρές διακυμάνσεις στην παραγωγικότητα των μελισσών τους που συνοδεύονται με σκαμπανεβάσματα στην ανάπτυξη του σμήνους.

Οι μελισσοκόμοι της Νέας Ζηλανδίας καλούνται να αναφέρουν τις εγκαταλελειμμένες κυψέλες που εντοπίζουν καθώς παρουσιάζεται ανησυχητική αύξηση εγκαταλελειμμένων μελισσοκομείων.

Οι δύσκολες εποχές που διανύουμε στη μελισσοκομία έχουν οδηγήσει σε αύξηση των μελισσοκόμων που εγκαταλείπουν τα μελισσοκομεία τους και οι αρχές λένε ότι το γεγονός αυτό παρουσιάζει σημαντικό κίνδυνο διασποράς ασθενειών.

«Δυστυχώς, για οικονομικούς λόγους, ορισμένοι μελισσοκόμοι τα παράτησαν, αφήνοντας τα μελίσσια στο έλεος τους. Αυτό δημιουργεί κίνδυνο για τα γειτονικά μελισσοκομεία καθώς η Αμερικάνικη Σηψιγονία (AFB), μια θανατηφόρα βακτηριακή ασθένεια του γόνου των μελισσών μπορεί να εξαπλωθεί προς αυτές τις αποικίες χωρίς κανείς να το γνωρίζει» λέει η Niharika Long, γενική διευθύντρια του Οργανισμού Διαχείρισης Παρασίτων της Νέας Ζηλανδίας.

Η Αμερικάνικη σηψιγονία (AFB) είναι μια θανατηφόρα βακτηριακή ασθένεια του γόνου των μελισσών που προκαλείται από το βακτήριο Bacillus larvae το οποίο προσβάλει όλα τα στάδια του γόνου, σχηματίζει σπόρια και προσβάλλει τις προνύμφες όταν αυτές καταναλώσουν τροφή με σπόρους του βακτηρίου. Τα σπόρια του είναι ανθεκτικά και μπορούν να επιμείνουν για δεκαετίες, καθιστώντας την έγκαιρη ανίχνευση και την εξάλειψή του ζωτικής σημασίας.

«Χρειαζόμαστε πραγματικά τους μελισσοκόμους για να μας ενημερώνουν αν παρατηρήσουν ότι οι κυψέλες κοντά στο αγρόκτημά τους έχουν εγκαταλειφθεί ή παραμεληθεί» συνεχίζει η Long. «Ο μόνος τρόπος αυτή τη στιγμή για να απαλλαγείτε από την Αμερικάνικη σηψιγονία είναι να κάψετε όλες τις μολυσμένες κυψέλες – συμπεριλαμβανομένων των μελισσών, αλλά και το μολυσμένο εξοπλισμό».

«Δεν έχουμε αρκετό προσωπικό πεδίου για να είμαστε παντού, επομένως βασιζόμαστε στους μελισσοκόμους. Όμως μέχρι σήμερα οι περισσότεροι μας ειδοποιούν μετά από 12 μήνες παραμέλησης. Χρειάζεται αυτό να μειωθεί στο εξάμηνο».

Οι μελισσοκόμοι θα πρέπει να γνωρίζουν ότι η μελισσοκομία υπόκειται σε κανονισμούς, συμπεριλαμβανομένων των επιθεωρήσεων. Επίσης αν κάποιος εντοπίσει μελίσσια να έχουν προσβληθεί από Αμερικάνικη σηψιγονία είναι υποχρεωμένος να το αναφέρει στις Αρχές.

Δυστυχώς αρκετοί αγρότες ξεκινούν να ασχολούνται με τη μελισσοκομία και μόλις συνειδητοποιήσουν πόση δουλειά υπάρχει πίσω από αυτήν αποφασίζουν απλώς να εγκαταλείψουν τις κυψέλες στην τύχη τους, μέσα στο κτήμα τους ή τον εξοπλισμό εκτεθειμένο κάτω από ένα υπόστεγο, αγνοώντας τι ζημιά μπορεί να προκαλέσει κάτι τέτοιο.

Ακόμη χειρότερα υπήρξαν περιπτώσεις που κάποιοι πουλούσαν εγκαταλελειμμένα μελισσοκομικά εργαλεία μέσω του TradeMe ή του Marketplace. «Συχνά καταλήγουν να πουλάνε μεμονωμένες κυψέλες σε διαφορετικούς ανθρώπους, πράγμα που σημαίνει ότι έχουμε μη καταχωρημένες κυψέλες απλωμένες παντού, χωρίς καμία καταγραφή τους. Αν σπόρια της ασθένειας βρίσκονταν εκεί, τώρα έχουν εξαπλωθεί μακριά».

«Ο Οργανισμός Διαχείρισης Παρασίτων της Νέας Ζηλανδίας διαχειρίζεται μια εθνική βάση δεδομένων μελισσοκομείων. Έτσι όταν αναφερθεί ένα κρούσμα Αμερικάνικης σηψιγονίας μπορούμε να θέσουμε σε καραντίνα τα γειτονικά μελισσοκομεία και να εντοπίσουμε την πηγή. Όταν όμως υπάρχουν μελισσοκομεία τα οποία δεν είναι καταγεγραμμένα, τότε απλώς ψάχνουμε στην τύχη» δηλώνει η Long.

Ο εκπρόσωπος για τη βιοασφάλεια της Federated Farmers (εθνική οργάνωση αγροτών στη Νέα Ζηλανδία), David Birkett κάνει έκκληση σε αγρότες και μελισσοκόμους καθώς είναι ζήτημα ζωτικής σημασίας για τη γεωργία και την παραγωγή τροφίμων: «Προτρέπω όλους τους αγρότες που παρατηρούν κυψέλες να μην έχουν ανοιχτεί εδώ και αρκετό καιρό να επικοινωνούν με τις Αρχές».

Πηγή: Farmers Weekly

Κυπαρίσσι

Το κυπαρίσσι είναι ένα ψηλό κωνοφόρο, αειθαλές δέντρο που μπορεί να φτάσει μέχρι και τα 30μ. Όπως όλα τα Γυμνόσπερμα, δεν σχηματίζει τυπικά άνθη, αλλά μικρούς αρσενικούς ίουλους, που φέρουν τη γύρη που διασπείρεται με τον άνεμο, και θηλυκούς κώνους. Αυτή την εποχή οι μέλισσες ίσως και λόγω έλλειψης άλλων πηγών, συλλέγουν τη γύρη του.

Σύμφωνα με το μύθο την ονομασία του την οφείλει στον Κυπάρισσο από την Κω που τον μεταμόρφωσε ο θεός Απόλλωνας σε δέντρο έτσι ώστε να παραμείνει αθάνατος, μαζί και η θλίψη του μετά από το θάνατο του αγαπημένου του ελαφιού. Έτσι σύμφωνα με αυτή την άποψη έμεινε ως πένθιμο δέντρο και φυτεύεται σε κοιμητήρια.

Από μελισσοκομικής άποψης, δεν έχει μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς δεν δίνει νέκταρ αλλά αποκλειστικά γύρη, χαμηλού πρωτεϊνικού προφίλ, την οποία όμως οι μέλισσες κυνηγούν καθώς την εποχή που ανθίζει (Φεβρουάριο), δεν υπάρχουν πολλές εναλλακτικές. Παρ’ όλα αυτά οι περισσότεροι μελισσοκόμοι το συμπαθούν και συχνά θα το βρει κανείς φυτεμένο στα μελισσοκομεία, γιατί τα φύλλα του χρησιμοποιούνται στο καπνιστήρι μιας και δίνουν ωραίο άρωμα, κρυώνουν τον καπνό και αποτέπουν τυχόν σπίθες που μπορεί να κάψουν τα φτερά των μελισσών.

Ευρεία εκμετάλλευση των προϊόντων της μέλισσας από αγρότες της πρώιμης νεολιθικής εποχής !

Σύμφωνα με μια μελέτη, μιας πολυεθνικής ομάδας επιστημόνων, με επικεφαλής την αναπληρώτρια καθηγήτρια Χημείας Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ, Dr Mélanie Roffet-Salque, οι αγροτικές κοινότητες της νεολιθικής εποχής, εκμεταλλεύονταν τα προϊόντα της μέλισσας πριν από τουλάχιστον 8.500 χρόνια.

Η ομάδα ανέλυσε χημικά συστατικά σε περισσότερα από 6.000 δείγματα προϊστορικής κεραμικής από 150 αρχαιολογικούς χώρους του Παλαιού Κόσμου. Η χαρακτηριστική χημική υπογραφή του κεριού μέλισσας εντοπίστηκε σε πολλές νεολιθικές τοποθεσίες σε όλη την Ευρώπη. Για παράδειγμα, κερί μέλισσας εντοπίστηκε σε μαγειρικά δοχεία σε έναν αρχαιολογικό χώρο στην Τουρκία, που χρονολογείται γύρω στο 6.500 π.Χ. – η παλαιότερη απόδειξη για τη χρήση προϊόντων μέλισσας από τις νεολιθικές αγροτικές κοινότητες.

Γνωρίζαμε από παλαιότερα στοιχεία για την προϊστορική τέχνη του βράχου που δείχνει κυνηγούς μελιού, αλλά και τις φαραωνικές αιγυπτιακές τοιχογραφίες που δείχνουν πρώιμες σκηνές μελισσοκομίας, ωστόσο, η στενή σχέση μεταξύ των πρώιμων αγροτών και της μέλισσας παρέμενε άγνωστη.

Αλαβάστρινο αγγείο με χαραγμένο το όνομα του Σεμερχέτ, φαραώ της πρώτης δυναστείας της Αιγύπτου, περίπου 2920 π.Χ.

«Ο πιο προφανής λόγος για την εκμετάλλευση της μέλισσας θα ήταν το μέλι, καθώς αυτό θα ήταν ένα σπάνιο γλυκαντικό για τους προϊστορικούς ανθρώπους», εξηγεί η Δρ Roffet-Salque. «Ωστόσο, το κερί μέλισσας θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιηθεί ξεχωριστά για διάφορους τελετουργικούς, καλλυντικούς και ιατρικούς σκοπούς, για παράδειγμα, για την αδιαβροχοποίηση πορωδών κεραμικών αγγείων».

Η έλλειψη στοιχείων για τη χρήση κεριού μελισσών σε νεολιθικές τοποθεσίες πάνω από τον 57ο παράλληλο υποδηλώνει ένα οικολογικό όριο στη φυσική εξάπλωση των μελισσών εκείνη την εποχή. «Η μελέτη μας είναι η πρώτη που παρέχει αδιαμφισβήτητα στοιχεία, βασισμένα αποκλειστικά σε ένα χημικό αποτύπωμα, για την παλαιοοικολογική κατανομή ενός οικονομικά και πολιτισμικά σημαντικού είδους» συνεχίζει η Δρ Roffet-Salque.

«Δείχνει ευρεία εκμετάλλευση της μέλισσας από τους πρώτους αγρότες και ωθεί τη χρονολογία της σχέσης ανθρώπου-μελισσών σε πολύ παλαιότερες ημερομηνίες».

Πηγή: Widespread exploitation of the honeybee by early Neolithic farmers

Γάλλοι μελισσοκόμοι “έχτισαν” με κυψέλες την είσοδο του γραφείου του γερουσιαστή L. Duplomb, διαμαρτυρόμενοι για το νομοσχέδιο που θα επαναφέρει στη Γαλλική αγορά απαγορευμένα φυτοφάρμακα.

Πριν λίγες ημέρες συνάδελφοι μελισσοκόμοι από τη Γαλλία, σε μία συμβολική κίνηση, “έχτισαν” με κυψέλες την είσοδο του κοινοβουλευτικού γραφείου του γερουσιαστή Laurent Duplomb, για να διαμαρτυρηθούν για το νομοσχέδιο που θα επαναφέρει στη Γαλλική αγορά απαγορευμένα φυτοφάρμακα και ιδιαίτερα νεονικοτινοειδή.

Έπειτα από κάλεσμα του Μελισσοκομικού Συνδικάτου του Ωτ-Λουάρ και του Αγροτικού Συνδικάτου Confédération paysanne, υψώθηκε συμβολικά ένας τοίχος από κυψέλες το Σάββατο, 1η Φεβρουαρίου το μεσημέρι, μπροστά από την πόρτα και τα παράθυρα του κοινοβουλευτικού γραφείου του γερουσιαστή Laurent Duplomb, στη Γαλλική κοινότητα Λε Πουί, νοτιοδυτικά της Λυών.

Συνολικά, περίπου εκατό άτομα συγκεντρώθηκαν, μεταξύ των οποίων αρκετές δεκάδες μελισσοκόμοι από την περιοχή, οι οποίοι τοποθέτησαν συμβολικά εξήντα κενές κυψέλες στην είσοδο του γραφείου του Duplomb.

Στο στόχαστρο αυτής της δράσης: ο «νόμος Duplomb». «Είμαστε εδώ για να καταγγείλουμε τον νόμο Duplomb που ψηφίστηκε στη Γερουσία στις 27 Ιανουαρίου και ο οποίος θα επαναφέρει τη Γαλλική αγορά απαγορευμένα φυτοφάρμακα και ιδιαίτερα τα νεονικοτινοειδή, με το επιχείρημα ότι εφόσον χρησιμοποιούνται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται και στη Γαλλία. Ωστόσο, αυτά τα προϊόντα είναι επιβλαβή!» Δηλώνουν από το Μελισσοκομικό Συνδικάτο του Ωτ-Λουάρ που αριθμεί 600 μελισσοκόμους.

«Είμαστε πολύ θυμωμένοι με αυτή την εξέλιξη που μας γυρνάει πίσω από άποψη περιβάλλοντος και γεωργίας. Είμαι πεπεισμένος ότι οι συνάδελφοί μου αγρότες δεν συμφωνούν όλοι με την επανεισαγωγή αυτών των νεονικοτινοειδών. Αγωνιζόμαστε ενάντια σε αυτά τα φυτοφάρμακα εδώ και χρόνια. Πετύχαμε την απαγόρευσή τους. Είμαστε εξοργισμένοι!» είπε η Muriel Pascal μέλος της μελισσοκομικής επιτροπής της Confédération paysanne, η οποία ταξίδεψε δυόμιση ώρες με το φορτηγό για να φέρει μόνη της περίπου τριάντα κυψέλες στη συγκέντρωση.

«Αυτά τα νεονικοτινοειδή μολύνουν ολόκληρο το περιβάλλον: νερό, γη… Όλα είναι μολυσμένα! Θα είναι σκάνδαλο αν περάσει τελικά το νομοσχέδιο. Τα νεονικοτινοειδή είναι 7 έως 10.000 φορές πιο τοξικά από το DDT (διχλωροδιφαινυλοτριχλωροαιθάνιο) που έχει απαγορευτεί» διαβεβαιώνει η Muriel.

Η δράση αυτή των μελισσοκόμων έλαβε χώρα μπροστά στα έκπληκτα μάτια των κατοίκων κυρίως λόγω της μεγάλης αστυνομικής συνοδείας. «Δεν θέλουμε να κάνουμε επεισόδια. Θέλουμε απλώς να ακουστούμε και να δείξουμε ότι είμαστε εδώ!» λένε οι μελισσοκόμοι.

Πηγή: leveil.fr

Η μελισσοκομία στις φτωχές ορεινές περιοχές των Τζουμέρκων το 1960

Στο κλαδικό, μηνιαίο μελισσοκομικό περιοδικό “Μελισσοκομική Ελλάς” του εκδότη Νικόλαου Τοπαλίδη , στο τεύχος 109, που κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 1960, βρίσκεται ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο με τίτλο “Η μελισσοκομία σε φτωχές ορεινές περιφέρειες, Τζουμέρκα (Άρτης)” το οποίο σήμερα πια έχει ιστορική αξία.

Για πολλά χρόνια το συγκεκριμένο συνδρομητικό περιοδικό αποτελούσε τη μοναδική ενημέρωση για τα τρέχοντα θέματα της μελισσοκομίας. Διαβάζουμε λοιπόν στο συγκεκριμένο άρθρο, το οποίο υπογράφει ο Α. Τ. Ξυδιάς, ότι ο νομός Άρτης είναι ίσως ο πλουσιότερος μελισσοκομικά νομός, με άφθονα μελισσοτροφικά φυτά, γεγονός που δίνει τη δυνατότητα να επιτευχθούν, τις καλές χρονιές δύο και τρεις τρύγοι με μικρές σχετικά μετακινήσεις.

Η μελισσοκομία των προοδευτικών μελισσοκόμων της Άρτας.

Στην πεδιάδα της Άρτας βρίσκεται η κυριότερη νομή που είναι η πορτοκαλιά. Εκεί καλλιεργούνταν το 1960, 35.000 στρέμματα με εσπεριδοειδή. Η ανθοφορία της λαμβάνει χώρα το Απρίλιο και τις καλές χρονιές δίνει ικανοποιητικά αποτελέσματα. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι το 1958 ένας από τους πιο οργανωμένους μελισσοκόμους της Άρτας, σύμφωνα με τους συναδέλφους του, ο Γ, Δασκαλόπουλος πήρε 22 οκάδες (28 κιλά) μέλι πορτοκαλιάς ανά κυψέλη.

Τόσο εξαιρετικές χρονιές όμως είναι σπάνιες. Δε λείπουν όμως και οι πολύ κακές χρονιές, όπως η επόμενη, το 1959 που λόγω του έντονου κρύου κατά την ανθοφορία, διακόπηκε η νεκταροέκκριση με αποτέλεσμα να μην τρυγηθεί καθόλου μέλι. Στις συνηθισμένες χρονιές και χωρίς να εφαρμόζεται κάποια μέθοδος εντατικής εκμετάλλευσης η παραγωγή κυμαίνεται στις 10 οκάδες (12 κιλά) ανά κυψέλη.

Έπειτα από την ανθοφορία της πορτοκαλιάς οι προοδευτικότεροι μελισσοκόμοι της Άρτας μεταφέρουν τα μελίσσια τους στα ορεινά για τη μελιτοφορία της Ελάτης, όπου η παραγωγή όμως επηρεάζεται έντονα από τις καιρικές συνθήκες. Στις καλές χρονιές οι νέες κυψέλες δίνουν 10 έως και 20 οκάδες (12-25 κιλά), αλλά δε λείπουν και τα δίσεκτα έτη…

Τον Αύγουστο τα μελίσσια μεταφέρονται στο Ξεροβούνι σε ακόμα μεγαλύτερο υψόμετρο, άνω των 1000μ. όπου υπάρχει άφθονη ορεινή θρούμπα και περδικάκι. Ο μελισσοκόμος από την Άρτα κ. Παππάς βεβαιώνει ότι το 1957 από 85 μελίσσια πήρε 2000 οκάδες (2,5 τόνους) δηλαδή περίπου 23kg/κυψέλη, ενώ ο μέσος όρος κυμαίνεται στις 10 οκάδες (12 κιλά).

Τον Σεπτέμβριο γίνεται η τελευταία μεταφορά στους λόφους γύρω από την πεδιάδα της Άρτας για την ανθοφορία της ερείκης και της κουμαριάς. Ειδικά η περιοχή κοντά στα παράλια του Αμβρακικού, στις βουνοπλαγιές του Μακρυνόρους είναι κατάφυτη, ενώ εκεί διαχειμάζουν και μελίσσια από άλλες περιφέρειες της Ελλάδας.

Χαρακτηριστικές διαφημίσεις της εποχής για τις σύγχρονες κυψέλες

Κάποιοι από τους προοδευτικούς μελισσοκόμους της Άρτας όμως δεν αρκούνται σ’ αυτόν το θησαυρό μελισσοκομικής χλωρίδας, αλλά τα τελευταία χρόνια ξεκίνησαν να μεταφέρουν τα μελίσσια τους στη Λευκάδα για το θυμάρι. Όσοι μάλιστα το επιχείρησαν την τελευταία χρονιά πήραν 6 οκάδες (7,5 κιλά) ανά κυψέλη, το οποίο πούλησαν επί τόπου με 150 δραχμές, από τις οποίες ξόδεψαν 30 για τις μεταφορές.

Όλες αυτές οι ανθοφορίες βέβαια δεν είναι εξασφαλισμένες. Άλλες μπορεί να καταστραφούν από όψιμα κρύα, άλλες από ξηρασία ή άκαιρες βροχοπτώσεις. Είναι αδύνατον όμως να χαθούν όλες, ειδικά για τους προοδευτικούς μελισσοκόμους της Άρτας που ασκούν νομαδική μελισσοκομία.

Η μελισσοκομία στις φτωχές ορεινές περιοχές των Τζουμέρκων.

Στις φτωχές ορεινές περιοχές των Τζουμέρκων όμως η μελισσοκομία είναι ακόμα καθυστερημένη. Από τα 6800 μελίσσια μόλις τα 1300 είναι σε κυψέλες με πλαίσια. Τα υπόλοιπα παρέμεναν σε κοφίνια. Επίσης ενώ ο κάμπος της Άρτας κατά την άνοιξη γέμιζε από μελίσσια που μεταφέρονταν εκεί από την Ευρυτανία, τη Θεσσαλία και τα Ιωάννινα, οι ορεινοί μελισσοκόμοι των Τζουμέρκων δε μετακινούσαν τα μελίσσια τους.

«Στο δρόμο για τα χειμαδιά, Πίνδος», 1960 φωτογραφία Κώστας Μπαλάφας

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο αρθρογράφος κ. Ξυδιάς:
“Ατυχώς η φιλεργία και η ικανότης των ξένων μελισσοτρόφων, δεν χρησιμεύει ως παράδειγμα στους ορεινούς μελισσοκόμους των Τζουμέρκων, που αφήνουν ανεκμετάλλευτο τον πλούτο της μελισσοκομικής χλωρίδας του τόπου τους, μολονότι βρίσκεται κάτω από τα πόδια τους, Μάλιστα για την πρόοδο της μελισσοκομίας σ’ αυτήν την περιφέρεια το Υπουργείο Γεωργίας έδωσε κατά την περίοδο 1948-1950 αρκετές κυψέλες σε συμμοριόπληκτους (sic) μελισσοτρόφους. Η απελπιστική όμως κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι άνθρωποι αυτοί, ανάγκασε τους πιο πολλούς να πουλήσουν τις κυψέλες για να ικανοποιήσουν άλλες πιο επιτακτικές ανάγκες εκείνης της εποχής”.

Τις κυψέλες αυτές αγόρασαν νέοι, αρχάριοι τότε μελισσοκόμοι από το πεδινό τμήμα του νομού Άρτας, οι οποίοι εξελίχθησαν στους σημερινούς προοδευτικούς μελισσοκόμους. Πάντως τα πράγματα φαίνεται σιγά σιγά να αλλάζουν και στα ορεινά καθώς οι μελισσοκόμοι εκεί αρχίζουν να καταλαβαίνουν τα πλεονεκτήματα της νέας κυψέλης και της μεταφοράς σε άλλα μέρη για βοσκή.

Μεταφορά νεογέννητων αρνιών (Βουργαρέλι Άρτας, 1960) φωτογραφία Κώστας Μπαλάφας

Αλλά και οι συνθήκες πλέον είναι ευνοϊκότερες γιατί ανοίγονται δρόμοι. Και συνεχίζει ο κ. Ξυδιάς:
“Αν επιδοθούν στη μελισσοκομία μπορεί να καλυτερεύσουν τις συνθήκες της ζωής τους. Αρκετοί από τους κατοίκους των ορεινών προσπαθούν να ζήσουν με 5 γιδοπρόβατα και 5 στρέμματα γης από τα οποία τα 3 είναι άγονα. Τέτοια φτώχεια μαστίζει πολλούς από αυτούς ώστε το γάλα που παίρνουν από τα γιδοπρόβατα το κάνουν βούτυρο το οποίο πουλούν και κρατούν το ξινόγαλο για τροφή τους”.

“Για τη μελισσοκομική ανάπτυξη του νομού Άρτας η Βασιλική Πρόνοια έδωσε 200 κυψέλες. Όμως γι αυτό το σκοπό χρειάζονται πολύ περισσότερες. Και επειδή είναι αδύνατο να δοθούν δωρεάν πολλές κυψέλες, καλό είναι να δοθούν 1000 με πίστωση και με μειωμένη τιμή, όπως δόθηκαν από το Βασιλικό Εθνικό Ίδρυμα με τους ίδιους όρους σε άλλες φτωχές περιοχές (Ευρυτανία, Μάνη).”

«Ο βασιλικός πολτός» Μια σύντομη ιστορία τρόμου

«Ο βασιλικός πολτός» του Ρόαλντ Νταλ, είναι μια σύντομη ιστορία τρόμου, που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στη συλλογή διηγημάτων «Kiss Kiss» του Νορβηγού συγγραφέα. Το 1983 συμπεριλήφθηκε Περιοδικό Twilight Zone, ενώ η ιστορία προσαρμόστηκε για να γίνει και επεισόδιο της σειράς Tales of the Unexpected.

Ο Άλμπερτ και η Μέιμπελ Τέιλορ έχουν ένα νεογέννητο κοριτσάκι. Η Μέιμπελ φοβάται γιατί το παιδί δεν τρώει και χάνει συνεχώς βάρος από τη γέννησή του. Ο Άλμπερτ, που είναι μελισσοκόμος, αποφασίζει να προσθέσει κρυφά βασιλικό πολτό, ο οποίος χρησιμοποιείται για την ανάπτυξη των προνυμφών των μελισσών, στο γάλα του μωρού, καθώς είναι γνωστό ότι μεταξύ άλλων βελτιώνει την όρεξη.

Το μωρό αρχίζει πράγματι να τρώει και να παίρνει βάρος. Η Μέιμπελ εκπλήσσεται από την ξαφνική αλλαγή και γίνεται ιδιαίτερα καχύποπτη καθώς ο σύζυγός της ισχυρίζεται ότι θεράπευσε ο ίδιος το μωρό. Τελικά ο Άλμπερτ παραδέχεται ότι έβαζε κρυφά βασιλικό πολτό στο γάλα της μικρής και η Μέιμπελ του ζητά να σταματήσει. Εκείνος προσπαθεί να τη μεταπείσει εξηγώντας της, τη θρεπτική του αξία και παρά τις συνεχείς αντιρρήσεις της συζύγου του συνεχίζει να προσθέτει βασιλικό πολτό σε όλο και μεγαλύτερες ποσότητες στο γάλα της κόρης του.

Ο ίδιος ο Άλμπερτ έτρωγε κι αυτός βασιλικό πολτό σε πολύ μεγάλες ποσότητες, σε μια προσπάθεια να αυξήσει τη γονιμότητά του, κάτι που προφανώς λειτούργησε καθώς η κόρη τους συνελήφθη αμέσως μετά. Με τον καιρό όμως η Μέιμπελ συνειδητοποιεί ότι ο σύζυγός της αρχίζει να μετατρέπεται σε μέλισσα ενώ η κόρη τους σε προνύμφη…

Πρόκειται για μια από τις πιο τρομακτικές ιστορίες του Ρόαλντ Νταλ η οποία τελειώνει με τον Άλμπερτ να λέει «Γιατί δεν την σκεπάζεις, Μέιμπελ; Δεν θέλουμε η μικρή μας βασίλισσα να κρυώσει»…

Παράξενες ιστορίες: Ο βασιλικός πολτός (Season 2 ep. 1) aka Tales of the Unexpected: Royal Jelly
1980 | Έγχρ. | Διάρκεια: 26′ | Μεγάλη Βρετανία | Σκηνοθεσία: Χέρμπερτ Γουάις | Βασισμένο στο διήγημα του Ρόαλντ Νταλ.

Η θεραπευτική δράση του μελιού σε τραύματα και σε εγκαύματα

Το μέλι χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα στη θεραπεία τραυμάτων. Η φαρμακευτική αυτή επίδραση του μελιού οφείλεται στη αντιμικροβιακή του δράση η οποία εκδηλώνεται με τη βοήθεια του ενζύμου γλυκοζοξειδάση το οποίο διασπά τη γλυκόζη του μελιού σε υπεροξείδιο του υδρογόνου (Η2Ο2) και γλυκονικό οξύ.

Θεραπεία εγκαύματος δευτέρου βαθμού, με μέλι, σε βρέφος 8 μηνών από τον Ελευθέριο Σμαρόπουλο. A (ημέρα 0), B (4η μέρα), C (7η μέρα), D (12η μέρα).

Το ένζυμο γλυκοζοξειδάση παράγεται και προστίθεται στο μέλι από τις ίδιες τις μέλισσες. Το Η2Ο2 έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως ως αντισηπτικό αλλά λόγω της αστάθειάς του στο φως και στον αέρα, η αποθήκευση και χρησιμοποίησή του είναι ιδιαίτερα δύσκολη.

Το μέλι όμως δίνει λύση στη σταθερότητα του Η2Ο2 και τη συνεχή ελευθέρωση της μικρής εκείνης συγκέντρωσης που απαιτείται για να θανατώσει τους μικροοργανισμούς και να επούλωση το τραύμα. Το ένζυμο γλυκοζοξειδάση το οποίο είναι υπεύθυνο για την ελευθέρωση του Η2Ο2 απαιτεί pH 5,5 και υψηλή συγκέντρωση αλάτων νατρίου για να ενεργοποιηθεί.

Στο μέλι το pH κυμαίνεται από 3,5-4,5 και τα άλατα νατρίου είναι περιορισμένα. Άρα σε ένα αγνό, ανεπεξέργαστο μέλι το ένζυμο υπάρχει αλλά είναι αδρανές και δεν ελευθερώνεται Η2Ο2.

Όταν το μέλι τοποθετείται σε μια πληγή ή σε ένα έγκαυμα, o ορός του αίματος από τους τραυματισμένους ιστούς ο οποίος περιέχει άλατα νατρίου, αραιώνει το μέλι με αποτέλεσμα να ανεβάζει το pH σε επίπεδο που ενεργοποιείται το ένζυμο γλυκοζοξειδάση και ξεκινά μια συνεχή ελευθέρωση υπεροξειδίου του υδρογόνου κατευθείαν στην πληγή.

Η ιδιότητα αυτή του μελιού να «προστατεύει» το Η2Ο2 και να το ελευθερώνει σταδιακά σε μικρές συγκεντρώσεις στο τραυματισμένο ιστό ώστε να επιταχύνεται η επούλωση, είναι μοναδική και δεν υπάρχει σε κανένα άλλο προϊόν φυσικό η τεχνητό.

Του Ομότιμου καθηγητή του ΑΠΘ Ανδρέα Θρασυβούλου (M.Sc & Ph.D).

Η έρευνα του Ελευθέριου Σμαρόπουλου : https://pmc.ncbi.nlm.nih.gov/articles/PMC7069864/

Είναι λάθος το μέλι να κατατάσσεται στα ελεύθερα σάκχαρα

Στα ελεύθερα σάκχαρα κατατάσσεται η λευκή και η καστανή ζάχαρη, η γλυκόζη, η ισογλυκόζη (HFCS), τα ιμβερτοποιημένα σιρόπια, η μελάσσα και άλλες γλυκαντικές ουσίες οι οποίες προστίθενται κατά το μαγείρεμα ή την προετοιμασία των φαγητών, των αναψυκτικών, των αλκοολούχων ποτών και άλλων εμπορικών προϊόντων.

Τα ελεύθερα σάκχαρα δεν έχουν ιδιαίτερα θρεπτικά συστατικά και η αυξημένη κατανάλωση τους προκαλεί καρδιαγγειακά νοσήματα, λιπώδη διήθηση στο ήπαρ, διαβήτη τύπου 2, παχυσαρκία, υπέρταση και χρόνια φλεγμονή. Γι αυτό το λόγο και οι ειδικοί διατροφής προτείνουν να αποφεύγεται η κατανάλωση τους όσο γίνεται περισσότερο. Ανήκουν τα σάκχαρα του μελιού σ’ αυτή την κατηγορία;

Τα σάκχαρα του μελιού είναι κυρίως απλά. Στις αμιγής κατηγορίες ελληνικού μελιού η γλυκόζη κυμαίνεται κατά μέσο όρο από 21% έως 36% και η φρουκτόζη από 24% έως 40%, ανάλογα με τη βοτανική προέλευση, δηλαδή περίπου σε αναλογία 1:1. Η σχέση αυτή ισχύει και για την κοινή ζάχαρη (σουκρόζη) η οποία διασπάται στον εντερικό σωλήνα σε ίση αναλογία γλυκόζης και φρουκτόζης (50:50) και στο αμυλοσιρόπιο υψηλής συγκέντρωσης φρουκτόζης (HFCS 55%), στο οποίο η σχέση φρουκτόζη και γλυκόζη είναι 55:45%. Η ομοιότητα αυτή του μελιού με τη σουκρόζη και τα αμυλοσιρόπια, ερμηνεύεται από μερικούς λανθασμένα, με αποτέλεσμα να κατατάσσουν το μέλι στα ελεύθερα σάκχαρα και να προτείνουν στους καταναλωτές να το αποφεύγουν.

Το μέλι είναι ένα φυσικό προϊόν, το οποίο δεν δέχεται καμιά χημική ή άλλη επεξεργασία και η βιολογική του δράση στον οργανισμό διαφέρει σημαντικά από εκείνη των ελεύθερων σακχάρων. Τα σάκχαρα του μελιού μπορούν να προσομοιάσουν με τα σάκχαρα που βρίσκονται στα φρούτα και τα λαχανικά, όχι όμως με τη κοινή ζάχαρη, τα αμυλοσιρόπια και τις υπόλοιπες γλυκαντικές ουσίες. Στο μέλι εκτός από τα απλά και σύνθετα σάκχαρα, συνυπάρχουν στη σύνθεσή του, μεταλλικά στοιχεία, ιχνοστοιχεία, λιπαρά και οργανικά οξέα, αμινοξέα, αρωματικές ουσίες, φυσικά αντιβιοτικά, βιταμίνες, ένζυμα, φαινολικά οξέα, φλαβονοειδή και τα άλλα συστατικά.

Η οργανική διασύνδεση και η συνεργιστική δράση των περισσότερων από 200 διαφορετικών ουσιών του μελιού, του προσδίδουν μοναδικές ιδιότητες εντελώς διαφορετικές από εκείνες της κοινής ζάχαρης και των διαφόρων σιροπιών που είναι προϊόντα βιομηχανικής επεξεργασίας.

Η διαφορετική επίδραση του μελιού στον οργανισμό από εκείνη των ελεύθερων σακχάρων έχει τεκμηριωθεί από κλινικές μελέτες που έχουν δημοσιευτεί σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά1 . Στις μελέτες αυτές αποδεικνύεται ότι η καθημερινή διατροφή με μέλι, δημιουργεί αποθέματα γλυκογόνου στο ήπαρ, ρυθμίζει και σταθεροποιεί τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα ώστε να μην απαιτείται περαιτέρω έγκρισης ινσουλίνης, μειώνει τη γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HA1c) και το ενδοκυτταρικό οξειδωτικό στρες, ανεβάζει την καλή χοληστερόλη (ΗDL), μειώνει τη κακή χοληστερόλη (LDL) και τα τριγλυκερίδια, βελτιώνει τον μεταβολισμό και τη διάθεση, δεν οδηγεί σε αντίσταση ινσουλίνης, διαβήτη τύπου 2 και παχυσαρκία και μειώνει το σωματικό βάρος.

Φυσικά Σάκχαρα

Σε αντίθεση με τα επεξεργασμένα σάκχαρα λοιπόν, η φυσική σύνθεση των σακχάρων στο μέλι συμβάλει σε χαμηλότερη γλυκαιμική απόκριση. Η φρουκτόζη με γλυκαιμικό δείκτη (GI) 19 σε σύγκριση με το GI της γλυκόζης που είναι 100 και τη σουκρόζη που είναι 61, προκαλεί βραδύτερη αύξηση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα. Η αναλογία φρουκτόζης προς γλυκόζης στο μέλι βοηθά στη μέτρια αύξηση της γλυκόζης στο αίμα σε σύγκριση με την κατανάλωση καθαρής γλυκόζης ή σακχαρόζης.

Αντιοξειδωτικά

Το μέλι είναι πλούσιο σε αντιοξειδωτικά όπως φλαβονοειδή και φαινολικά οξέα τα οποία βελτιώνουν την ευαισθησία στην ινσουλίνη και μειώνουν το οξειδωτικό στρες, το οποίο είναι συχνά αυξημένο σε άτομα με διαβήτη ή με αντίσταση στην ινσουλίνη. Η βελτιωμένη ευαισθησία στην ινσουλίνη βοηθά το σώμα να χρησιμοποιεί τη γλυκόζη πιο αποτελεσματικά, οδηγώντας σε καλύτερο έλεγχο του σακχάρου στο αίμα.

Πρεβιοτικές Ιδιότητες

Το μέλι περιέχει ολιγοσακχαρίτες, οι οποίοι έχουν πρεβιωτικά αποτελέσματα. Τα πρεβιωτικά προάγουν την ανάπτυξη ωφέλιμων βακτηρίων του εντέρου και επηρεάζουν το μεταβολισμό της γλυκόζης και την ευαισθησία στην ινσουλίνη.

Αντιφλεγμονώδεις Επιδράσεις

Η χρόνια φλεγμονή είναι ένας παράγοντας που συμβάλει στην αντίσταση στην ινσουλίνη και στον διαβήτη τύπου 2. Οι αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες του μελιού λόγω των φαινολικών του ενώσεων και άλλων βιοενεργών μορίων, βοηθούν στη μείωση της φλεγμονής και στη βελτίωση της λειτουργίας της ινσουλίνης.

Ενζυματική Δραστηριότητα

Τα ένζυμα που υπάρχουν στο μέλι όπως η οξείδωση της γλυκόζης, παίζουν σημαντικό ρόλο στις αντιμικροβιακές του ιδιότητες και επηρεάζουν τις μεταβολικές διεργασίες.

Διαμόρφωση Ορμονικής Δραστηριότητας

Το μέλι επηρεάζει την έκκριση και τη δραστηριότητα των ορμονών που εμπλέκονται στο μεταβολισμό της γλυκόζης, όπως η ινσουλίνη και οι ινκρετίνες. Οι ινκρετίνες είναι ορμόνες που εμπλέκονται στη φυσιολογική ρύθμιση της ομοιόστασης της γλυκόζης, ασκούν ανασταλτική επίδραση στην κινητικότητα του στομάχου, επιβραδύνουν τη κένωση και μειώνουν τις μεταγευματικές αιχμές της γλυκόζης στο πλάσμα. Ενισχύοντας την απελευθέρωση ή τη δραστηριότητα των ορμονών αυτών το μέλι βοηθά στη ρύθμιση των επιπέδων σακχάρου στο σώμα πιο αποτελεσματικά.

Συμπέρασμα

Το μέλι προκαλεί μια πιο αργή, πιο σταδιακή αύξηση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα, σε σχέση με αυτόν της καθαρής γλυκόζης ή της ραφιναρισμένης ζάχαρης. Η συνεργατική δράση των συστατικών του μελιού στον έλεγχο της γλυκόζης του αίματος περιλαμβάνει έναν συνδυασμό χαμηλότερης γλυκαιμικής επίδρασης λόγω της φυσικής σύνθεσης του σακχάρου, ενίσχυσης της ευαισθησίας στην ινσουλίνη μέσω αντιοξειδωτικών και αντιφλεγμονωδών ενώσεων, πρεβιωτικών επιδράσεων στην υγεία του εντέρου.

Το μέλι είναι μια πιο υγιεινή εναλλακτική λύση στα επεξεργασμένα σάκχαρα και η κατανάλωση του δεν δημιουργεί τα προβλήματα με τα οποία συνδέονται τα ελεύθερα σάκχαρα.

Ανδρέας Θρασυβούλου, Ομότιμος Καθηγητής ΑΠΘ

Βιβλιογραφία:

1 Honey and Health: A Review of Recent Clinical Research, (Saeed Samarghandian, Tahereh Farkhondeh, and Fariborz Samini).
Chemistry and Technology of Honey Production, (Ettore Baglio)
Honey and Diabetes: The Importance of Natural Simple Sugars in Diet for Preventing and Treating Different Type of Diabetes, (Otilia Bobis, Daniel Severus Dezmirean, Adela Ramona Moise)
Natural Honey and Cardiovascular Risk Factors; Effects on Blood Glucose, Cholesterol, Triacylglycerole, CRP, and Body Weight Compared with Sucrose, (Nahid Yaghoobi, Noori S Al-Waili, Majid Ghayour-Mobarhan, S. M. R. Parizadeh)